Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Maspero François. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Maspero François. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Κουβαλώντας μνήμες και έναν αριθμό στο χέρι!




"Πριν 69 χρόνια στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπίρκενάου. Η 27η Ιανουαρίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.". Έτσι τελειώνει το εξαιρετικό κείμενό του στη χθεσινή Αυγή ο Βιβλιοθηκάριος. 

Και υπολογίζω πως είναι 39 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μου επίσκεψη στο κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκενάου! 

Ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο στους Χημικούς Μηχανικούς και στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών της IAESTE, είχα επιλέξει να πάω σε ένα εργοστάσιο ελαστικών στην Κρακοβία. Θα έμενα εκεί 40 μέρες. Ήταν καλοκαίρι του 1975. Πρώτη φορά θα έβγαινα από την Ελλάδα, πήγα με τρένο, το ταξίδι κράτησε τρεις μέρες.

Την πρώτη μέρα που πήγα στο εργοστάσιο, ανέλαβε ο Τεχνικός Διευθυντής να με ξεναγήσει. Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, μάλλον κοντός και μάλλον σοβαρός (έτσι τουλάχιστον έδειχνε στα μάτια ενός εικοσάχρονου τότε κοριτσιού). Μιλούσε Γερμανικά, σε αυτά συνεννούμασταν. Μόλις με χαιρέτησε, τράβηξε το μανίκι του ψηλά και μου έδειξε, εκεί κοντά στον αγκώνα, έναν αριθμό! Δεν μπορώ να πω ότι πολυκατάλαβα αμέσως. Μου εξήγησε. 


Η αυλή στο μπλοκ του θανάτου

Κάποια μέρα μας πήγαν να δούμε από κοντά το μέρος που οι άνθρωποι, στην αρχή ήταν αριθμοί και ύστερα γίνονταν στάχτες. Δεν έχει νόημα να πω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεγαλύτερη θηριωδία, αν ήταν ή όχι το χειρότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί πάντως είδα τους φούρνους, είδα τους θαλάμους αερίων, είδα τα κρεματόρια, είδα τα ηλεκτροφόρα σύρματα, είδα τα νοσοκομεία που έκαναν τα πειράματά τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα του ναζισμού. Είδα τις προθήκες με τα ρούχα των κρατουμένων, είδα τις προθήκες με τα κατσαρολικά τους. Και είδα τις προθήκες με τα παιχνίδια των παιδιών. Γιατί υπήρχαν και παιδιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν τη Ruth Kluger που γράφει ο Βιβλιοθηκάριος, και σαν το μικρό αγοράκι στην ταινία του Μπενίνι. Και υπήρχαν παιδιά που περιμένανε τους γονείς τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν τον Φρανσουά Μασπερό (αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του "Οι μέλισσες και η σφήκα", Σοκόλης 2005).


Ο φούρνος στο κρεματόριο!
Ο θάλαμος αερίων!
Το Νοσοκομείο!
Και ηλεκτροφόρα σύρματα παντού!
Και άλλοι πολλοί, χιλιάδες, που έζησαν στο πετσί τους τη θυριωδία του ναζισμού. Και υπήρξαν αυτοί που δεν άντεξαν το βάρος της μνήμης. Όπως ήταν ο Primo Levi (να προτείνω ένα ίσως λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου εξαιρετικό, "Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου", Καστανιώτης 2005) και όπως ήταν ο Jean Amery (με το αριστουργηματικό "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση", Άγρα 2010). Να προσθέσω εδώ και τον Χόρχε Σεμπρούν, που τον ανέφερε στο σχόλιό του στην προηγούμενη ανάρτησή μου ο Βιβλιοθηκάριος. Ο Σεμπρούν είχε επίσης βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το γράμμα που του είχε στείλει το 1943 η εκδότρια Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ με τίτλο "Για μια προϋπόθεση της γραφής" δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Του το διάβασε η ίδια η Μαγνύ το 1945, μόλις είχε επιστρέψει από το Μπούχενβαλντ, και της χτύπησε την πόρτα μιά μέρα πριν τη Χιροσίμα (όπως σημειολογικά παρατηρεί ο ίδιος). Αυτά διηγείται ο εξόριστος Ισπανός συγγραφέας στον πρόλογο για το βιβλιαράκι με τον τίτλο αυτό που εκδόθηκε τελικά το 1947. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2001 ("Η προϋπόθεση της γραφής: Γράμμα της Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ προς τον Χόρχε Σεμπρούν", Ολκός 2001).
Οι φωτογραφίες είναι όλες από το φωτογραφικό άλμπουμ που αγόρασα τότε και περιέχει φωτογραφίες του Πολωνού φωτογράφου Adam Kaczkowski (1917-1995). Είχε εκδοθεί από το Κρατικό Μουσείο του Άουσβιτς (Państwowe Muzeum w Oświęcimiu) μάλλον γύρω στο 1970.

