Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο. Πολύ κρύο εφέτος.
Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται
γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή και την
απόσταση.
Η ανάσα τους είν’ ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,
πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σαν μητέρα
που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει.
Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω –
Ρίχνω και γω καμιά κουβέντα πού και πού
Όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά –
Φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο φως – ξύλο το ξύλο –
Κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το
παραθυρόφυλλο
Ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο
Γρασίδι
Και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των
Πεθαμένων.
Όλοι περιμένουμε να ξημερώσει.