Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χανιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χανιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;

Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος,  αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.

Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...

Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων. 

Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη  και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού). 

Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία... 

Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα). 

Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου. 

Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη. 

[...]

Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα 

Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που  κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;

Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:

Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου. 

Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...

Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Τελικά, είχαν καμήλες τα Χανιά;

Χανιά, 1974 (Πηγή: Χανιώτικα Νέα)

Έχω μια εικόνα από τα παιδικά ή νεανικά μου χρόνια, μια καμήλα να περιφέρεται στην πόλη μου, στα Χανιά. Σε παλαιότερη ανάρτηση είχα αναρωτηθεί αν υπήρχαν στην πραγματικότητα καμήλες στα Χανιά. Κατέγραψα τότε κάποιες αναφορές για έθιμα αποκριάτικα που χρησιμοποιούν την καμήλα ας πούμε ως καρνάβαλο, δεν είχα βρει όμως στοιχεία για πραγματική καμήλα, όπως θυμάμαι τον αρκουδιάρη που επίσης τριγύριζε στην πόλη.

Ένα πρόσφατο δημοσίευμα όμως στα Χανιώτικα Νέα στη στήλη Στο Αρχείο ζωντάνεψε την περιέργειά μου αν η μνήμη με απατά ή όχι, αν αυτή που θυμάμαι ήταν μια πραγματική καμήλα και όχι ένας καρνάβαλος. Η παραπάνω φωτογραφία επιβεβαιώνει ότι υπήρξε καμήλα στην πόλη. Συγκεκριμένα, έχει την παραπάνω φωτογραφία από άρθρο στο φύλλο της 24ης Μαρτίου του 1974, με λεζάντα: «Η φωτογραφία δεν είναι από έρηµο. Είναι στο λιµάνι των Χανίων όπου τώρα και µέρες κάνει τον περίπατό της… µιά πραγµατική καµήλα».

Χανιά, 1974 (Πηγή: Αγώνας την Κρήτης)

Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, ανακάλυψα ένα δημοσίευμα στο φύλλο 24/2/2018 του Αγώνα της Κρήτης με την παραπάνω φωτογραφία και τίτλο «Μια ιστορική φωτογραφία: Η καμήλα στο παλιό λιμάνι στα Χανιά». Η καμήλα ξεκουράζεται και ο μικρός απολαμβάνει. Ποιος ξέρει ποιο είναι το αφεντικό και πώς βρέθηκε κει πέρα... 

Χανιά, έξω από δημοτικό σχολείο, 1972 ή 1974

Η παραπάνω φωτογραφία δείχνει μια καμήλα να ποζάρει με τα παιδιά και τον δάσκαλό τους σε κάποιο δημοτικό σχολείο της πόλης. Ήταν το 8ο, το 9ο, το 3ο, το 4ο, το 5ο (το σχολείο μου μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού), ποιος το ξέρει, σε όλα αυτά βρέθηκε. Αυτή κι άλλες μαζί βρίσκονται στη δημόσια ομάδα του Facebook «Χανιά Παλιές Φωτογραφίες» κι έχει ενδιαφέρον ο διάλογος που ακολουθεί. Η καμήλα δείχνει να είναι ίδια με την παραπάνω.

Ηράκλειο, περίπου 1897-1904 (Πηγή: Αρχείο Emile Destelle)

Όμως, καμήλες φαίνεται να υπήρχαν και στην υπόλοιπη Κρήτη.  Η παραπάνω φωτογραφία περιέχεται στο αρχείο του Γάλλου συνταγματάρχη Emile Destelle, και πρέπει να χρονολογείται στο διάστημα μεταξύ 1897 και 1904, τα χρόνια δηλαδή που ήταν διοικητής των Γάλλων πεζοναυτών στην Κρήτη. (Το αρχείο Destelle φυλάσσεται στην Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, όπως διαβάζουμε στο Εθνικό Ευρετήριο Αρχείων. (Για το ίδιο θέμα δημοσιεύεται φωτογραφία από το αρχείο Destelle σε διάφορα ιστολόγια, όπως στα Βολταράκια στην Κρήτη και e-prologos.gr).

Πάντως, καμήλες υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα τα... παλιά και όχι πολύ παλιά χρόνια και χρησίμευαν για τη μεταφορά προϊόντων. Αντιγράφω από την προηγούμενη ανάρτηση ένα απόσπασμα άρθρου του Πέτρου Μανταίου στην Εφημερίδα των Συντακτών:

Γνώριζα (έχω υπόψη και σχετικές γκραβούρες) ότι η καμήλα, επί τουρκοκρατίας, αλλά και αργότερα, σε πολλά μέρη της ελεύθερης πλέον χώρας, στην Αθήνα για παράδειγμα ή στο Ναύπλιο, ήταν χρήσιμη στις μεταφορές, όσο και τα άλογα και τα μουλάρια, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Ζώο δυνατό, παροιμιώδους υπομονής, αντοχής και λιτοδίαιτο, το συμπάθησαν οι αγωγιάτες και η λαογραφία, με εύρος εθίμων, μιμητικών και παραστατικών, «της καμήλας», Αποκριάς και Καθαρής Δευτέρας.

 Λίγες φωτογραφίες παρακάτω μαρτυρούν την ύπαρξη της καμήλας σε διάφορα μέρη της χώρας.

Καμήλες στην Άμφισσα γύρω στα 1920

Καμήλες στην Κομοτηνή γύρω στα 1900

Η χάρη τους φτάνει στον 17ο αιώνα, όπου γκραβούρες απεικονίζουν καμήλες να κόβουν βόλτα στη Λάρισσα.

Καμήλες στη Λάρισσα γύρω στα 1668

Αλλά και στα χωριά της δυτικής Θεσσαλονίκης, όπου οι κάτοικοι κατασκεύαζαν όπλα για τον οθωμανικό στρατό, εξέτρεφαν καμήλες για τη μεταφορά πολεμοφοδίων. (Για τη Θεσσαλονίκη, είναι σημαντικά τα στοιχεία που δίνονται σε σχετική έρευνα του ιστορικού της οικονομίας Ευάγγελου Χεκίμογλου).

