Ένας άγγελος κάθεται στην ακροθαλασσιά κι ακούει το κύμα που σπά, απαλά-απαλά. Τραγουδά τη χαρά του κόσμου τούτου και κλαίει... Κλαίει γιατί έχει φτερά, γιατί είναι Άγγελος και ποτέ δε θα χαρεί τις χαρές του ανθρώπου.
Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπατούτες, κράτησα την αναπνοή μαγεμένη, κι ένιωσα όλο τον πόνο του Άγγελου και λυπήθηκα τον Άγγελο που θα μείνει στερημένος αιώνια απ' τις χαρές του κόσμου τούτου... θυμήθηκα τα νεκρά παιδιά που όμοια με τον Άγγελο θα κλαίνε αιώνια όσα στερήθηκαν!
Ντρέπουμαι πούτρωγα ψωμί κι αυτοί δεν είχαν.
Ντρέπουμαι που πλάγιαζα σε στρώμα κι αυτοί στις πέτρες.
Ντρέπουμαι πούμουνα ντυμένη κι αυτοί γυμνοί.
Ντρέπουμαι πούμουνα στη σκιά κι αυτοί στον ήλιο.
Ντρέπουμαι πούμαι άνθρωπος
Ντρέπουμαι!
Δεν είναι δικά μου τα παραπάνω λόγια. Και δεν είναι σημερινά. Μα είναι τόσο σημερινά!
Είναι γραμμένα από την Κλεοπάτρα Πρίφτη σε μια από τις εννιά ιστορίες από τα σημειωματάριά της και αναφέρεται στο μόνο μουσικό κομμάτι που θυμάται από το Ωδείο Χανίων τόσο έντονα, το "Αγγελικό όνειρο" του Αντόν Ρουμπινστάιν. Ήταν το κομμάτι που είχε παίξει η φίλη της η Τζένη, η Εβραιοπούλα, ντυμένη κάτασπρα.
Ήταν οι τελευταίες εξετάσεις στο Ωδείο... Κι ήρθε ο χαλασμός. Φάνηκε το Άγριο πρόσωπο του ανθρώπου... τα παραθύρια σκοτείνιασαν, οι καρδιές σφίχτηκαν, τα χαμόγελα χάθηκαν...
Κανείς δε σώθηκε, ούτε η Τζένη και η αδελφή της η Τζούλια, ούτε ο γέρος Όσμου, ούτε η Εσθήρ, ούτε η Ζιζέλα...
Ήταν καλοκαίρι 1944, τους μάζεψαν στην Αγιά και από κεί στο πλοίο Ταναϊς για να τους πάνε στη Γερμανία (μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό; τότε ήταν οι ναζί, τώρα;) Στ' ανοιχτά της Μήλου, το βύθισαν το πλοίο. Κανείς δε σώθηκε από τους Εβραίους.
Τους πνίξανε στη μέση του πελάγους!
Ούτε τα μικρά αδελφάκια Αϊλάν και Γκαλίπ απ' το Κομπάνι, ούτε τ' άλλα τρία παιδάκια ... κανένα παιδί δε σώθηκε!
Τα πνίξαμε στη μέση του πελάγους!
Ντρέπουμαι!
Αν πω λυπάμαι, θα υποκρίνομαι.
Ντρέπουμαι!
Ντρέπουμαι!
-------------------------
[Η Κλεοπάτρα Πρίφτη πέθανε πρόσφατα κι ετοίμαζα να γράψω δυο λόγια, της το χρωστάω]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου