Τρίτη 21 Απριλίου 2020

"Η επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος..."


Μας κλείσανε σ' αυτά τα κελλιά. Κανείς δεν υπάρχει. Είτε κλάψεις είτε πονέσεις, κανείς δε γνοιάζεται. Ποιος γνοιάζεται για το διπλανό που βγάζει τα πνεμόνια του; Μόνο μην τους πεθάνεις. Αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Και απάνω όταν χτυπάνε το προσέχουνε. Δε θέλουνε μπερδέματα. Δύσκολες μετά οι διατυπώσεις. Το αποφεύγουν. Ξέρω ότι έχουνε ένα γιατρό, Κιούπη τον λένε, και προσέχει. Κρατάει το σφυγμό, και τους λέει αν μπορούν ή όχι να προχωρήσουν. Ξέρει να συνεφέρνει, και δίνει καρδιοτονωτικά όταν τους κάνουνε ηλεκτροσόκ. Ωστόσο, στην Αθήαν εξαφανίστηκαν κάμποσοι. Και δθο τρεις οικογένειες διατάχτηκαν να παραλάβουν φέρετρα σφραγισμένα. Εν τούτοις "η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...".

Έτσι περιγράφει την Κόλαση της Μπουμπουλίνας η ηθοποιός Κίττυ Αρσένη όταν την πιάσανε τον Απρίλη του 67, "στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια", όπως περιγράφει την αντίστοιχη εμπειρία της η Μάρω Δούκα στην Πηγάδα (είχα γράψει εδώ).

Όταν πήγαν στο σπίτι να την πάρουν, έκαναν τις συστάσεις στη μάνα της: "Είμαι ο Λάμπρου [ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών]. Και οι άλλοι δυό ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος."

Ήτανε 2 ή 3 τη νύχτα. Το απόγευμα στο θέατρο την είχανε προειδοποιήσει να προσέχει, είχανε ήδη πιάσει το Μίκη.

Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.
Τη ρίξανε στο κελί με το νούμερο 18. "Από σήμερα ονομάζομαι 18".

Από παντού ακούγονται φωνές, βογγητά, βρισιές, απειλές, όλα ανακατεμένα  στο όνομα της "αναιμάκτου επαναστάσεως".


Και ποιοί ήταν οι άνθρωποι αυτοί; Τι ήθελαν;

Τόσα χρόνια δε μας είχανε αφήσει να μιλήσουμε, να κουβεντιάσουμε, να διαβάσουμε. Μόλις είχαν αρχίσει να ψιθυρίζονται οι θρύλοι της Αντίστασης και το αίμα του Εμφύλιου πολέμου. Τότε τραγουδήσαμε «Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» και τη «Ρωμιοσύνη». Κλάψαμε τους νεκρούς μας, κηδέψαμε το Λαμπράκη και τον Πέτρουλα. Περπατήσαμε χέρι με χέρι στις Πορείες Ειρήνης. Αν η Πορεία Ειρήνης είναι ένα ψέμα, μας κάνανε αυτοί να το καταλάβουμε. Μας είπαν, δεν υπάρχουν περιστέρια. Τώρα φωτιά και σίδερο. Θα τους πολεμήσουμε. Με χαρτοπόλεμο στην αρχή. Πιάστηκα την ώρα του χαρτοπόλεμου. Δεν έχει σημασία. Θα τους πολεμήσουμε. Εγώ έπρεπε να τόχα καταλάβει νωρίτερα. Στο σχολείο ακόμα. Ο γυμνασιάρχης μάς έκανε φασιστικά κηρύγματα. Εγώ τότε προτίμησα την Αντιγόνη. Τίποτ’ άλλο.  

Ανακρίσεις καθημερινές, βασανιστήρια, φάλαγγα, πάνω κάτω, πάνω κάτω, στην ταράτσα, στην πηγάδα. Φάλαγγα...
'Οσην ώρα αυτός ο ξανθός με τους παραφουσκωμένους μυς βάραγε φάλαγγα, όλοι οι άλλοι χοροπηδάγανε απάνω μου, πατούσαν στο στομάχι μου, μου σφίγγανε το λαιμό, μου ανάβανε σπίρτα να μου κάψουνε τα μάτια. 
Δε μιλάει, άρα είναι κομμουνίστρια, της φωνάζει ο Λάμπρου. "Θα σας σφάξουμε όλους, θα σας κρεμάσουμε", την απειλεί. Κι ύστερα ήρθε στο κελί της ένας Γεωργαντάς και της λέει:
Σε λυπάμαι. Σε ανεβάζουν, σε κατεβάζουν. Γιατί δε μιλάς να ξεμπερδεύεις; Θα σου πω κάτι και να με θυμηθείς. Γιατί οι δεξιοί έχουν αυτοκίνητα, πάνε στη θάλασσα, χαίρονται τις ταβέρνες και τη ζωή τους; Ε; Γιατί ξέρουν το συμφέρον τους. Οι αριστεροί δε κοιτάνε το συμφέρον τους, παρά ασχολούνται με το τί κάνει ο κόσμος....

