Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη η
ανάγνωση των Ιστοριών του Χάλ του Γιώργου
Μητά (Κίχλη,
2012). Βιολόγος από τη Λιβαδιά, βρέθηκε
στο Χάλ για μεταπτυχιακές σπουδές. Και
βρέθηκε να παρατηρεί την αγγλική πόλη
(Κίνγκστον απόν Χάλ) στα ανατολικά
παράλια του Γιορκσάιρ, να περιδιαβαίνει
τους δρόμους της, να γνωρίζει τα στέκια
της, να πηγαίνει σινεμά στην Κινηματογραφική
Λέσχη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, να
καμαρώνει το λιμάνι και το ποτάμι της,
να τριγυρνά στο Πανεπιστήμιο. Παρατηρεί
και συναντιέται με ανθρώπους της πόλης.
Παρατηρεί και περιγράφει το κλίμα, το
περιβάλλον, το ιδιαίτερο τοπίο της
αγγλικής πόλης. Όμορφη χωρίς περιττά
φτιασίδια γλώσσα, ειλικρινής περιγραφή
ανθρώπων, τόπων και πραγμάτων (αληθινή,
και με δόσεις νοσταλγίας, για όσους
έχουμε γνωρίσει αντίστοιχες εικόνες),
ευαίσθητη και ανθρώπινη προσέγγιση
μοναχικών ψυχών, λες και ταυτίζονται
με το μουντό τοπίο της αγγλικής
περιφέρειας.
Οι
δρόμοι
του
Χάλ
το
βράδυ
είναι
έρημοι
και
παγωμένοι.
Τον
ξένο
που
θα
βγει
να
περπατήσει
στην
Cottingham
Road
μετά
τη
δύση
του
ηλίου
τον
συντροφεύουν
η
ομίχλη,
το
τσουχτερό
κρύο
και
τα
σιωπηλά
αιωνόβια
δέντρα,
που
υψώνουν
τα
μπλεγμένα
κλαδιά
τους
στον
σκοτεινό
ουρανό...
Τρία διηγήματα, τρεις μικρές
νουβέλες, με τις ιστορίες τριών μοναχικών
ανθρώπων και ακόμα τριών άλλων που
τελικά “έχουν
την
ίδια
ανάγκη
για
συντροφιά”
μ' εκείνους.
Η ηλικιωμένη κυρία Ρότζερς,
ταξιθέτρια στην Κινηματογραφική Λέσχη
της Κεντρικής Βιβλιοθήκης που την
επισκέπτεται ο νεαρός Βέλγος
κινηματογραφιστής (όπως εκείνη νόμιζε)
ή πιο σωστά ο νεαρός Ισπανός που ήρθε
“σ'
αυτή
τη
βορινή
γωνιά
της
Ευρώπης
να
μελετήσει
το
παρελθόν”
(σε επόμενη ιστορία τον ξαναβρίσκουμε
ως Λουίς, κάνει μεταπτυχιακό στην
παλαιοντολογία). Μια απρόσμενη
ζεστασιά
απλώθηκε στους
γερασμένους
τοίχους.
Δεν
ήξερε
τι
ώρα
ήταν.
Κάποια
στιγμή,
ενώ
μιλούσε
κρατώντας
το
τρίτο
ποτήρι
κονιάκ,
θυμήθηκε
το
κέικ
πορτοκάλι.
Δεν
θα
αποτολμούσε
να
σηκωθεί
τώρα,
ούτε
βέβαια
να
σερβίρει
– μπορούσαν
να
κάνουν
και
χωρίς
αυτό.
Εν
τω
μεταξύ
η
συζήτηση
είχε
ανάψει,
ο
νεαρός
Ισπανός
τη
διέκοπτε,
έπαιρνε
τον
λόγο,
για
να
τον
ξαναπάρει
μετά
από
λίγο
πάλι
εκείνη·
αστειεύτηκαν,
γέλασαν,
ύψωσαν
τον
τόνο,
ξανάπιασαν
την
κουβέντα
από
εκεί
που
την
είχαν
αφήσει.
Ο
δεκαεννιάχρονος
Ντόναλντ,
ο
τυφλός
φοιτητής
από
το
Εδιμβούργο
με
την
Τζόυ,
το
σκύλο-οδηγό
και
η
συνάντηση
με
τον
αφηγητή.
Άρχισα
να
τρώω
και
συγχρόνως
να
μιλάω.
Του
μίλησα
για
τη
δυσκολία
να
έρχεσαι
από
την
Ελλάδα
στο
βόρειο
Γιορκσάιρ
και
να
βρίσκεσαι
μόνος,
χωρίς
γλώσσα,
χωρίς
να
γνωρίζεις
κανένα,
σ'
έναν
ολότελα
άγνωστο,
ανοίκειο
κόσμο·
για
τις
καθημερινές,
ανεξέλεγκτες
εναλλαγές διάθεσης των πρώτων εβδομάδων,
από τον καθαρό τρόμο και την απελπισία
μιας πρωτόγνωρης μοναξιάς στην άγρια
και τη μεθυστική αίσθηση της προοπτικής
μιας καινούριας ζωής· για τις δυσκολίες
που αντιμετώπιζα στην προσπάθειά μου
να γνωριστώ και να κάνω παρέα, ιδίως με
τους αγγλόφωνους φοιτητές· για το
ποδήλατό μου και τις πρώτες μοναχικές
εξερευνήσεις στο κέντρο και τα περίχωρα
της πόλης, για την ατέλειωτη συννεφιά
και το πρωτοφανές κρύο... για τις ήδη
αρκετές μπίρες που είχα πιει μόνος τα
σαββατόβραδα στην ντίσκο του πανεπιστημίου,
καθώς και στην παμπ στη διασταύρωση της
Cottingham με την Beverley Road.
Ένα
συγκρατημένο, τρυφερό χαμόγελο
ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Ντόναλντ.
“Νομίζω πως σε καταλαβαίνω. Έχω πιει
κι εγώ κάμποσες μπίρες μόνος.”
Ο
ασπρομάλλης
(πενηντάρης) γίγαντας
Στηβ
που
διηγείται
ταξίδια
και
περιπέτειες
στο
συγκάτοικό
του,
τον
Τούρκο
φοιτητή
Αζίζ.
Ήταν
ένα είδος πολυτεχνίτη του Γιόρκσαϊρ:
τα είχε σχεδόν όλα δοκιμάσει στην
πολυκύμαντη ζωή του. Είχε ταξιδέψει σε
ολόκληρο τον κόσμο – πότε ήταν αχθοφόρος
σε κρουαζιερόπλοιο στην Καραϊβική, πότε
προσωπικό ασφαλείας σε κλαμπ του
Άμστερνταμ, πότε καταπιανόταν με
αγροτικές εργασίες στην Κρήτη, πότε
έχτιζε πέτρινα σπίτια στα περίχωρα της
Κοπεγχάγης.
Ο
μυστηριώδης και πληθωρικός γέρο-Άγγλος
διηγείται χωρίς σταματημό τις ιστορίες
του στο μικρό
του φίλο.
Είναι αληθινές οι ιστορίες του γιγαντόσωμου
Στήβ; Ένα μυστήριο για τον Αζίζ που θέλει
να το ξεδιαλύνει.
Ένα
σύννεφο ήρθε κι έκρυψε το φεγγάρι. Το
σκοτάδι απλώθηκε σαν κακοποιό πνεύμα.
Ο Αζίζ ρίγησε. Συνειδητοποίησε ότι ότι
ένιωθε φόβο, καθαρό φόβο. Μερικά βήματα
ακόμα. Είχε διπλωθεί σχεδόν στα δύο μες
στο παλτό του. Μέχρις εδώ. Δεν θα συνέχιζε
άλλο. Και τότε, λίγα μέτρα μπροστά του,
ο Άγγλος έστριψε· σαν
δύσμορφη σκιά πέρασε μπροστά από μια
γιορτινή τζαμαρία. Ο Στηβ ακολουθούσε
τον δρόμο που τρία εικοσιτετράωρα πριν
είχε γοητεύσει τον φοιτητή...
Οι
περιγραφές από το λιμάνι είναι πολύ
δυνατές. Δεν παραλείπει να μιλήσει και
για την αλιεία στην περιοχή, για το
κυνήγι της φάλαινας, για τον αγγλοϊσλανδικό
πόλεμο του μπακαλιάρου και για τον
αφανισμό της αλιευτικής βιομηχανίας
τη δεκαετία του '70.
Οι
εγκαταστάσεις στις όχθες του ποταμού
εγκαταλείφθηκαν·
ολόκληρες γειτονιές σκόρπισαν, και
τελικά ρήμαξαν· τα πολύβουα στέκια των
ψαράδων ερήμωσαν.
Τις
φεγγαρόλουστες νύχτες, όταν η φουσκονεριά
τυλίγει τις σιωπηλές αποβάθρες, κάποιοι
ισχυρίζονται ότι, ανάμεσα στους παφλασμούς
του νερού, μπορούν ν' ακούσουν τον απόηχο
του στόλου που αποπλέει ή τις ζητωκραυγές
εκείνων που επιστρέφουν – αλλά και τις
οιμωγές των ανδρών που χάθηκαν για πάντα
στη θάλασσα.
Όμορφη
γλώσσα, Όμορφες οι ιστορίες από το Χαλ
του Γιώργου Μητά. Ίσως μια αμηχανία στο
τελείωμα των ιστοριών, ίσως και να θέλει
να μας υποβάλει στη “βάσανο” της
αναζήτησης. Εγώ έτσι ένιωσα, ιδιαίτερα
μάλιστα στην τρίτη ιστορία. Έτσι κι
αλλιώς πάντως, μας μένουν οι συγκινήσεις
και η ζεστασιά που νιώσαμε διαβάζοντάς
τις, μας μένουν οι δυνατές περιγραφές,
σε μια, τολμώ να πω, κινηματογραφική
αποτύπωση του χώρου και των ανθρώπων.
Υ.Γ.
Κι ενώ το είχα τελειώσει, ένας φίλος μου
δάνεισε το τελευταίο βιβλίο της Έλενας
Χουζούρη “Δυο φορές αθώα” (Κέδρος,
2013). Στην τελευταία σελίδα η συγγραφέας
αναφέρει τα βιβλία με τα οποία “συνομιλεί”
στο δικό της βιβλίο. Πρώτο πρώτο έχει
τις Ιστορίες του Χαλ. Κάποιος διαδικτυακός
φίλος κάποια στιγμή έκανε λόγο για την
ομορφιά της διακειμενικότητας...