Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ωδείο Χανίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ωδείο Χανίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;

Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος,  αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.

Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...

Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων. 

Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη  και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού). 

Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία... 

Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα). 

Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου. 

Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη. 

[...]

Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα 

Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που  κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;

Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:

Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου. 

Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...

Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Ο πατέρας μου δεν σκάμπαζε από μουσική




Ήθελα να μάθω μουσική, πάντα μου άρεσε η μουσική, πήγα στο Ωδείο Χανίων να κάνω κλασσική κιθάρα. Ο πατέρας μου δέχτηκε να πάρουμε κιθάρα, την καλύτερη, την παραγγείλαμε στην Αθήνα, έκανε 25.000 δραχμές, πάρα πολλά για εκείνη την εποχή. Ήταν λίγο πριν τη μεταπολίτευση. Είχα μπει στο Πολυτεχνείο, έμαθα μερικά ακομπανιαμέντα, αγαπημένο κομμάτι το «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», τα πρώτα χρόνια στις παρέες την είχα συντροφιά, δυστυχώς όμως οι ασχολίες της εποχής απορρόφησαν όλο τον χρόνο μου και η κιθάρα πέρασε σε δεύτερη μοίρα μέχρι που πια δυσκολευόμουν να την πιάσω σωστά. Η φωτογραφία που την απαθανάτισε είναι αυτή της γιαγιάς Κουκουβιτομαρίας να την κρατά λες και παίζει στ’ αλήθεια. Τόσο το χαιρόταν η καημένη. Το αστείο στην οικογένεια ήταν ότι προσπάθησα να φέρω και τον μικρό αδερφό μου στην κιθάρα, μάταιος κόπος, ήταν ανεπίδεκτος...Τώρα, η κιθάρα, ξεκούρντιστη, με τις μισές χορδές να λείπουν, μένει ξαπλωμένη στο πάνω μέρος του σύνθετου. Τι κρίμα! 

Ο πατέρας μου δεν σκάμπαζε από μουσική. Ένας λαϊκός άνθρωπος της δουλειάς ήταν, «πατρός σιδηρουργού» γράφει το ενδεικτικό του νηπιαγωγείου, έτσι κατάλαβε η νηπιαγωγός φαίνεται όταν της είπαν ότι η δουλειά του ήταν να γυρίζει σίδερα για τις οικοδομές, μάστορας καλός, τα χέρια του μονίμως σκασμένα, ανοιχτές πληγές. 

Δεν σκάμπαζε από μουσική, τραγουδούσε όμως στις παρέες, τότε τα τραγούδια της τάβλας ήταν απαραίτητο στοιχείο στις συντροφιές, αγαπημένο του ριζίτικο ήταν τ' «Αγρίμια κι αγριμάκια μου»· του άρεσε όμως πολύ και η Μαρίζα, η Μαρίζα Κωχ, πώς χαιρόταν να την ακούει, σαν παιδί έκανε· κι όταν ήρθαν τα εγγόνια και πήραμε εκείνους τους καταπληκτικούς δίσκους με τα παιδικά τραγούδια, γινόταν παιδί κι αυτός. 

Πώς τα σκέφτομαι μέρες που είναι. Αφορμή ένα πολύ όμορφο παλαιότερο κείμενο του Χαράλαμπου Τσαγκατάκη στο pancreta στη μνήμη του δικού του πατέρα. Ο δικός μου έφυγε τέτοιες μέρες. Ήταν μόνο 74, έφυγε σαν σήμερα πριν από 19 χρόνια. 

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Όνειρο αγγελικό, του Αντόν Ρουμπινστάιν


Ο Αντόν Ρουμπινστάιν ήταν Ρώσος συνθέτης και πιανίστας, που γεννήθηκε το 1829 στη σημερινή Μολδαβία και πέθανε το 1894. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι, ασπάστηκαν τον χριστιανισμό όταν ήταν μικρός (εποχή τσάρου Νικολάου Α', διωγμοί των Εβραίων), ο ίδιος αργότερα δήλωνε άθεος. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο μολυβιών στη Μόσχα και η μητέρα του ήταν σπουδαία μουσικός και η πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Ο Ρουμπινστάιν ήταν κι αυτός καθηγητής μουσικής, δάσκαλος μάλιστα του Τσαϊκόφσκι στη σύνθεση. Ήταν επίσης ο ιδρυτής του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης (ο αδελφός του δε Νικολάι ίδρυσε το Ωδείο Μόσχας).