Υστερόγραφο

Η παραμονή μου στην Κρακοβία ήταν πάντως ευχάριστη. Κατά την καθημερινή μου μετάβαση στο εργοστάσιο, περνούσα από ένα άλλο, που μύριζε σοκολάτα, κάτι σαν την ΊΟΝ στην Πειραιώς δηλαδή. Το θυμήθηκα όταν μας πήγαν επίσκεψη κάποια φορά με τη Σχολή. Από το ίδιο το αντικείμενο μέσα στο εργοστάσιο ελαστικών της Κρακοβίας, το μόνο που θυμάμαι είναι η πρώτη επικοινωνία με τους Πολωνούς φοιτητές που επίσης έκαναν την πρακτική τους εκεί: με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο με μια μεγάλη μπανιέρα και μου έδειξαν πώς δοκιμάζεται η αντοχή των προφυλακτικών (ήταν ένα από τα προϊόντα που παρήγαγε το εργοστάσιο). Τα γέμιζαν λοιπόν νερό, πολύ νερό κτλ κτλ. Οι δοκιμές αυτές επαναλαμβάνονταν συχνά.  Είμασταν όλοι παιδιά...

Επίσης, στην Κρακοβία γνώρισα τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Θυμάμαι την Ελένη Νοικοκύρη, μια, όχι ψηλή, καλοφτιαγμένη, μεσόκοπη γυναίκα, που είχε κάνει αντάρτισσα στον ΕΛΑΣ και στο σπίτι της είχε φωτογραφία της με στολή και ντουφέκι. Γνώρισα κι άλλους, είχε πολλούς η ελληνική κοινότητα και οι περισσότεροι δούλευαν στα εργοστάσια της Νόβα Χούτα που ήταν στην άκρη της πόλης (όταν ξαναπήγα το 1999, η εικόνα της περιοχής αυτής ήταν πολύ διαφορετική).

Πήγα και στο ελληνικό χωριό προς τα ανατολικά, ανέβηκα στο Ζακοπάνε το βουνό, πήγα στο αλατορυχείο της Βιελίτσκα. 

Αφήνω τελευταία την Κρακοβία γιατί είναι η πόλη που μου αρέσει πολύ. Ίσως γιατί ήταν ο πρώτος μου ταξιδιωτικός προορισμός. Ίσως γιατί οι παραστάσεις με έφεραν πιο κοντά στην πραγματικότητα και στην αξία της μνήμης. Ήταν οι παραστάσεις από την επίσκεψη στο Άουσβιτς. Αλλά ήταν και η καθημερινή μου συνάντηση για ένα μήνα με έναν "κανονικό" άνθρωπο που όμως είχε ανεξίτηλο αριθμό στο χέρι, ήταν έτσι σημαδεμένος, αλλά κι ευτυχώς ζωντανός...

Λίγοι επέστρεψαν από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένας απ' αυτούς που δε γύρισαν ήταν και ο αδερφός του πατέρα μου, ο Αντώνης, ήταν δεν ήταν 20 χρονώ όταν τον πήραν για καταναγκαστική εργασία. Ο καημός της μάνας τους που δεν έσβησε ποτέ! 

Ποιος μπορεί να μιλάει τώρα για αυτά τα τέρατα και να μην ανατριχιάζει!

