Για
άλλη μια φορά, η Ιωάννα Καρυστιάνη παίζει με τις λέξεις και με το λόγο, το λόγο
τον καθημερινό, τον ιδιωματικό, το λόγο των απλών ανθρώπων.
Μετά
τους " γαϊδουρόθυμους" στο "Κουστούμι στο χώμα" και
τις περίφημες είκοσι τέσσερις λεπτές "κυπαρισσοσανίδες" στη
"Μικρά Αγγλία" (από τα καλύτερα για μένα βιβλία της νεοελληνικής
λογοτεχνίας), στο τελευταίο της βιβλίο "Καιρός σκεπτικός"
χρησιμοποίησε τη λέξη "νταμαχιά" στη φράση "Η νταμαχιά
είναι ατιμία και η γκρίνια είναι χτικιό".
Έψαξα
να βρω τι θα πει "νταμαχιά", δεν το βρήκα στα λεξικά, βρήκα δυο
αναφορές στο Διαδίκτυο, αλλά χωρίς ορισμό. Θυμήθηκα τα περί ευφωνίας της
κρητικής διαλέκτου όπως πολύ αναλυτικά την περιγράφει ο Μιχαήλ Καυκαλάς
("Περί της ευφωνίας της κρητικής διαλέκτου", Λεξικογραφικόν Δελτίον,
Παράρτημα 5, Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και
Ιδιωμάτων, Αθήνα, 2000), όπου κάνει λόγο για την ηχηροποίηση στον προφορικό
λόγο των άηχων συμφώνων κ, π, τ για λόγους ευφωνίας, εδώ του τ,
μετατρέποντάς το σε ντ.
ταμάχι
το [tamáxi] : (λαϊκότρ.) πλεονεξία, λαιμαργία: Εσένα παιδάκι μου θα σε φάει
το ~. [τουρκ.
tamah (από τα αραβ.) -ι]
ταμαχιάρης
-α -ικο [tamaxáris] : (λαϊκότρ.) πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. || (ως
ουσ.) [ταμάχ(ι)
-ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)]
Ατιμία
λοιπόν η πλεονεξία, αλλά και χτικιό η γκρίνια, λέει η Σούλα, ηρωίδα ενός από τα
πιο όμορφα διηγήματα της συλλογής.
"...Ο τρόπος της οδηγία από τον παππού της, εργάτη στη
γούνα, μια ζωή με την τσάγγα, τον τσιόκο, την ξύστρα και τη σταματούρα, χωμένο
στις μπάλες με τους χορδάδες, που μετά από σαράντα χρόνια στη δουλειά της
ευπορίας και της πολυτέλειας αξιώθηκε να τιμήσει τη γυναίκα του με μια
καφαδόγουνα και την κόρη του με μια λαγόγουνα.
Η νταμαχιά είναι ατιμία και η γκρίνια είναι χτικιό, έλεγε, εμάς
ο σωσμός μας είναι η καλή καρδιά, αυτή ανυψώνει και το νου, αυτή κάνει τον
άνθρωπο και όχι τα βιζόν και οι αρζαντέδες..."
Σε
όλα τα διηγήματα, οι ήρωες της Καρυστιάνη είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι,
άνθρωποι του μεροκάματου, από διάφορα μέρη της Ελλάδας και με τα χαρακτηριστικά
του τόπου και της ιστορίας τους.
"... Οι γονείς της γενιάς που σκόνταψε στον πόλεμο, έχασε
το ματς του αντάρτικου κι έφαγε την κανονιά της φτώχειας, τσαπί και
λάσπη..."
Και
δεμένα με τη σημερινή κατάσταση, τη φτώχεια, την αναδουλειά, την ασκήμια.
"... Την τελευταία διετία το κατάστημα μπαίνει μέσα. Η
οικοδομή νεκρή, οι αγρότες δεν επισκευάζουν τα σπίτια τους, το φρεσκάρισμα των
χρωμάτων αναβάλλεται επ' αόριστον.
Περπατώντας στην πόλη βλέπει τις ξεφτισμένες μπογιές στα
πορτοπαράθυρα και τις τάπες της μούχλας στα ντουβάρια και σκέφτεται πως το
ταμείον είναι μείον ..."
Αλλά
και τη Μαριάννα Κορομηλά θυμίζεται με τις ατελείωτες ξεναγήσεις της στα μέρη
της Τουρκίας (κι εγώ θυμάμαι εκείνες τις όμορφες εκπομπές της στο ραδιόφωνο με
τις περιγραφές των τόπων αυτών).
"...'Οταν εγώ σε παρακαλούσα να πάμε στην Τουρκία, έλα,
Τόλη μου, να μας πάει η Κορομηλά να προσκυνήσουμε τα ματωμένα χώματα, αυτή
ξεθεώνει κόσμο, μου 'λεγες, ατελείωτες ξεναγήσεις, ορειβασία, πεζοπορία και
πούλμαν σε γκρεμούς..."
Ήρωες
βασανισμένοι, πονεμένοι, που κάνουν απολογισμό ζωής και ονειροπολούν ή
αναστοχάζονται, μα δε γκρινιάζουν, η γκρίνια είναι χτικιό.
"... Ιστορίες να μου φέρεις. Αλλά να χαρείς, δίχως
ανθρώπινα θύματα. Ετοίμασε μερικά ωραία τοπία. Με πλούσια βλάστηση. Να πεις
εκείνο με το ποτάμι και τα βουβάλια. Α, κι εκείνο με τις πυγολαμπίδες στις
φτέρες. Εσύ θα βάλεις τα τοπία της εξοχής κι εγώ το φρικασέ..."
Κι
εγώ βάζω μια Σούλα ακόμη:
|
Η δική μας Σούλα στο χωριό την ώρα που πλένεται και πίσω ένα από τα Σουλάκια της |