 

Καμήλες στη Θεσσαλονίκη από τον 16ο αιώνα

Σταματώ εδώ, εξάλλου σκοπός μου δεν ήταν να κάνω μια ενδελεχή έρευνα συνολικά για τις καμήλες στην Ελλάδα (αν και θα είχε ενδιαφέρον), πάντως, τελικά, πρέπει να μην με απατά η μνήμη, πρέπει να ήταν αληθινή η καμήλα που είχα δει πριν από πολλά πολλά χρόνια στα Χανιά. Και τις συμπαθώ. Μια φορά, πριν από πολλά χρόνια, όταν βρέθηκα στην Κίνα και περπατήσαμε (μέρος από) το Σινικό Τείχος, δεν τόλμησα ν' ανεβώ σε καμήλα (που τις είχαν, βέβαια, κυρίως ως ατραξιόν τις καημένες). Και καλά έκανα νομίζω, τόσα περνάνε κι αυτές...

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Χανιά όμορφη πόλη: η μνήμη της πόλης με τα λόγια ανθρώπων που την αγάπησαν


Βρίσκεται (η πόλη) στο βάθος ενός κόλπου με πλάτος τριάντα μίλια, μεταξύ του Κάστρου της Σούδας στα ανατολικά και του ακρωτηρίου της Σπάντας στα δυτικά. Είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα μικρό βραχώδη λόφο δίπλα στη θάλασσα. Καταλαμβάνει χώρο τριών μιλίων κι έχει περίμετρο έξι χιλιάδες βήματα. Οι ελληνικές ιστορίες γράφουν προς το εσωτερικό φρούριο χτίστηκε από τον Μεγαλέξανδρο. [...] Το λιμάνι χωρά με άνεση διακόσια πλοία και φτάνει μέχρι το εσωτερικό της πόλης. Ολόγυρα υπάρχουν σαράγια, αγορές και παζάρια. Υπάρχουν τέσσερις χιλιάδες σαράγια και σπίτια ευρωπαϊκής τεχνοτροπίας, που βλέπουν προς τη θάλασσα, με σαχνισιά και χωρίσματα από καφασωτά. Οι τοίχοι τους είναι σοβαντισμένοι με ασβέστη. Το νερό της βροχής μαζεύεται σε στέρνες που το διατηρούν παγωμένο ακόμη και τον Ιούλιο. [...] Υπάρχουν ακόμη πεντακόσια καταστήματα, είκοσι καφενέδες, έξι χαμάμ και καπηλειά έξω από το κάστρο.

Έτσι περιγράφει την πόλη των Χανίων ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671.1 Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο Χανιά, όμορφη πόλη: Σελιδοδείκτες μνήμης & λογοτεχνίας. Η επιλογή των κειμένων έγινε από τη Χανιώτισσα συγγραφέα Νίκη Τρουλλινού, οι φωτογραφίες είναι από την Ένη Κούκουλα και η έκδοση έγινε από την Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης - Πυξίδα της πόλης και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Το βιβλίο εκδόθηκε στο πλαίσιο του Δεύτερου Φεστιβάλ Βιβλίου που διοργανώθηκε τον Ιούνιο 2023 στα Χανιά.2

 

Τα κείμενα είναι πολλά και όλα εξαιρετικά για τον τόπο «που κατοικούν οι Κύδωνες» από την εποχή του Ομήρου (Οδύσσεια, ραψωδία τ) και λίγα μόνο αποσπάσματα παραθέτω εδώ ως εγκώμιο της πόλης, της έκδοσης και της αγαπημένης Νίκης Τρουλλινού.

Εκεί στα βράχια όπου σωριάζονται τα κύματα, στην παραλία που απλώνεται από τα Χανιά ως τη Χαλέπα, οι γλάροι βυθίζουν τα κεφάλια τους στις υγρές κοιλότητες ψάχνοντας για καβούρια, αυτά που έχουν καταφέρει να κρατηθούν εκεί με κάποιο τρόπο. Κι επειδή δε βρίσκουν θυμώνουν με τους βράχους. Στρίβουν προς τα μέσα και κρώζοντας πεινασμένα τραβούν για την αγορά, στην Κανεβάρο. Πηγαίνουν εκεί να ψάξουν ό,τι άφησαν τα άλλα πουλιά.
[...]
Χανιά! Η ομορφιά της Κρήτης!

γράφει η Σαμπά Αλντισάι στο Κρήτη μου (Κέδρος, 2008).


Κοίταζα κάθε λίγο τα λουστρίνια μου και καμάρωνα. Έφτασα στα Στιλβωτήρια, δίπλα στην Αγορά. Είδα τον υπαίθριο φωτογράφο. Τον πλησίασα και του ζήτησα να με φωτογραφήσει. Άφησα στο στραβοκάνικο τραπέζι το πακετάκι με το βελούδο και στάθηκα να ποζάρω. Δίπλα μου το άλογό της άμαξας έδιωχνε με την ουρά τις μύγες που τον βασάνιζαν.

Από Τα μαύρα λουστρίνια της Μάρως Δούκα, εκδόσεις Πατάκη 2005.


Στην πόλη τριγυρνώ
Και προσπαθώ ν' ανακαλύψω τα περάσματα
Στις γειτονιές που συναντιόμαστε

από τον Σπιούνο της αγάπης του Λεωνίδα Κακάρογλου


Λίγο νοικοκυριό, λίγο κέντημα, λίγη μελέτη και το βραδάκι περίπατο στο λιμάνι του Χανιών ή στου Μπόλαρη. Παντού θάλασσα στη ζωή μας. Η Μαρίκα μας και εγώ, η Ίρμα κι η Κική, η Τζούλια κι η Τζένη. Τρία ζευγάρια αδερφές. Η Τζούλια κι η Τζένη ήταν Εβραιοπούλες. Είχανε μεγάλο εμπορικό μαγαζί οι γονείς τους, κι ήταν ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι. Κι είχαμε πολλούς Εβρέους στα Χανιά. Και στο Ωδείο πολλά κορίτσια.

