Όταν τον Σεπτέμβριο διάβασα ότι κλείνει το βιβλιοπωλείο Απόστροφος στην Κέρκυρα, λυπήθηκα πολύ γιατί το γνώριζα, το είχα επισκεφτεί πολλές φορές και θεωρούσα ότι αποτελούσε σημείο αναφοράς για το νησί, μια ήρεμη, ξεχωριστή γωνιά πολιτισμού. Βάλθηκα να ξαναδιαβάζω τα βιβλία του. Γιατί εκτός από βιβλιοπωλείο, ήταν και πολύ καλό εκδοτικό. Ξαναδιάβασα την "Ευγλωττία της Κοινής γλώσσας: De Vulgari Eloquentia" του Δάντη σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου· ο ίδιος έκανε επίσης την εισαγωγή και τα σχόλια που όλα ήταν κατατοπιστικά και κυρίως εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Το βιβλίο, όπως λέει ο μεταφραστής, είναι, με σύγχρονους όρους, ταυτόχρονα έργο γλωσσολογίας και ποιητικής:
Αν ο Dante ξεχώριζε αυτές τις δύο πλευρές, θα μιλούσε ίσως για "διδασκαλία περί γλώσσας" και "διδασκαλία περί τέχνης".
Κοινή γλώσσα (vulgaris) ονομάζει ο Δάντης τη μητρική, "εκείνη που μαθαίνουν τα παιδιά από το περιβάλλον τους όταν αρχίζουν να ξεχωρίζουν τις φωνές [...] εκείνη που, χωρίς κανένα κανόνα, μαθαίνουμε μιμούμενοι την τροφό μας".
Αυτή είναι η ευγενέστερη γλώσσα, λέει· υπάρχει και η δευτερεύουσα γλώσσα, η γραμματική, που διαθέτουν οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες και μερικοί άλλοι, που έχει κανόνες και που χρειάζεται χρόνο και αφοσιωμένη μελέτη για να τη μάθει κανείς.
Έχει πολύ ενδιαφέρον η ανάλυση για τη "μεγάλη σύγχυση" που έπαθαν οι άνθρωποι χτίζοντας τον πύργο της Βαβέλ
[...] όλοι όσοι δούλευαν εκεί μιλούσαν μία και την ίδια γλώσσα, αλλά αμέσως μετά διαχωρίστηκαν σε πολλές γλώσσες και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και ποτέ ξανά δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν. Μόνο όσοι έκαναν την ίδια δουλειά κράτησαν όμοια γλώσσα: δηλαδή φτιάχτηκε μία για τους αρχιτέκτονες, μία για όσους κουβαλούσαν τους βράχους, μία γι' αυτούς που τους επεξεργάζονταν και το ίδιο για κάθε ομάδα εργατών [...]
Και μίλησε για τις γλώσσες της Ευρώπης κι ύστερα για τις 14 ιταλικές διαλέκτους (γλωσσικές ποικιλίες) συγκρίνοντας και αναζητώντας "την ωραιότερη και λαμπρότερη γλώσσα της Ιταλίας". Δίνει χαρακτηρισμούς στη γλώσσα (κάτι σαν τα σημερινά επίπεδα ύφους ίσως) και την ονομάζει λαμπρή, αξονική, αυλική, βουλευτική (έχουν ενδιαφέρον οι σημειώσεις του μεταφραστή σχετικά με τους χαρακτηρισμούς αυτούς και τις αποδόσεις που προτείνει στα ελληνικά). Τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο Δάντης για να συγκρίνει και τελικά να απορρίπτει διαλέκτους είναι αξιοπρόσεκτα, ενώ δίνει παραδείγματα που για έναν γνώστη της γλώσσας είναι ακόμη πιο προσιτά ως προς την αξιολόγηση που κάνει.
Στη συνέχεια, ασχολείται με την ορθή χρήση της Κοινής από αυτούς που "πλέκουν στίχους", και μάλιστα όχι όλους, αλλά τους "έξοχους" στιχοπλόκους. Μιλάει για τη φόρμα των ποιημάτων και τη διακρίνει σε μπαλλάτες, σονέτα και τραγούδια που είναι και η εξοχότερη όλων. Αναλύει τις μορφές των στίχων ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών, θεωρώντας ότι ο εντεκασύλλαβος είναι ο ανώτερος και ο μεγαλοπρεπέστερος.
