Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Ο Μίκης για τον Γιάννη Χρήστου




Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.


Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.


Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…



Το παραπάνω ποίημα "Raven” του Γιώργου Σεφέρη μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και αφιέρωσε στον Γιάννη Χρήστου όταν πέθανε το 1970 (σκοτώθηκε μαζί με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα). Γράφει στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει συνολικά για το βιβλίο εδώ):

[…] Βρισκόμουν τότε στον Ωρωπό και συγκλονίστηκα. Του αφιέρωσα το «Raven» ως ελάχιστο δείγμα αγάπης και εκτίμησης.

Στις 20 Απριλίου του 1967, την παραμονή της δικτατορίας, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 1967 θα παρουσιάζαμε στον Λυκαβηττό έργα μετασυμφωνικής μουσικής (λαϊκά ορατόρια) διαφόρων Ελλήνων συνθετών και ανάμεσά τους και του Γιάννη Χρήστου, που με εξουσιοδότησε να αναφέρω στην πρες-κόνφερανς που θα έδινα την επομένη, δηλαδή την 21η Απριλίου, ότι θα παρουσίαζε έργο του (Ορατόριο) ειδικά γραμμένο για μας.

Λίγο καιρό πριν είχε έλθει σπίτι μου, μαζί με τον φίλο συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, για να μου πει ότι άκουσε το «Άξιον Εστί» και ότι αρχίζει να πιστεύει ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί προς κάποια λύση…

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Χρήστου, όπως κάθε δημιουργός, έψαχνε, δραματικά θα λέγαμε, να βρει τη «λύση» μέσα στο χάος που είναι η σύγχρονη μουσική. Γνήσιος συνθέτης με δημιουργικούς χυμούς, φιλοδοξούσε να συνθέσει έργα ζωντανά και όχι ρομπότ ή Φράνκεστάιν… Έθετε ίσως και αυτός το ερώτημα: «Για ποιον γράφω; Με ποιον θέλω να συνομιλήσω; Σε ποιον απευθύνομαι;» 


Ο Μίκης αυτά τα ερωτήματα έθετε ο ίδιος στη ζωή του και στο έργο του. Σήμερα κλείνει τα 94. Νάναι καλά και να ξεπεράσει τα εκατό!

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Ο Μίκης για τον Νίκο Σκαλκώτα


Tο Ζαχαροπλαστείο "Πέτρογραδ" της οικογένειας Γιάκοβλεφ. 
Ανοιξε το 1935 στην οδο Σταδίου 29 και έκλεισε το 1969. (Πηγή)


Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει εδώ), κάνει εκτενή αναφορά στον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), τον οποίο αγαπά και κάνει παρέα μέχρι τον θάνατό του (ήταν μόλις 25 χρονών τότε ο Μίκης) παρότι δεν δείχνει να τρέφει τα ίδια φιλικά αισθήματα για όλη τη μουσική του και για το ρεύμα της «πρωτοποριακής» μουσικής, που εκπροσωπείται τότε κυρίως από τον Σένμπεργκ (για τον οποίο, μάλιστα, γράφει ότι η συμβολή του περιορίζεται «στην προσφορά νέων αρμονικών και μελωδικών τρόπων… παρά στην ίδια τη δημιουργία»). Ας αφήσουμε όμως στους ειδικούς τη μουσική αποτίμηση και ας δούμε την πιο προσωπική προσέγγιση του Μίκη για τον άνθρωπο και μουσικό Σκαλκώτα.

[…] Μέχρι προχτές ζούσε ανάμεσά μας ο σιωπηλός συνθέτης. Πού ήσαν τότε οι φίλοι του νεκρού Σκαλκώτα; Μήπως δεν ήταν γνωστό σε όλους το πλούσιο έργο του, το βάθος του χαρακτήρα του, η σοβαρότητα της μόρφωσής του; Κι όμως ο Σκαλκώτας ξεχάστηκε πίσω απ’ το τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής, ως την ώρα που έσβησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του. Θλιβερή κοινωνία, θλιβεροί «φίλοι», ν’ αγαπούνε πιότερο τους νεκρούς από του ζωντανούς.

Τον θυμάμαι τον Νίκο Σκαλκώτα όταν πηγαίναμε μαζί στο ζαχαροπλαστείο της οδού Σταδίου «Πέτρογκραντ», ιδιοκτησίας του συνθέτη ελαφράς μουσικής Νίκυ Γιάκοβλεφ. Πεινασμένοι περιμέναμε στο γωνιακό τραπεζάκι να μας φέρει από μια μπύρα και ένα πιροσκί. Αυτή ήταν η αμοιβή μας! Μετά ο Γιάκοβλεφ καθόταν στο πιάνο και αφηνόταν στους αυτοσχεδιασμούς. Ήθελε να γράψει κοντσέρτο για πιάνο. Μόνο που δεν ήξερε καλά μουσική. Έτσι εμείς, ο Σκαλκώτας κι εγώ, σημειώναμε στο πεντάγραμμο ό,τι μπορούσαμε. Αυτή η χαμάλικη δουλειά του Σκαλκώτα ήταν τεράστια. Μπορούσε να δουλεύει νύχτες ολόκληρες νηστικός για λογαριασμό ξένων προκειμένου να κερδίσει λίγες δραχμές. Την ημέρα πήγαινε στις πρόβες της Κρατικής. Σιωπηλός, θα ’λεγα φοβισμένος, σπάνια μιλούσε. Πάντα ευγενικός μέχρι υπερβολής. Δεχόταν με χαμόγελο τις ειρωνείες που του πετούσαν «ευγενικά» οι συνάδελφοί του σε κάθε πρώτη εκτέλεση έργου του.