της Κλεοπάτρας Πρίφτη Από τα σημειωματάριά μου εννιά ιστορίες, Σύγχρονη Εποχή 1978.3

Αξίζουν πολλά ευχαριστώ στη Νίκη Τρουλλινού που τα διάλεξε με τόση αγάπη και τόση προσοχή.4 Επειδή, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ σε πολλά κείμενα, που καθένα είναι ξεχωριστό, παραθέτω τα περιεχόμενα στις σημειώσεις.5 Πραγματικά αξίζει να τα διαβάσουμε όλα και αξίζει να προστρέξουμε στις πηγές τους. Προσωπικά το κάνω, αν και νιώθω ικανοποίηση που πολλά τα έχω ήδη διαβάσει.

Και τελικά, τι είναι εκείνο που έφτιαξε το μύθο της όμορφης πόλης, αναρωτιέται η Νίκη Τρουλλινού κι απαντά, όπως θ' απαντούσαμε κι εμείς μαζί της:

Δεν ξέρω να απαντήσω,  ξέρω μόνο να χάνομαι στα σοκάκια του Τοπανά, να περνάω απέναντι τη Χάληδων στο Λαβύρινθο γύρω από την Τριμάρτυρη και το λόφο του Καστελλιού, να «πορίζω» στα στενά γύρω από το Πηγάδι του Τούρκου ως την Σπλάντζια, και τους Αγίους Αναργύρους ως τις κάποτε παράγκες των προσφύγων στον προμαχώνα της Αγίας Λουκίας,  τεντωμένα τα αυτιά να ακούνε ιστορίες, ιστορίες και προσευχές των πιο διαφορετικών ανθρώπων, στις πιο διαφορετικές γλώσσες, ξέροντας πάντα σε κάθε στιγμή που οι δρόμοι με πνίγουν, πως, να, βγήκα κιόλας στη θάλασσα.  Από τη Νέα Χώρα στο παλιό λιμάνι, στην Πύλη της Άμμου σύριζα στο κύμα, ως να βγεις παρακάμπτοντας και ξανασυναντώντας συνεχώς το κύμα, άλλοτε τρυφερό και άλλοτε εκδικητικό, στην Αγιά Κυριακή. [...]

Δεν έχουμε άλλο από το να πάμε μια βόλτα στα Χανιά, όπου 

Μοσχοβολούν οι γλάστρες, 
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός 
μοσχοβολάει κι η αγάπη 
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός

...................................................................................................................................................

Σημειώσεις

1 Το απόσπασμα είναι μετάφραση του Δημ. Λούπη από τις Εκδόσεις Εκάτη 2005. Είχα ξαναγράψει για τον Τσελεμπί με αναφορά στο νησί της Κω εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2017/07/blog-post_23.html

2 Η Νίκη Τρουλλινού εμπνεύστηκε τον τίτλο στο τόσο εμπνευσμένο βιβλίο για την πόλη μας από το ποίημα «Όμορφη πόλη» του Γιάννη Θεοδωράκη που μελοποίησε ο Μίκης και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Λιποτάκτες».

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές...

 

 

Για τις εβραιοπούλες φίλες της Κλεοπάτρας Πρίφτη στο Ωδείο Χανίων είχα γράψει περισσότερα  εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2015/09/blog-post.html και εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2018/01/blog-post_69.html

Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στον Χανιώτη Ματθαίο Φραντζεσκάκη, υπεύθυνο έκδοσης του βιβλίου, ψυχή του φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων που έχει γίνει πια ένας καταξιωμένος θεσμός για την πόλη και πέρα από τα όρια της πόλης και υπεύθυνο των εκδόσεων «Πυξίδα της πόλης» που πήρε το όνομα από το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε για χρόνια, δικής του επίσης δημιουργίας. Κι επίσης, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στις όμορφες καλλιτεχνικές φωτογραφίες της Ένης Κούκουλα. Το συνολικό αποτέλεσμα έχει δώσει ένα πολύ όμορφο, ποιοτικό βιβλίο, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα.

