Δεν τους
γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε
γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως
δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια˙
φορτία κάρβουνο,
φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από
τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας
βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε
αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα
γοργόνες ή κοχύλια˙
το απόβραδο
κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας
δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις
νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.
Οι φίλοι μας
έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους
συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μάς έφερνε πολύ
κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους
γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.
Οι φίλοι μας έφυγαν... δεν τους γνωρίσαμε. Πάνε σαράντα μέρες που έφυγε και η Γιάννα. "Κατερίνα μου σε ευχαριστώ πολύ για τα ωραία που μου λες", έγραφε στο τελευταίο της μήνυμα απαντώντας στο δικό μου. Πάει καιρός, αμελούσα να της στείλω κι άλλο μήνυμα, περίμενα τη γιορτή της, δεν πρόλαβα, αυτή η καθημερινότητα πώς μας προλαβαίνει, πώς μας κουμαντάρει τη ζωή.
Η Γιάννα Μπώκου-Μανιάτη ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα, ένας άκακος, χαμηλών τόνων, άνθρωπος, με ήθος, καλλιέργεια, ευγένεια και κοινωνική ευαισθησία. Ήταν βιβλιοθηκονόμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από τους στυλοβάτες, τις στυλοβάτριες καλύτερα, του θεματικού καταλόγου της, που αποτελούσε και τον κατάλογο καθιερωμένων θεμάτων για τις ελληνικές βιβλιοθήκες (κυρίως για δημοτικές και δημόσιες). Ήταν συχνά τα τηλεφωνήματά της στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ (όπου είχα αντίστοιχη αρμοδιότητα τότε) εκεί στη δεκαετία του '80, ρωτώντας με με ποιους τεχνικούς όρους θα διατυπώσει καλύτερα τα θέματά της. Η δεκαετία εκείνη ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των βιβλιοθηκών και η Γιάννα ήταν παρούσα και δραστήρια.
Θα παραθέσω δύο μικρά αποσπάσματα από την εισήγηση που παρουσίασε μαζί με τον Γιώργο Μπώκο το 1984 στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων ("Βιβλιοθήκες - υπηρεσίες πληροφόρησης. Βάση για Εθνική ανάπτυξη"). Η εισήγησή τους είχε τίτλο "Συνεργασία μεταξύ των βιβλιοθηκών και συνεργασία με τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα. Προβλήματα και συνέπειες". (Να σημειώσω ότι ο Γιώργος Μπώκος, ο για πάνω από σαράντα χρόνια αγαπημένος σύντροφος της Γιάννας, είναι ο άνθρωπος που περισσότερο από τον καθένα και την καθεμιά στην Ελλάδα γνωρίζει τα ζητήματα γύρω από τις βιβλιοθήκες, την πληροφορία και την πληροφόρηση, αλλά και τα συναφή, τυποποίηση, τεχνολογίες, δίκτυα, αρχεία, πολιτικές κτλ.). Το κείμενό τους εκείνο αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο την υφιστάμενη, όχι καλή, κατάσταση στις ελληνικές βιβλιοθήκες αλλά και διατύπωνε ως ανάγκη και ως πολιτική πρόταση αυτό που επιχειρήθηκε (και επιχειρείται) στα επόμενα χρόνια˙ δεν είναι εξάλλου τυχαία τονισμένες από τη Γιάννα και το Γιώργο κάποιες συγκεκριμένες λέξεις του κειμένου.
[...] αυτό που ενδιαφέρει να αναλυθεί εδώ είναι ο βαθμός στον οποίο οι σημερινές ελληνικές βιβλιοθήκες έχουν πετύχει:
α) να αποτελούν σύστημα εξυπηρέτησης των ποικίλων δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, και
β) κατά πόσο έχουν πετύχει να ενταχθούν στις κοινότητες (λαϊκές, εκπαιδευτικές, επιστημονικές κλπ.) που οφείλουν να εξυπηρετήσουν και να αποτελέσουν ζωντανό συστατικό στοιχείο των μηχανισμών τους.
.....................................
Τελειώνοντας, αυτό που πρέπει για άλλη μια φορά να επισημανθεί εδώ είναι ότι η πραγμάτωση της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών, αλλά και της συνεργασίας των βιβλιοθηκών με τους λοιπούς κοινωνικούς φορείς είναι κάτι που οι ίδιοι οι βιβλιοθηκάριοι θα μπορούσαν να προωθήσουν σημαντικά.[...] Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν οι τεράστιες ευθύνες της Πολιτείας για τη μέχρι τώρα καθυστέρηση στα θέματα των βιβλιοθηκών και κυρίως στο θέμα της νομοθετικής ρύθμισης του δικτύου των ελληνικών βιβλιοθηκών [...]
Πώς το είπε ο ποιητής;
Οι φίλοι μας έφυγαν...
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.
Σημείωση: Αντέγραψα το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (Μυθιστόρημα Ε') από τη συλλογή Ποιήματα (Ίκαρος 1998).
,