Το έργο είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και αντί άλλων δικών μου σχολίων, αξίζει να παραθέσω ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του Κούρκουλου:
[...] Παρομοιάζει τη γλώσσα με ζωντανό οργανισμό, που εξελίσσεται διαρκώς χωρίς αυτή η εξέλιξη να είναι ορατή. Όμως, έτσι, η σταθερότητα τείνει ν' αποχτήσει αρνητικό πρόσημο, καθώς αποκαλύπτεται αντίθετη με τη "φύση" της γλώσσας. Για ένα ζωντανό οργανισμό, η σταθερότητα είναι θάνατος. Ο ποιητής δεν μιλάει πουθενά για "νεκρή γλώσσα", ωστόσο η έννοια της νεκρής γλώσσας προκύπτει άμεσα από αυτή την πρωτότυπη, στον καιρό της, παρομοίωση.[...]
Ο Απόστροφος τελικά έκλεισε· μας έμειναν τα βιβλία του και η ανάμνηση μιας όμορφης γωνιάς στην πόλη της Κέρκυρας που την διατηρούσαν έτσι όμορφοι άνθρωποι.
Και δεν θα μπορούσα να μη θυμηθώ το Σχήμα στα Χανιά που έκλεισε πριν από μερικά χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του ιδιοκτήτη του Γιάννη Βερυβάκη. Ένα όμορφο σημείο της πόλης των Χανίων, ένα σημείο αναφοράς για τους βιβλιόφιλους, όπου μπορούσες να είσαι με τις ώρες ψάχνοντας στα ράφια και να βρίσκεις απίθανα πράγματα. Ήταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης, στην οδό Δημοκρατίας, στάση Βαγγέλη Κτιστάκη· ακόμη μένει κλειστό, με την εξώπορτα σκονισμένη και βρώμικη, έρημο και στενάχωρο στην όψη, λες και περιμένει έναν άλλο βιβλιοπώλη να' ρθει να του δώσει και πάλι ζωή.
Από το Σχήμα έχω κρατήσει τη σακούλα, αδιάψευστος μάρτυρας βιβλιοπωλείου με ποιότητα και βιβλιοπώλη με μεράκι |
Και ο Απόστροφος και το Σχήμα, όπως τα Αληθινά Πλούτη στο Αλγέρι, όπως το παλιό Βιβλιοπωλείο της Εστίας στην Αθήνα, όπως ήταν το βιβλιοπωλείο της Δωδώνης στην Ασκληπιού, όπως τόσα άλλα βιβλιοπωλεία που ευτυχώς υπάρχουν ακόμη, συμπυκνώνουν τον κόσμο μας, όπως λέει ο Χόρχε Καριόν στο βιβλίο του Βιβλιοπωλεία, όπου τόσο αγαπητικά περιγράφει, μάλλον ιστορεί, βιβλιοπωλεία που επισκέφτηκε σ ' όλα (περίπου) τα πέρατα της γης.
Πώς ξεστράτισα πάλι. Για το Δάντη και τη γλώσσα ξεκίνησα, για τον Απόστροφο ήθελα να μιλήσω, ας τελειώσω λοιπόν με τον Απόστροφο. Ας ευχηθώ να υπάρξ(χ)ει συνέχεια στην παράδοση των καλών βιβλιοπωλείων στην Κέρκυρα· και να σημειώσω ότι η εικόνα στην αρχή της ανάρτησης αυτής είναι από χαρτί περιτυλίγματος του Απόστροφου. Είναι ζωγραφισμένο με το χέρι. Όταν αγόραζες βιβλίο, η ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου έπαιρνε τα μαρκαδοράκια της κι επιτόπου έφτιαχνε μια ζωγραφιά πάνω στο χαρτί περιτυλίγματος, όχι πάντα την ίδια, κι αν ήταν γιορτές, η ζωγραφιά ήταν γιορτινή! Και πάντα χρωματιστή!
Είναι πολύ όμορφη αυτή σου η ανάρτηση – αλλά και οι ζωγραφιές τους είναι καταπληκτικές! Είναι από τις αναρτήσεις σου που πολύ με συγκίνησαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναρωτιέμαι που πάνε αυτοί οι άνθρωποι με τόσο μεράκι;
Το βλέπω εδώ στο Μαρούσι – μας λείπουν αυτοί οι άνθρωποι, το κενό είναι μεγάλο. Έχουμε μια πολύ ζωντανή και δραστήρια Λέσχη ανάγνωσης αλλά λείπει το καλό βιβλιοπωλείο. Ένα βιβλιοπωλείο που θα μπορούσε να γίνει πυρήνας πολιτισμού σε ένα Δήμο 73.000 κατοίκων.
Και επειδή χθες συζητήσαμε, με προσκαλεσμένη την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, το Περί φυσικής της μελαγχολίας του Georgi Gospodinov θα ’θελα να παραθέσω ένα απόσπασμα:
«Μετά από όλες αυτές τις αποδείξεις πως η ιστορία των τελευταίων τεσσάρων εκατομμυρίων χρόνων έχει εγγραφεί στο DNA των ζώντων οργανισμών, η ρήση πως η Οικουμένη είναι μια βιβλιοθήκη δεν συνιστά πια μεταφορά από καιρό τώρα. Τώρα μας χρειάζεται μια νέα εγγραμματοσύνη. Μας περιμένει πολύ διάβασμα. Όταν ο κύριος Χόρχε είπε πως φαντάζεται τον παράδεισο ως μια βιβλιοθήκη χωρίς αρχή και τέλος, κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς να το φαντάζεται, εννοούσε τα ατελείωτα ράφια του δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος. Είμαι βιβλία».
Είδες τι κάνει το μεράκι των ανθρώπων; Στην Αθήνα, στο κέντρο, άνοιξε ένα καινούριο βιβλιοπωλείο πρόσφατα, είπα στην πωλήτρια ότι στο ίδιο σημείο υπήρχε πριν από χρόνια ένα άλλο βιβλιοπωλείο (που ο ιδιοκτήτης του έκανε όνειρα και ανοίγματα πολλά μα ήταν μάταια τελικά, ίσως δεν είχαν άλλο στόχο από...) και πιο πριν ένα περίφημο (!) κοτοπουλάδικο (τροφοδότης μας, όταν στο γραφείο κάναμε εκείνα τα αξέχαστα τσιμπούσια μετά τη δουλειά, τι αγαπητικές εποχές εκείνες...). Νέα κοπέλα, δεν ήξερε τίποτα, δεν ξέρω αν γνώριζε ότι κάπου απέναντι ήταν κάποτε η Εστία, στα παράλληλα στενά οι υπαίθριοι βιβλιοπώλες μεταχειρισμένων, πιο κει η Εθνική Βιβλιοθήκη, ότι εκεί κοντά στέκει ακόμα μέσα στη στοά το βιβλιοπωελίο "Ορίζοντες", παραπάνω το "Θεμέλιο", πιο κει ήταν η "Δωδώνη", τώρα η "Πολιτεία", πιο κάτω είναι ο "Αίολος", από την άλλη ο "Κάκτος" και πάλι πίσω ο "Ναυτίλος", ο "Αλφειός", ο "Γρηγόρης" (οι εκδόσεις, όχι το καφέ), και δεν τελειώνουν, μια μικρή βιβλιούπολη στο κέντρο της μεγάλης πόλης. Σταματώ, έχεις δίκιο, όλα στο κέντρο, λίγα πιο έξω, υπάρχουν όμως κάποιες εστίες, υπάρχουν λόγοι ασφαλώς που είναι λίγα. Δύσκολη κουβέντα να πούμε: Είμαι βιβλία. Ίσως δεν αφορά όλους η κουβέντα, ή δεν δόθηκε η δυνατότητα. Σ' ευχαριστώ που με παρακίνησες να φλυαρήσω πάλι...
ΑπάντησηΔιαγραφή