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

"Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου" της Χριστίνας Μπάνου: μια εξαιρετική αποτύπωση της εκδοτικής κατάστασης στην Ελλάδα διαχρονικά και στην εποχή της κρίσης


Πολύς λόγος γίνεται για το βιβλίο, μόλις που τελείωσε η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και μόλις που ανακοινώνεται το κλείσιμο οργανισμών και μαζί μ' αυτούς και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, γιατί κατά τον αρμόδιο υπουργό δεν φαίνεται να έχει λόγο ύπαρξης (τον είπαν και υπουργό της καταστροφής).

Σήμερα ακούσαμε για 46 δημόσιες βιβλιοθήκες που θα συγχωνευθούν (για να δοθεί ευκαιρία, λέω εγώ και όχι μόνο εγώ, να απολυθούν εργαζόμενοι), προ καιρού έκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο της Εστίας, ακούμε κατά καιρούς για εκδοτικούς οίκους και για βιβλιοπωλεία που δεν πάνε καλά, κάποια ιστολόγια πήραν πρωτοβουλία και διεκδίκησαν μείωση της τιμής του βιβλίου, οι βιβλιοθήκες δυσκολεύονται ή δεν αγοράζουν καθόλου νέα βιβλία, για σχολικές βιβλιοθήκες ούτε λόγος, οι ακαδημαϊκές στενάζουν, πολιτική καλλιέργειας της αγάπης στο βιβλίο και στην ανάγνωση δεν υπάρχει, πολιτική βιβλίου γενικότερα δεν υπάρχει. Ποικίλα τα προβλήματα, λοιπόν, στο χώρο του βιβλίου.

Στο βιβλίο της  "Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου: Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα" (εκδόσεις Παπαζήση 2012), η Χριστίνα Μπάνου αποπειράται και επιτυγχάνει να καλύψει, να αποκαλύψει, να περιγράψει και να ερμηνεύσει το χώρο του βιβλίου, κυρίως από την πλευρά των εκδοτών, δίνοντας στους αναγνώστες πολύτιμες πληροφορίες και στοιχεία.

Το θέμα του βιβλίου ανήκει στα επιστημονικά και ερευνητικά ενδιαφέροντα της συγγραφέως (είναι επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχειονομίας - Βιβλιοθηκονομίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου), ενώ η παρούσα έκδοση μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της "Διαχρονικά γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας στον δυτικό πολιτισμό" (Κότινος 2008), το οποίο ασχολείται με τη διαμόρφωση και τα γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας από τον Άλδο Μανούτιο και τον Le Breton μέχρι σήμερα, όπως χαρακτηριστικά γράφει η ίδια.


Το παρόν βιβλίο ασχολείται με την κατάσταση της εκδοτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Ξεκινά με σύντομη καταγραφή της αντίστοιχης εικόνας διεθνώς, γύρω από το εκδοτικό σκηνικό και τις σχέσεις ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς εκδοτικούς οίκους (κυριαρχία, εξάρτηση, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αλυσίδες, πολιτική προώθησης, ευπώλητα κτλ.), βιβλιοπαραγωγή, βιβλιοπωλεία, νέες τεχνολογίες, επίδραση της οικονομικής ύφεσης.

Όλα τα παραπάνω ζητήματα μεταφέρονται και στη συζήτηση για τα γνωρίσματα της ελληνικής εκδοτικής βιομηχανίας. Τα στοιχεία που δίνει η συγγραφέας είναι πολλά, βασίζονται σε έρευνες που έχει κάνει η ίδια στο πλαίσιο των διδακτικών και ερευνητικών της δραστηριοτήτων, αλλά και σε αναφορές από πληθώρα ελλήνων και ξένων ειδικών. Εξάλλου, είναι εντυπωσιακά πολλές οι αναφορές σε δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων για τα θέματα αυτά (πράγμα που μαρτυρεί τη συνεπή παρακολούθηση του τύπου πέραν της επιστημονικής βιβλιογραφίας), ενώ πρέπει να επισημάνω και τον  τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται οι αναφορές αυτές, δίνοντας το λόγο σε εκδότες, συγγραφείς ή δημοσιογράφους να μιλούν, στο κατάλληλο σημείο, επανειλημμένα και εναλλακτικά, για τα διάφορα και πολλά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται.

Σημαντικό συστατικό της εργασίας είναι ότι για κάθε ζήτημα, πέραν της αναλυτικής παρουσίασης των στοιχείων μέσα στο κείμενο (όπου βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την παράθεση κάθε φορά των κριτηρίων ή των παραγόντων επίδρασης, στοιχεία που δίνουν τροφή για περαιτέρω ανάλυση και διερεύνηση), στη συνέχεια ανακεφαλαιώνει εκθέτοντας συνοπτικά τα προηγουμένως λεχθέντα, ενώ επίσης πολύ συχνά χρησιμοποιεί πίνακες για την παρουσίαση κριτηρίων, εναλλακτικών περιπτώσεων, δυνατών και αδύνατων σημείων κατά περίπτωση κτλ.
Στον παραπάνω πίνακα αναλύονται τα κριτήρια με βάση τα οποία οι έλληνες εκδότες επιλέγουν κείμενα για έκδοση

Είναι δύσκολο να αναφερθώ διεξοδικά στα περιεχόμενα του βιβλίου, μπορώ όμως να επισημάνω μερικά σημεία. Κατ' αρχήν, όσον αφορά τα περιεχόμενα συνολικά, το βιβλίο ασχολείται με ζητήματα που διαμορφώνουν την ταυτότητα των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα τις αρχές του 21ου αιώνα, όπως: βιβλιοπαραγωγή, αριθμός και οργάνωση των εκδοτικών οίκων, γνωρίσματα μικρών, μεσαίων και μεγάλων, διαφορές, ρόλος του εκδότη και του επιμελητή, κριτήρια επιλογής κειμένων για έκδοση, μηχανισμοί παραγωγής και ανάδειξη βιβλίων-επιτυχιών ("ευπώλητων"), τιμή βιβλίου, νέες τεχνολογίες, αναγνωστική συμπεριφορά, ρόλος του κράτους, αισθητική ταυτότητα εκδοτικού οίκου, προώθηση και διαφήμιση, πανεπιστημιακά συγγράμματα, επίδραση της οικονομικής κρίσης. Για να φτάσει στο σήμερα, κάνει μια αναδρομή, από τα τέλη του 19ου αιώνα, στους σταθμούς της εκδοτικής παραγωγής με τα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου: πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 (πολύ χρήσιμη η συσχέτιση με την σημερινή κρίση ως προς τις δυνατότητες ερμηνείας αντίστοιχων ζητημάτων), δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, δεκαετίες 1950 και 1960, δικτατορία, πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεκαετία 1980 μέχρι σήμερα.

Πώς είναι η βιβλιοπαραγωγή στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια και ποια μεταβολή παρατηρείται στα χρόνια της κρίσης; Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν οι εκδοτικοί οίκοι, στην πλειονότητά τους οικογενειακές επιχειρήσεις, τι απόψεις εκφράζουν γύρω από τα κριτήρια επιλογής, το οικονομικό όφελος, την παραγωγή μεγάλου ή μικρού αριθμού τίτλων ετησίως, τα "ευπώλητα" (best-sellers) και τα μακράς πνοής (long-sellers), τη νέα τεχνολογία, την αισθητική, τις μεταφράσεις, τις σχέσεις με τους συγγραφείς, την τιμή του βιβλίου. Πώς εντοπίζεται και πώς αντιμετωπίζεται το αναγνωστικό κοινό και τι σημαίνει ο όρος "δημιουργία και επινόηση του κοινού"; Τι γίνεται με τα βιβλιοπωλεία, τις αλυσίδες και τα παραδοσιακά; Τι γίνεται με τις βιβλιοθήκες, αν και πώς στηρίζουν τους εκδοτικούς οίκους και ασκούν αναγνωστική πολιτική; (Δεν έχουν κατορθώσει να διαδραματίζουν τέτοιο ρόλο στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες, αλλά ούτε και οι λέσχες ανάγνωσης, υποστηρίζει η συγγραφέας, και συμφωνώ μαζί της, όμως αν αυτό δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, πολύ περισσότερο τώρα που δεν υπάρχει μέριμνα και πολιτική, κατ' αρχήν από το κράτος).

Ποιος είναι ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης; Αναφέρονται προβλήματα ρευστότητας, μείωση παραγωγής, πτωχεύσεις, επαναπροσδιορισμός πολιτικών, μείωση προσωπικού (υπάρχουν εκδότες που τυπώνουν στο εξωτερικό, ενώ συχνά προτιμάται η διεκπεραίωση κάποιων εργασιών με εξωτερικούς συνεργάτες).

Η εκδοτική βιομηχανία είναι "υψηλού ρίσκου", αλλά και "υψηλού επιπέδου", ασχολούμενη με ένα "ιδιαίτερο" και "εύθραυστο" προϊόν, όπως είναι το βιβλίο. Έτσι, και όποιος ασχολείται με τα ζητήματα αυτά, χρειάζεται να τα προσεγγίσει με γνώση, με ιδιαίτερο σεβασμό και ευαισθησία. Νομίζω αυτό κάνει η Χριστίνα Μπάνου. Εγώ, πέραν των χρήσιμων στοιχείων που πήρα, πέραν της αναγνωστικής απόλαυσης που πραγματικά εισέπραξα διαβάζοντας το βιβλίο, σημείωσα και πολλές αναφορές που θα αναζητήσω για ανάγνωση (εκτός βέβαια από το πολύ καλό βιβλίο του Λουκά Αξελού που ήδη έχω κι έχω διαβάσει "Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα", Στοχαστής, 2008). Νιώθω επίσης την ανάγκη να διαβάσω ένα βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν το έχω ακόμη διαβάσει και στο οποίο αναφέρεται συχνά: "Οι μέλισσες και η σφήκα" του François Maspero (Σοκόλη 2005).

Αξίζει επίσης να αναφέρω ότι αναφέρεται συχνά στη συμβολή του ΕΚΕΒΙ στην καλλιέργεια και προώθηση του βιβλίου και της αναγνωστικής πολιτικής, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιεί στοιχεία από έρευνές του για να στηρίξει και να ερμηνεύσει τις δικές της τοποθετήσεις. Αναφέρεται επίσης σε σχετικές έρευνες της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.

Αναμφισβήτητα το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να δει πώς συγκροτείται και πώς λειτουργεί ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα. Παράλληλα όμως, με τον πλούτο των ζητημάτων που ανοίγει, μπορεί να λειτουργήσει ως ένας οδηγός ερευνητικών εργασιών γύρω από τα θέματα του βιβλίου, της ανάγνωσης, της συγγραφής, των βιβλιοθηκών, του πολιτισμού κτλ. Και μία πρόταση. Το βιβλίο ασχολείται κυρίως με εκδοτικούς οίκους - ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάνει μικρή αναφορά σε οργανισμούς, θα είχε ενδιαφέρον η αντίστοιχη λεπτομερής αποτύπωση. Θα ... περιμένουμε.

Και τελικά, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου; Η συγγραφέας, αφού συνδέει την εκδοτική βιομηχανία με την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση, κάνει προβλέψεις, μιλά για την αναγκαία αυτο-κριτική του κλάδου και κάνει λόγο για το άμεσο στοίχημα που είναι "η οικονομικότερη μορφή και η χαμηλότερη τιμή του βιβλίου, καθώς και οι απ' ευθείας πωλήσεις". Και αναφερόμενη στη λέξη "επανάσταση" σχετικά με το βιβλίο, τη θεωρεί πως έχει πάντα νόημα, τη συνδέει με την επανάσταση της πληροφόρησης, συνδέει το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με τη μνήμη, τη δική μας την προσωπική και τη μνήμη της ανθρωπότητας και καταλήγει, χρησιμοποιώντας και φράση του Μπόρχες :

Συνεπώς, το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου - ούτως ή άλλως σημαντικό και κατ' αρχήν κάπως μετέωρο σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον - όπως το προσδιορίζει η διαδοχή των επαναστάσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ένα βήμα κατάφασης στις βεβαιότητες του εντύπου, που θα οδηγήσει στη "φιλική βαρύτητα του βιβλίου", γιατί το "βιβλίο αποτελεί μια από τις δυνατότητες ευτυχίας που έχουμε εμείς οι άνθρωποι".


Στο συλλογικό έργο "Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο" (Μεταίχμιο 2008) με κείμενα ειδικών στην ανάγνωση επιστημόνων, η Χριστίνα Μπάνου έχει κάνει την επιμέλεια