Στο χειμερινό ηλιοστάσιο του 1913, πέντε παιδιά με ξεσκισμένα φουστανάκια χώθηκαν στους θάμνους από νωρίς, πριν νυχτώσει, και χλεύαζαν τον Ήλιο και του πέταγαν ποδαράκια από πουλιά και κόκαλα σπασμένα και άλλα, πιο μιαρά πράγματα που είχαν μαζέψει χορεύοντας γύρω από τα πηγάδια και τα καμένα σπαρτά. Κι ο Ήλιος τα είδε, και λίγο πριν ξεψυχήσει, τα κοίταξε με το βαθύ μίσος των καταδικασμένων. Τα παιδιά απέκτησαν κάτω απ' τη γλώσσα τους μία μικρή πληγή, από την οποία θα στράγγιζε κι από λίγο κάθε πρωί μιλιά τους, και τα πόδια τους θα ήταν κουτσά όσο τα έβλεπε η μέρα. Έπεσε ο Ήλιος όμως και τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι τα καρτερούσε, γιατί τη νύχτα δεν τα έπιανε η κατάρα. Ούτε αντιλήφθηκαν τις ογκώδεις καμπούρες που ανάβλυσαν από το έδαφος λίγο παραπέρα κι άρχισαν να σέρνονται τραβώντας προς τον Βορρά. Η προσοχή τους ήταν ολάκερη στραμμένη στο δέντρο.
Κάθισαν να ακούσουν τα κοράκια να δοξάζουν τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Κι
έτσι έκαναν τα πτηνά, παίνεψαν τις χάρες του νυχτερινού στερεώματος, που πάντα
προσφέρει πολύτιμη προστασία στα δόλια έργα των ανθρώπων.
Κάθισαν να δουν τα κοράκια να προσκυνάνε τις πομπές των σερνάμενων μαζών που πέρναγαν από δίπλα. Και πράγματι τα πουλιά προσκύνησαν τους βαθύσκιωτους όγκους που η κίνησή τους ήταν χειρότερη από τους σπασμούς των κρεμασμένων, κι άφηναν ίχνος παγωμένο πάνω στο χώμα και σημάδι φλεγόμενο μέσα στις ψυχές.
Κάθισαν φοβισμένα και μάζεψαν κουράγιο για να αποκαλυφθούν και να συζητήσουν με τα κοράκια για την επόμενη χρονιά. Αυτά όμως δεν έβγαλαν από το ράμφος τους μιλιά για τα μελλούμενα γιατί είχαν δει πώς φέρθηκαν τα αγόρια στον Ήλιο.
Έτσι, δίχως να αφήσουν τα παιδιά να ρίξουν την πατροπαράδοτη ματιά στον επόμενο χρόνο, τα πουλιά πέταξαν μακριά, προς την κορυφή της οροσειράς, ενώ ένας κεραυνός έπεσε και έσκισε στα δυο το δέντρο.
Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους από τις πίσω στράτες και ξάπλωσα να κοιμηθούν
με την ενοχή και την αγωνία να τρυπάει τα κεφάλια τους. Ούτε που τόλμησαν να
πουν στους γονείς τους τίποτα - άφησαν για το πρωί την ομολογία. Όταν όμως
ξύπνησαν με τον νεογέννητο Ήλιο πάνω απ' τα κεφάλια τους, η πληγή κάτω απ' τη
γλώσσα δεν τα άφηνε να αρθρώσουν λέξη. Το βάδισμά τους ήταν σαν του κουτσού, και
μόνο με μπαστούνι κατέβαιναν στο ρέμα. Έφυγαν απ' το χωριό και κρύφτηκαν σε αλεπουδότρυπες και ποτέ ξανά δεν χόρεψαν στο φως του Ήλιου. Σαν έρθει το
σούρουπο, μπορεί να τα δει κανείς πλάι σε βάραθρα και πηγάδια και σπηλιές, να φοράνε τα σκισμένα φουστανάκια τους και να χορεύουν μανιασμένα υπό τον ήχο των ψιθύρων του Κάτω Κόσμου. Έτσι ευλογούν κάθε χρόνο τον ερχομό του χειμερινού ηλιοστασίου και το θάνατο του Ήλιου..
Απόψε θα έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου κι ο Ήλιος βρέθηκε ήδη στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Η λαϊκή φαντασία έχει αφηγηθεί ιστορίες και ιστορίες για τη μέρα τούτη, τα παγανά ξεκινούν το ταξίδι τους για τη γη μέχρι των Φώτων κι εμείς αναζητούμε το παραμύθι για να μας βγάλει από τον φόβο του παρόντος.
Μια τέτοια ιστορία μας αφηγείται ο Χρυσόστομος Τσαπραϊλης στις Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας (Αντίποδες, 2017). Θεσσαλός ο ίδιος, Λαρισαίος που ζει στην Καρδίτσα, έδωσε στο βιβλίο αυτό "τρομακτικές", "φοβιστικές", μακρινές ιστορίες σαν αυτές που αφηγούνται οι γέροι στα χωριά στα καφενεία ή τα βράδια γύρω απ' το μαγκάλι. Αξίζει πραγματικά το βιβλίο τούτο. Είμαι σίγουρη ότι και το νέο του, που φέτος κυκλοφόρησε πάλι από τους Αντίποδες, το Γυναίκες που επιστρέφουν θα είναι το ίδιο ενδιαφέρον.
Παρένθεση:
Ας μου επιτραπεί ένα ξεστράτημα του νου. Πέρσι τέτοια μέρα, ο Περικλής Κοροβέσης έγραφε στην Εφημερίδα των Συντακτών άρθρο με τίτλο "Παγανιστικά Χριστούγεννα ή επιστροφή στις ρίζες;". Άρχιζε έτσι:
Στη φυλακή, για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες, ακούγαμε και λέγαμε ιστορίες από τις ζωές μας. Είχαμε έναν παπά μαζί μας που δεν ξέραμε γιατί τον είχαν φέρει. Και ήρθε η σειρά του να μιλήσει για κάποιον κρατούμενο από τα παλιά. Μας άρεσαν αυτές οι ιστορίες.
Αθώος ή ένοχος, δεν έχει καμιά σημασία. Ο νόμος μετράει. Και πρέπει να δουλεύει, έστω και αν αδικεί. Ο νόμος λειτουργεί πάντα για τους άλλους που πρέπει να συμμορφωθούν. Δικός σας, είπε στους φρουρούς. Και το γλέντι άρχισε. Κνούτοι με σιδερένιες μπάλες και λεπίδες όργωναν το ισχνό κορμί.
[..] Το όνομά του, ρωτήσαμε. Και ο παπάς είπε: Ιησούς, Ιησούς Ναζωραίος.
Έκανε τότε, λέει, μια ανίερη σκέψη: Είναι αυτά τα Χριστούγεννα μια παγανιστική γιορτή της κατανάλωσης, κάτι σαν «Βlack Friday», που θα μπορούσαμε να το λέγαμε «Ηappy white days»; Μήπως δεν έχουν καμία σχέση με τον χριστιανισμό;
Κι αφού περιηγήθηκε στις ιστορίες, αληθινές και μύθους, για τα Χριστούγεννα, κατέληγε:
Μπερδεμένα πράγματα. Μήπως ο χριστιανισμός είναι κάτι πιο απλό; Ας ακούσουμε τον φανταστικό παπά της φυλακής: «Χριστέ μου, το παράδειγμά σου ακολούθησαν κι άλλοι. Ανέβηκαν τον δικό τους σταυρό σε σκοτεινά μπουντρούμια, με αλυσίδες σε χέρια και πόδια, με βγαλμένα τα νύχια και τα δόντια, κρεμασμένοι ανάποδα από το ταβάνι, μέχρι να ξεψυχήσουν. Όμως κανείς δεν τους θυμάται. Και ήταν δικοί σου μαθητές. Χριστέ μου, φοβάμαι πως σε λίγο θα έχουν ξεχάσει και σένα».
Επιστροφή:
Πριν από λίγο με πήρε τηλέφωνο ο εγγονός μου: Γιαγιά, μόλις είδα το άστρο της Βηθλεέμ!
Η αλήθεια είναι πως απόψε ο Δίας με τον Κρόνο ήρθαν πολύ κοντά και λάμπουν λέει σαν ένα μεγάλο αστέρι, κάτι που γίνεται κάθε εξήντα χρόνια! Λέτε να είναι τ' αστέρι της Βηθλεέμ;
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη διαβάζει το «Αμείλικτο χειμερινό ηλιοστάσιο» του Χρ. Τσαπραϊλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://soundcloud.com/user-899349255/mmwcma5atymj?in=user-899349255/sets/eiahrbj8wieq.
Από την εκπομπή "Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Γης στο Κόκκινο", Μάρτιος 2021 (https://soundcloud.com/user-899349255/sets/eiahrbj8wieq).