5 Περιεχόμενα βιβλίου:
  • Ομήρου Οδύσσεια
  • Μίκης Θεοδωράκης, Πάμε μια βόλτα στα Χανιά
  • Ηρόδοτος, Ιστορίαι
  • Πολύβιος, Άπαντα
  • Dr. Olfert Dapper, Περί της νήσου Κρήτης
  • Σταυρούλα Μαρκουλάκη, Η ωραία Αλεξανδρινή
  • Χριστόφορος Μπουαντελμόντι, Περιγραφή της νήσου Κρήτης
  • Καστροφύλακας, Απογραφή του 1583
  • Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Οι Κρητικοί γάμοι
  • Ονόριο Μπέλι, Αναφορά στον Αλφόνσο Ραγκόνα
  • Μπενέτο Μόρο, Αναφορά προς τον Γενικό Προβλεπτή
  • Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης
  • Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος
  • Εβλιγιά Τσελεμπή, Οδοιπορικό στην Ελλάδα
  • Ιωάννης Μ. Δαμβέργης, Ο γερω - Μπραΐμης
  • Νικόλαος Τωμαδάκης, Παλαιόν Τελωνείον
  • Franz. W. Seiber, Αγοραπωλησία σκλάβων
  • Ζαχαρίου Πρακτικίδου, Περί της πόλεως των Χανίων
  • Αγαπίου μοναχού του Κρητός, Καλλιέργειαι
  • Αντωνούσα I. Καμπουράκη, Ποιήματα τραγικά
  • Ελπίς Μέλαινα - Βαρόνη Σβαρτς, Χανιά
  • Άγγελος Ποθουλάκης, Οικία Σβαρτς
  • Ιωσήφ Χατζηδάκις, Περιήγησις εις Κρήτην
  • Νικόλαος Β. Πιμπλής, Βιογραφία
  • Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και Χωριά της Κρήτης
  • Λεωνίδας Κακάρογλου, Η Νεραντζιά
  • Κωνστ. Γ. Φουρναράκης, Ο Βομβαρδισμός του 1897
  • Μιχάλης Μαλανδράκης, Μια μικρή παράκαμψη
  • Λεωνίδας Κακάρογλου, Σπιούνος της Αγάπης
  • Ιωάννης Κονδυλάκης, Κρητικαί εικόνες
  • Γεώργιος Σουρής, Το Κρητικό ζήτημα στον Ρωμηό
  • Παντελής Πρεβελάκης, Το χρονικό μιας πολιτείας
  • Φλαφλατάς, Ο χορός του Χρυσόστομου
  • Σαμπά Αλτινσάϊ, Κρήτη μου
  • Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Διαβαίνουν
  • Γεώργιος Δημοτάκης, Στιβανάδικα
  • Νικόλας Κακατσάκης, Παλιά πόλη
  • Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου
  • Λευτέρης Λαμπράκης, Τα πρώτα σινεμά
  • Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Ανταποκρίσεις 1912
  • Emilia de Sanctis, Από τα Χανιά στην Τρίπολη
  • Κώστας Γ. Καριωτάκης, Ανταποκρίσεις 1913
  • Μίνως Ζ. Νικολακάκις, Η έλλειψη των κρεμμυδιών
  • Απόφαση 144
  • Αιμιλία Κλάδου - Μπλέτσα, Η Αγορά
  • Αλέξης Μινωτής, Αυτοβιογραφικό
  • Ιτζεδίν, Επιστολή φυλακισμένων στον Τόπο, 1915
  • Φυλακές Καλαμίου - Ιτζεδίν, Επιστολή φυλακισμένου, 1956
  • Μίνως Ζ. Νικολακάκις, Παλιά Χανιά
  • Cevat Capan, Ένας ανταλλάξιμος απ' την Κρήτη
  • Cevat Capan, Προσφυγιά
  • Γιάννης Ρίτσος, Από το ημερολόγιον ενός φθισικού
  • Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες
  • Βικτωρία Θεοδώρου, Θούριος
  • Ιωάννα Καρυστιάννη, Η κυρία Κατάκη
  • Γρηγόρης Γεωργουδάκης, Κάτι για τα Χανιά
  • The London Bar
  • Ρέα Γαλανάκη, Η κηδεία του Ελ. Βενιζέλου
  • Γιάννης Θεοδωράκης, Ένα τραγούδι του καιρού μας
  • Κλεοπάτρα Πρίφτη, Εννιά ιστορίες
  • Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο, Απρίλης 1941
  • Antony Beevor, Κρήτη, η Μάχη και η Αντίσταση
  • Γιώργης Μανουσάκης, Η εκτέλεση
  • Ιωσήφ Βεντούρα, Ταναΐς
  • Σταύρος Βλοντάκης, Η Οχυρά Θέσις Κρήτης
  • Αντόνιο Ταμπούκι, Το ποτάμι
  • Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν Μυθιστόρημα
  • Κώστας Λειβαδάς, Εντός των Τειχών
  • Νίκη Τρουλλινού, Η αλήθεια της θείας
  • Τύνια Μποτονάκη, Άσ' το κι ας αποθάνει
  • Βικτωρία Θεοδώρου, Καινούρια Χώρα
  • Κώστας Χιωτάκης, Το παρελθόν
  • Γιάννης Τζεδάκης, Ένα μαγευτικό ταξίδι
  • Μαρινέλλα Βλαχάκη, Χρονιάρες μέρες
  • Ελένη Μαρινάκη, Περνώντας βάφεσαι μπλε
  • Μάρω Βαμβουνάκη, Το πιο μεγάλο ταξίδι μου
  • Μανώλης Σκουλούδης, Στα Ταμπακαριά
  • Καρυστιάννη Ιωάννα, Το φαράγγι
  • Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια
  • Τίτος Πατρίκιος, Επιμονή μιας πόλης
  • Γιάννης Θεοδωράκης, Όμορφη Πόλη

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Οι Τζίες της Αγίας Αικατερίνης: Ένα κερκυραϊκό αφήγημα

 


Μου έστειλε τις προάλλες ένας φίλος Κερκυραίος ένα εξαιρετικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 19 Νοεμβρίου στην τοπική Κερκυραϊκή εφημερίδα «Ενημέρωση». Έχει τον τίτλο «Οι Τζίες της Αγίας Αικατερίνης» και υπογράφεται από τον Σταμάτη Κυριάκη. Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο και θα ήθελα να το μοιραστώ ανήμερα της γιορτής μου:


«Παραγγέλνω το τσιπουράκι μου στο παραλιακό ταβερνάκι της Αγίας Αικατερίνης. Κυριακή μεσημέρι. Τέλη Οκτώβρη.





Κάτι σαν τις Τουαρέγκ της ερήμου. 

Παλιά είχα βγάλει μια θεωρία όπου στο μέλλον θα εμφανιστούν κάτι Τζίες ξερακιανές χίπισσες με στρογγυλά γυαλιά και λουλουδάτα μακριά φορέματα σαν την Τζάνις Τσόπλιν ρυτιδιασμένη. Έπεσα έξω. 

Αργότερα έβγαλα άλλη θεωρία όπου οι Τζίες του μέλλοντος μας θα είναι γεμάτες τατού στο σβέρκο στην κοιλιά στα μπούτια και στους αστραγάλους. Ξανάπεσα έξω.

Οι Τζίες παραμένουν αναλλοίωτες λες και έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς τους με τον χρόνο».


Δεν γνωρίζω ούτε τον συντάκτη ούτε η αλήθεια είναι πολύ καλά το σημείο εκείνο της πόλης της Κέκυρας. Βρίσκεται πριν τα Γουβιά κοντά στο Νοσοκομείο. Τζίες πάντως στην πόλη έχω δει  πολλές φορές στον όρμο της Γαρίτσας, στον Ανεμόμυλο, αλλά και στο Φαληράκι, στα μπάνια του Αλέκου. Τζίες είναι οι θειές, έτσι τις λένε στο νησί ή αλλιώς τσάτσες (στην παραλήγουσα).


Το κείμενο μου θύμισε τις «Καστρωμένες» της Τήνου, που τις περιέγραψε τόσο γλαφυρά στο τοπικό ιδίωμα ο Αντώνης Συριανός (Νεφέλη, 2019). Εκείνες δεν σύχναζαν σε καμιά παραλία του νησιού, ήταν οι γυναίκες του κάστρου, πολλές υποκατηγορίες ανάμεσά τους, οι πανούδες, οι σέρφες, οι παρακαθίστρες, οι πουρδοσφυρίχτρες, οι σαλιάρες, οι αγαπιανές, οι γλωσσοραπάνες, οι Καραμπελίνες, οι Αλαβάναινες, οι Κοντύλαινες και τελειωμό δεν έχουν...

Μα πιότερο μου θύμισαν τις Κουμκαπιανές (δικός μου ο χαρακτηρισμός). Είναι οι Χανιώτισσες που μένουν οι περισσότερες στο Κουμ Καπί και κολυμπούν στην παραλία από εκεί που ήταν παλιά τα σφαγεία και τώρα είναι γεμάτο καφετέριες και ουζερί μέχρι την Πύλη της άμμου, κάτω από το Μικρό Καφέ, από τον Άσωτο, από το Ελληνικό, από το Ντεμέκ, από το Ακταίον...Τις βλέπεις σταθερά κάθε πρωί, όσο εσύ απολαμβάνεις το καφεδάκι σου, εκείνες δυο δυο, τρεις τρεις ή και μία μοναχή της, να πηγαίνουν όλο και πιο μέσα, να ξεμακραίνουν, να κολυμπούν από τη μια άκρη μέχρι την άλλη και να γίνονται κουκίδες στη μέση της θάλασσας (Από κει και η φωτογραφία παραπάνω). 

Σαν τις Κουμκαπιανές, λοιπόν!

Υστερόγραφο: Για τη σημερινή μέρα, ωραίο το αφιέρωμα του Νίκου Σαραντάκου με γλωσσικό, και όχι μόνο, ενδιαφέρον (https://sarantakos.wordpress.com/2022/11/25/katerina-3/).

Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Είχαν καμήλες τα Χανιά;


Πάντα νόμιζα ότι στα Χανιά υπήρχαν καμήλες, δηλαδή είχα εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια μια καμήλα να περπατά στους δρόμους της πόλης και κάποιος να τη σέρνει από το λουρί. Ήταν μάλλον Απόκριες. Έμεινα για χρόνια πολλά με την εικόνα της καμήλας στην πόλη μου και με τη σιγουριά πως την είχα δει, το είχα διηγηθεί σε φίλους (!), την είχα ζήσει, υπήρξε όπως υπήρξε και η αρκούδα με τον αρκουδιάρη. Αλλά, τελικά, μπορεί να ήταν αληθινή καμήλα;

Μεγαλώνοντας, διάβασα για τα έθιμα της Αποκριάς κι εκεί βρήκα την καμήλα μου! Μάλλον αυτήν θυμάμαι, αυτήν που περιγράφουν ο λαογράφος Σταμάτης Αποστολάκης, ο συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης και άλλοι  (είδατε, λέω μάλλον, δεν είμαι ακόμη σίγουρη, οι παιδικές εικόνες έχουν τόση δύναμη!). 

Αφορμή στάθηκε το ωραίο άρθρο των  Δημήτρη Μαριδάκη, Γιάννη Λυβιάκη και Γιάννας Μαρουλοσηφάκη στα Χανιώτικα Νέα της προηγούμενης εβδομάδας με τίτλο «Έθιμα και αναμνήσεις από τις απόκριες του παρελθόντος». Γράφουν για την Καμήλα,«μια διονυσιακή γιορτή απελευθέρωσης» μεταφέροντας στο χαρτί μνήμες από τον δάσκαλο και λαογράφο Σταμάτη Αποστολάκη, τον παλιό δημοσιογράφο και τυπογράφο Γιώργο Μαρουλοσηφάκη και τον πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Κάινας Μαθιό Σταυρουλάκη:

Το αποκριάτικο έθιμο της “καμήλας” χρονολογείται από τον 19ο αιώνα ενώ οι ρίζες του “κρατάνε” από τον Διόνυσο.
Στην “καμήλα” μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σε ένα ξύλο, και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των καλαθιών σχηματίζουν τις καμπούρες της.

[...] Η “καμήλα” αποτελούσε διαχρονικά μια αφορμή απελευθέρωσης από τις κοινωνικές συμβάσεις και τα “στεγανά” της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων. [...] Το έθιμο γίνονταν και γίνεται κάθε Καθαρά Δευτέρα. Έχει διονυσιακές ρίζες και οι άνθρωποι που συμμετείχαν από παλιά και συμμετέχουν και σήμερα νιώθουν σαν να απελευθερώνονται για λίγες στιγμές από τα “πρέπει”.

 

Η Καμήλα στην Κάινα του Αποκορώνου
 

Το έθιμο ήταν ιδιαίτερα προσφιλές στην Κάινα του Αποκορώνου και στις Στέρνες Ακρωτηρίου. Αλλά και στην πόλη τριγυρνούσε μια Καμήλα (λέτε αυτήν να θυμάμαι;):

Στα Χανιά μέχρι και τη δεκαετία του 1950 είχαμε και το έθιμο της καμήλας.
Χανιώτες έφτιαχναν μια καμήλα με σκελετό από καλάμια και πάνω έριχναν κουρέλια που έφταναν μέχρι το οδόστρωμα.
Μέσα έμπαιναν δύο άτομα και ο ένας κρατούσε ένα κοντάρι που στην άκρη του είχε δεμένη, μία μεγάλη γαϊδάρου.
Την είχαν μαζέψει από τα ψόφια ζώα που πετούσαν την εποχή εκείνη στον Κλαδισό.
Συνοδοί της καμήλας ήταν ένας Χανιώτης που κτυπώντας ένα ταμπούρλο τραγουδούσε.
Ντε – ντε – ντε καμήλα ντε και αυτοί που ήταν μέσα στη καμήλα χόρευαν.
Μια γυναίκα – συγγενής των καμηλιέρηδων κρατούσε ένα μεγάλο κόσκινο και ζητούσε τον “οβολό” του κοινού.

