Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότια Κορέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότια Κορέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Η χορτοφάγος, της Han Kang: τραύματα και μνήμες στο πέρασμα των χρόνων

 


Ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ.
Η ΊνΧιε ξανακάθεται. Ανοίγει το καπάκι του τελευταίου δοχείου. Παίρνει το άκαμπτο χέρι της ΓιόνγκΧιε και το τραβάει προς τα δαμάσκηνα αφήνοντας τα δάχτυλα της αδελφής της να ψηλαφίσουν τη λεία επιφάνειά τους. Τυλίγει εκείνα τα κάτισχνα δάχτυλα γύρω από ένα από τα δαμάσκηνα και την κάνει να το κρατήσει.
Τα δαμάσκηνα είναι έν από τα φρούτα που άρεσαν στη ΓιονγκΧιε. Η ΊνΧιε θυμήθηκε που, όταν ήταν παιδί, η ΓιόνγκΧιε συνήθιζε να γυρίζει ένα μέσα στο στόμα της για λίγο χωρίς να το δαγκώνει, λέγοντας ότι της άρεσε αυτή η αίσθηση. Τώρα όμως το χέρι της αδελφής της είναι χαλαρό και δεν αντιδρά. Τα νύχια της έχουν γίνει λεπτά σαν το χαρτί.
«ΓιόνγκΧιε».
Η φωνή της ακούγεται ξερή και βραχνή στην ησυχία του θαλάμου. Καμία απάντηση. Φέρνει το πρόσωπό της πολύ κοντά στο πρόσωπο της ΓιόνγκΧιε. Μόλις τότε, παρόλο που φαίνεται απίστευτο, τα βλέφαρα της ΓιόνγκΧιε ανοίγουν.
«ΓιόνγκΧιε!»
Κοιτάζει τα άδεια μαύρα μάτια της αδελφής της, αλλά το μόνο που βλέπει να αντικαθρεφτίζεται είναι το δικό της πρόσωπο.

Δυο αδερφές, η ΓιόνγκΧιε και η ΊνΧιε, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη. Όταν ήταν μικρές έπαιρναν σειρά όταν τους χτυπούσε στα μάγουλα το άγριο χέρι του πατέρα τους. 

Σκέψεις καταγράφω που μου γεννήθηκαν όπως διάβασα το βιβλίο Η χορτοφάγος της νομπελίστριας συγγραφέα Χαν Γκανγκ από τη Νότια Κορέα (εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση από τα κορεάτικα Αμαλίας Τζιώτη) και με ό,τι είδα πίσω από τις ιστορίες. Τρεις ιστορίες που συμπλέκονται αριστοτεχνικά ως μία σε μια πρωτότυπη αφήγηση με υπαρξιακές αναζητήσεις και με συναισθηματική φόρτιση: πατριαρχική εξουσία και επακόλουθα, βία, τραύματα και μνήμες στο πέρασμα των χρόνων, διεκδίκηση από μια γυναίκα να επιλέγει τρόπο ζωής και η στάση των άλλων απέναντί της, η τέχνη, οι καλλιτέχνες, οι πολλαπλές ερμηνείες των έργων ή "έργων" τους και οι δυσκολίες αποδοχής τους, οι άνθρωποι των ψυχιατρείων και οι δυσερμήνευτες εκδηλώσεις τους, οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στ' αδέλφια, οι δυσκολίες αναγνώρισης και έκφρασης των επιθυμιών, οι δυσκολίες της καθημερινότητας...

Δεν είχε ζήσει ποτέ της. Ακόμα και όταν ήταν παιδί, όσο παλιά την πήγαινε η θύμησή της, δεν είχε κάνει τίποτε άλλο από το να επιβιώνει. Είχε πιστέψει στη δική της εγγενή καλοσύνη, στον ανθρωπισμό της, και είχε ζήσει με αυτές τις αρχές δίχως ποτέ της να προκαλέσει κακό σε κανέναν.

