Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Μένουν στο σπίτι και περιμένουν να τους χαμογελάσουμε...

 

 

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα

σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.

Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.

Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.

Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.

Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.

Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.

Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε

Στη μνήμη των 57 ανθρώπων, κυρίως πολύ νέων, που χάθηκαν άδικα, απάνθρωπα, εγκληματικά στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών στις 28 Φλεβάρη του 2023. Η μνήμη τους μας στοιχειώνει. Ο πόνος των γονιών, των αδελφών και των φίλων μας λυγίζει. Το άδικο μας χαλυβδώνει και μας ενώνει. Λόγια να γλυκάνουν τον πόνο των μανάδων και των πατεράδων δεν μπορώ να βρω!

-----------------------------------------------------------------------------

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Σχήμα της απουσίας». Η εικόνα είναι από έργο της σπουδαίας Γερμανίδας γραφίστριας και γλύπτριας Κέτε Κόλβιτς που εκτίθεται στο ομώνυμο μουσείο στο Βερολίνο.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Οριστικά στ´αστέρια ο Μανώλης Λιδάκης



Θλίψη μας έφερε η είδηση για το φευγιό του Μανώλη Λιδάκη. Μια συμπαθής ήρεμη παρουσία, με ωραία βαθιά, ζεστή φωνή, μας χάρισε όμορφα τραγούδια που συντρόφευαν και θα συντροφεύουν τις παρέες μας.

Έτυχε να τον δω πρώτη φορά από κοντά πριν από χρόνια στο ξενοδοχείο του Ρίου. Εμείς για συνέδριο στη Πάτρα, εκείνος ήταν με τη Δήμητρα Γαλάνη, προφανώς για κάποια συναυλία. Δεν τον γνωρίζαμε μέχρι τότε, έδειχνε συνεσταλμένος, σχεδόν ντροπαλός. Έτσι έδειχνε πάντα, ήταν ανθρώπινος, αυθεντικός, μα τον τελευταίο καιρό και ταλαιπωρημένος. Μια αγνή και γνήσια κρητική ψυχή ανέβηκε στ´αστέρια καρτερώντας την ηρεμία....


 

 



Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Εκεί στο Νότο... το ψέμα είναι κάπως δυσκολοχώνευτο: μνήμη Γιώργου Μπλάνα και Ισαάκ Σούση