Η Καμήλα στις Στέρνες Ακρωτηρίου

Τα ίδια γράφει και ο συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης σε παλιότερο κείμενό του για τις Απόκριες στην Κρήτη:

Μια από τις πιο παλιές αποκριάτικες μεταμφιέσεις, διαδεδομένη μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Ένα κρανίο από γάιδαρο ή μουλάρι που με μηχανικό τρόπο ανοιγοκλείνει το στόμα του και ένα παλιό ύφασμα (συνήθως σεντόνι) αρκούν για να δημιουργήσουν ένα τερατοειδές σχήμα. Συνήθως η καμήλα, όπως ονομαζόταν στις περισσότερες περιοχές, βγαίνει σε μια καθιερωμένη ετήσια παρέλαση όχι μόνο στον αγροτικό χώρο αλλά και στις πόλεις. Με ειδικούς χειρισμούς το κρανίο στρέφεται εναντίον των θεατών, η κάτω σιαγόνα που ανοιγοκλείνει μπορεί να «δαγκώσει» κάποιο χέρι ή να «αρπάξει» κάποιο μαντήλι δημιουργώντας πανδαιμόνιο.

Πάντως, ο Πέτρος Μανταίος έγραφε πρόπερσι στην Εφημερίδα των Συντακτών (απ' όπου και η πρώτη εικόνα):

Γνώριζα (έχω υπόψη και σχετικές γκραβούρες) ότι η καμήλα, επί τουρκοκρατίας, αλλά και αργότερα, σε πολλά μέρη της ελεύθερης πλέον χώρας, στην Αθήνα για παράδειγμα ή στο Ναύπλιο, ήταν χρήσιμη στις μεταφορές, όσο και τα άλογα και τα μουλάρια, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Ζώο δυνατό, παροιμιώδους υπομονής, αντοχής και λιτοδίαιτο, το συμπάθησαν οι αγωγιάτες και η λαογραφία, με εύρος εθίμων, μιμητικών και παραστατικών, «της καμήλας», Αποκριάς και Καθαρής Δευτέρας.

Πάλι μπερδεύτηκα. Θα το ψάξω. Για την ώρα, μια ευχή: του χρόνου καλύτερα, η Αποκριά να είναι μια γιορτή χαράς κι ελπίδας κι ομορφιάς κι απελευθέρωσης, χωρίς πολέμους, χωρίς πανδημίες, χωρίς στραβά κι ανάποδα...

Καμήλα στην Άμφισσα (Γκραβούρα στο Ίδρυμα Αικ. Λασκαρίδη)

-------------------------------------------------

Άλλες αναρτήσεις για τις Απόκριες, για τα έθιμα στην πόλη, για τους κουκουγέρους, για τον πατέρα μου, για τον Παπαδιάμάντη και το Τριώδιο είναι εδώ.

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Ήτανε Μεγάλη Παρασκευή...


Σα σήμερα, θυμούμαι που όλο το χωριό μαζί με τον Επιτάφιο θα πήγαινε στον Άγιο Θανάση, το νεκροταφείο, η μάνα μου θα 'δινε στον παπά το χαρτάκι με την "αίτηση" να μνημονέψει τους πεθαμένους, Μανούσου συβίας και των τέκνων, Αλέκου γονέων και αδελφών, Κώστα και των γονέων... Παλιότερα, στεκόταν ο Επιτάφιος πάνω σε κάθε τάφο, με τα χρόνια, γέρασε κι ο παπάς, όλοι γεράσανε και δεν αντέχανε να περιμένουν τη σειρά τους, κι έτσι ο παπάς στέκεται μπροστά στο εκκλησάκι και διαβάζει τα χαρτάκια από κει. Ύστερα, γυρίζαμε στο σπίτι, είχα ετοιμάσει τα εδέσματα της μέρας, χοχλιούς, χταποδάκι στο ξίδι, φάβα, βραστές πατάτες, σαλάτες, ελιές...

 


Νωρίτερα, στην εκκλησία, κορίτσια του χωριού ντυμένα στα μαύρα, οι Μυροφόρες, στέκονταν γύρω από τον Επιτάφιο. Τα εγκώμια θα τα 'ψαλλε η παπαδιά, από κοντά κι ο Νιππιανός δάσκαλος ο Βαγγέλης ο Κακάτσης. 

Αυτά, τα τελευταία χρόνια στο Νίππος του Αποκόρωνα. Όταν ήμουν παιδί αλλά κι αργότερα, στα Χανιά πάντα, γυρίζαμε όλους τους επιτάφιους μέσα στην πόλη, Άγιο Νικόλαο, Αγίους Αναργύρους, Αγία Αικατερίνη, Τριμάρτυρη. Τελευταία αφήναμε τη Φράγκικη εκκλησία, εκεί ο Επιτάφιος ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός από τους δικούς μας, ωραίες μυρωδιές, ωραίοι ήχοι, γαλήνευαν οι ψυχές μας.

Μια χρονιά, δεν θυμούμαι ποια, ήμουν πάντως στο δημοτικό και μέναμε στη Νέα Χώρα, ο ψάλτης του Αγίου Κωνσταντίνου μάζεψε μερικά παιδιά από το σχολείο της συνοικίας να πούμε τα εγκώμια, μαζί κι εγώ. Κάναμε πολλές πρόβες, είχε κανονιστεί μια μαθήτρια να πει το "Ω γλυκύ μου έαρ", όχι εγώ βέβαια. Τη Μεγάλη Παρασκευή, βάλαμε τα καλά μας, πήγαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, ανεβήκαμε στο γυναικωνίτη απ' όπου θα ψέλναμε τα εγκώμια, και αρχίσαμε. 

Στάσις πρώτη:

Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο...

..........

Στάσις δευτέρα:

Άξιον εστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, ...

......................

Στάσις τρίτη:

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον την ταφή σου...

Κι όταν φτάναμε στο "Ω γλυκύ μου έαρ", πριν ακόμη ανοίξει το στόμα της η καλλίφωνη συμμαθήτρια, αντήχησε ένα τεράστιο ΩΩΩΩΩΩ σε όλη την εκκλησία, μάλλον παράφωνο, πάντως απρόσμενο ακόμη κι από μένα που ήμουν η ένοχη, που το φώναξα παρασυρμένη από την ευφορία της μέχρι τότε συλλογικής ψαλμωδίας μας. Και με το στόμα ανοιχτό ακόμη στο τεράστιο Ω, αντίκρυσα απέναντί μου το βλοσυρό βλέμμα του ψάλτη, τι μου 'κανες ήθελε να φωνάξει εκείνη την ώρα. Μούδιασα, μαζεύτηκα, να μπορούσε ν' ανοίξει η γης να με καταπιεί, δεν θυμάμαι τη συνέχεια, πάντως σ' εκείνη τη χορωδία δεν ξαναπήγα.

Στο περιβολάκι
μπρος στην εκκλησιά
έμοιαζες πουλάκι
σ’άγρια φυλλωσιά
δυόσμο κι αγιοκέρι
κράταγες στο χέρι
κι έλεγες: "Ραβί
σώσε μας και πάλι"!
Ητανε Μεγάλη
Παρασκευή...

Αυτά τα λόγια του Νίκου Γκάτσου σιγοτραγουδώ τη φετινή Μεγάλη Παρασκευή παρέα με τη θεία φωνή της Βίκυς Μοσχολιού πάνω στη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.


Κι ύστερα ακούω τον σπαρακτικό θρήνο της μάνας που κλαίει για τον χαμό του γιού της,  στο Stabat Mater, με την αξεπέραστη Ειρήνη Παπά.

Ποιος ξέρει πώς θα είναι η επόμενη Μεγάλη Παρασκευή...

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Ίντα να σου πω που 'σαι πρόσφυγκας



Η 5η Απριλίου έχει καθιερωθεί από το 1994 ως Πανελλήνια Ημέρα των Προσφύγων. Πρόσφυγκες άκουγα να λένε στον τόπο μου επιτιμητικά όσους είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία. Ίντα να σου πω που 'σαι πρόσφυγκας, ήταν η φράση που συχνά άκουγε η οικογένεια Καλαϊτζίδου που ήρθε στα Χανιά από τη Μικρά Ασία το 1914, όταν είχαν ήδη αρχίσει οι διωγμοί από την άλλη πλευρά. Τη μαρτυρία της οικογένειας βρήκα στη Europeana και την αντιγράφω εδώ:


Η οικογένεια Καλαιτζίδου ζούσε και ευημερούσε στην Ερυθραία της Μικράς Ασίας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Στην δούλεψη τους είχαν Ηρακλειώτες γεωργοί που υμνούσαν την Κρήτη με μαντινάδες :

Κρήτη μου όμορφο νησί
Κορώνα του Λεβάντε
Το χώμα σου είναι μάλαμα
Και η πέτρα σου διαμάντι

Και ο Κρητικός αν στολιστεί
Και βάλει τα καλά του
Η στράτα ρόδα γέννησε
Από την ομορφιά του

Η “εκκαθάριση” του μη-μουσουλμανικού πληθυσμού έχει ήδη ξεκινήσει και η οικογένεια Καλαιτζίδου παίρνει μια απόφαση : να φύγει. Επηρεασμένοι από την αγνότητα και την καλοσύνη των εργατών της, μεταναστεύει με τα τέσσερα, τότε, παιδιά στα Χανιά της Κρήτης το 1914.

Βρίσκουν καταφύγιο στο Μάλεμε, ένα χωριό 19 χλμ δυτικά της πόλης των Χανίων. Φεύγοντας από την γενέτειρα της, αφήνει τα κτήματα της. Παίρνει όμως κάποια υπάρχοντα, χρήματα και κοσμήματα. Ανάμεσα τους, βρίσκονται και κειμήλια που συνοδεύουν τις μνήμες της καταθέτριας έως και σήμερα, όπως μια Εικόνα με τον Χριστό στον Κήπο της Γεσθημανή, ένα Τετραβάγγελο του 1872, μια σαΐτα, ένα σιδερένιο κλώστρη και ένα ξύλινο αδράχτη.




Έθιμο των Μικρασιατών είναι να κληρονομήσει ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας την Εικόνα και τον Τετραβάγελο. Το δε Τετραβάγγελο βρίσκεται σε μια υφασματένια θήκη, σφραγισμένο από τότε που το κληρονόμησε η κα Καλαιτζίδου. Αποκλειστικά για την Europeana, πολύ συγκινημένη, η καταθέτρια αφαίρεσε την κλωστή για να μπορέσαμε να θαυμάσουμε το “ιερό” κειμήλιο. 

Το 1914, γεννιέται το πέμπτο παιδί της οικογένειας, μητέρα της καταθέτριας, και βαφτίζεται “Κρήτη”, φόρος τιμής προς τον τόπο που τους φιλοξενεί και σύμβολο μιας καινούργιας αρχής.. Σήμερα, εν έτη 2014, η μητέρα διηγήται ακόμα την ιστορία των προγόνων της. Την δύσκολη προσαρμογή τους, “ιντα να σου πω που'σαι προσφυγκας”, την εργατικότητα τους (καλλιεργούσαν καπνό στον κάμπο), την ζηλευτή λατρεία που τρέφουν για αντικείμενα που κουβάλησαν μαζί τους όπως την σαΐτα, τον σιδερένιο κλώστρη και τον ξύλινο αδράχτη. Αλλά και την προσπάθεια τους να επιστρέψουν στην Ερυθραία, να επιδιορθώσουν ένα λεηλατημένο σπίτι το 1919....και να γυρίσουν πάλι στην Κρήτη....το 1922.

Αξιοσημείωτο με πόση συγκίνηση, η κα Ελένη Καλαιτζίδου αναφέρει τις απώλειες ενός πολέμου : μια θεία της έχασε τη λαλιά της το 1914 λόγω βιαιοπραγιών των Τούρκων και μια άλλη έμεινε ανάπηρη το 1922.




Και φτάνουμε στο σήμερα, στους πρόσφυγες του 21ου αιώνα. Στο παρακάτω βίντεο, μαθητές της Στ' Δημοτικού σε σχολείο των Χανίων τραγουδάνε ν' ακουστεί η Οδύσσεια ενός σημερινού πρόσφυγα. Λυπάμαι μόνο για τα σχόλια που διαβάζω παρακάτω, κοντή μνήμη, καθόλου μνήμη, καθόλου ιστορία...



Τα παιδιά δείχνουν τον δρόμο. Τους ακούμε;

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Μια γυναίκα απ' τη Λιβύη κάποιο Φλεβάρη στα Χανιά



Από τον Άγιο Φεβρουάριο μέχρι τον Φλεβάρη του 1848 της γαλλικής επανάστασης που πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη (όπου πήρε μέρος και ο Ρώσος αναρχικός Μπακούνιν και μας τον θύμισε η Μάρω Δούκα στο "Ελα να πούμε ψέματα"), ο Φεβρουάριος είναι ίσως ο μήνας που έχει τραγουδηθεί περισσότερο από τους άλλους.

Όπως διαβάζουμε στα λεξικά, η ελληνική λέξη Φεβρουάριος προέρχεται από τη λατινική februarius που παράγεται από το επίθετο februus «καθαρτικός», επειδή κατά τη διάρκεια του μήνα αυτού (που ήταν ο τελευταίος του ρωμαϊκού ημερολογίου) γίνονταν γιορτές εξαγνισµού. Στην καθημερινή γλώσσα λέγεται και Φλεβάρης, γι' αυτό και η παρετυμολογία ότι προέρχεται από τη φλέβα, δηλαδή τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν από τις πολλές βροχές αυτού του μήνα. Ας μας μείνει το όμορφο τραγούδι για τον Φλεβάρη των φλεβών).

Φλεβάρης ήταν κι όταν έφτασε μια νύχτα στα Χανιά από τη Λιβύη η χαρτορίχτρα η Αμινά:



Η χαρτορίχτρα η Αμινά
φάνηκε απ' το πουθενά
χώρεσε μέσα στη σιωπή
κι αν τη ρωτούσες τι να πει
είχε στερέψει
Λένε πως ήρθε απ' τη Λιβύη
μετά από μια καταστροφή
που ‘χε προβλέψει

Έφτασε νύχτα στα Χανιά
Φλεβάρη του πενήντα εννιά
σ' ένα λιμάνι
άλλαξε ρούχα και θωριά
και πήρε σβάρνα τα χωριά
μ' ένα φλιτζάνι

Η χαρτορίχτρα η Αμινά
χάθηκε πάνω στα βουνά
την έβλεπαν καμιά φορά
πριν από κάθε συμφορά
με τη μεταξωτή στολή
να βλέπει την Ανατολή

(Στίχοι, μουσική από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, τραγουδά η Λιζέτα Καλημέρη. Αντιγραφή από https://kithara.to/stixoi/MjQ4NDUzNjg0/xartorixtra-kalimeri-lizeta-lyrics).


Για τη γυναίκα από τη Λιβύη (Πηγή: Κεδρισός, τεύχος 2, Μάιος-Αύγ. 2011)

Όμως, αιώνες πριν από την Αμινά, γύρω στον 3ο μ.Χ. αιώνα, στο νησί έφτασε μια άλλη γυναίκα από τη Λιβύη, η Συμφέρουσα, κι έζησε στην κοντινή πόλη της Απτέρας. Μας λέει γι' αυτήν ο Νείκων, ο άντρας της, στην επιτύμβια στήλη που υπάρχει στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Χανίων πως πέθανε πολύ νέα, μόλις στα τριάντα της,  και πως την ξεπροβόδισαν οι άνθρωποι από τον Δήμο Απτεραίων που την είχαν αγαπήσει για τη σωφροσύνη και τους καλούς της τρόπους.

Κι έχει προμετωπίδα στο άρθρο του για τη Συμφέρουσα ο Κώστας Νταντινάκης, ο εκδότης του περιοδικού Κεδρισός απ' όπου πήρα το παραπάνω, το σύνθημα σε μια αφίσα του 2011:

Κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος!

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Και χίλιες έδειχν' ομορφιές


Οδός Χάληδων, έξω από τη Δημοτική Πινακοθήκη, 16 Οκτωβρίου 2018
Χίλιες ζουγράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου και χίλιες έδειχν' ομορφιές πάντα των αμματιώ μου, έβαλε στο στόμα της Ερωφίλης ο ποιητής Γεώργιος Χορτάτσης. Κι ο ίδιος βάστηξε το χέρι του μερακλή καλλιτέχνη να ζουγραφίσει τον τοίχο της Δημοτικής Πινακοθήκης.


Λενταριανά, 6 Ιανουαρίου 2020
Αυτοσχέδιος κηπάκος στην άκρη του επίσης αυτοσχέδιου χώρου στάθμευσης σε μια γειτονιά στα Λενταριανά. Ο κήπος αυτή την εποχή είναι φτωχός, το καλοκαίρι όμως έχει ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια, κολοκύθια, φασολάκια, βασιλικούς, ευτυχώς όμως το κάδρο του μερακλή κηπουρού μένει εκεί στη θέση του όλο τον καιρό.

Κουμ Καπί, 25 Ιανουαρίου 2018
Στων Χανίων τα σοκάκια δε χωράνε φασιστάκια, είχε γράψει ένας μερακλής Αεκτζής και μερακλής αντιφασίστας στο στενοσόκακο του Κουμ Καπί. Να υπάρχει άραγε ακόμη;

Χριστουγεννιάτικα στολισμένο, 5 Ιανουαρίου 2020

Με μεράκι και μερακλίδικη φαντασία στολίζει χριστουγεννιάτικα το σπίτι της η φίλη μας. Οι συλλογές της πλούσιες. Η ομορφιά παντού!

Ιδιωτικός λαογραφικός θησαυρός, 2 Ιανουαρίου 2020
Μερακλής συλλέκτης και τούτος ο φίλος, ανεκτίμητος ο λαογραφικός πλούτος που έχει συγκεντρώσει. Και χίλιες δείχνει ομορφιές...


Λίγες σκόρπιες φωτογραφίες από τις πολλές που έχω τραβήξει από την πόλη μου τα Χανιά. Έτσι, για την ομορφιά στις λεπτομέρειες της δικής μου ματιάς.

Χρόνια πολλά στους Αντώνηδες  και στις Αντωνίες!