Πολιτική βία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Μάης του '68, αριστερά, άκρα αριστερά, ένοπλη βία, αντικαθεστωτικές οργανώσεις, Ιταλία, Ελλάδα, μνήμη, συλλογική μνήμη, ιστορική μνήμη, επικοινωνιακή μνήμη, πολιτισμική μνήμη, λογοτεχνία, ιταλική πεζογραφία, ελληνική πεζογραφία. Τόσες κι άλλες τόσες οι λέξεις-κλειδιά που θα 'πρεπε να δώσω για μια κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση του βιβλίου της Βασιλικής Πέτσα με τίτλο "
Όταν γράφει το μολύβι: πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία" (Πόλις, 2016).
Η συγγραφέας εστιάζει στη λογοτεχνική αναπαράσταση της πολιτικής βίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία, καταλήγοντας στη συγκριτική αποτίμησή τους με λογοτεχνικές και ευρύτερα πολιτισμικές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή, περιέχει ενδελεχή μελέτη του φαινομένου της πολιτικής βίας όπως εκδηλώθηκε στις δύο χώρες και, κυρίως, όπως αποτυπώθηκε στη μνήμη και στη συμπεριφορά του κόσμου και εκφράστηκε στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία. Η έρευνα, λόγω του εύρους και των αποκλίσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, περιορίζεται στη δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και που στην περίπτωση της Ελλάδας έδρασαν στη διάρκεια της δικτατορίας.
Στο πλαίσιο εννοιολογικής διερεύνησης της πολιτικής βίας, παρατηρεί ότι υπάρχει νοηματική ευρύτητα και πολυσημία, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διατύπωσης οριστικού, ευρέως αποδεκτού, προσδιορισμού της έννοιας. Παρατηρεί, επίσης, ότι οι φορείς («από το Κέντρο ως την άκρα Αριστερά») που άσκησαν ένοπλη πολιτική βία στην Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας (ενάντιά της) ονομάστηκαν «αντικαθεστωτικές ένοπλες οργανώσεις», ενώ αντίστοιχα οι οργανώσεις με μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία μετά τη μεταπολίτευση ονομάστηκαν «ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις».
Σημειώνει ότι η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή με αναφορά στο θέμα της πολιτικής βίας είναι περιορισμένη και ότι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική του αξία, κανένα έργο δεν έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μείζον, το αποδίδει δε αυτό «στην έλλειψη συναινετικών αφηγήσεων του ιστορικού, πολιτικού, κοινωνικού και ευρύτερα δημόσιου λόγου για το φαινόμενο».
Και συνεχίζει:
«Επιπλέον, αν στην Ιταλία και τη Γερμανία αφθονούν οι μαρτυρίες, οι ημερολογιακές καταγραφές, οι εκτενείς συνεντεύξεις, οι αυτοβιογραφίες και τα χρονικά από πρώην μέλη ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και από συγγενείς των θυμάτων, στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ενός εκτεταμένου καταλόγου ανθρώπινων απωλειών, οι σποραδικές αντίστοιχες εκδόσεις δεν συγκροτούν ένα συνεκτικό corpus.»
Συγκρίνει με το μυθιστόρημα του εμφυλίου, στο οποίο, όπως λέει, η αφήγηση δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές της κάθε πλευράς, ενώ «στο μυθιστόρημα της αντιδικτατορικής και μεταπολιτευτικής πολιτικής βίας δεν επιδιώκεται ιδεολογική απενοχοποίηση ή post hoc δικαίωση, αλλά διερευνώνται τα όρια της δυνατότητας ταυτοτικού επαναπροσδιορισμού του υποκειμένου στο παρόν...»
Αναλύει με λεπτομέρειες έργα των Δημήτρη Νόλλα, Αλέξη Πανσέληνου, Νένης Ευθυμιάδη, Άρη Μαραγκόπουλου, Τάσου Δαρβέρη και άλλων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κανένα έργο δεν καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής μνήμης για την ένοπλη βία. Έχει κάποια ενδιαφέροντα παραθέματα σχετικά με το συμπέρασμα αυτό, όπως
ένα του Ίταλο Καλβίνο «η επιρροή της ιστορίας στη λογοτεχνία είναι έμμεση, αργή και συχνά διφορούμενη και πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα πέρασαν χωρίς να εμπνεύσουν κανένα σπουδαίο μυθιστόρημα»
και άλλο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «λένε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται – πώς να γίνει μελάνι;».
Το θεωρητικό πλαίσιο διερευνάται αναλυτικά χρησιμοποιώντας ποικίλες πηγές με ιδιαίτερα συχνές αναφορές στον Άγγλο θεωρητικό Τέρυ Ίγκλετον. Εξίσου πολύ ενδιαφέρον στο θεωρητικό επίπεδο είναι το επίμετρο, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, με τις «στοχαστικές διερευνήσεις της πολιτικής βίας» όπως προσλαμβάνεται από την Άρεντ, τον Μπένγιαμιν, τον Καμύ και τον Σαρτρ. (Θα ήθελα εδώ να σημειώσω μάλιστα ότι για τον Καμύ αναφέρεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» που το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, αλλά θα ήθελα να ξεφυλλίσω και πάλι με βάση τη δική της ανάλυση και τις αναφορές της στις αντιθέσεις με τον Σαρτρ).
Τέλος, ενδιαφέρον έχει η εννοιολόγηση της πολιτισμικής μνήμης που τη διακρίνει από την επικοινωνιακή, στο ότι η δεύτερη είναι «ενσαρκωμένη, βιωμένη και σωματικά μεταδόσιμη, με δίαυλο κυρίως την οικογένεια», ενώ η πρώτη «προκύπτει από τη θεσμοποίηση και την υλικοποίηση της επικοινωνιακής μνήμης στο πλαίσιο της πολιτιστικής παραγωγής ή τελετουργιών». Η λογοτεχνία, γράφει, για την παραγωγή και τη λειτουργία της πολιτισμικής μνήμης αποτελεί μέσο ενθύμισης, αντικείμενο ενθύμισης και μέσο παρατήρησης του τρόπου με τον οποίο παράγεται η πολιτισμική μνήμη.
Εδώ θα σταματήσω, προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν είμαι σε θέση να αναλύσω το θέμα του βιβλίου θεωρητικά, σίγουρα όμως η ανάγνωσή του και από μη ειδικούς στο αντικείμενο της θεωρίας της λογοτεχνίας, αν και καθόλου εύκολη, δίνει τροφή για σκέψεις: για την πολιτική βία, για την ένοπλη βία, για τους φορείς ένοπλης βίας, για τη σχέση της Αριστεράς με την πολιτική βία, για τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία, για την πολιτισμική μνήμη, για την καταγραφή και την πρόσληψη της μνήμης...
Και σταματώ. Πάντως, έχω να σημειώσω ότι η μνήμη, η ιστορική μνήμη, απασχολεί τη συγγραφέα και στα λογοτεχνικά έργα της, σε αυτά τα τρία πρώτα της τουλάχιστον (είχα γράψει
εδώ), υποθέτω κάτι αντίστοιχο θα βρούμε και στο καινούριο της που πρόσφατα κυκλοφόρησε (
Το δέντρο της υπακοής, Πόλις, 2018).
Σημείωση
Το βιβλίο περιέχει πλούσια βιβλιογραφία με αναφορές από βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, ηλεκτρονικές πηγές κ.ά., ενώ συχνά χρησιμοποιεί στοιχεία με αποσπάσματα ή άλλα υλικά από τη δίκη της 17 Νοέμβρη (όσον αφορά την ελληνική περίπτωση), με την οποία ασχολείται εκτενώς προκειμένου να καταγράψει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά της. Μια παρατήρηση θα είχα να κάνω για την παρουσίαση της βιβλιογραφίας. Είναι χωρισμένη σε ενότητες ανάλογα με την κατηγορία των πηγών, με αποτέλεσμα, εάν ο αναγνώστης θέλει να προστρέξει στη σχετική βιβλιογραφική αναφορά, να πρέπει ψάχνει σε όλες τις επιμέρους ενότητες (βιβλία και μελέτες, άρθρα, τύπος κτλ.) προκειμένου να εντοπίσει τη σχετική.