Γιώργου Μπλάνα  «Απολογία Σωκράτους»*

Δεν ξέρω αν σας έπεισαν τα λόγια τους,
εγώ όμως παραλίγο να ξεχάσω ποιος είμαι και τι θέλω εδώ.
Η αλήθεια είναι πως μαγείρεψαν σωστά τις λέξεις, τις προτάσεις τους,
και θα μπορούσα να μείνω απόλυτα ικανοποιημένος
από το αποτέλεσμα, αν το ψέμα δεν ήταν πάντα κάπως δυσκολοχώνευτο
—ιδίως όταν συνοδεύεται από κάποια υπερβολή στην μουσικότητα.
Εν πάση περιπτώσει, έχω γερό στομάχι. Κι έτσι πρέπει.
Αν ξερνούσα εδώ μπροστά σας την βλακεία τους,
θα ήταν οπωσδήποτε χαμένοι. Προχωρώ,
λοιπόν, και παραδέχομαι πως είπαν μια τουλάχιστον αλήθεια:
τα πάω πολύ καλύτερα απ’ αυτούς με την μαγειρική των λέξεων, γι’ αυτό
πανικοβλήθηκαν, και τώρα ακόμη ιδρώνουν πάνω απ’ τα τζετζερέδια τους,
θαρρώντας πως είναι στο έλεος μου. Μεταξύ μας, δεν έχουν άδικο.
Από μιαν άποψη, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να κερδίσουν την δίκη.
Μην εκπλήσσεστε. Δεν θέλουν να κερδίσουν, να με καταδικάσουν θέλουν.
Και είναι δύο πράγματα αυτά εντελώς ξεχωριστά.
Πώς και γιατί είναι δική σας δουλειά να το διακρίνετε.
Ωστόσο επιτρέψτε μου μια σύντομη επισήμανση.
Σας επέστησαν την προσοχή στην ρητορική δεινότητά μου,
σας προειδοποίησαν πως θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο
προκειμένου να μετατρέψω το ψέμα σε αλήθεια.
Σας συμβούλευσαν άραγε τίποτε της προκοπής;
Λες τίποτε καινούργιο σ’ έναν δικαστή όταν του συνιστάς να διακρίνει
ανάμεσα στην ωραιότητα των λόγων και στην αλήθεια των λόγων;
Τίποτε απολύτως. Κι όταν του λες πως τα ωραία λόγια είναι πάντα ψεύτικα λόγια;
Ε, τότε τον παρακινείς να επιλέξει ανάμεσα σε ψεύδη.
Σίγουρα αυτό. Δεν παγιδεύεις τον αντίπαλο. Παγιδεύεις τον δικαστή.
Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν σας μιλούσα χωρίς κανένα στολίδι.
Θα θεωρούσατε πως χρησιμοποιώ το ρητορικό τέχνασμα της απλότητας.
Δεν σχολιάζω καν την περίπτωση που θα είχα προετοιμάσει την απολογία μου
με όλες τις προϋποθέσεις ενός πλούσιου σε ρητορικά σχήματα δικανικού.
Φαίνεται λοιπόν πως είμαι χαμένος από χέρι.
Λάθος. Εσείς είστε χαμένοι από χέρι.
Αν με απαλλάξετε, θα πρέπει να είστε απόλυτα βέβαιοι
για την αδυναμία μου να φτιάξω μιαν απολογία της προκοπής.
Με βάση τι θα με απαλλάξετε τότε;
Αν με καταδικάσετε θα έχετε πάντα την αμφιβολία
πως δεν μπορέσατε να διακρίνετε την αλήθεια.
Θα με καταδικάσετε, βέβαια, ενδίδοντας στην απειλή αυτών των αχρείων.
Σταματώ εδώ. Οι φίλοι μου θ’ αναλάβουν τα υπόλοιπα,
παρόλο που δεν ελπίζω ν’ αποφύγουν κάπως τον εξαγνισμό σας.
Σας λυπάμαι. Δεν είχατε ούτε μια μικρή ευκαιρία να κάνετε την δουλειά σας.
Ωστόσο μην απελπίζεστε. Η αρετή δεν είναι ζήτημα αποφάσεων.
Μπορείτε να το σκεφτείτε με την ησυχία σας αργότερα.
Ένας νεκρός πάνω ένας νεκρός κάτω δεν θα ζημιώσει δα την δημοκρατία μας.
Οι ζωντανοί είναι το πρόβλημα.
  

Τον Γιώργο Μπλάνα τον διάβαζα τακτικά, άρθρα σε εφημερίδες, ποίηση, μεταφράσεις έργων σπουδαίων λογοτεχνών. Ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος με έναν κοφτερό, βαθιά πολιτικοποιημένο λόγο. Έφυγε σαν χθες πριν ένα χρόνο.
 
Μέσα στο 2024, πριν από τέσσερις περίπου μήνες, έφυγε και ο στιχουργός Ισαάκ Σούσης, που έδωσε σπουδαία τραγούδια συνεργαζόμενος με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και άλλους συνθέτες.
 

 
Τι το κοινό έχουν οι δύο αυτοί ιδιαίτεροι άνθρωποι και τους μνημονεύω μαζί; Είχαν σπουδάσει βιβλιοθηκονομία. Ο Γιώργος Μπλάνας, σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 22 Απριλίου 2018, στην ερώτηση γιατί επέλεξε βιβλιοθηκονομία είχε απαντήσει:

Ηταν η μόνη σχολή που δήλωσα. Το 1976 μπήκα. Το βιβλίο για μένα είναι φετίχ.

Αυτό έγινε γιατί ήταν μέσα στο σπίτι η γιαγιά μου, που με μεγάλωσε. Μια γιαγιά μόλις 39 ετών. Χήρα ενός «τεταρτοδιεθνιστή» τροτσκιστή. Τον σκότωσαν στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» οι Γερμανοί όταν απέδρασαν τα μέλη του ΚΚΕ από εκεί.

Καθώς με μεγάλωσε λοιπόν -αυτή η γιαγιά της ίδιας ιδεολογίας με τον παππού- είχα την αίσθηση ότι το βιβλίο ήταν ένα είδος σπλάχνου του ανθρώπου.

Με τους σημερινούς όρους θα έλεγα ότι ο άνθρωπος είναι ένα cyborg του οποίου το μη βιολογικό μέρος είναι το βιβλίο. Η γιαγιά μου και η μητέρα μου με προμήθευαν βιβλία.

Βιβλιοθηκονομία είχε σπουδάσει και ο Ισαάκ Σούσης. Έτυχε να τον έχω φοιτητή στη δεκαετία του '90, όταν δίδασκα στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας ΤΕΙ Αθήνας. Ήταν ένας ιδιαίτερος νέος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, ευγενικός, φιλικός, με ιδεολογικό περιεχόμενο που μου έδινε την ευκαιρία να κάνουμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, τόσο γύρω από το αντικείμενο των σπουδών, αλλά και γενικότερου ενδιαφέροντος. Αχ καλέ μου Ισαάκ, 

Ποια πόλη, ποια χώρα ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα...
 
Πήγατε κι οι δυο να βρείτε τον Στέφανο Μπεκατώρο, επίσης ποιητή, επίσης βιβλιοθηκονόμο, επίσης βαθιά σκεπτόμενο άνθρωπο που έφυγε κι αυτός νωρίς...
 
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, η συνύπαρξή σας σε τούτη την ανάρτηση και καθόλου τυχαία η φωτογραφία με τον μπόμπιρα να τριγυρνά στους διαδρόμους της Βιβλιοθήκης του ΤΕΕ.

-----------------------------------------------------------

* Αντέγραψα το ποίημα από τον ιστότοπο Poeticanet  (3 Απριλίου 2006), βρίσκεται όμως  και σε χθεσινή ανάρτηση του περιοδικού Νέον Πλανόδιον.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Φίλιππε μας λείπεις!


H έκθεση διερευνά τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν εμβληματικά έργα του Ευρωπαϊκού και του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αντλημένα όλα από την πλούσια συλλογή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος και χρονολογημένα από τον 18ο αιώνα έως και τον αρχόμενο 19ο αιώνα: χειρόγραφα αλλά και έντυπα τεκμήρια, ξενόγλωσσα πρωτότυπα έργα αλλά και ελληνόγλωσσες μεταφράσεις. Έργα επιφανών στοχαστών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Locke, Voltaire, Εγκυκλοπαιδιστές, Beccaria κ.ά.) εκτίθενται συνδυαστικά με τις αντίστοιχες μεταφράσεις τους στα ελληνικά από εξίσου σημαντικούς εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Ευγένιος Βούλγαρης, Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής και Αδαμάντιος Κοραής). Κατ' αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται η επιρροή της ευρωπαϊκής σκέψης στην ιδεολογική προετοιμασία του Αγώνα και τη διαμόρφωση, στη συνέχεια, του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

 
 
Έτσι ξεκινά τον χαιρετισμό του ο Φίλιππος Τσιμπόγλου στο φυλλάδιο της Έκθεσης «Η επιρροή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στη διαμόρφωση του νέου Ελληνικού Κράτους» που διοργάνωσε η Εθνική Βιβλιοθήκη στις αρχές του 2022 στο πλαίσιο των δράσεων για τα 200 χρόνια από το 1821. Περισσότερα για την έκθεση και στο σχετικό βίντεο.


Την ίδια περίοδο η Βιβλιοθήκη διοργάνωσε και την Έκθεση με τίτλο «Τα Τυπογραφεία της Ελληνικής Επανάστασης: Μονόφυλλα, εφημερίδες, φυλλάδια και βιβλία τυπωμένα στην επαναστατημένη Ελλάδα από το 1821 ως το 1828» με εμπνευστή και επιμελητή τον αγαπητό Γιάννη Κόκκωνα, διαπρεπή φιλόλογο, ιστορικό και μελετητή του βιβλίου, πρώην καθηγητή στο Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας & Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.


Οι εκθέσεις αυτές εντάχθηκαν στις δράσεις του προγράμματος Ψηφιακό Αρχείο 1821 που συντονίζει το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (KEAE), εξού και το πρώτο βίντεο της ανάρτησης με τον χαιρετισμό του Φίλιππου κατά τη διάρκεια της επίσημης παρουσίασης του προγράμματος στις 26 Μαρτίου 2021. Σχετικά με το τιτάνιο έργο ψηφιοποίησης που αναφέρει ο Φίλιππος, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) με πρόεδρο τότε τον επίσης πολύ καλό φιλόλογο και ιστορικό (με ιδιαίτερο αντικείμενο την ιστορία του ΤΕΕ και των Ελλήνων μηχανικών) Γιάννη Αντωνίου, αφιέρωσε τον τόμο των πρακτικών του Συνεδρίου με τίτλο «Αναζητώντας τη γνώση: Τα σχολικά εγχειρίδια στο Ελληνικό Κράτος» στη μνήμη του Φίλιππου Τσιμπόγλου. Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε 17-19 Δεκεμβρίου του 2021 στους χώρους της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο Φίλιππος ήταν μέλος της Οργανωτικής και της Επιστημονικής Επιτροπής και στον χαιρετισμό του καταλήγει:

Από την πλευρά μας θα προσπαθήσουμε να λειτουργήσουμε έτσι ώστε οι βιβλιοθήκες, είτε αναφερόμαστε σε δημόσιες, είτε σε δημοτικές είτε σε σχολικές, όλες ως βιβλιοθήκες κοινού, να αναδειχθούν σε συστατικά στοιχεία της διαδικασίας μάθησης, δηλαδή ως χώρος που βιώνεται η μάθηση με τη νέα έννοια και με τη μορφή της ψηφιακής καταγεγραμμένης γνώσης.



Όμως δεν πρόλαβε τον τόμο ο Φίλιππος. Λίγο καιρό πριν έφυγε ξαφνικά και άδικα. Ήταν μια μέρα σαν και σήμερα πριν από δύο χρόνια. Στο φυλλάδιο της έκθεσης για τον Διαφωτισμό γίνεται αναφορά στην έννοια της μετακένωσης* που χρησιμοποίησε ο Κοραής αναφερόμενος στη δημιουργική πρόσληψη και μεταφορά των ευρωπαϊκών ιδεών από έναν τόπο σε άλλο, από πομπό σε δέκτη, όπως λέμε στην επικοινωνία. Έτσι φαντάζομαι τον Φίλιππο, έναν πομπό που επιχειρούσε τη μετακένωση στα σημερινά δεδομένα, είχε πολλές γνώσεις, πολλές επιθυμίες, είχε όραμα, είχε αγωνιστικότητα. Με αυτά πέτυχε αναμφισβήτητα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κύπρου, με αυτά προσπάθησε πολύ, άνοιξε δρόμους, έβαλε τα θεμέλια για να γίνει η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας αυτό που λέει το όνομά της. Δεν πρόλαβε όμως να τα ολοκληρώσει. Υπάρχουν, ευτυχώς, άξιοι άνθρωποι στην Εθνική Βιβλιοθήκη, έτσι νομίζω, υπάρχουν ικανοί βιβλιοθηκονόμοι με γνώσεις, μεράκι και ανοιχτά μάτια και μυαλά. Ο Φίλιππος άφησε μια ισχυρή παρακαταθήκη για τη συνέχεια. Στην καθημερινότητα, άφησε τη Νίκη του, άφησε τους κοντινούς ανθρώπους, συγγενείς φίλους, συναδέλφους με μια γλυκόπικρη ανάμνηση.
 
Φίλε Φίλιππε, μας λείπεις!
.................................................................................................................