62 μέρες στην Ασφάλεια η Κίττυ Αρσένη κι ύστερα φυλακή. Το 1968 κατάφερε να φύγει από την Ελλάδα παράνομα και κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης τις συγκλονιστικές μαρτυρίες της από τα βασανιστήρια στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Όλα αυτά κυκλοφόρησαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο με τον τίτλο "Μπουμπουλίνας 18", ενώ επανέκδοση έγινε το 2013 από την εφημερίδα Αυγή.

Αφιερωμένα τα παραπάνω στην Εφημερίδα Καθημερινή και στον κύριο Ανδρέα Δρυμιώτη. Ο τελευταίος, συστήνεται σήμερα ως σύμβουλος επιχειρήσεων,  είναι όμως πολύ γνωστός, στους παλιούς τουλάχιστον, ως ο άνθρωπος της πληροφορικής από την δεκαετία του '80 και το Γραφείο Δοξιάδη, τη Singular κτλ., που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στη χώρα μας. Η αφιέρωση της σημερινής ανάρτησης δεν οφείλεται στην προηγούμενη επαγγελματική και επιχειρηματική του δραστηριότητα, αλλά στις αντιαριστερές εμμονές του που ξεφεύγουν κάθε ορίου δημοκρατικής και διαλεκτικής αντιπαράθεσης, θεμιτής στο πλαίσιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, και αγγίζουν τα όρια μιας φασίζουσας συμπεριφοράς απέναντι σε ό,τι δεν είναι με το μέρος του, δεν του αρέσει, δεν συμφωνεί, δεν τον συμφέρει.

Αφορμή, η σημερινή μέρα της 21ης Απριλίου που έχει εγγραφεί στη μνήμη των παλιών, αλλά και στο υποσυνείδητο κάθε δημοκρατικού ανθρώπου ως ημέρα που ξεκίνησε μια μαύρη περίοδος στην πατρίδα μας και που κάθε άλλο παρά αναίμακτη και ήρεμη ήταν. Δεν είναι λοιπόν, τυχαίο, που διάλεξε η Καθημερινή ανήμερα της 21ης Απριλίου να δημοσιεύσει το άρθρο του κ. Δρυμιώτη με τον τίτλο "Ακόμα πληρώνουμε την 21η Απριλίου 1967", μάλλον διάλεξε να αναδημοσιεύσει το ίδιο ακριβώς άρθρο και με τον ίδιο τίτλο που είχε βάλει την ίδια μέρα το 2018! Γράφει ο κ. Δρυμιώτης: "Αν είχαν επίγνωση των πράξεών τους οι πρωταίτιοι της χούντας έπρεπε να είχαν αυτοκτονήσει γιατί απέτυχαν παταγωδώς. Επέβαλαν τη χούντα με το πρόσχημα ότι θέλουν να ανακόψουν την πορεία της Ελλάδας προς τον Κομμουνισμό και ουσιαστικά ενίσχυσαν την τάση αυτή όσο κανένας άλλος! " Αλήθεια, νομίζουν με τους λίβελλους του κ. Δρυμιώτη θα καταφέρουν την αποδόμηση της αριστεράς και των αριστερών, την αναθεώρηση της Ιστορίας, το σβήσιμο της μνήμης, την άφεση αμαρτιών στη χούντα και στους σύγχρονους εκφραστές της, ή αναζητούν την κατασκευή ενός Μεσσία κάποιας μεγάλης ανύπαρκτης ιδέας; Και η επανάληψη τι νόημα είχε; Την πλύση εγκεφάλου, ας πούμε, των αναγνωστών της εφημερίδας;

Αναζητήστε τη σημερινή συνομιλία του παλαίμαχου δημοσιογράφου Κωστή Γιούργου στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, που συνελήφθη τον Απρίλιο του 1968 και καταδικάστηκε λίγους μήνες αργότερα από το Διαρκές Στρατοδικείο της Αθήνας σε ποινή φυλάκισης 16 χρόνων με την κατηγορία της προδοσίας. Ήτανε μόνο 21 χρονών. Ακούστε τον να μιλά για την παρέα των παιδιών από το Ηράκλειο Κρήτης, τον Καρυωτάκη, τον Γιανναδάκη, τον Ζεβελάκη και άλλους, για τα βασανιστήρια, για τη φάλαγγα, για τη Μπουμπουλίνας.
 Άλλος κόσμος, άλλες αξίες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου