Το βράδυ της Ανάστασης μας έβαζε η μάνα μας για ύπνο από νωρίς και μας ξυπνούσε δώδεκα παρά για να πάμε στην εκκλησία. Ο πατέρας μας δεν ερχόταν, τον ξυπνούσαμε στο γυρισμό για να πάει να μεταλάβει, κομμουνιστής αλλά Χριστούγεννα και Πάσχα πήγαινε να μεταλάβει, αυτή τη σχέση του με την εκκλησία την κρατούσε, σαν έθιμο, σαν τάμα, ποιος ξέρει. Μερικές φορές έμενα κι εγώ στην εκκλησία γιατί μου άρεσαν οι ψαλμοί εκείνου του μέρους, κυρίως ο τραγουδιστός ψαλμός (έτσι μου φαινόταν) "Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..." Ύστερα τρώγαμε, απαραίτητα, πέρα από αυγά και καλιτσούνια, τα πόδια και κοιλιδάκια τυλιγμένα με έντερα αυγολέμονο (αυτό λέγαμε μαγειρίτσα, πολύ αργότερα έμαθα ποια είναι η πραγματική μαγειρίτσα) και σκωταριά τηγανητή.
Την άλλη μέρα κάπου πηγαίναμε να κάνουμε Πάσχα μαζί με συγγενείς και φίλους. Πότε πηγαίναμε στον αδελφό του πατέρα μου, στο θείο Γιώργο, στον Καλυκά, μια περιοχή μετά τον Κουμπέ και πριν τη Σούδα, είχε εξοχή, αγαπημένος θείος (χωροφύλακας, όταν όμως αναμένονταν φασαρίες, ειδοποιούσε τον πατέρα μου να μην κατεβεί στη συγκέντρωση που προγραμμάτιζε η ΕΔΑ, δεκαετία του '60, ε και τότε τα χάλαγαν για λίγο αλλά πάλι αγαπίζανε), ο θείος πάντα σούβλιζε αρνί, μαζευόμασταν κάμποσοι, αυτός είχε πέντε παιδιά, τρία είμασταν εμείς και οι μεγάλοι, έρχονταν κι άλλοι θείοι και ξαδέρφια, ήταν όμορφα.
Άλλες φορές, πηγαίναμε στην Αγιά Μαρίνα, στους κουμπάρους, το Γιάννη και την Πολύμια (θυμάμαι το γάμο τους, παιδάκι εγώ, ο πατέρας μου τους πάντρεψε, η Πολύμια λιποθύμισε στο γάμο από στενοχώρα, όχι για το γαμπρό που έπαιρνε μα γιατί άφηνε το πατρικό της, οι νύφες, λέγανε τότε, πρέπει να κλαίνε στο γάμο τους, να δείχνουν πόσο στενοχωρούνται που αποχωρίζονται τους γονείς, τι παράξενα έθιμα κι αυτά...). Εκεί, μας περίμεναν τα τεράστια καλιτσούνια στο κοφίνι, ακόμη έχω τη γεύση τους στο στόμα. Η Αγιά Μαρίνα σήμερα είναι αγνώριστη, δυσκολεύομαι να εντοπίσω το μονοπάτι που ανηφορίζαμε από τον κεντρικό δρόμο που μας άφηνε το λεωφορείο για ν' ανεβούμε στο σπίτι τους. Γιατί βέβαια όλες εκείνες οι διαδρομές γίνονταν με το λεωφορείο, αυτοκίνητο αποκτήσαμε το 1975, πρώτα είχαμε ποδήλατο, ύστερα βέσπα μέχρι να καταφτάσει το ιστορικό Ρενώ 4.
Κάποιες φορές πηγαίναμε στο Νίππος, στο χωριό του πατέρα μου. Η φωτογραφία είναι από το 1976, το σπίτι ήταν χάλαρο τότε, τώρα το έχω αποκαταστήσει και έχει γίνει πλέον το σπίτι μου στο χωριό. Στην αγκαλιά μου έχω τη φιλιότσα μου τη Μαρία, μεγάλη τώρα, ζει στην Αμερική. Δεξιά, το γεροντάκι που κοιτάζει το φακό είναι ο θείος Λευτέρης, ο Τσουρολευτέρης, σπουδαίος άνθρωπος όσο τον θυμάμαι, είχε κάνει στη Μικρασιατική εκστρατεία, πόσο λυπάμαι που τότε δεν τον ρωτήσαμε πράγματα, μόνο θυμάμαι που έλεγε πως είχαν γεμίσει ψείρες...
Τη μεγαλοβδομάδα νηστεύαμε, τουλάχιστον στα φανερά. Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τ' αυγά, την ίδια μέρα ξεκινούσε η μάνα μας τις κουλούρες, μεγάλη διαδικασία, ποτέ δεν την αφομοίωσα, τα κουλούρια τα έφτιαχνε νωρίτερα, ενώ το Σάββατο φτιάχναμε τα καλιτσούνια, δηλαδή έφτιαχναν η μάνα μου με τις γειτόνισσες για βοήθεια και με τη γιαγιά από κοντά, την Κουκουβιτομαρία. Τότε, βέβαια, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι, οπότε παίρναμε τις λαμαρίνες από το φούρνο, μέχρι το '67 που μέναμε στη Νέα Χώρα πηγαίναμε τα καλιτσούνια ή στο φούρνο του Κουκλάκη ή στο φούρνο του Μπάτση που ήταν πιο σύγχρονος, ήταν "γερμανικός"! Το πηγαινέλα των λαμαρινών ήταν δουλειά των παιδιών, κυρίως δική μου που ήμουν η "μεγάλη". Όταν έφταναν στο σπίτι τα καλιτσούνια, η γιαγιά μου δοκίμαζε, και στο δάγκωμα του κάτω χείλους της κόρης της, είχε την απάντηση έτοιμη: "Μα ο Χριστός αναστήθηκε το μεσημέρι"! Αργότερα έμαθα ότι και οι Κερκυραίοι τον ανασταίνουν μεσημέρι το Χριστό. Λέτε οι Βενετοί να είχαν βάλει το χεράκι τους;
Καλή Ανάσταση, λοιπόν, και του χρόνου αλλιώς, καλύτερη, να ηχήσουν τα σήμαντρα χαρούμενα όταν φτάνουν, όπως λέει ο ποιητής,
Απ' τα χείλη των παιδιών
απ' την άγνοια των χελιδονιών
απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.