Και όταν πέθανε ξαφνικά, η ορχήστρα τήρησε ενός λεπτού σιγή για τον «τύπο αυτόν που χάθηκε», όπως είπαν τότε κάποια επίσημα χείλη… Πού ήσαν, αλήθεια, όλον αυτόν τον καιρό οι φίλοι του ζωντανού Σκαλκώτα;

Μπορώ να πω ότι αγαπούσα πολύ τον Σκαλκώτα κι εκείνος με τιμούσε με την αγάπη και τη φιλία του. Ίσως να ήμουν απ’ τους ελάχιστους που μαζί τους κουβέντιαζε για το έργο του και συχνά με καλούσε στο σπίτι του να δω τις παρτιτούρες που έγραφε εκείνη την εποχή. Ήξερα ότι είχε πολύ δυνατό αυτί. Η τεχνική του ήταν άρτια. Πολλές φορές όμως του παρατήρησα ότι φόρτωνε υπερβολικά την ορχήστρα του. Κάθε μέρα έβλεπα νέες γραμμές. Ένα πυκνό, όλο και πιο πυκνό κοντραπούντο. Όταν παίζαμε το έργο στην Κρατική – έπαιζα τότε κι εγώ – με τις λίγες πρόβες και το σχετικά χαμηλό επίπεδο πολλών μουσικών, ακούγονταν όλα μπερδεμένα, χαοτικά. Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό η αιτία. Για μένα, έφταιγε κυρίως το γράψιμο. Ήμουν σίγουρος ότι από ένα σημείο και πέρα δεν τον ενδιέφερε τόσο το ακουστικό φαινόμενο, αλλά πιο πολύ το γεγονός ότι όλες αυτές οι γραμμές υπήρχαν σαν σκέψεις, σαν ιδέες επάνω στο χαρτί.

Είχαν διατυπωθεί, στριμωγμένες θα ‘λεγες από μια εσωτερική διανοητική και ψυχική αναγκαιότητα να ζήσουν ιδανικά – υποκειμενικά – φυλακισμένες στο πεντάγραμμο, κάθε μία γραμμή με τη δική της ιστορία. […]


Και συνεχίζει παρακάτω μ’ ένα σημείωμα που είχε δημοσιεύσει στις 2 Νοεμβρίου του 1952 στην «Προοδευτική Αλλαγή»:

Εκείνος που θα ήθελε να έχει μια άμεση και γνήσια επαφή με ό,τι ονομάζουμε στη μουσική «φορμαλισμό», δεν έχει παρά ν’ ακούσει το “Largo Ostinato” του Νίκου Σκαλκώτα… Το έργο του, πολυσύνθετο, πλατύ, δε βρήκε στον καιρό του αξιόλογη απήχηση εξόν απ’ τους «χορούς» του.

Δεν είναι, όμως, που η εποχή του δεν τον κατάλαβε. Η αιτία βρίσκεται μέσα στις ίδιες του τις συνθέσεις, με το ακαθόριστο, το σκοτεινό τους περιεχόμενο, την εγκεφαλική τους διάθεση, τον μηδενιστικό τους προσανατολισμό.

Ναι ο Σκαλκώτας ήταν ένας φορμαλιστής. Η λεπτή, η τρομακτικά ευαίσθητη φύση του, τυλίχτηκε ασφυκτικά απ’ τους πλοκάμους μιας σαπισμένης, δίχως ορίζοντα εποχής. Η σκληρότητα και η αδιαφορία των ανθρώπων τον ανάγκασε να κλειστεί στον εαυτό του. Και όταν ακόμα σου μιλούσε, η φωνή του έπαιρνε έναν σιγανό, φοβισμένο τόνο, τα λόγια του με δυσκολία φτάνανε στ’ αυτιά σου. […]


Ήταν τότε 27 χρονών ο Μίκης, αγαπούσε τον Νίκο Σκαλκώτα και τον θεωρούσε «τραγική μορφή». Καταλήγοντας, ξεχωρίζει τον Σκαλκώτα και τον Χρήστου από «το κύκλωμα της λεγόμενης πρωτοποριακής μουσικής», όπως, λέει, εννοούν κάποιοι «ιδιόρρυθμοι εγκέφαλοι» την «κάθε είδους εκκεντρικότητα». Αυτοί, γράφει, «αποδείξανε ότι είναι γνήσιοι μουσικοί, γνήσιοι καλλιτέχνες και γνήσιοι δημιουργοί».

Με αφορμή, και όχι μόνο, το Έτος Σκαλκώτα που γιορτάζουμε φέτος.

.................................................

Σημειώσεις:
Πληροφορίες για το ζαχαροπλαστείο Πέτρογκραντ υπάρχουν στις ιστοσελίδες:
Λίστα με τα τραγούδια του Γιάκοβλεφ βρίσκεται στην ιστοσελίδα
https://palia.kithara.gr/index.php?cmd=ci&cre=ciakpblev%20niku.
Η "Προοδευτική Αλλαγή" ήταν πρωινή ημερήσια εφημερίδα της Αριστεράς. Είχε ως υπότιτλο "Δημοκρατία - Ελευθερία - Δικαιοσύνη".

