Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Χειμώνας στον πολιτισμό, του Jean Clair: μια τολμηρή τοποθέτηση για τα μουσεία, τη σύγχρονη τέχνη και τον πολιτισμό



Είμαι σχεδόν φανατική επισκέπτρια των μουσείων.  Όταν πηγαίνω (μάλλον ... πήγαινα) στο εξωτερικό, τα μουσεία έχουν προτεραιότητα. Έχω επισκεφθεί όλα (στην κυριολεξία, και τα πιο απόμακρα) τα μουσεία του Λονδίνου, μουσεία σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Όσλο, Μπέργκεν, Λισσαβώνα, Πεκίνο, Βερολίνο, Κοπεγχάγη, Μόσχα, Λένινγκραντ, Γρανάδα, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία,  Πέργαμο, Βουδαπέστη, Κρακοβία, Βαρσοβία, στις ελληνικές πόλεις που έχω επισκεφθεί, κτλ. κτλ. Κι έχω νιώσει πολλή ευχαρίστηση και ακόμη θυμάμαι κάποιες εξαιρετικές στιγμές. 

Και τώρα, έρχεται ένας κατεξοχήν άνθρωπος των μουσείων, ο Jean Clair, να γκρεμίσει το είδωλο, να αποδομήσει ό,τι μέχρι τώρα είχα συλλέξει ως ομορφιά και ως ικανοποίηση να επισκέπτομαι ένα μουσείο! Στο πρόσφατο βιβλίο του, Χειμώνας στον πολιτισμό  (εκδ.  Μικρή Άρκτος 2012 σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια), ο Γάλλος ακαδημαϊκός, με τρόπο εκρηκτικό και τολμηρό, μιλάει για τα μουσεία όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι, για τους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, για το ρόλο της εμπορευματοποίησης στην τέχνη, αλλά και για τους ανθρώπους που πάνε στα μουσεία. 

Για τους τελευταίους μάλιστα λέει πως ...  πάνε όσο περισσότερο μόνοι είναι και πάνε όπως οι ηλικιωμένοι στις εκκλησίες! (σελ. 56) Εγώ θα συμπληρώσω, βέβαια, ότι πάνε και από μόδα ή και από υποχρέωση, έχοντας πρόσφατη την εικόνα των μαθητών ενός γυμνασίου ή λυκείου που τα έφεραν στην έκθεση "Πριγκίπισσες" του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και απλά τα άφησαν εκεί και αυτά περιφέρονταν πάνω κάτω στο χώρο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον και καμιά περιέργεια! Έφταιγαν; Δεν νομίζω, όχι ακόμα τουλάχιστον, αφού δεν είδα καμιά προσπάθεια ούτε των συνοδών καθηγητών ούτε άλλων αρμοδίων να ασχοληθούν με τα παιδιά αυτά. Ο ίδιος εξάλλου παραθέτει ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ανρί Ριβιέρ, όπου γράφει:

"Η επιτυχία ενός μουσείου δεν μετριέται με βάση τον αριθμό των επισκεπτών του, αλλά με βάση τον αριθμό των επισκεπτών στους οποίους έμαθε κάτι .... Διαφορετικά είναι κάτι σαν πολιτιστικό σφαγείο" (σελ. 62).

"Στέκω αμήχανος μπροστά στα αρίφνητα πλήθη στις εισόδους των μουσείων, που περιμένουν επί ώρες το αβέβαιο προνόμιο να διαβούν το κατώφλι σ' αυτές τις πολύτιμες επιπλαποθήκες", γράφει ο Clair. Εδώ, ουρά για είσοδο στο Λούβρο, το 2010.
Ονομάζει τα μουσεία "πολύτιμες επιπλαποθήκες" που προκαλούν "ατελείωτη μανία" (σελ. 54), επίσης "αποθήκες νεκρών πολιτισμών" (σελ. 54) αλλά και "οίκους ανοχής" (σελ. 60).

Κάνει αναφορές στην ιδέα των οικομουσείων που απέτυχαν όμως να δημιουργήσουν "έναν διάλογο πολιτισμών" όπως ήθελαν, έννοια που είναι, όπως λέει,  "καρπός μιας ανομολόγητης αδυναμίας και ομολογία μιας οκνηρίας" (σελ. 44). Και αναφέρεται στο Φανταστικό μουσείο του Αντρέ Μαλρώ, ο οποίος επινόησε αυτό τον διάλογο, τον "διάλογο των κωφών", όπως τον ονομάζει, όπου συνδιαλέγονται διάφορες ("αμφιλεγόμενες όσο και εντυπωσιακές") γενεαλογίες "σε μια έκσταση που καταλήγει αισθητική επιφάνεια".

Εκφράζεται αυστηρά για το θεσμό του Υπουργείου Πολιτισμού, που είναι γαλλικό εφεύρημα του 1959 και που από θεσμός εξύμνησης υψηλότερων μορφών του πνεύματος, αλλάζει προσανατολισμό στρεφόμενο σε εμπορευματικές μορφές, γίνεται θεσμός με τον οποίο "θα ασχολούνται πλέον οι διευθυντές ανάπτυξης και επικοινωνίας".

Γράφει επίσης:

"Υπάρχει κάτι το απρεπές και μια αποικιοκρατική αντίληψη εξαιρετικά ισχυρή, επειδή ακριβώς είναι υπόρρητη στο να τοποθετεί κανείς ένα αντικείμενο προερχόμενο από έναν ξένο πολιτισμό σε ένα μουσείο, να το επεξηγεί, να το φωτίζει, να το διατηρεί σαν να είναι κολεόπτερο. Στην πραγματικότητα, το εξωτικό αντικείμενο, απογυμνωμένο από τις λειτουργίες του, κοινότοπο πλέον, αποστειρωμένο, αντικείμενο μελέτης ή κερδοσκοπίας, δεν είναι παρά ένα παράδειγμα των "αξιοπερίεργων αντικειμένων" που προκύπτουν από διανοητικά εγχειρήματα που ουδεμία σχέση έχουν με τις συνθήκες γέννησης των αντικειμένων αυτών" (σελ. 47).

Αντίστοιχα μιλάει για τα γλυπτά που αποσπώνται από τους αρχικούς τους χώρους για να γίνουν "σκηνικό για μαθητευόμενους φωτογράφους", όπου "ο πλακατζής επισκέπτης θα αγκαλιάσει την Αφροδίτη... θα γαργαλίσει τη μύτη των ηρώων ... θα κάνει κερατάκια στους Αιγύπτιους θεούς..."


Η πυραμίδα του Λούβρου, κατασκευασμένη από τον κινεζικής καταγωγής Αμερικανό αρχιτέκτονα Ιέο Μινγκ Πέι

Για την πυραμίδα στην είσοδο του Μουσείου του Λούβρου λέει ότι "δεν είναι παρά ένας έξυπνος μηχανισμός που αποστολή του είναι να διανέμει τα διαρκώς αυξανόμενα πλήθη των φιλοπερίεργων, όπως στο Λούξορ γυρίζει το μαγκανοπήγαδο των λεωφορείων" (σελ. 61).