Κεντρική ηρωίδα η ΓιόνγκΧιε, η χορτοφάγος, δεν ήθελε, δεν της άρεσε να τρώει κρέας. Αυτό το παιδί δεν ήταν έτσι παλιά... πόσο ντρέπομαι, ήταν η πρώτη αντίδραση της μητέρας της όταν το 'μαθε. Στη συγκέντρωση όλης της οικογένειας γύρω από ένα τραπέζι, όταν η ΓιόνγκΧιε δήλωσε αποφασιστικά στον πατριάρχη πατέρα της Πατέρα, εγώ δεν τρώω κρέας, η δυνατή παλάμη του έσχισε τον αέρα, κανείς δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει, ούτε ο άντρας της, ούτε η μάνα της, ούτε τ' αδέρφια της. Οι σκηνές που περιγράφει η συγγραφέας είναι συγκλονιστικές, συγκλονιστική και μια ιστορία της ΓιόνγκΧιε από τα παιδικά της χρόνια.

Με συντάραξε η περίπτωση της ηρωίδας, ενός ανθρώπου με ανορεξία, και η σχέση με την αδελφή της. Ήρθε μπροστά μου η μορφή της σκελετωμένης πενηντάχρονης γυναίκας στο διπλανό από μένα κρεβάτι του νοσοκομείου πριν από ένα χρόνο, ίδια οι πόνοι και οι κραυγές όπως της ΓιόνγκΧιε, ίδιοι οι διάλογοι με την αδελφή που ήταν συνεχώς κοντά της, ίδια και η κραυγή που βγαίνει κάποια στιγμή από το στόμα της, παραιτημένη κι αυτή όπως η ΊνΧιε από τις προσπάθειες να της βάλει μια μπουκίτσα φαΐ στο στόμα, "πεθαίνεις!". Ποιος ξέρει ποια είναι η τύχη εκείνης της γυναίκας...

Συγκλονιστικό βιβλίο, ακόμη κι αν κρατήσετε κάποια στιγμή το στομάχι, μην το αφήσετε στην άκρη, συνεχίστε το. Αργά μα σταθερά, χωρίς ασυνέχειες, με απλά κι όχι μεγάλα λόγια, ξεδιπλώνεται η πορεία και το δράμα της ζωής, η ζωή των καθημερινών ανθρώπων, η ζωή των γυναικών ιδιαίτερα, σε Ανατολή και Δύση!

---------------------------------------------------------------------
Σημείωση

Δείτε και την παρουσίαση στη Λέσχη Ανάγνωσης Αμαρουσίου εδώ: https://lesxianagnosismaroussi.blogspot.com/2025/05/blog-post_13.html

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Η κόρη μου, της Kim Hye-Jin: η μάνα που αφουγκράζεται

 
Δεν  μου αρέσει η νοοτροπία σύμφωνα με την οποία ό,τι δεν έχει σχέση με μένα δεν είναι σημαντικό, μονολογεί η αφηγήτρια του βιβλίου Η κόρη μου, της Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέα Kim Hye-Jin (Ίκαρος, σε μετάφραση από τα κορεάτικα της Αμαλίας Τζιώτη).

Η αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι μια μητέρα στη Νότια Κορέα, χήρα, που εργάζεται σε οίκο ευγηρίας, που βλέπει τις μοίρες των ανθρώπων να γυρίζουν όπως και τη δική της, που έχει μια κόρη σπουδαγμένη, επαναστάτρια με τα δικά της δεδομένα, που βλέπει τον κόσμο ν' αλλάζει, που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και ν' αποδεχτεί τις αλλαγές. Ξεχωρίζω, για λόγους παρουσίασης, τρεις ενότητες, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι ξεχωριστές στο βιβλίο, όμως έτσι διέκρινα τις διαφορετικές πλευρές που ξετυλίγονται και που θεωρώ εξίσου σημαντικές.
 
Η φροντίδα της Τζεν στο γηροκομείο της γεννά έντονα συναισθήματα και πολλές σκέψεις γύρω από το παρελθόν και το τώρα της γυναίκας αυτής, γύρω από την καθημερινότητα σε κάθε άνθρωπο όταν γερνάει.
 
Μια υπερήλικη γυναίκα. Μια γυναίκα που οι αναμνήσεις της διαρρέουν προς κάπου αλλού. Μια γυναίκα που σπάει τα όρια των φύλων, τον διαχωρισμό ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, κι επιστρέφει στο να είναι μόνο άνθρωπος, ακριβώς όπως να γεννήθηκε πριν από πολύ καιρό.