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η Μάντα, ο Απόστολος και η Δόμνα


Ένας μήνας πέρασε από το πρόωρο φευγιό της Μάντας. Ήταν γεννημένη στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1955, σημαδιακή μέρα θάλεγε κανείς, μα καθόλου τυχερή για την ίδια. Ήταν κόρη της Άννας και του Νίκου Σολωμού, δυο αγωνιστών της Αριστεράς, από τα πολύ νεανικά τους χρόνια μέχρι το τέλος, δυο σπουδαίων ανθρώπων. Για την Άννα έχω γράψει κι άλλες φορές, είχε για μένα καθοριστική συμβολή στην επαγγελματική αλλά και προσωπική μου ζωή (ενδεικτικά εδώ και εδώ, όπως και εδώ για τη φίλη της, την «κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή της» Νίνα Σκανδάλη). 

Όπως είπε ο αδελφός της Μάντας, ο Μάκης Σολωμός (μουσικολόγος, μελετητής του Ξενάκη και καθηγητής Πανεπιστημίου στη Γαλλία) στην πολιτική κηδεία που πολύ όμορφα και σεμνά επιμελήθηκε, τρία χρόνια μετά τη γέννηση της Μάντας, το 1958, και λίγο μετά την πρωτοφανή νίκη της ΕΔΑ στις εκλογές όπου έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, άρχισαν οι διώξεις των αριστερών, μαζί και των γονιών τους, ο ίδιος δεν είχε ακόμα γεννηθεί, εξορίες, φυλακές, ανακρίσεις… 

Και ήρθε η δικτατορία, η Άννα βρέθηκε στον Ιππόδρομο, ύστερα εξορία στη Γυάρο κι ύστερα στις φυλακές Αλικαρνασσού, είχε μαζί της και τον πεντάχρονο Μάκη, η Μάντα έμενε με θείες της. Δύσκολη εποχή για τη Μάντα, αρχές εφηβείας, οι γονείς κυνηγημένοι, δύσκολα τα πρώτα 2-3 χρόνια μέχρι την επανένωση της οικογένειας στο Παρίσι και τη διαμονή ως το τέλος της δικτατορίας. Η Μάντα είχε πια μεγαλώσει, ήταν μια κοπέλα με πολλή κουλτούρα και με πολλές ανησυχίες· ενταγμένη στην Αριστερά πάντα, πάσχιζε να βρίσκει το δρόμο της με τη συνδρομή της οικογένειας και των φίλων της. Είχε ατυχίες στο διάβα της ζωής της και είχε μια περηφάνια που μερικές φορές σε δυσκόλευε να την προσεγγίσεις λίγο περισσότερο. Όπως είπε όμως στον πολύ συγκινητικό και αγαπητικό χαιρετισμό της και η έφηβη κόρη του Μάκη, η Ειρήνη, «να χαιρόμαστε που τη γνωρίσαμε». 

Ανάμεσα στις ομιλίες, ο Μάκης είχε φροντίσει ν’ακούγονται μουσικά κομμάτια που άρεσαν στη Μάντα ιδιαίτερα. Μίλησαν φίλοι της παλιοί και τωρινοί, όλοι «ψυχικά νοσούντες» σίγουρα, όπως και η ίδια. Γιατί αυτό συνάγεται από τα λόγια της νεαρής κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, αναφερόμενη στο βιβλίο που έγραψε ο κύριος Απόστολος Δοξιάδης μαζί με τον, μακαρίτη πλέον, Σταύρο Τσακυράκη «Από πού κι ως πού είναι όλοι οι αγώνες δίκαιοι;». Αυτό που με ενοχλεί δεν είναι η άποψη του Απόστολου Δοξιάδη που βιάστηκε μάλιστα να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη των λόγων της κυρίας Μιχαηλίδου. Είναι ότι μια νέα κοπέλα, με «πλούσιο βιογραφικό», μόλις στα τριάντα της, χωρίς προσωπικά βιώματα, αλλά και - στο κάτω κάτω - χωρίς ειδικές σπουδές ψυχολογίας/ψυχιατρικής, έχει άποψη και λέει ότι «…είχαμε μια αγιοποίηση του αγώνα της δικτατορίας…» και παρακάτω, μιλά, προβληματισμένη κιόλας, για «τη μετατροπή σε μια ψυχική νόσο, η οποία πολύ φοβάμαι πως είναι μια μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο…», λέει κι άλλα, για τη συλλογική μνήμη, για την ιστορικότητα, για έννοιες όπως «ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς», πάει και ακόμη πιο πίσω, για τα μετεμφυλιακά χρόνια όπου η Δεξιά δεν κατάφερε, λέει, σε ιδεολογικό επίπεδο να χειριστεί τη νίκη της στον εμφύλιο (αναρωτιέμαι, αυτό τι είναι, αυτοκριτική γιατί δεν έκαναν κι άλλα και χειρότερα ή αυτοκριτική γιατί δεν κατάφεραν να σβήσουν από τον χάρτη τους αριστερούς και την αριστερά συνολικά, αυτό δηλαδή που χωρίς πολλές «θεωρητικούρες» επαναλαμβάνουν συνεχώς ο Βορίδης και άλλοι τινές…). 

Τα παραπάνω δεν είναι αποσπάσματα που αδικούν τις συνολικές απόψεις της κυρίας Δόμνας Μιχαηλίδου, σημερινής υφυπουργού Εργασίας, κάθε άλλο. Καλείται τώρα, η κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου, μια νέα γυναίκα, ένα φρέσκο πολιτικό πρόσωπο, με αρμοδιότητες και ευθύνες σε ευαίσθητο υπουργικό θώκο, να διαχειριστεί τα λόγια της και να χειριστεί τους χιλιάδες ανθρώπους από όλες τις ιδεολογικές τάσεις και παρατάξεις, που υποχρεώθηκαν στη σιωπή, που κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, ωθήθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση και που, ούτε λίγο ούτε πολύ, χαρακτηρίζονται ως ψυχικά νοσούντες. 

Βαρύ το φορτίο κυρία Μιχαηλίδου. Μπορείτε να το σηκώσετε; Μπορείτε να το πάτε και παραπέρα; Αν ζούσε η Μάντα, θα είχε να σας πει δυο λόγια, θα σας έλεγε πώς έζησε εκείνα τα εφτά μαύρα χρόνια και πώς ένιωθε εκείνη όταν ήταν στην ηλικία σας.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό





Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες 
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα

Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δως του κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο, σφάξε με αγάμ' ν' αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα

Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού 
Αφού τότε τσιφλικάδες ήσανε οι μπουρζουάδες 
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες 
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα


(Στίχοι: Μήτσος Ευθυμιάδης Μουσική: Χρήστος Λεοντής Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς. Το κομμάτι είναι απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη: "Προστάτες", που ανέβηκε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το 1975, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν).
 
Σε μια παρουσίαση πριν από μερικά χρόνια, ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής σημείωσε (με νόημα;) ότι ... καμιά φορά η ιστορία μπορεί και να επαναλαμβάνεται. Δεν το ευχόμαστε. Καλή μας τύχη! 
 

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή: από τον Μίκη στη Μυρτώ





Στη Μυρτώ

22.ΙV.46


Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξη
Κι εγώ έκοψα λίγο χορτάρι
με τις ρίζες γιομάτες από χώμα
να τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.

Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδί
μου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμα
και να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρες
για τα μυστικά της γης.
Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμα
κι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβο
που κάνουν οι λογής-λογής ρίζες
καθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.
Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόρος
και ξεπήδαγε καινούριο φυτό...

Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέρια
μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα
ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ
ιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες του
χορεύουν πάνω στο δέρμα
τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι
που τα λόγια του χάνουνται τώρα
βαθειά μες στη μνήμη μου.
............................................


Στο παραπάνω ποίημα, αφιερωμένο σε μια Μυρτώ, ο συντάκτης του ήταν μόλις 21 ετών και υπογράφει ως Μιχ. Γ. Θεοδωράκης. Προφανώς είναι ο Μίκης και το ποίημα το αφιερώνει στην αγαπημένη του Μυρτώ, τότε φοιτήτρια Ιατρικής. Ολόκληρο το ποίημα εδώ: http://www.mikistheodorakis.gr/el/poems/?nid=4493.

Της έχει επίσης αφιερώσει τέσσερα τραγούδια σε ποίηση δική του και του Λορέντζου Μαβίλη. Διαβάζουμε για το έργο αυτό από το κανάλι του Γιώργου Βιδάκη στο youtube:

Ο κύκλος τραγουδιών Έρως και θάνατος, είναι ένα από τα πλέον προσωπικά του συνθέτη. Πρόκειται για τέσσερα τραγούδια αφιερωμένα στη Μυρτώ Αλτίνογλου, σύντροφο ζωής του δημιουργού. Το πρώτο, Απρίλης, το συνέθεσε σε δικούς του στίχους στις 8 Απριλίου 1945, όπως αποκαλύπτει η ιδιόχειρη αφιέρωσή του, περιμένοντας τη Μυρτώ στη στροφή της Νέας Σμύρνης. Το δεύτερο, το Αν Γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη Χαρά, γεννήθηκε λίγες μέρες αργότερα, πάλι σε στίχους δικούς του. Και τα δυο είναι αμιγώς ερωτικά. Όταν το 1948, εκτοπισμένος στη Δάφνη της Ικαρίας, γνώρισε τα σονέτα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912), μελοποίησε δυο από αυτά, που γράφτηκαν το 1896: το Έρως και θάνατος και τη γνωστή Λήθη (Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε...), η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο μουσικού πόθου και άλλων Ελλήνων συνθετών.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Η εξόντωση από τους Ναζί των 82 παιδιών του Λίντιτσε τον Ιούλιο του 1942: αφιερωμένο στα παιδιά που εμφανίζονται σε προεκλογικό σποτ


Η εξόντωση των 82 παιδιών του Λίντιτσε τον Ιούλιο 1942 - έργο της Marie Uchytilova

Για να μην ξεχνιόμαστε. Εξόντωσαν τους άντρες του χωριού, έκλεισαν τις γυναίκες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μάζεψαν τα παιδιά, κάποια τα έστειλαν σε γερμανικές οικογένειες να γίνουν γνήσια γερμανάκια της άριας φυλής, τα υπόλοιπα 82, 42 κορίτσια και 40 αγόρια, 1-16 χρονών, τα εξόντωσαν με δηλητηριώδη αέρια. Και η αιτία, ή μάλλον η αφορμή; Η θανάτωση του Reinhard Heydrich, ανώτατου στελέχους των Ες Ες, δεύτερου στην ιεραρχία μετά τον Χίμλερ, του δήμιου (henker) όπως ήταν γνωστός, του εμπνευστή της Τελικής Λύσης.

Και πού έγινε; Στην Κάνδανο; Στη Βιάννο; Στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο; Στο Οραντούρ ή στο Μαρσουλά; Έγινε στο μικρό χωριό Λίντιτσε 20 χιλιόμετρα έξω από την Πράγα. Πόσο μοιάζουν οι ιστορίες... Το χωριό ερήμωσε. 



Το 1943, ο Τσέχος μουσικός Bohuslav Martinů συνέθεσε ένα μικρό ορχηστρικό έργο 8 λεπτών στη μνήμη των παιδιών του Λίντιτσε.

Τα παιδιά του Λίντιτσε με το δάσκαλό τους, δυο μέρες πριν από τη σφαγή του 1942 (Πηγή)

Το χωριό ερήμωσε το 1942. Προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, η Τσέχα γλύπτρια Marie Uchytilova φιλοτέχνησε τις 82 φιγούρες των παιδιών του Λίντιτσε και το χωριό ξαναζωντάνεψε σαν ένα υπαίθριο μουσείο για να κρατά τη μνήμη ξύπνια, ζωντανή. Θυμήθηκα τα στοιβαγμένα παιδάκια στο καμιόνι να οδηγούνται στο δάσος για εκτέλεση μια νύχτα του 41 σ' ένα χωριό της Ουκρανίας, έτσι όπως τα περιγράφει ο Πιέρ Πεζί στο "Γέλιο του δράκου". Η κτηνωδία του φασισμού δεν έχει όρια.

Πόσο λυπάμαι που βλέπω το προεκλογικό σποτ της Χρυσής Αυγής να το υποστηρίζουν παιδιά, είναι παιδιά στην ίδια ηλικία με αυτά που εξοντώθηκαν με αέρια, έτσι χωρίς λόγο, γιατί ήταν εβραιάκια, γιατί δεν ανήκαν στην άρια φυλή, γιατί δεν ήταν χριστιανάκια, γιατί ήταν ξένα, έτσι όπως βάζουν στο στόμα των σημερινών αυτών παιδιών να λένε, μίσος και χολή και ψέματα γεμίζουν την εύπλαστη ψυχή τους. Τι κρίμα!

Παιδιά,  ο φασισμός και ο ναζισμός δεν έχουν θέση στην καρδιά σας. Σκεφτείτε τα παιδιά του Lidice. Ήταν μια μέρα σαν και σήμερα που οι ναζί τα εξόντωσαν σε θαλάμους αερίων! Γιατί;

Τα παιδιά του Lidice
 

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Γυρίζει τις πλατείες και ζητιανεύει βλέμματα η Ελένη Μαρινάκη στο "Μετράω ως το δέκα"



... Ύστερα έρχεται να με κοιμίσει. Μετράω ως το δέκα και ξυπνώ...

Μετράει ως το δέκα και θυμίζεται εικόνες από την παιδική της ηλικία. Μετράει ως το δέκα και μας αποκαλύπτει έναν κόσμο που τον έχουμε κι εμείς δίπλα μας, ίδιο κι απαράλλαχτο ή και λίγο διαφορετικό, τι σημασία έχει.

Η Ρίτα όλη μέρα πλένει και καθαρίζει τα πα-
τώματα, ταϊζει την κυρία Αριστέα στο καρο-
τσάκι,  τεντώνει  την μπουγάδα στην   απλώ-
στρα.  Το βράδυ που  τελειώνει τις δουλειές,
ανοίγει  τη  φωτογραφία  στο  ντουλάπι  και
παίζει  τόπι  με τον μικρό Θωμά τον  γιο της
που την περιμένει χρόνια να γυρίσει στο σπί-
τι τους.

Η Ελένη Μαρινάκη περιγράφει καθημερινές εικόνες από το σήμερα και το χθες, το δικό της και τόσο πολύ δικό μας επίσης. Η Ρίτα, τι σημασία έχει από ποια χώρα, είναι η δική μας Αντωνία από τη Βουλγαρία, έπλενε, άπλωνε, καθάριζε, τάιζε την κυρία Ιωάννα μέχρι που η ίδια τη βρήκε μέσα στη μαύρη νύχτα πεθαμένη δεν είχε μικρά παιδιά, να την περιμένουν η Αντωνία, την περίμεναν όμως τα εγγόνια της, και σ' αυτά γύρισε μετά από 20 χρόνια!

Ποιητικά πεζά ή πεζά ποιήματα είναι τα κείμενα της τελευταίας συλλογής της σπουδαίας Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη "Μετράω ως το δέκα" (Μελάνι, 2018), αφιερωμένη μάλιστα, νομίζω όχι τυχαία, στην επίσης Χανιώτισσα, κορυφαία συγγραφέα Μάρω Δούκα. (Θυμίζω αντίστοιχα τα ποιήματα του Διονύση Καψάλη στη συλλογή "Μαύρη καγκελόπορτα", εικόνες κι εκεί από το χθες και το σήμερα του ποιητή).

Τα λόγια της είναι σαν να φωτογραφίζουν δικές μας, προσωπικές, μοναδικές στιγμές.

.................... Θυμάμαι εκείνα τα χρυσόχαρ-
τα, περιτυλίγματα από φτηνά σοκολατάκια
που τα μαζεύανε στο  δρόμο τα παιδιά  και
στόλιζαν το δέντρο.

Μνήμες, όνειρα, εικόνες στον ύπνο και στο ξύπνιο, εικόνες και όνειρα που σβήνουν, εικόνες βγαλμένες λες από φιγούρες του Παπαδιαμάντη ή του Βιζυηνού.

Η Θεανώ κοιμάται με  τις κότες  σ' ένα πα-
ράπηγμα. Φορά χειμώνα καλοκαίρι τα ίδια
ρούχα και  στο κεφάλι  της μαύρο  μαντήλι.
.....................................................................
Ένα  πρωί την  πήγαν με το ζόρι στο νοσοκο-
μείο. Δεν την ξανάδα από τότε μα έρχεται κα-
μιά  φορά στον ύπνο και μου ζητά κρύο νερό.

Κι άλλο:

Η Αργυρώ με τα καμένα δάχτυλα έχει καλύ-
βες  στον βυθό, χορταριασμένους  δρόμους
στο λιβάδι. Έχει δωμάτιο τη νύχτα. Δεν ξέρει
να  μιλά σωστά, κάνει  νοήματα  στους  γλά-
ρους,  μοιράζει φέτες το φεγγάρι στα παιδιά
και ονειρεύεται να μην ξυπνήσει. Η Αργυρώ
που δεν ξεχνά.

Κι άλλο:

Λέγανε πως  γεννήθηκε  χωρίς φωνή.  Ήρθε
χειμώνα στο χωριό και κρύφτηκε σε μια γω-
νιά στο χάλασμα..........................................
.........  ....Κάποτε τη συνάντησα κι εγώ  και
τέλειωσε το καλοκαίρι.

Ευαίσθητη και τρυφερή

Τα μεσημέρια της Κυριακής πηγαίνω με τη
θεία  μου  στις φυλακές.  Φορώ το κόκκινο
φουστάνι και την κορδέλα στα μαλλιά. Μοι-
ράζουμε  τσιγάρα  και γλυκά.  Πίσω από τα 
κάγκελα μας πριονίζουν με τα μάτια οι φυ-
λακισμένοι. Λέω  το  ποίημα χωρίς φωνή...

Η Μαρινάκη, είναι σαν να κάνει πράξη αυτό που λέει για τη γενέθλια πόλη μας, τα Χανιά, στη συλλογή “Περνώντας βάφεσαι μπλε”:

Στους δρόμους σου έχουμε ξεχαστεί από καιρό
περιηγητές της παιδικής σου ηλικίας
ερασιτέχνες αλιείς εικόνων
με ήλιο και σκιά
φωτογράφοι της ζωής σου
πλανόδιοι, μικροπωλητές στα πανηγύρια...


Μετρά ως το δέκα και ξυπνά.

Πατώ ένα κουμπί και σβήνει τ' όνειρο.

....................Πάνω στο λόφο ένα μεση-
μέρι την παραδώσαμε στα σύννεφα.

.......................Βγαίνει ξημέρωμα στους
δρόμους και μαζεύει έλεος.

Αν τύχει στο δρόμο να σας κοιτάζει σα χαμένο ένα παιδί, σκεφτείτε τον Ίβο:

Δεν είναι ούτε δώδεκα χρονώ ο Ίβο και ήρθε
από τα βόρεια κρυμμένος σ΄ένα φορτηγό.
.......................................................................
Μ' ένα ξυπόλητο παλτό γυρίζει τώρα στις
πλατείες και ζητιανεύει βλέμματα.

Κοιτάξτε το κι εσείς και χαμογελάστε του...

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Η Σαπφέτ Νοτερό και τα ... λευκά πανωφόρια



Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή το 1985 που έφυγε η Σαπφώ Νοταρά, η ωραία άσχημη του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Είχε γεννηθεί το 1907, στο Ηράκλειο της Κρήτης ή, κατ' άλλους στα Ιωάννινα. 

Θυμάμαι τη συμμετοχή της στην Πορνογραφία του Μάνου Χατζηδάκι, όπου τραγούδησε μαζί με τον  Ηλία Λιούγκο το τραγούδι "Στην οδό του Μπλαμαντό" (Στίχοι του Jean Paul Sartre σε ελληνική απόδοση από τον Αλέξη Σολομό). 

Στην οδό του Μπλαμαντώ
έχουν στήσει τα πατάρια
και ακονίσαν τα ξινάρια
για να κόψουν τα κεφάλια.
Στην οδό του Μπλαμαντώ.

Στην οδό του Μπλαμαντώ
πάν’ οι δήμιοι στη δουλειά τους
δε σας λέω χωρατό
για να κόψουν Πατριάρχους
και Στρατάρχους και Ναυάρχους.
Στην οδό του Μπλαμαντώ.

Στην οδό του Μπλαμαντώ
φτάνουν οι κυρίες σωρό
οι λουσάτες με τα βέλο
μα τους λείπει το τσερβέλο
και μαζί και το καπέλο.
Στο ρυάκι της οδού του Μπλαμαντώ




Για το δρομάκι του Μπλαμαντό, Rue des Blancs-Manteaux στα γαλλικά, η ιστορία του μας πάει πίσω στον 13ο αιώνα, όπου ήταν αγορά με την Παναγία των Λευκών Πανωφοριών στο κέντρο - 
Notre-Dame-des-Blancs-Manteaux. 

Λένε ότι πήρε την ονομασία από τους ζητιάνους  μοναχούς της περιοχής με τα λευκά πανωφόρια (πληροφορίες στα ελληνικά υπάρχουν εδώ http://katoptra.blogspot.com/2014/12/blog-post_19.html, και πληρέστερη ενημέρωση στα γαλλικά εδώ https://www.wikiwand.com/fr/Blancs-Manteaux).

Το τραγούδι γράφτηκε το 1944 από τον Σαρτρ πάνω σε μουσική του Γάλλου, ουγγρικής καταγωγής, συνθέτη  Joseph Kosma. Το τραγούδησε πρώτη η θρυλική (για μένα τουλάχιστον) Ζυλιέτ Γκρεκό το 1950 (περισσότερα εδώ https://www.wikiwand.com/fr/Rue_des_Blancs-Manteaux_(chanson)).





Ας ξαναγυρίσουμε στη Σαπφώ Νοταρά ή... Σαπφέτ Νοτερό, που λέει ένα άλλο τραγούδι της Πορνογραφίας με τίτλο "Σχόλιο Για Την Περίπτωση Της Σαπφέτ Νοτερό" (το τραγούδησαν ο Λιούγκος με τη Μαριάνα Ευστρατίου (σε στίχους του Άρη Δαβαράκη, εκτέλεση εδώ).

Η εικόνα παραπάνω είναι το σκίτσο της δεσποινίδος Σαπφώς Νοταρά από την παράσταση «Το δικαίωμα της πρώτης νύχτας» που ανέβηκε το 1933 από το Λαϊκό Θέατρο του Βασίλη Ρώτα (πληροφορίες εδώ). Το έργο ήταν του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας Τάρας Σεβτσένκο .


Από ένα ψάξιμο στη βιβλιογραφία, βρίσκουμε τη Σαπφώ Νοταρά να παίζει στο Λαϊκό θέατρο του Ρώτα ήδη από το 1931 στο έργο του Ίψεν "Εχθρός του λαού" (μετάφραση/σκηνοθεσία και πρωταγωνιστικός ρόλος από Βασίλη Ρώτα). Τη βρίσκουμε επίσης να παίζει στα Χανιά το 1937 στους "Βρυκόλακες" του Ίψεν με τον θίασο του Κώστα Κροντηρά (όπου έπαιζε και ο Ρώτας). Και φυσικά, η πορεία της ήταν πλούσια μέχρι τέλους. Και να μην ξεχάσουμε, βέβαια, τη συμμετοχή της στη Λιλιπούπολη ως μάγισσα Μπρουνχίλντα.


Στην οδό του Μπλαμαντώ, φτάνουν οι κυρίες σωρό,
οι λουσάτες με τα βέλο, μα τους λείπει το τσερβέλο
και μαζί και το καπέλο!

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Φτωχή Πατρίδα, κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή...


Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
να ’ρθούμε πρώτοι εμείς! — οι στερνοί.
..............................................................

Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:

το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά

σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.

Δες το σελέμη, δες και το φάντη
πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη
που ρητορεύεται λειτουργικά
μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά.

Μαυραγορίτες από τα Νάφια
της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί

στα χώματά σου τα λαβωμένα
γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα
και δεν μπορούνε χωρίς εσέ —
οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.


Απόσπασμα από «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένο στην πόλη Cava dei Tirreni του Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 7 Οκτωβρίου του 1944. Περιέχεται στο "Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄" (Ίκαρος, 1993). 




Είναι, επίσης, το πρώτο τραγούδι στη νέα συλλογή του Νότη Μαυρουδή "Άγρυπνο φεγγάρι" που παρουσιάστηκε χθες βράδυ στον Ιανό. Τραγουδά ο Σωκράτης Μάλαμας. Στο όμορφο βιβλίο-σιντί, περιέχονται όλα τα ποιήματα του δίσκου, έργα των Σαραντάρη, Λαπαθιώτη, Βάρναλη, Πολυδούρη, Καρυωτάκη, Βιζυηνού. Τραγουδούν επίσης Νένα Βενετσάνου, Μόρφω Τσαϊρέλη, Μαρία Θωίδου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Χρήστος Θηβαίος.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει διαβολεμένος αέρας




..........................

Και Κυριακή.
Πάλι σκοτάδι.


Χαίρετε κύριε Ιάκωβε χαίρετε.

Αυτός που ανακατεύει τα χαρτιά στο τραπέζι απέναντι με την ασήκωτη μάσκα τ’ αστραφτερά του χέρια τα δόντια χαμόγελο χαμόγελο φίλος.

Αυτός που μιλάει και τον ξέρεις δεν ξέρεις ποιος είναι.

Το μαύρο μονοπάτι προκυμαία στη μνήμη. Το σπασμένο φανάρι δεν έχει φανάρι και τούτη η μάντρα πρόχειρος συνοικισμός να προστατέψουμε τα καινούργια πτώματα.

Ξερές αναφορές ξερά υστερόγραφα.

Παγίδες δόκανα καταπαχτές που δεν τις ήξερες δέντρα και μισοσκότεινα αποσπάσματα η τελευταία ζητωκραυγή.

Κι όπως μιλούσαμε ξαφνικά σηκώνεται ο Νικήτας στη μέση της κάμαρας αρπάζει το κεφάλι του σαν τρελός το κεφάλι του έχει πάρει φωτιά τινάζονται πέτρες και σίδερα. Και στάχτη κατόπιν. Που ησυχάζει και ξανακάθεται αμίλητος.

Ύστερα οι νέοι επίδαμνοι οι αγκυλωτοί βασανιστές και η άμυνα γονατισμένη σακατεμένη μη μόναν όψιν.

Ύστερα εκείνο το σύντομο γέλιο όπως ένα ποτήρι που σπάζει.

Ύστερα ο ξεφτισμένος τοίχος οι χαλκάδες στον τοίχο το μυαλό μαλακό μουλιασμένο ματωμένο σφουγγάρι.

Η ενοχή των ενόχων η ενοχή των αθώων.

Η σφαγή των αθώων και το ψέμα ύστερα πάλι το ψέμα η αλήθεια το ψέμα ύστερα η νύχτα κοιμήσου κοιμήσου.

Θα τα ξεχάσεις όλα θα τα ξεχάσεις.

Θα σε σαρώσουν και σένα τα χρόνια σκουπίδι.

Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει διαβολεμένος αέρας.

Μνημεία σιωπηλά που ο κόσμος δεν έχει στάλα νερό.

Τα μεγάλα οράματα των ανθρώπων.

Δρόμοι και χωματόδρομοι πρόχειρα παραπήγματα πιο πίσω οι σκοτεινές ακίνητες τράπεζες.

Πιο πίσω το μαχαίρι καλά τροχισμένο. Χτυπήστε το φίλο σας στο κρυφό μονοπάτι.

Η πλάτη του φίλου σας ξαφνιασμένος σωριάζεται ανάποδα.

Φρικιαστικές ανταποκρίσεις φρικιαστικές σημασίες.

Τα σιδερένια συνθήματα το κατακάθι του σκοταδιού στο σκυλίσιο κεφάλι σου.

Το κατακάθι του έρωτα καθώς οι λέξεις

όπως οι λέξεις

σ’ αυτό το ποίημα το πικρό που γυρίζει ξαφνικά και δαγκώνει την ουρά του.


Τάκη Σινόπουλου "Νύχτες V", από τη συλλογή "Το Χρονικό", Κέδρος, 1975.


Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει διαβολεμένος αέρας...

------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Η παραπάνω εικόνα είναι από τον πίνακα του Βαν Γκογκ "Έναστρη νύχτα" Starry Night. Πληροφορίες για το έργο εδώ και εδώ.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Αναστοχασμός...



Για κάποιο λόγο, τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών μου έφερε στο νου τους Μοιραίους του Κώστα Βάρναλη, το ποίημα που τραγουδούσαμε στις ταβέρνες εκείνα τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια.

Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

Η ποίηση μας δίνει μια ευκαιρία παύσης και αναστοχασμού...


Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

("Μοιραίοι", του Κώστα Βάρναλη. Από την έκδοση με τίτλο "Ποιητικά", Κέδρος 1956, περιλαμβάνει τα μέρη "Το φως που καίει", "Σκλάβοι πολιορκημένοι", "Ποιήματα", αγορασμένο τον Δεκέμβριο του 1974).



Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Τα χέρια της...




Την έφερνα μέχρι το μπάνιο, ακουμπούσε τους αγκώνες στο νιπτήρα για να κρατιέται, δεν μπορούσε να σταθεί, ήθελε όμως να πλένεται, να πλένει το πρόσωπο, να τρίβει τα χέρια το ένα με το άλλο, της άρεσε να τα σαπουνίζει, ένιωθε πως υπήρχε, έκανε μόνη της αυτό που έκανε τόσες και τόσες δεκαετίες, ένιωθε πως ζούσε σαν ένας κανονικός άνθρωπος, κοιταζόταν στον καθρέφτη, ποιος ξέρει τι σκεφτόταν, καμιά φορά κουνούσε το κεφάλι, μια φορά μου είπε "πώς κατάντησα!", της έδινα την πετσέτα να σκουπιστεί, της χτένιζα τα μαλλιά, ένιωθα να μου λέει "άνθρωπος είμαι κι εγώ..."

Α ρε μαμά, κοντεύουν πέντε μήνες...

Από τα χέρα της.
Το στόλισα στη μνήμη της, μέρα της Μητέρας λένε η σημερινή...

Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Α ρε μαμά...


Έβαζες ψεύτικες φωνές,
γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί, α ρε μαμά.
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή
με ένα πιάτο και μια ευχή.
Τότε με κράταγες σφιχτά,
τώρα κοιτάς από μακριά.

Μέσα απ' τα δόντια να μιλάς,
σ' ακούω σαν τώρα, μη με σκας.
Δε θα σε ανεχτεί κανείς,
θα πας χαμένος, θα το δεις, α ρε μαμά.
Α ρε μαμά.

Ύστερα λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη, σ' αγαπώ πολύ,
είμαι εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε Μαρία.

Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή.

Τις πόρτες άνοιγες στο φως,
να μπει ο ήλιος κι ο θεός,
να μας φυλάει, α ρε μαμά.
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά
κι ανάμεσα απ' τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού,
το λύκο και την αλεπού.

Και όταν γύριζα αργά,
θα σου τα πάρω τα κλειδιά,
θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές,
θα με πεθάνεις, αυτό θες; α ρε μαμά.
Α ρε μαμά.

Ύστερα λόγια στο χαρτί,
συγγνώμη, σ' αγαπώ πολύ,
είμαι εδώ, α ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά,
με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Άβε Μαρία.
Άβε Μαρία.

Χανόσουνα στη μουσική,
εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη
να σε προσέχω μια ζωή.

Μαμά που πας;
Που πας μαμά;
Μαμά που πας;



Έτσι τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το τραγούδι για τη Μαμά με τα λόγια του Οδυσσέα Ιωάννου, αποδίδοντας στα ελληνικά το ομώνυμο τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ.



Α ρε μαμά, α ρε μαμά...

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Δος μοι τούτον τον ξένον...

Η Παναγία των άλλων (έργο του Αλέξανδρου Ανδρουλάκη)

…δός μοι τούτον τον ξένον,
τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω·
δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον·
δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον·
δος μοι τούτον τον ξένον,

όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους…*

Ο Αριμαθαίας Ιωσήφ ζητά από τον Πιλάτο το σώμα του ξένου για να το θάψει. Όπως η Αντιγόνη ζήτησε να θάψει τον αδερφό της. Όμως εδώ ζητά να θάψει τον ξένο, που "ουκ έχει την κεφαλὴν πού κλίναι".  Ύμνος ενάντια στην ξενοφοβία, στο ξενίζειν πτωχούς και ξένους.

Μακάρι να ήταν τα λόγια τούτα οδηγοί στον κόσμο που ζούμε!

Περιμένοντας ν' ακούσουν τη δέηση υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων προγόνων τους.
Μεγάλη Παρασκευή στο νεκροταφείο του χωριού. 

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

* απόσπασμα από λόγο που εκφώνησε ο Επιφάνιος, αρχιεπίσκοπος Κύπρου (4ος-5ος αι.)