Αναφέρεται εκτενώς στους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα που χρησιμοποίησαν το σώμα και τις λειτουργίες του για να εκφραστούν και να δημιουργήσουν έργα τέχνης, όπως αυτοί τα θεωρούν,  στεκόμενος όχι μόνο αυστηρά, αλλά και επικριτικά, δίνοντας σε αρκετές περιπτώσεις αναλογίες ή και απευθείας συσχετίσεις με το φασισμό και το ναζισμό. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι Αξιονιστές, ρεύμα που δημιουργήθηκε το 1963 στη Βιέννη, παραπέμπει όμως στη λέξη Aktion που χρησιμοποιούσαν οι ναζί τη δεακετία του '30 για να δηλώνουν τις δράσεις τους, λέξη "που είχαν δοξάσει τα Τάγματα Εφόδου" (σελ. 87). 

Αναφέρεται επίσης στον 'Οττο Μυλ, στον Γιόζεφ Μπόυς, στην "ελευθερία" που δήθεν εξέφραζαν οι σουρρεαλιστές (και στο "Μανιφέστο του υπερρεαλισμού" του Αντρέ Μπρετόν"), στο "Αμόκ" του Στέφαν Τσβάιχ (λέξη μαλαισιανής προέλευσης που σημαίνει αιφνίδιο ξέσπασμα φονικής μανίας και που το συσχετίζει με το μπερσερκ των σκανδιναβικών παραδόσεων αλλά και με χαρακτηριστικά του βορειοαμερικάνικου πολιτισμού). Και λέει: 

"... Οχι το αντικείμενο λοιπόν πια, με τη μορφή και τη δύναμή του, αλλά το χυδαίο, το άμορφο και το άψυχο.... Ο ζωγράφος και ο ποιητής δεν είναι πλέον αυτουργοί μιας έλλογης δημιουργίας, αλλά έρμαια μιας αλόγιστης και κτηνώδους ορμής..."

Το ίδιο μιλάει παρακάτω για "φανταχτερούς εκθεσιακούς χώρους" και για "χυδαίους πλειστηριασμούς  που κλείνουν τον κύκλο..." (σελ. 100). Κι επίσης:

"Από τη λατρεία στην κουλτούρα, από την κουλτούρα στα πολιτιστικά, από τα πολιτιστικά στη λατρεία του χρήματος, καταλήξαμε, με απόλυτη φυσιολογικότητα, στο επίπεδο του αποχωρητηρίου...". Η κρίση, λέει, που την χαρακτηρίζουμε οικονομική, στην πραγματικότητα είναι ηθική και πνευματική. "Η τέχνη δεν παράγει ούτε ιδέες ούτε ηλεκτρονικές συναλλαγές και εικονικές αξίες, αλλά υλικά αντικείμενα, ενσώματα, ενπόστατα. Και τα αντικείμενα αυτά δεν έχουν να κάνουν με το διανοητικό ή το γνωστικό κεφάλαιο, αλλά με ένα πνευματικό κεφάλαιο, όρος παρωχημένος που δεν απαντά πια στο λεξιλόγιο της οικονομίας του άυλου" (σελ. 104).

Ο Γάμος εν Κανά του Βερονέζε, ως αντίγραφο που εκτίθεται στο Λούβρο (πηγή: http://www.factum-arte.com/eng/conservacion/cana/default.asp). Για τον Jean Clair, το αντίγραφο αυτό αποτελεί καλό παράδειγμα αναπαραγωγής με τη χρήση της τεχνολογίας

Στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης των έργων τέχνης, η "αξία" λέει ο Κλέρ δεν είναι "αισθητική αξία", αλλά "αξία του προϊόντος σε επίπεδο οικονομικής απόδοσης", που "επ' ουδενί δεν πρόκειται για την αξία του έργου, είναι απλώς η τιμή του έργου που λαμβάνεται υπόψη καθώς ανεβαίνει στους πλειστηριασμούς"  Πολύ ενδιαφέρουσα εδώ και η σημείωση της μεταφράστριας που συσχετίζει την άποψη του συγγραφέα με την αρχή της αξιοπρέπειας, όπως την έχει διατυπώσει το 1785 ο Ιμμάνουελ Καντ στα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών (εκδ. Δωδώνη, 1984, μτφρ. Γ. Τζαβάρα). Γράφει ο Κάντ:

"... Κάθε τι μέσα σ’αυτό το κράτος σκοπών έχει μια τιμή και μια αξιοπρέπεια. Ό τι έχει μια τιμή, μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο ισότιμό του. Ό τι είναι υπεράνω κάθε τιμής και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια..." (σελ. 100)

Να συμπληρώσω εδώ ότι η Τιτίκα Δημητρούλια έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, όχι μόνο στη μετάφραση, αλλά και στην παράθεση συμπληρωματικών, ιδιαίτερα κατατοπιστικών σημειώσεων. Για παράδειγμα, πέραν της προηγούμενης αναφοράς στον Καντ, κάνει αναφορά στα ληρολογήματα του Σεφέρη, αποδίδοντας και συσχετίζοντας με τον γαλλικό όρο fatrasie που χρησιμοποιεί ο Κλερ.

Ο Jean Clair αναφέρει το Μουσείο της Ακρόπολης ως το αρνητικό παράδειγμα αναπαραγωγής:"ένα τερατώδες τσιμεντένιο μουσείο, από το οποίο ο φιλότεχνος φεύγει τρέχοντας, τρομαγμένος από την τόση ασχήμια, τον τόσο γιγαντισμό και την τόση επιτήδευση
Ιδιαίτερα  αυστηρός έως αρνητικός με το Μουσείο της Ακρόπολης γράφει:

"... Ο τρίτος και τελευταίος όροφος παρουσιάζει αποκλειστικά τις μετόπες του Παρθενώνα. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι στην παρουσίαση υπήρχαν μαζί εκμαγεία και πρωτότυπα in situ, που τα είχαν αποσπάσει από τον ναό για να τα παρουσιάουν στο νέο μουσείο. Έφταιγε η παρουσίαση, ο φωτισμός, η κατάσταση των γλυπτών που εκτίθεντο και εμφανίζονταν ξαφνικά μπροστά σου, η αίθουσα που είναι μικρή, η μιζέρια του στοιχειωδώς ανακατασκευασμένου επιστυλίου; Όλο το σύνολο πάντως έδειχνε ψεύτικο, τόσο τα πρωτότυπα όσο και τα αντίγραφα". (σελ. 110)

Συνολικά, το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, διαβάζοντας το όχι ως ειδική, αλλά μόνο και απλά ως "φιλότεχνη" (ας πούμε...). Συμφωνώ σε αρκετά σημεία του, αν και θεωρώ ότι ο λόγος του κάποιες φορές έχει μια υπερβολή που δεν μπορώ να ερμηνεύσω (γιατί δεν γνωρίζω και το έργο του φυσικά) από την δική του δραστηριότητα (διευθυντής μουσείων, επιμελητής εκθέσεων κτλ.). Νιώθω να γίνεται πολύ αυστηρός όταν λέει ότι "τα μουσεία λειτουργούν ως μηχανές μετατροπής των αληθινών έργων που δέχονται σε πλαστά ... χωρίς άλλη σκοπιμότητα πέρα από συγκεχυμένη αισθητική ικανοποίηση ... τα οποία στο παρελθόν μπορούσαν και σήμαιναν κάτι ... και μας πρόσφεραν την ευτυχία της προσκύνησης..." (σελ. 117) Για πολλά ζητήματα πάντως (όπως για καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το "αποχωρητήριο" ως έμπνευση, για τις έννοιες πολιτισμός/πολιτιστικά, για την εμπορευματοποίηση, αλλά και για το μουσείο της Ακρόπολης κ.ά.), όχι απλά συμφωνώ, αλλά νιώθω και μια ικανοποίηση  που τολμά να τα ξεσκεπάζει και να τα απομυθοποιεί.

Ο Ζαν Κλέρ είχε δώσει συνέντευξη στην Καθημερινή το 2009, όταν είχε έλθει στην Ελλάδα με αφορμή την επιμέλεια της Έκθεσης «Ο Πολ Ντελβό και ο Αρχαίος Κόσμος» για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο. Είπε τότε:

«Τα μουσεία είναι ένα εφεύρημα του 19ου αιώνα. Ηταν εργαλείο εκπαίδευσης αλλά και αναψυχής. Οταν βλέπουμε σήμερα εννέα εκατομμύρια επισκέπτες στο Λούβρο –λυπάμαι που το ομολογώ– αλλά ο εκπαιδευτικός ρόλος έχει χαθεί ... Το μόνο που υπάρχει πια είναι το πολιτιστικό μάνατζμεντ. Δείτε λ.χ. πώς η γαλλική κυβέρνηση δεν είχε δισταγμούς να δώσει εκθέματα του γνωστότερού μας μουσείου στο Αμπού Ντάμπι, λες και το Λούβρο είναι εμπορική φίρμα, Μπούλγκαρι ή Πράντα. Το ίδιο αισθάνθηκα όταν είδα ότι η Σιτροέν βάφτισε ένα μοντέλο της Πικάσο. Τα εκθέματα δεν είναι προϊόντα αλλά ανθρώπινα δημιουργήματα με ιστορική αξία».

Πάντως, αν και όποτε ξαναπάω στο Παρίσι, θα αναζητήσω και πάλι την ομορφιά και την ευτυχία της προσκύνησης στα έργα αυτά, εκεί νομίζω και ο Κλερ βλέπει την αισθητική απόλαυση

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

25 Μαρτίου 2010: Τρία χρόνια πριν

Τα "Αγιομαθίτικα" είναι ζωντανή εφημερίδα που εκδίδεται σταθερά εδώ και 25 χρόνια

Με αφορμή τη σημερινή μέρα και τις πολύ δύσκολες μέρες που περνά και η Ελλάδα και η Κύπρος, αναδημοσιεύω ένα πολύ ζωντανό και πολύ πολύ επίκαιρο άρθρο του 2010 από την Κερκυραϊκή τοπική εφημερίδα "Αγιομαθίτικα" που εκδίδει η Ένωση Αγιομαθιτών Αθήνας (ο Άγιος Ματθαίος είναι κεφαλοχώρι της Νότιας Κέρκυρας). Το άρθρο υπογράφεται από τον Χαράλαμπο Κουρή.


25η Μαρτίου 2010…

Η 25η Μαρτίου 2010 καταγράφτηκε στη συλλογική μνήμη πέρα από το καθιερωμένο ιστορικό και θρησκευτικό της περιεχόμενο και για έναν ακόμη εξαιρετικά σοβαρό λόγο. Γιατί εκτός από επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν μια μέρα που οι Έλληνες και οι Ελληνίδες περίμεναν εναγωνίως το αποτέλεσμα της συνεδρίασης του πολιτικού και οικονομικού διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά για το οικονομικό αδιέξοδο της Ελλάδας, την επαπειλούμενη ελληνική χρεωκοπία και, κυρίως, το τι προτίθεται η Ε.Ε. να πράξει σχετικά με αυτή την εφιαλτική πιθανότητα.

Σαν συνέπεια της βαθειάς κρίσης της ελληνικής οικονομίας και του πελώριου εξωτερικού χρέους, ήταν η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας μας, που στην επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, ή, αν θέλετε, της Ελληνικής Ημέρας της Ανεξαρτησίας, έπεφτε βαριά η σκιά της παραδοχής της απώλειας μέρους, τουλάχιστον, αυτής της ανεξαρτησίας, βεβαιωμένη λίγες μέρες νωρίτερα, με τον πιο επίσημο τρόπο, από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της χώρας.
Ώστε λοιπόν, εδώ βρισκόμαστε! Κάνοντας, λόγω της κορυφαίας επετείου, έναν ιστορικό παραλληλισμό, με αναδρομή στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, η θέση της χώρας σήμερα παραπέμπει, τηρουμένων των αναλογιών, στις μέρες της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου.

Θυμίζω, σε συντομία, ότι το 1827 με την επιδρομή των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, η Ελληνική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Ο Ιμπραήμ, με τη σφαγή, τη φωτιά και τη λεηλασία, ισοπέδωνε τα πάντα, η φλόγα της Επανάστασης άρχισε να τρεμοσβήνει και οι επαναστατημένοι ραγιάδες έσπευδαν να προσκυνήσουν και να λάβουν… συγχωροχάρτι. Έμεινε στην ιστορία σαν σύμβολο προδοσίας ο περίφημος Νενέκος, πρώην οπλαρχηγός της Επανάστασης, που αφού προσκύνησε, ο Ιμπραήμ τον έκανε ... μπέη. Η υπεροπλία του στρατού του Ιμπραήμ ήταν τέτοια, που ούτε το αντάρτικο των λιγοστών δυνάμεων του Κολοκοτρώνη, ούτε η θυσία το Παπαφλέσσα στο Μανιάκι μπορούσε να την αντιμετωπίσει. 

Τότε αποφάσισαν να επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις, όμως, και να με συμπαθάτε, όχι από κανένα φιλελληνισμό (αυτός αφορούσε τους ηρωικούς Ευρωπαίους ιδεολόγους προσωπικά), αλλά επειδή στην γεωπολιτική τους στρατηγική για την Ευρώπη, σημαντικό μέρος του σχεδιασμού ήταν η συρρίκνωση της επίφοβης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δημιουργία νέων κρατών «του χεριού τους». Έτσι, ο ενωμένος στόλος Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων καταναυμαχεί και καταστρέφει τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο, αποτρέποντας την κατάπνιξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο σφραγίστηκε η κακοδαιμονία του νεώτερου ελληνικού κράτους, ενός κράτους τυπικά ανεξάρτητου και ουσιαστικά εξαρτημένου από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όσον αφορά όχι μόνο την πορεία και την πολιτική του, αλλά και την ίδια την ύπαρξή του. 

Σήμερα δυστυχώς, τηρουμένων των αναλογιών χρόνου και συνθηκών, τα ίδια προβλήματα παραμένουν δραματικά επίκαιρα.  Διότι, και σήμερα, όπως και τότε, την ξένη βοήθεια ικετεύουμε, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος, με τη διεθνή οικονομική κρίση να γίνεται η αφορμή ανάδειξης της αξιοθρήνητης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Μιας κατάστασης που αποδεικνύεται βασική αιτία, αλλά και αυτοεκπληρούμενη προφητεία μιας ζοφερής προοπτικής της χώρας για απροσδιόριστο βάθος χρόνου…

Και το ερώτημα που πλανάται στο μυαλό των ελλήνων πολιτών είναι: Ποιοί ευθύνονται γι’ αυτή την επώδυνη πραγματικότητα;  

Διότι αν διακυβεύεται η ανεξαρτησία της χώρας, ποιοί, επιτέλους, είναι αυτοί οι σύγχρονοι Νενέκοι που ευθύνονται για την παράδοση της ελληνικής οικονομίας και της χώρας ως βοράς στις ορέξεις των περιβόητων «κερδοσκόπων», δηλαδή για να μη μασάμε τα λόγια μας, της άλλης όψης των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων, που τις ίδιες ακριβώς ικετεύουμε να μας «σώσουν»;

Τι απέγινε με τα σκάνδαλα εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων, που ταλανίζουν εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία την ελληνική κοινωνία, διαμορφώνοντας καθοριστικά την εικόνα αναξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό; Με τις Κυβερνήσεις να εναλλάσσονται υπό το βάρος ηχηρών οικονομικών σκανδάλων, χωρίς ποτέ να λογοδοτούν ουσιαστικά και κυρίως χωρίς να αποκαθιστούν την οικονομική ζημία. Και κάθε φορά, με αποκορύφωμα την παρούσα συγκυρία, να καλείται ο απλός έλληνας εργαζόμενος σαν πειθήνιο υποζύγιο να… πληρώσει το μάρμαρο.

Για να χρησιμοποιήσω κάποια λόγια που πήρε το αυτί μου πρόσφατα στο χωριό, από πολύπειρο Αγιομαθίτη, με μακρόχρονη συμμετοχή στα κοινά: «Ποιός φταίει που είμαστε σ’ αυτά τα χάλια; Είδατε να μπει στη φυλακή κανένας από αυτούς που αρπάξανε, που κλέψανε; Γιατί καλούν τον κόσμο να πληρώσει; Μήπως έγινε πόλεμος; έγινε σεισμός, ήρθε θεομηνία; Γιατί τότε, εγώ πρώτος, να έδινα και το  παντελόνι μου! Αλλά έτσι, γιατί;» Αυτά τα βαριά λόγια απηχούν το πραγματικό αίσθημα της κοινής γνώμης, όπως το εισπράττουμε καθημερινά γύρω μας και όχι όπως παρουσιάζεται σε δημοσκοπήσεις με προσχεδιασμένο αποτέλεσμα, οι οποίες εντάσσονται σε μια γενικότερη τηλεοπτική εκστρατεία, που έχει αναλάβει εργολαβικά την προσπάθεια της κοινωνικής διάχυσης της ευθύνης  για την εσωτερική κρίση.

Υπάρχει όμως – παρακαλώ πολύ – και αντίλογος:

- «Εμείς», λέει κάποιος, «κάνουμε την αυτοκάθαρσή μας!»

- «Εγώ», έχει πει κάποιος άλλος, «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη!»

-«Εγώ», λένε άλλοι, καθένας για λογαριασμό του, «δεν χρωστάω σε κανέναν!»

                Ποιά είναι όμως η αξία, αλλά και η απήχηση που έχουν στους πολίτες τέτοιες ... βαρύγδουπες δηλώσεις; 

                Κατ'αρχήν, ο ελληνικός λαός ελάχιστα συγκινείται από την περιβόητη αυτοκάθαρση, γιατί καμιά ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων δεν περιμένει από αυτήν. Γνωρίζει από την πείρα του ότι η απομάκρυνση από τα κομματικά οφφίκια αυτών που είναι ύποπτοι σκανδάλων και διασπάθισης δημοσίου χρήματος, υπαγορεύεται από λόγους σκοπιμότητας. Στοχεύει να απορροφήσει τους κραδασμούς από την κοινωνική κατακραυγή, να απαλλάξει τους κομματικούς μηχανισμούς από τις ευθύνες της υπόθαλψης τέτοιων φαινομένων, που τείνουν να γίνουν κανόνας και αποτελεί τον προάγγελο της ουσιαστικής ατιμωρησίας και της παραπομπής του θέματος στις καλένδες…

Παρομοίως, η ανάληψη – άκουσον, άκουσον! – της πολιτικής ευθύνης αφήνει τον ελληνικό λαό παγερά αδιάφορο. Οι απλοί έλληνες πολίτες ενδιαφέρονται πρωταρχικά για την οικονομική ευθύνη, μια και η πολιτική ευθύνη έχει καταντήσει φτηνό συγχωροχάρτι. Ενδιαφέρονται να αποκαλυφθούν οι ένοχοι ή σωστότερα οι σύγχρονοι Νενέκοι, ως υπαίτιοι της διακύβευσης της ανεξαρτησίας της χώρας και να επιστραφούν τα διαρπαγέντα από τη λαφυραγώγηση του δημοσίου χρήματος. Αυτά που προορίζονταν για την Υγεία, την Παιδεία, την υγιή Ανάπτυξη του τόπου. Αυτά είναι και οι πρώτες εισροές που θα έπρεπε να φροντίσει κατά προτεραιότητα ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας, για να παραδειγματίσει, να ικανοποιήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα και, ακόμη, να περιορίσει σημαντικά τις δανειακές ανάγκες της χώρας, για τις οποίες επιβάλλονται στον ελληνικό λαό ληστρικά επιτόκια, που θα εξανεμίσουν το αποτέλεσμα των θυσιών που του επιβάλλει το περίφημο πρόγραμμα σταθερότητας. Και σ’ αυτή τη βάση, να συμφωνήσουμε όλοι με τις προεκλογικές εξαγγελίες ότι ναι, «υπάρχουν λεφτά»! Διαφορετικά, οι καθ'ύλην αρμόδιοι οφείλουν να μας εξηγήσουν, αυτή η πρωτοφανής ατιμωρησία και ασυλία τόσο ψηλά ισταμένων προσώπων, ποιο σκοπό εξυπηρετεί; Γιατί δεν θεσμοθετείται χωρίς «παραθυράκια» διαφυγής, η προσωπική εγγύηση χρηστής οικονομικής διαχείρισης, με άμεση εφαρμογή του «πόθεν έσχες» για δημόσια πρόσωπα, στο χώρο ευθύνης των οποίων ξεσπούν τέτοια εκκωφαντικά «κανόνια»; Για να αποδειχτεί τότε, πόσο απλό είναι να δημιουργηθούν εν ριπή οφθαλμού αποτελεσματικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί. Και μεταξύ αυτών που φιλοδοξούν να υπηρετήσουν από δημόσιες θέσεις τον τόπο, να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι…

Τέλος, όσον αφορά το αν χρωστάει και σε ποιόν, όποιος ηγείται εν δυνάμει κυβερνητικών κομματικών μηχανισμών ή κυβερνητικών σχημάτων με τέτοια «πεπραγμένα», γνωρίζει ο ίδιος καλύτερα απ’ όλους ότι οι λεονταρισμοί προορίζονται αυστηρά για εσωτερική κατανάλωση. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο χρωστάει, αλλά είναι καταχρεωμένος εξ υπαρχής, τόσο λόγω του ίδιου του θεσμικού του ρόλου, όσο και κυρίως λόγω του σκανδαλοκεντρικού ιστορικού, που οδήγησε τη χώρα εκεί που βρίσκεται σήμερα. Και συγκεκριμένα, είναι χρεωμένος απέναντι στον Έλληνα Πολίτη, στον οποίο χρωστάει όχι μόνο καθαρές απαντήσεις, αλλά πρώτα απ’ όλα χειροπιαστό αποτέλεσμα κάθαρσης, που είναι το μόνο που μπορεί να τον διαφοροποιήσει από τους προκατόχους του.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και ελπίζοντας να μην τρίζουν τα κόκκαλα του Κολοκοτρώνη με τα διαδραματιζόμενα στη χώρα μας, ανήμερα της επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, να ευχηθώ να μην ξαναζήσουμε τέτοια 25η Μαρτίου!  
  
Σαν να μην πέρασε μια μέρα!

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Η λειτουργία του αναγνώστη και η δύναμη της ποίησης


Πηγή: http://www.astrolavos.gr/astrolavos_greek/htmlpages/artists/2008/10/kmst.htm


"Η λειτουργία του αναγνώστη / 2
Συμπληρωνόταν μισός αιώνας από το θάνατο του Σέσαρ Βαγιέχο και προγραμματίστηκαν εορτασμοί. Ο Χούλιο Βέλεθ διοργάνωσε στην ισπανία συνέδρια, σεμινάρια, εκδόσεις και μιαν έκθεση η οποία παρουσίαζε εικόνες του ποιητή, της χώρας του, της εποχής και των ανθρώπων του.

Όμως, εκείνες τις ημέρες, ο Χούλιο Βέλεθ γνώρισε τον Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν. Και τότε, κάθε φόρος τιμής του φάνηκε μηδαμινός.

Ο  Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν ήταν λοχαγός στον ισπανικό εμφύλιο. Μαχόμενος υπέρ του Φράνκο, είχε χάσει ένα χέρι και κερδίσει μερικά μετάλλια.

Μια νύχτα, λίγο μετά τη λήξη του πολέμου, ο λοχαγός ανακάλυψε κατά τύχη ένα απαγορευμένο βιβλίο. Έσκυψε, διάβασε έναν στίχο, διάβασε δυο στίχους, και πια δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει. Ο λοχαγός Καστανιόν, ήρωας του νικηφόρου στρατού, πέρασε όλη τη νυχτα ξάγρυπνος, αιχμαλωτισμένος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον Σέσαρ Βαγιέχο, ποιητή των ηττημένων. Και ξημερώνοντας εκείνη η νύχτα, αποκήρυξε το στρατό κι αρνήθηκε να ξαναεισπράξει έστω και μία πεσέτα από την κυβέρνηση του Φράνκο.

Κατόπιν, τον φυλάκισαν και πήρε το δρόμο της εξορίας."
 
Έτσι λοιπόν, η ποίηση του περουβιανού ποιητή Σέσαρ Βαγιέχο βρήκε τον ισπανό συγγραφέα Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν. Και μεις βρήκαμε την όμορφη ιστορία τους, που είναι αληθινή, γραμμένη από τον ουρουγουανό συγγραφέα Εδουάρδο Γκαλεάνο στο "βιβλίο των εναγκαλισμών" (εκδ. Κέδρος 2001, μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου)

Ο Σέσαρ Βαγιέχο (1892-1938) ήταν περουβιανός ποιητής, πρωτοπόρος στο κίνημα του σουρεαλισμού. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα "Ποιητικά Άπαντα" του ποιητή σε μετάφραση από τον Ρήγα Καππάτο (εκδ. Gutenberg, 2010).

Ο Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος πολέμησε αρχικά στο πλευρό του Φράνκο, κατάφερε όμως να ξεφύγει και ...  φυσικά να υποστεί τις συνέπειες του φασιστικού καθεστώτος. Για την αγάπη του στον περουβιανό ποιητή είχε τιμηθεί στο γενέθλιο τόπο του Βαγιέχο, το χωριό Σαντιάγο ντε Τσιούκο στις περουβιανές Άνδεις. 



Η ποίηση του Βαγιέχο βρήκε τον Καστανιόν, η ποίηση του Βαγιέχο βρήκε όμως και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου κι έγραψε το τραγούδι ""Διάφανος". Το εμπνεύστηκε από το ποίημα του Βαγιέχο "Ποίημα για να διαβαστεί & να τραγουδηθεί". Ωραία ιδέα!

Έχει λοιπόν τη δύναμή της η ποίηση και σε βρίσκει. Όπως λέει ο Τίτος Πατρίκιος στην τελευταία του συλλογή:

...
Ἐκεῖ ποὺ ξανασκέφτεσαι ἂν γίνεται οἱ ἄνθρωποι
νὰ σμίξουν

ὄχι μόνο τὴν ὥρα μιᾶς ἐπικείμενης καταστροφῆς

ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ βολὴ τῶν ἥσυχων ἡμερῶν τους

ἂν γίνεται νὰ συναντηθοῦν οἱ φίλοι ποὺ ἔχουνε ξεκόψει

ὄχι μόνο στὴν ἔξαρση τῶν λυτρωτικῶν τους ὁραμάτων

ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν τριβὴ ἀτομικῶν ἐπιδιώξεων

ἂν γίνεται οἱ ἄλλοι νὰ χωρέσουν στὸν προσωπικό σου

χρόνο

μαζί τους νὰ μονοιάσεις μὲς στὸν ἀπόρρητό σου χῶρο
...
ἐκεῖ ποὺ ἀναλογίζεσαι ἂν μπορεῖς ἀκόμα ν’ ἀπευθύνεσαι

σὲ ὅσους ἀπορρίπτουν πρὶν κὰν ἀκούσουνε τὰ λόγια σου

νὰ μὴν σιωπᾶς μπροστὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλουνε νὰ ξέρουν

πὼς ὅλοι μαζὶ βαδίζουμε πρὸς τὸν θάνατο

ἐκεῖ ποὺ προσπαθεῖς νὰ μεταπείσεις ὅσους ἀρνιοῦνται

πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα...

Ἐκεῖ ἀπάνω σὲ βρίσκει ἡ ποίηση
...

Την χρειαζόμαστε την ποίηση, γι' αυτό  "από δω και πέρα", για να μας βρίσκει, δεν πρέπει "ν' αφαιρέσουμε... απ' τον ποιητή τα οράματά του..." όπως τραγούδησε στην ιδιαίτερη ποιητική του γλώσσα ο Νάνος Βαλαωρίτης.

Και βέβαια, τελειώνοντας, δεν μπορώ να μην κάνω αναφορά στο Μίκη Θεοδωράκη και στο Μάνο Χατζηδάκι. Τους βρήκε η ποίηση ή βρήκαν την ποίηση και μας τη γνώρισαν. Άξιοι! 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

H τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα της κρίσης και οι Βιβλιοθήκες που δημιουργούν αναγνώστες!

Οι Βιβλιοθήκες δημιουργούν αναγνώστες



"Μπορεί να μειωθεί  η τιμή των βιβλίων;


Εντεκα βιβλιοφιλικά μπλογκ με κοινή τους επιστολή προς τους εκδότες τούς ζήτησαν να μειώσουν τις τιμές των βιβλίων.  Η επιστολή είχε μεγάλη απήχηση και έκανε τον γύρο των κοινωνικών δικτύων.  Με αφορμή αυτή την επιστολή συζητάνε οι: Άγης Αθανασιάδης, (blog Librofilo), Βιβή Γεωργαντοπούλου (blog Λέσχη του Degas, συντάκτρια της επιστολής), Θοδωρής Βασιλόπουλος (ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείων «Ευριπίδης»),  Νίκος Αργύρης (εκδόσεις Ίκαρος), Αργύρης Καστανιώτης (εκδόσεις Καστανιώτη).
Συντονίζει ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος, δημοσιογράφος  στο ΒΗΜΑ"

Αυτή η συζήτηση παρουσιάζεται στη σελίδα του Βήματος με τον τίτλο H τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα της κρίσης.

Όπως έχουμε ήδη γράψει, με πρωτοβουλία 11 ιστολογίων (μεταξύ των οποίων και του Καγκουρώ) έχει ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με την τιμή των βιβλίων και κυρίως των νέων εκδόσεων. Στην ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2013, διατυπώσαμε (κάνοντας κάποιες επιμέρους τροποποιήσεις κάποιοι από εμάς, ώστε να εκφράζουμε την προσωπική μας άποψη σε συγκεκριμένα σημεία, χωρίς να ξεφεύγουμε από το γενικό πλαίσιο αλλά και χωρίς τη διάθεση καθολικής επιβολής της άποψής μας στα σημεία αυτά)  ότι η τιμή των (νέων κύρια) βιβλίων είναι κατά μέσον όρο υψηλή, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημερινές οικονομικές δυσκολίες που βιώνουμε όλοι μας.


Κάποιες εφημερίδες δημοσίευσαν την επιστολή, παίρνοντας ή όχι θέση πάνω στο θέμα, στο διαδικτυακό σταθμό Amagi Radio πραγματοποιήθηκε σχετική εκπομπή, ενώ ο φίλος Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιό του "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"  διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για την πρωτοβουλία, έδωσε όμως τη δυνατότητα πλατιάς ενημέρωσης και συζήτησης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε ο Γιάννης Μπασκόζος του Βήματος με δύο άρθρα, όπου στο τελευταίο της περασμένης Κυριακής 10/3, πέραν της σύμφωνης γνώμης του για την πρωτοβουλία, εκφράζει απόψεις για την ανάγκη καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας, για το ρόλο του σχολείου από τις πρώτες πρώτες βαθμίδες, για το ρόλο των βιβλιοθηκών και την ανάγκη ενίσχυσής τους.

Όπως φάνηκε στην παραπάνω συζήτηση στο Βήμα, τόσο οι εκδότες όσο και οι βιβλιοπώλες αρνούνται (γιατί αδυνατούν, όπως υποστηρίζουν) τη μείωση της τιμής, θέτοντας ως κύριο πρόβλημα το ύψος του ΦΠΑ (για τον οποίο υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα).

Διατηρώντας τις απόψεις μου και βασιζόμενη, πέραν της προσωπικής εμπειρίας σε στοιχεία από σχετικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ και της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τα οποία ανέφερα στην ανάρτησή μου, βρίσκω ότι το βιβλίο θα έπρεπε να είναι φτηνότερο, ώστε να είναι περισσότερο προσιτό σε αναγνώστες. Πιστεύω ότι το βιβλίο έχει έναν ξεχωριστό ρόλο, δεν μπορεί να θεωρείται απλά ένα εμπορικό/εμπορεύσιμο αγαθό και έτσι δεν μπορεί να λογαριάζεται από τους (όχι μόνο "βιβλιόφιλους") πολίτες ως προς το οικονομικό αντίκρυσμα που έχει για τους δημιουργούς και διακινητές του (εκδότες, βιβλιοπώλες, συγγραφείς).

Όχι πως δεν αναγνωρίζονται τα προβλήματα στους χώρους αυτούς, κάθε άλλο μάλιστα. Ορθά ζητείται και η εκδήλωση ειλικρινούς ενδιαφέροντος των αρμόδιων θεσμικών φορέων (ποιων, αυτών που έτσι απλά αποφάσισαν το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ υπακούοντας στο "πονάει δόντι, κόψει κεφάλι" ή αυτών που διέλυσαν τις σχολικές βιβλιοθήκες πριν τις ολοκληρώσουν καν ή κτλ κτλ.). Ορθά επισημαίνονται αδυναμίες και κακοδαιμονίες. Ορθά σημειώνεται ότι χρειάζεται πολλή δουλειά για να νιώσουν οι Έλληνες την ανάγκη να διαβάζουν, ότι το σχολείο πρέπει να παίξει τον καταλυτικό ρόλο και ότι είναι οι βιβλιοθήκες αυτές που δημιουργούν τους αναγνώστες.

Πραγματικά, εκτιμώ ιδιαίτερα ότι η άποψη αυτή, και παρά τις αντιρρήσεις του για το θέμα της τιμής, εκφράστηκε από εκπρόσωπο των εκδοτών. Και το εκτιμώ ακόμη περισσότερο, ενθυμούμενη ότι πριν πολλά χρόνια, ένας εκδότης μου είχε πει, όταν ζήτησα να μου στείλει στη Βιβλιοθήκη φυλλάδιο με τους τίτλους που εκδίδει (προ Διαδικτύου αυτά) για να κάνουμε αγορά (τότε ακόμη αγόραζαν βιβλία οι βιβλιοθήκες) είχε εκφράσει επιφυλάξεις γιατί, λέει, έτσι έχανε πελάτες!!!