Μερικές φορές, η ζωή αυτής της μικροκαμωμένης, αποστεωμένης, ασήμαντης γυναίκας μοιάζει με ψέμα. Γεννήθηκε στην Κορέα, σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εργάστηκε στην Ευρώπη, κι όταν επέστρεψε στην πατρίδα της, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στηρίζοντας ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση μαζί της. Είναι απίστευτο ότι αυτή η γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν έκανε παιδιά, έχει δει τον απέραντο κόσμο, την εμπειρία του οποίου δεν είχα ποτέ, και ταυτόχρονα έχει ζήσει την απόλυτη μοναξιά, αφού κανείς δεν έχει επισκεφτεί έναν ολόκληρο χρόνο.

Στενάχωρες σκέψεις έρχονται σαν αναλογιστεί κανείς ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη ενός οποιουδήποτε ανθρώπου καθώς κυλάνε τα χρόνια. Μια μέρα ήρθαν νέοι άνθρωποι στο γηροκομείο να δουν τη γηραιά τρόφιμο του οίκου ευγηρίας και να μιλήσουν μαζί της, να της δείξουν παλιές φωτογραφίες και να της ζητήσουν να πει κάποια λόγια για τη δράση της τις δεκαετίες του '80 και του '90. Η Τζεν είχε γράψει βιβλίο για «τα παιδιά των συνόρων», είχε αγωνιστεί και είχε δημιουργήσει Συμβουλευτικό Κέντρο για τα Ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, είχε αντιταχθεί στην κυβέρνηση της Κορέας. Τώρα, πολύ λίγο ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις των νέων αυτών, μέχρι που, κουρασμένη; θυμωμένη; ποιος ξέρει, ζητά να φάει, «Πεινάω τώρα. Είπα πεινάω!», αναφωνεί με θυμό.  Και η αφηγήτρια, συλλογάται:

Έκανε όλα αυτά τα πράγματα αυτή η ηλικιωμένη, αδύναμη γυναίκα που τώρα το μόνο που τη νοιάζει είναι να τρώει, να κάνει την ανάγκη της και να κοιμάται;

Η μητέρα μιλά για τις δυσκολίες της ζωής στη Νότια Κορέα, όπως τελικά βρίσκει κανείς κι όπου αλλού ...

Οι άνθρωποι δεν είναι πλέον κύριοι της δουλειάς τους, είναι σκλάβοι της, που πρέπει να αγωνιστούν για να αποφύγουν την περιθωριοποίηση και την απαξίωση.
 
Ίδια η μοίρα και της κόρης της. 
 
Η κόρη μου δεν έχει σταθερή εργασία. Άνθρωποι που δουλεύουν, αλλά δεν έχουν μόνιμη θέση. Ένας στους δέκα. Τρεις στους δέκα. Το ποσοστό έχει αυξηθεί τόσο πολύ, που τώρα έξι ή επτά στους δέκα ανθρώπους ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Δεν έχουν τα προσόντα. Ούτε για λήψη δανείου ούτε για πρόσβαση σε εργατικές κατοικίες.

Όμως δεν με παρηγορεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Αντιθέτως, με σοκάρει και με εκπλήσσει κάθε μέρα το γεγονός ότι κόρη μου ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Έτσι, κάθε φορά νιώθω με την ίδια ένταση την απογοήτευση και την ενοχή. Ίσως κόρη μου σπουδασε υπερβολικά πολύ. ‘Ισως την έβαλα να μάθει πάρα πολλά άχρηστα πράγματα. Σπουδάζοντας, πιστεύω ότι κατέληξε να μάθει πράγματα που δεν χρειαζόταν να μάθει και που δεν έπρεπε να μάθει.

Πώς να αδιαφορεί για τον κόσμο. Πώς να πηγαίνει κόντρα στην κοινωνία.

Το χάσμα ή οι διαφορές των γενεών; Όταν βρίσκεται σε μια διαδήλωση προσπαθώντας να βρει την κόρη της που πρωτοστατεί, για να τη σώσει, ακούει μια γυναίκα να λέει:

Στην εποχή μας δεν κάναμε έτσι. Αν δεν γινόταν κάτι, τα αποδεχόμασταν, κι αν γινόταν, νιώθαμε ευγνωμοσύνη.

Και η μητέρα σκέφτεται:

Τώρα το παιδί με έχει προσπεράσει κι έχει απομακρυνθεί. Τώρα, όσο αυστηρή κι αν γίνω κρατώντας μια βίτσα, δεν ωφελεί. Ο κόσμος της κόρης μου είναι πολύ μακριά από τον δικό μου.

