Αγαπητέ μου Γιάννη... Τρία γράμματα. Γιάννης Τσαρούχης. Γιάννης Μόραλης. Ίκαρος, 1997 |
Μικρό βιβλίο, 66 σελίδων, περιλαμβάνει επιστολές που αντάλλαξαν οι Γιάννης Μόραλης και Γιάννης Τσαρούχης το 1958, όταν ο Τσαρούχης βρισκόταν στο Ντάλας του Τέξας για την παράσταση της Μήδειας με τη Μαρία Κάλλας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η συζήτηση που περιέχεται στην αρχή του βιβλίου ανάμεσα στον Διονύση Φωτόπουλο και τον Γιάννη Μόραλη και που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο 1996 στο πατάρι του Ίκαρου. Ο Μόραλης θυμάται τα παιδικά του χρόνια, τα χρόνια στη σχολή, τη γνωριμία του με τον Τσαρούχη. Στην Αθήνα είχαν έρθει το 1927, ήταν 11 χρονών τότε. Θυμάται ότι τις Κυριακές, όταν ήταν 15 χρονών, πήγαινε με τον πατέρα του στο Πολυτεχνείο που είχε το “Κυριακάτικο Σχολείο” με καθηγητή τον Λάντζα. Δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Μετσόβιο, διηγούμενος τις εμπειρίες του εκείνες στο Φωτόπουλο:
“Στο κεντρικό κτίριο, μπαίνοντας, στο Αβερώφειο, κάνοντας αριστερά και αμέσως δεξιά, ήταν αίθουσες τις οποίες είχε η Σχολή Καλών Τεχνών, και μόνον όταν ήρθε ο πόλεμος μας τα πήρανε, και αυτός ήτανε ο καυγάς με το Πολυτεχνείο. Γιατί το ισόγειο, το μισό ήταν δικό μας, ο πάνω όροφος ήταν των αρχιτεκτόνων, ο μισός και δεξιά ήταν η Πινακοθήκη και στο βάθος το Ιστορικό Μουσείο. Στο ισόγειο, όπου το μισό αριστερά είχε η Σχολή Καλών Τεχνών, όπως σου είπα, το άλλο μισό δεξιά ήταν Πολυτεχνείο, Χημικοί Μηχανικοί. Λοιπόν εκεί, πώς ήταν τότε το μάθημα. Ήταν κάτι πάγκοι που καθόσουν και άλλος ένας πάγκος μπροστά σου, προς τον τοίχο, στον οποίο ήταν ακουμπισμένα διάφορα γύψινα εκμαγεία από άκανθες, από τμήματα αγαλμάτων, μέλη κλπ...”.
Συνάντησε τον Νικολάου, τον Καπράλο, τον Διαμαντόπουλο, τον Εγγονόπουλο. Μιλά για τους καθηγητές που γνώρισε, τον Κεφαλληνό, τον Δημητριάδη, τον Παρθένη. Μιλάει όμορφα για τον Τσαρούχη με τον οποίο έκαναν πολλή παρέα.
“Όταν μιλάγαμε με το Γιάννη, έτσι για αστειάκι και διαφωνούσαμε, έλεγε “Πάψε μικρέ”. Αλλά βέβαια, αυτός με εισήγαγε στα ρεμπέτικα και πηγαίναμε στην οδό Δούρου όπου ήτανε η Εσκενάζυ. Ήταν ένα στενό μαγαζί και είχε στο βάθος το πατάρι για τους μουσικούς, και στο μέσον ήταν η Εσκενάζυ και τραγουδούσε, και ήταν και μια σειρά τραπεζιών”.
Οι επιστολές ανταλλάχτηκαν το φθινόπωρο του 1958, όταν ο Τσαρούχης είχε μεταβεί στο Ντάλας για τα σκηνικά της παράστασης “Μήδεια” του Ευριπίδη με τη Μαρία Κάλλας, τον Αλέξη Μινωτή και την Teresa Berganza. Ο Μόραλης τον πληροφορούσε για τα νέα στην Αθήνα και για το σπίτι του, ενώ ο Τσαρούχης έδινε πληροφορίες για τις εργασίες κατασκευής των σκηνικών (και τις συνήθειες των εργαζομένων εκεί) και για την παράσταση στην οποία αποθεώθηκαν:
“Η Κάλλας έκλαιγε και μοίραζε από αμηχανία τα τριαντάφυλλα σε όλους τους συνεργάτες της. Ήταν μεγάλη όσο ο Γκρέκο, έδωσε την ιδιοφυία και την αξιοπρέπεια της φυλής, την πεμπτουσία αυτής της αξιοπρέπειας, για να ζωντανέψει ένα παλιό ξεχασμένο έργο και να το κάνει αγνώριστο...”
Κάνει όμως παρατηρήσεις και για την πόλη που έδωσαν την παράσταση, το Ντάλας:
“Νεοπλουτισμός και αντιθέσεις, δίπλα ένα κομμάτι από τη Νέα Υόρκη, ακριβώς δίπλα βλέπεις το Μοσχάτο με τα βενζινάδικα. Η Ελευσίνα με τα χαλασμένα τραίνα δίπλα στα τραίνα που πετάνε, όλο αλουμίνιο. Ωραία σπίτια νεοκλασικά να σε παίρνουν τα κλάματα από την ομορφιά. Μια ιδιοτυπία της Αμερικής, τα Μορτίσιανς. Μεγάλες πανέμορφες βίλες νεοκλασικές ή μοντέρνες, που είναι για τους πεθαμένους...”