Υστερόγραφο

Κι επειδή από τους ανθρώπους, και πολύ περισσότερο εκείνους που φεύγουν, κρατάμε τις ωραίες στιγμές, θυμάμαι εκείνη την Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου του 2022. Μαζί με την αγαπημένη φίλη Νίκη Ζαχιώτη, πρώην Διευθύντρια και ψυχή της Βιβλιοθήκης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, επισκεφθήκαμε τον Φίλιππο στην Εθνική. Μας μίλησε για τις δύο εκθέσεις. Ο Φίλιππος, όπως πάντα, χειμαρρώδης, περιγραφικός, με το ενδιαφέρον και τις γνώσεις για εκείνη εποχή «των φώτων» (για να θυμηθώ τον Άλκη Αγγέλου και τα «Των φώτων» βιβλία του), με τη μεγάλη έγνοια και το άγχος να τεκμηριωθούν σωστά και να αξιοποιηθούν οι συλλογές της Εθνικής Βιβλιοθήκης, με την αγάπη και τον ενθουσιασμό παιδιού, μας περιέγραψε την έκθεση, τη σημασία της, τον πλούτο που υπάρχει στη Βιβλιοθήκη. Ο Γιάννης Κόκκωνας στη συνέχεια, που ήταν εκεί, μας ξενάγησε, μας σημείωσε τις ιδιαιτερότητες των εκθεμάτων που απάρτιζαν την έκθεση και μας τόνισε τη σημασία και τις δυσκολίες του έργου της έκδοσης εκείνα τα χρόνια. Παραθέτω παρακάτω λίγες από τις φωτογραφίες των εκθεμάτων εκείνης της επίσκεψης.




 
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Μια που έγινε αναφορά στην κατά Κοραή μετακένωση, να αναφέρω ότι στη μετακένωση σε σχέση με τη γλώσσα μίλησε η ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ Άννα Ταμπάκη με θέμα «Δημιουργία κρίσιμων νεολογισμών και κοραϊκή ‘μετακένωση» στην Ανοικτή συζήτηση με τίτλο «Ο επιστημονικός λόγος κατά την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού» στο πλαίσιο του 13ου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει: Καλό μήνα με Μανόλη Αναγνωστάκη και Soloup

 
Προσπάθησε μ’ όση καρδιά σ’ απομένει, χάραξε
    τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου
    ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο
Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφευγε με
    δυο πληγωμένες παλάμες
Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα: φεύγοντας
    ήτανε πια πολύ αργά
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή
    νόηση
Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν
    ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη
Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές σ’ ένα
    λευκό περιθώριο
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό
    ασήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις
    την αμέριμνη ζωή σου.

[...]

Ξέχασε, ξέχασε πάντα —φτάνει μια στάλα
    καινούριας ζωής—
Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες
    καρέκλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»
Εκείνον π’ αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγησες
    κάποια στιγμή το γυρισμό του.

Με το ποίημα «Ι»* του Μανόλη Αναγνωστάκη από τη συλλογή Εποχές 2 μετράμε τις μέρες του Φλεβάρη, όπως επιλέχτηκε στο καλαίσθητο ημερολόγιο της εφημερίδας «Εποχή» που κυκλοφόρησε αφιερωμένο στον σπουδαίο μας ποιητή για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του και τα 25 από τον θάνατό του. Το ημερολόγιο γίνεται ακόμη πιο πλούσιο και ελκυστικό με τα έργα σημαντικών σκιτσογράφων βασισμένα στο ποίημα του μήνα κάθε φορά. Για τον Φεβρουάριο το σκίτσο είναι του επίσης σπουδαίου σκιτσογράφου Soloup**.

Νομίζω ταιριαστό. Καλό μήνα, λοιπόν!

 -----------------------------------------------------------------------------------

* Αντέγραψα το παραπάνω απόσπασμα από τον τόμο «Τα Ποιήματα 1941-1971», εκδ. Στιγμή 1992, σ. 45.

** κατά κόσμον, Αντώνης Νικολόπουλος, είχα γράψει κι εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2015/03/soloup.html