Θεωρείται ένας από τους τρεις σπουδαίους πιανίστες του 19ου αιώνα, μαζί με τον Σοπέν από την Πολωνία και τον Λίστ από την Ουγγαρία, ο λιγότερο πάντως γνωστός, αν και η καριέρα του άρχισε πολύ νωρίς· ήδη στα δέκα του χρόνια είχε την πρώτη δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας, ενώ στα 14 κυκλοφόρησε το πρώτο του έργο, μια μελέτη για πιάνο πάνω στο ποιητικό θέμα του Undine (δημοφιλές γερμανικό παραμύθι γραμμένο από τον Friedrich de la Motte Fouqué, στο οποίο έχουν βασιστεί μουσικά, κινηματογραφικά, εικαστικά και άλλα έργα).

Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια με τα οποία περιγράφει τον εαυτό του στο βιβλίο του με σκέψεις και αφορισμούς που κυκλοφόρησε στη Λειψία το 1897 με τον γερμανικό τίτλο Gedanken-Korb και το 1901 στα γαλλικά ως Pensées et Aphorismes d'Antoine Rubinstein (το αντιγράφω από τη Βικιπαίδεια):

Οι Ρώσοι με λένε Γερμανό, οι Γερμανοί με αποκαλούν Ρώσο, οι Εβραίοι Χριστιανό και οι Χριστιανοί, Εβραίο. Οι πιανίστες με θεωρούν συνθέτη και οι συνθέτες, πιανίστα. Οι κλασικιστές με αποκαλούν φουτουριστή και οι φουτουριστές με θεωρούν αντιδραστικό. Το συμπέρασμά μου είναι ότι δεν είμαι ούτε ψάρι ούτε πουλί, ... ένα θλιβερό άτομο.




Από τα έργα του (για τα οποία υπάρχουν πολλές πληροφορίες και στο Διαδίκτυο) γνωρίζω και ξεχωρίζω το Rêve Angélique ("Όνειρο αγγελικό") από το έργο του Kamennoi-Ostrow Opus 10 No. 22. Στο πρώτο βίντεο ακούμε μια εκτέλεση του κομματιού από τη Philharmonia Slavonica, ενώ στο δεύτερο ακούγεται μόνο πιάνο και παίζει ο Φινλανδός δεξιοτέχνης Jouni Somero.

Υπάρχει μάλιστα και μια ερμηνεία για το λόγο που ο Ρουμπινστάιν έγραψε το συγκεκριμένο έργο. Kamennoi-Ostrow είναι το νησί Kamennoi, ένα από τα πάμπολλα νησιά πάνω στον ποταμό Νέβα που αποτελούν την Αγία Πετρούπολη. Βρήκα αναφορές του 19ου αιώνα για το νησί στο βιβλίο "The land of Thor." του αμερικανού ιρλανδικής καταγωγής περιηγητή και συγγραφέα John Ross Browne (1867). Εκεί περιγράφεται ως όμορφο χωριό θερινών κατοικιών με ποικίλες δυνατότητες διασκέδασης για κάθε αργόσχολο, όπως χορό, μουσική, τσάι, καφέ, ζαχαροπλαστεία, τυχερά παιγνίδια κτλ. 

Νέοι χωρικοί από τα νησιά του Νέβα στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης,
όπως τους είδε και τους ζωγράφισε ο Browne

Επιστρέφοντας όμως στον Ρουμπινστάιν, στο περιοδικό Etude Magazine, τεύχος Απριλίου του 1912, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο Why Rubinstein Wrote "Kamennoi Ostrow" (Γιατί ο Ρουμπινστάιν έγραψε το "Kamennoi Ostrow"), στο οποίο μεταφέρεται μια ποιητική εικόνα του νησιού όπου τα κουδουνίσματα από τις καμπάνες ηχούν μελωδικά στ' αυτιά του επισκέπτη και τον κάνουν να πιστεύει πως "η Αρκαδία είναι στη Ρωσία και όχι στην Ελλάδα". Έτσι και ο Ρουμπινστάιν, όταν βρέθηκε στο νησί, μαγεύτηκε από τις μελωδίες αυτές και γυρνώντας στο σαλέ της Μεγάλης Δούκισσας Ελένας, της οποίας ήταν φιλοξενούμενος, έγραψε την περίφημη αυτή σύνθεση.

Όμως, γιατί θυμήθηκα σήμερα τον Αντόν Ρουμπινστάιν. Πρέπει να πω ότι τον γνώρισα από αναφορά σε βιβλίο της Χανιώτισσας συγγραφέα Κλεοπάτρας Πρίφτη (είχα ξαναγράψει εδώ). Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Από τα σημειωματάρια μου : εννιά ιστορίες (Σύγχρονη Εποχή, 1978), σε μια από τις ιστορίες αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στα Χανιά και στις μουσικές σπουδές της στο Ωδείο Χανίων. Το μόνο μουσικό κομμάτι που θυμάται από το Ωδείο Χανίων τόσο έντονα, γράφει, είναι το "Αγγελικό όνειρο" του Αντόν Ρουμπινστάιν. Ήταν το κομμάτι που είχε παίξει η φίλη της η Τζένη, η Εβραιοπούλα, ντυμένη κάτασπρα. Και...


Ήταν οι τελευταίες εξετάσεις στο Ωδείο... Κι ήρθε ο χαλασμός. Φάνηκε το Άγριο πρόσωπο του ανθρώπου... τα παραθύρια σκοτείνιασαν, οι καρδιές σφίχτηκαν, τα χαμόγελα χάθηκαν...

Κανείς δε σώθηκε, ούτε η Τζένη και η αδελφή της η Τζούλια, ούτε ο γέρος Όσμου, ούτε η Εσθήρ, ούτε η Ζιζέλα...
Ήταν καλοκαίρι του 1944, τους μάζεψαν στην Αγιά και από κει στο πλοίο Ταναϊς· στ' ανοιχτά της Μήλου, το βύθισαν το πλοίο. Κανείς δε σώθηκε.


Τους πνίξανε στη μέση του πελάγους!

Και γράφει ακόμη:


Ένας άγγελος κάθεται στην ακροθαλασσιά κι ακούει το κύμα που σπα, απαλά-απαλά. Τραγουδά τη χαρά του κόσμου τούτου και κλαίει... Κλαίει γιατί έχει φτερά, γιατί είναι Άγγελος και ποτέ δε θα χαρεί τις χαρές του ανθρώπου.


Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπατούτες, κράτησα την αναπνοή μαγεμένη, κι ένιωσα όλο τον πόνο του Άγγελου και λυπήθηκα τον Άγγελο που θα μείνει στερημένος αιώνια απ' τις χαρές του κόσμου τούτου... θυμήθηκα τα νεκρά παιδιά που όμοια με τον Άγγελο θα κλαίνε αιώνια όσα στερήθηκαν!


27 Ιανουαρίου σήμερα, παγκόσμια ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, γι' αυτούς που πνίξανε στη μέση του πελάγους, γι' αυτούς που κουβαλούνε μνήμες κι έναν αριθμό στο χέρι, γι' αυτούς που τους έκλεψαν την εφηβεία, γι' αυτούς που γνώρισαν την τραυματισμένη πραγματικότητα της φρίκης του ναζισμού, για όλους εμάς που αντιστεκόμαστε στη δολοφονία της μνήμης...

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Όνειρο αγγελικό για τα παιδάκια που πνίξαμε στη μέση του πελάγους!

Ένας άγγελος κάθεται στην ακροθαλασσιά κι ακούει το κύμα που σπά, απαλά-απαλά. Τραγουδά τη χαρά του κόσμου τούτου και κλαίει... Κλαίει γιατί έχει φτερά, γιατί είναι Άγγελος και ποτέ δε θα χαρεί τις χαρές του ανθρώπου.




Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπατούτες, κράτησα την αναπνοή μαγεμένη, κι ένιωσα όλο τον πόνο του Άγγελου και λυπήθηκα τον Άγγελο που θα μείνει στερημένος αιώνια απ' τις χαρές  του κόσμου τούτου... θυμήθηκα τα νεκρά παιδιά που όμοια με τον Άγγελο θα κλαίνε αιώνια όσα στερήθηκαν!

Ντρέπουμαι πούτρωγα ψωμί κι αυτοί δεν είχαν.
Ντρέπουμαι που πλάγιαζα σε στρώμα κι αυτοί στις πέτρες.
Ντρέπουμαι πούμουνα ντυμένη κι αυτοί γυμνοί.
Ντρέπουμαι πούμουνα στη σκιά κι αυτοί στον ήλιο.
Ντρέπουμαι πούμαι άνθρωπος

Ντρέπουμαι!
Δεν είναι δικά μου τα παραπάνω λόγια. Και δεν είναι σημερινά. Μα είναι τόσο σημερινά! 
Είναι γραμμένα από την Κλεοπάτρα Πρίφτη σε μια από τις εννιά ιστορίες από τα σημειωματάριά της και αναφέρεται στο μόνο μουσικό κομμάτι που θυμάται από το Ωδείο Χανίων τόσο έντονα, το "Αγγελικό όνειρο" του Αντόν Ρουμπινστάιν. Ήταν το κομμάτι που είχε παίξει η φίλη της η Τζένη, η Εβραιοπούλα, ντυμένη κάτασπρα. 

Ήταν οι τελευταίες εξετάσεις στο Ωδείο... Κι ήρθε ο χαλασμός. Φάνηκε το Άγριο πρόσωπο του ανθρώπου... τα παραθύρια σκοτείνιασαν, οι καρδιές σφίχτηκαν, τα χαμόγελα χάθηκαν...

Κανείς δε σώθηκε, ούτε η Τζένη και η αδελφή της η Τζούλια, ούτε ο γέρος Όσμου, ούτε η Εσθήρ, ούτε η Ζιζέλα...
Ήταν καλοκαίρι 1944, τους μάζεψαν στην Αγιά και από κεί στο πλοίο Ταναϊς για να τους πάνε στη Γερμανία (μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό; τότε ήταν οι ναζί, τώρα;) Στ' ανοιχτά της Μήλου, το βύθισαν το πλοίο. Κανείς δε σώθηκε από τους Εβραίους.

Τους πνίξανε στη μέση του πελάγους!

Ούτε τα μικρά αδελφάκια Αϊλάν και Γκαλίπ απ' το Κομπάνι, ούτε τ' άλλα τρία παιδάκια ... κανένα παιδί δε σώθηκε!

Τα πνίξαμε στη μέση του πελάγους!

Ντρέπουμαι!
Αν πω λυπάμαι, θα υποκρίνομαι.
Ντρέπουμαι!
Ντρέπουμαι!

-------------------------
[Η Κλεοπάτρα Πρίφτη πέθανε πρόσφατα κι ετοίμαζα να γράψω δυο λόγια, της το χρωστάω]

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Η Μουσική μέσα μας

Η γιαγιά μου γύρω στο 1974 με την κιθάρα μου, τότε που προσπαθούσα να μάθω με δασκάλα την κυρία Βόλακα στο Ωδείο Χανίων. Δυστυχώς, κράτησαν λίγο τα μαθήματα. Πολύ λιγότερο κράτησαν τα μαθήματα και για τον αδελφό μου, που επίσης ήθελα (εγώ) να μάθει κιθάρα (και εκείνος!)    
Ti
Παριζιάνικη Λατέρνα στη Μονμάρτη, Μάιος 2010 και η συμπαθητική κυρία, απαράλλαχτη Εντίθ Πιαφ, μας έκανε να λικνιζόμαστε στις αξέχαστε μελωδίες του Padam Padam... , του  la vie en rose... , του je ne regrette rien... , του  les amants de paris...

Όμορφος που είναι ο κόσμος της μουσικής!