Γιάννης Ρίτσος
I
Ο χρόνος και τα χρώματά του στα τζάμια τής πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα τού τραίνου παίρνει τον τόνο τού ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.
Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ' αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα -αν κάνεις να τ' αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν- θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ' αδιάβροχό σου και το καπέλο σου.
II
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες τής βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα, -δε γαβγίζει.
Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελα
-μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
-«Δε θα ξανάρθω», έλεγε, «δεν θα ξανάρθω».
Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
III
Ο ήλιος θα σε βοηθήσει βέβαια -είπε-
ο ήλιος σ' αυτό τον τόπο κάθε πρωί βάζει ένα χέρι
να λευτερώσουμε το χώρο απ' τις τσουκνίδες
απ' τα παλιά σιδερικά και τα' άχρηστα βαγόνια -
Γιατί δεν μπορεί πάντα να προφασιζόμαστε τον άνεμο ή τις δυσκολίες
κι όλο ν' αφήνουμε έτσι τα σπασμένα γυαλικά στο πάτωμα,
να περιορίζουμε το βήμα σε μικρότερο χώρο,
και τάχα να φαρδαίνει ο άλλος χώρος
-ποιος χώρος; -προς τα πάνου, προς τα κάτου, προς τα μέσα τάχα;
Βγάλε τα χέρια σου απ' τις τσέπες -είπε.
Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
Το γύψινο αγαλμάτιο έπεσε στο πάτωμα. Έσπασε.
Μπορεί να κολλήσει μ' αλευρόκολλα -είπε.
Κανείς δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Μήτε κανείς το κοίταξε. Μονάχα αναρωτιόμαστε:
το γόνατο του θα κρατούσε ακόμη εκείνη την ωραία κλίση του;
Όμως κανένας μας δε μίλησε. Είχε δίκαιο.
Τελειώνει και η χρονιά Ρίτσου. Καλή Πρωτοχρονιά. Καλύτερη Χρονιά
I
Ο χρόνος και τα χρώματά του στα τζάμια τής πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα τού τραίνου παίρνει τον τόνο τού ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.
Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ' αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα -αν κάνεις να τ' αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν- θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ' αδιάβροχό σου και το καπέλο σου.
II
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες τής βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα, -δε γαβγίζει.
Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελα
-μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
-«Δε θα ξανάρθω», έλεγε, «δεν θα ξανάρθω».
Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
III
Ο ήλιος θα σε βοηθήσει βέβαια -είπε-
ο ήλιος σ' αυτό τον τόπο κάθε πρωί βάζει ένα χέρι
να λευτερώσουμε το χώρο απ' τις τσουκνίδες
απ' τα παλιά σιδερικά και τα' άχρηστα βαγόνια -
Γιατί δεν μπορεί πάντα να προφασιζόμαστε τον άνεμο ή τις δυσκολίες
κι όλο ν' αφήνουμε έτσι τα σπασμένα γυαλικά στο πάτωμα,
να περιορίζουμε το βήμα σε μικρότερο χώρο,
και τάχα να φαρδαίνει ο άλλος χώρος
-ποιος χώρος; -προς τα πάνου, προς τα κάτου, προς τα μέσα τάχα;
Βγάλε τα χέρια σου απ' τις τσέπες -είπε.
Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
Το γύψινο αγαλμάτιο έπεσε στο πάτωμα. Έσπασε.
Μπορεί να κολλήσει μ' αλευρόκολλα -είπε.
Κανείς δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Μήτε κανείς το κοίταξε. Μονάχα αναρωτιόμαστε:
το γόνατο του θα κρατούσε ακόμη εκείνη την ωραία κλίση του;
Όμως κανένας μας δε μίλησε. Είχε δίκαιο.
Τελειώνει και η χρονιά Ρίτσου. Καλή Πρωτοχρονιά. Καλύτερη Χρονιά