Η κόρη της έρχεται να μείνει στο σπίτι της μητέρας της, δεν έρχεται μόνη της, αλλά με την κοπέλα της. Να κάτι που δυσκολεύεται ν' αποδεχτεί η μάνα, δεν είναι έτοιμη να βάλει στο σπίτι της ένα άγνωστο πρόσωπο, "δεν γνωρίζω και δεν θέλω καν να μάθω" σκέφτεται. Όμως για την κόρη, η Ρέιν δεν είναι απλά μια φίλη, είναι, της λέει, οικογένεια. Και ορίζει, περιγράφει στη μάνα της, τι είναι οικογένεια:

Τα τελευταία χρόνια τα περάσαμε πραγματικά σαν οικογένεια. Τι είναι η οικογένεια; Δεν είναι αυτοί που σε στηρίζουν κι είναι δίπλα σου; Γιατί εκείνη είναι οικογένεια κι αυτή όχι; 

Οι διάλογοι ανάμεσα στη μάνα και στην κόρη συνεχίζονται. Τα παρακάτω λόγια είναι ενδεικτικά των διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στις γενιές

Κόρη:

Δεν μπορείς απλά να με δεις όπως είμαι; Δεν σου ζητάω να καταλάβεις τα πάντα. Εσύ δεν μου έλεγες ότι υπάρχουν διαφορετικοί στον κόσμο; Ότι ο καθένας έχει διαφορετικό τρόπο ζωής; Ότι δεν είναι κακό να είσαι διαφορετικός; Αυτά δεν μου έλεγες μαμά; Γιατί αυτά τα λόγια αποτελούν πάντα εξαίρεση για μένα;

Μητέρα :

Γιατί είσαι η κόρη μου. Είσαι το παιδί μου.

Είναι συγκλονιστική η αφήγηση καθώς εξελίσσεται, καθώς παρατηρείς ως αναγνώστρια τη μετάλλαξη στις ενέργειες και κυρίως στους συλλογισμούς της μάνας,

για την κόρη της που απολύθηκε και διαδηλώνει:

Νιώθω απαίσια που η κόρη μου υφίσταται τέτοιες διακρίσεις. [...] Δεν έχει να κάνει με το ότι της αρέσουν οι γυναίκες. Δεν ζητάω από τον κόσμο να καταλάβει αυτά τα παιδιά.[...] Θα μπορώ να πω ότι το σημείο που στέκονται αυτά τα παιδιά είναι ακριβώς το επίκεντρο ενός αδυσώπητου κόσμου;

για τον αδυσώπητο κόσμο:

Σε κανέναν δεν αρέσουν οι άνθρωποι που αφουγκράζονται την ατμόσφαιρα γύρω τους κι εκφράζουν τη γνώμη τους ανοιχτά. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και γέρασα σε αυτή τη χώρα όπου θεωρείται ευγένεια να προσποιείσαι άγνοια και να σιωπάς. Γιατί λοιπόν μόνο τώρα το αντιλαμβάνομαι ως πρόβλημα; Αφού έζησα τη ζωή μου όπως μου έμαθαν, χωρίς να λέω λέξη, γιατί νοιάζομαι τόσο πολύ γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και το θεωρώ τόσο σπουδαίο;

Το βιβλίο είναι εξαιρετικό! Με ήρεμη γραφή, με πλοκή χωρίς περιττές περιγραφές και χωρίς ασυνέχειες, το βιβλίο ξεδιπλώνει ζητήματα που απασχολούν την κεντρική ηρωίδα, που είναι όμως υπαρκτά, καθημερινά, μπορεί να τα έχουμε βιώσει αντίστοιχα ή και να τα βιώνουμε, και που γεννούν στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια ποικίλες σκέψεις και προβληματισμούς. Ζητήματα όπως: γηρατειά και εκδηλώσεις τους (μοναξιά, άνοια, γηροκομεία), διαφορετικότητα (κατανόηση και δυσκολίες αποδοχής, όταν μάλιστα συμβαίνει στο ίδιο το παιδί της ηρωίδας), στάση απέναντι στα, συχνά έξω από εμάς όπως νομίζουμε, προβλήματα (ανισότητες, αδικίες, αντίσταση, συμμετοχή), καθημερινότητα και δυσκολίες επιβίωσης (απασχόληση και συνθήκες εργασίας στη Ν. Κορέα). Σημαντικά ζητήματα που χωρούν σε λιγότερες από  180 σελίδες.

Ένα βιβλίο που, αν μη τι άλλο, μας κινητοποιεί. Αξίζει να το διαβάσουμε.