 Αντιγράφω παρακάτω τα σχόλια που έκανα στη Λέσχη Degas και στο Διαβάζοντας, συμπληρωματικά της ανάρτησής μου και παίρνοντας υπόψη σχόλια που είχαν ήδη διατυπωθεί:

Τελικά η κουβέντα ποια είναι; Αν είναι το βιβλίο ακριβό; Άν μπορούν οι εκδότες να μειώσουν την τιμή; Άν έπρεπε να σταλεί η επιστολή στον αρμόδιο υπουργό; Άν μπορούν να ανοίγουν συζητήσεις μέσα από τα ιστολόγια; Η δική μου γνώμη είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις είναι ακριβό, δεν το συγκρίνω με άλλα αγαθά ή "μέσα ψυχαγωγίας" (εκεί, πιστέψτε με, θα βγει πολύ πιο φτηνό), σε αρκετές περιπτώσεις όντως οι εκδότες δεν μπορούν να κάνουν μείωση (εκτιμώ και συνιστώ σχετικά τη χθεσινή, πιστεύω ειλικρινή, συζήτηση στο Amagi Radio με τον εκδότη του Ικαρου, αλλά και παλιότερη συζήτηση στο ιστολόγιο της Ωκεανίδας), και ο χώρος όλων των συντελεστών του βιβλίου έχει προβλήματα, και όλη η κοινωνία έχουμε προβλήματα.

Νομίζετε είναι εύκολο να αγοράσει κανείς βιβλίο με 15 ευρώ; Και αν αγοράσει ένα, πόσα άλλα καινούρια θα "τολμήσει" να αγοράσει; Κάπως έτσι τα έγραψα και στο δικό μου ιστολόγιο, με κάποιες μικροαλλαγές στην αρχική επιστολή, αλλά στο πνεύμα, ας πούμε τη γνώμη μας, ας ανοίξουμε το θέμα, ας ακούσουμε και τους άλλους και τέλος πάντων ας ανοίξουμε και το άλλο πιο μεγάλο θέμα, αυτό της χαμηλής αναγνωσιμότητας, αυτό πώς θα το λύσουμε; Όχι οι ιστολόγοι βέβαια.

Και ας μη βαράνε όσοι δεν συμφωνούν, ας καταθέσουν κι αυτοί τις γνώμες τους, πολιτισμένα. Και μην ξεχνάμε, υπάρχουν και βιβλιοθήκες, επιμένω, και όχι κόντρα στα εκδοτικά και στα βιβλιοπωλεία.

Και μία συμπλήρωση σχετικά με τα άλλα μέσα ψυχαγωγίας, πέρα από την όποια διαφορά του είδους (άλλο θέμα συζήτησης, δεν το ανοίγω εδώ), να σημειώσω ότι στον κινηματογράφο θα δώσει ο καθένας 7 ευρώ, στο θέατρο 15-20 κτλ, δηλαδή από το ίδιο σπίτι ή την ίδα παρέα το σύνολο θα είναι πολλαπλάσιο. Όλοι αυτοί όμως θα διαβάσουν ένα αντίτυπο του βιβλίου. Δίνω ένα επιχείρημα στους εκδότες και στους βιβλιοπώλες, αλλά δεν είν' εκεί το θέμα."
 
Κάποια άλλα θέματα επίσης:

Το ζήτημα δεν είναι μόνο η ατομική θέση ενός εκδότη ή ενός βιβλιοπώλη. Και το ζήτημα δεν είναι μόνο τα βιβλιοπωλεία του κέντρου, αλλά και αυτά της συνοικίας και αυτά της περιφέρειας. Εάν το κάθε μεγάλο βιβλιοπωλείο του κέντρου έχει τη δυνατότητα να κάνει τις τρομερές εκπτώσεις (τις οποίες πράγματι απολαμβάνω κι εγώ), τα πράγματα δεν είναι πάντα το ίδιο εύκολα και για τα υπόλοιπα. Και δεν συμφωνώ με κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου.

Το πρόβλημα στην τιμή, όπως φαίνεται και από τις σχετικές έρευνες, είναι ακόμη μεγαλύτερο στα μη λογοτεχνικά βιβλία, δοκίμια, ιστορικά, πολιτικά, επιστημονικά κτλ.  Επίσης, υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα στους εκδότες χωρίς αυτό να αιτιολογείται πάντοτε από ποιότητα, μέγεθος κτλ. Και συχνά διαφορές ανάμεσα σε ελληνικά και μεταφρασμένα, με μεγαλύτερη τιμή συχνά στα ελληνικά.

Το θέμα της τιμής  του βιβλίου δεν αφορά μόνο μια ελίτ αναγνωστών, που μπορεί να διατηρούν και κάποια ιστολόγια, ακόμη και αν είναι χαμηλό το γενικό ποσοστό αυτών που διαβάζουν, ακόμη και αν υπάρχει μεγάλο ποσοστό ζήτησης στα λεγόμενα ευπώλητα (τα οποία, ας το ομολογήσουμε, χρησιμοποιούν και τα ... σοβαρά βιβλιοπωλεία ως κράχτες πλέον). Και τελικά, πώς ορίζονται αυτά τα ευπώλητα, ή μάλλον πώς χωρίζονται οι αναγνώστες σε αναγνώστες καλών και αναγνώστες ευπώλητων βιβλίων; Και... ας μου επιτραπεί να διατυπώσω μια ίσως αιρετική ως προς τα παραπάνω άποψη. Το ζήτημα δεν (πρέπει να) αφορά μόνο και πολύ περισσότερο όσους από εμάς ... ρουφάμε τα βιβλία κατά δεκάδες (μήπως και αυτό καταντά τελικά καταναλωτική μανία;), αλλά τον καθένα και την καθεμιά που θέλει ή θα ήθελε ή θα μπορούσε να θέλει να διαβάσει ένα, μάλλον περισσότερα από ένα, βιβλίο.

Θεωρώ επίσης ότι εμάς τους αναγνώστες, δηλαδή τους πολίτες, μας ενδιαφέρει να έχουμε πρόσβαση στη γνώση, και αγοράζοντας βιβλία, αλλά και δανειζόμενοι βιβλία από βιβλιοθήκες (αλλά και από φίλους). Μας ενδιαφέρει να υπάρχει βιβλίο, να υπάρχει καλό βιβλίο, και σε αυτό δεν θα συμφωνήσω με απόψεις του να προχωρήσουν οι εκδότες στην παραγωγή φτηνού βιβλίου τσέπης όπως στην Αγγλία π.χ. (σε βάρος στοιχείων ποιότητας σε σχέση με τη γλώσσα, την αισθητική κτλ. και σε αυτό συμμερίζομαι την άποψη των εκδοτών που το επικαλούνται).

Έτσι, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία, εν τέλει, είναι η τόνωση της χρήσης των βιβλίων, της ανάγνωσης δηλαδή και αυτό πρέπει να γίνει με όλους που έχουν σχέση, είναι εκδότες, είναι βιβλιοπώλες, είναι θεσμοί όπως το ΕΚΕΒΙ και οι βιβλιοθήκες, είναι οι λέσχες ανάγνωσης, είναι οι εκπαιδευτικοί, είναι τα διάφορα ιστολόγια (γιατί όχι), δηλαδή οι ενεργοί πολίτες. Σε αυτό το πλαίσιο, η τιμή του βιβλίου πρέπει να είναι προσιτή, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημερινές δύσκολες συνθήκες, αλλά και τις διαπιστώσεις που όλοι κάνουμε για την αναγκαιότητα υποστήριξης της παιδείας, της καλλιέργειας, της ψυχαγωγίας, της αναγνωσιμότητας. 

Και μην ξεχνάμε: (και) οι βιβλιοθήκες δημιουργούν αναγνώστες, ας τις πλαισιώσουμε και ας τις υποστηρίξουμε!
 

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Μάρκος Ζαβιτζιάνος, ο Κερκυραίος καλλιτέχνης, σοσιαλιστής, δημοτικιστής

(από την έκδοση του ΜΙΕΤ)


Το πρώτο βιβλίο που διάβασα τον καινούριο χρόνο (και πολύ το ευχαριστήθηκα) είναι ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον Κερκυραίο καλλιτέχνη (αλλά και έναν από τους πρώτους σοσιαλιστές και δημοτικιστές) Μάρκο Ζαβιτζιάνο (ή Ζαβιτσιάνο). Πρόκειται για το  "Μάρκος Ζαβιτζιάνος:  Έργα και κείμενα", που κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) στο τέλος του 2012 με αφορμή την Έκθεση με χαρακτικά του (πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο 2012 στο βιβλιοπωλείο της Αθήνας και αρχές του 2013 επαναλαμβάνεται στη Θεσσαλονίκη). Αντιγράφω για τον Κερκυραίο καλλιτέχνη από τον ιστότοπο του ΜΙΕΤ:

Ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος υπήρξε ένας από τους πιο λαμπρούς ζωγράφους και χαράκτες της νεοελληνικής τέχνης. Γεννήθηκε το 1884 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας με μητέρα γαλλικής καταγωγής που διέθετε καλλιτεχνική παιδεία και πατέρα γιατρό. Ο Ζαβιτσιάνος φοιτά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή αλλά το 1902 η οικογένεια επιστρέφει και εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέρκυρα. Το 1904 φεύγει για το Μόναχο όπου σπουδάζει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου. Στο διάστημα της παραμονής στη Γερμανία συνδέεται με τον Κώστα Χατζόπουλο και ασπάζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες. Νεότατος, μόλις είκοσι τριών ετών, θα λάβει μέρος στη συζήτηση που διεξάγεται από τις στήλες του Νουμά για το βιβλίο του Γ. Σκληρού «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» (1907) και θα εκθέσει με πάθος και διαύγεια τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τους οραματισμούς του για την ελληνική κοινωνία. Το 1911 βρίσκεται πάλι στην Κέρκυρα, όπου συνεργάζεται με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη για την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου. Το 1912 εκθέτει έργα του στο Ζάππειο, ενώ μετά από δυο χρόνια μετέχει στην καλλιτεχνική εταιρεία «Συντροφιά των εννιά» και συνεργάζεται με τον Κ. Θεοτόκη εικονογραφώντας με 6 χαρακτικά την πρώτη έκδοση του έργου του «Η τιμή και το χρήμα». Το 1915 συμμετέχει στην ιδρυτική ομάδα του δίμηνου περιοδικού «Κερκυραϊκή Ανθολογία», όπου και δημοσιεύει λογοτεχνικά και εικαστικά έργα του. Στα επόμενα χρόνια παρουσιάζει τα έργα του σε διάφορες εκθέσεις στην Αθήνα αλλά και σε έκθεση στο Παρίσι. Το 1923 και ενώ βρίσκεται στη Γενεύη προσβάλλεται από πνευμονία και αφήνει εκεί την τελευταία του πνοή. 

Ο Παλαμάς γράφει ένα άρθρο στη μνήμη του όπου μεταξύ άλλων σημειώνει: «Ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος ήτο γνήσιος καλλιτέχνης εις την εκδήλωσιν και του έργου του και της ζωής του… Ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος προς του καλλιτέχνου την έμπνευσιν συνέδεε την θεωρητικήν μόρφωσιν. Ήτο ικανός να χειρισθή του λογίου την πένναν δια να πραγματευθεί ζητήματα κ’ αισθητικής φύσεως και τάξεως κοινωνιολογικής…». Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τον κρίνει ως «τον τελευταίον ίσως της σειράς του Πολυλά, του Καλοσγούρου, του Θεοτόκη και του Μαβίλη». Ο Μαρίνος Καλλιγάς τον χαρακτηρίζει ως «έναν στοχαστικό άνθρωπο που είχε συνείδηση της ευθύνης του πραγματικού καλλιτέχνη».

ΜΙΕΤ

Την επιμέλεια της έκδοσης έκανε ο (και Διευθυντής του ΜΙΕΤ) Διονύσης Καψάλης. Αντιγράφω από τον πρόλογό του:

Τη γνωριμία της με τον Μάρκο Ζαβιτσιάνο -ή Ζαβιτζιάνο, όπως υπέγραφε ο ίδιος- η δική μου γενιά την οφείλει στην αγάπη, το πάθος και την επιμονή του Φίλιππου Βλάχου. Ο αξέχαστος φίλος, όχι μόνο εκ γενετής αλλά και εκ πεποιθήσεως Κερκυραίος, αποδείχτηκε με τα χρόνια ακούραστος μνήμων και ευφρόσυνος συνεχιστής της πνευματικής Ιστορίας του νησιού του. Με το πρώτο κιόλας βιβλίο των "Κειμένων" το 1969, που ήταν, αν θυμάμαι σωστά, "Η τιμή και το χρήμα" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη -σε μικρό σχήμα με κόκκινο βυσσινί εξώφυλλο-, ο Φίλιππος εγκαινίαζε τον καλό αγώνα, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ όσο ζούσε, να ανασυστήσει τις ευγενικές μορφές της κερκυραϊκής λογιοσύνης και τέχνης στην προσοχή ενός νεότερου αθηναϊκού κοινού, φανατικού για γράμματα, και πολιτικά νεοφώτιστου. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Λορέντζος Μαβίλης και ο Μάρκος Ζαβιτσιάνος βρέθηκαν να ζουν ανάμεσά μας, συμμέτοχοι της ιστορικής στιγμής και κοινωνοί της αγωνίας μας. Κάποιος φύσηξε τη σκόνη από πάνω τους και τους είδαμε πάλι όπως ήταν: άφθαρτοι και λαμπεροί. 

Τα "Κείμενα" συνέχισαν να ποτίζουν με λησμονημένη λογοτεχνία τη διψασμένη αγορά, και ο ίδιος ο Φίλιππος δεν σταμάτησε στιγμή να δελεάζει από κοντά, με απρόσκοπτη κερκυραϊκή ευφράδεια, την πνευματική περιέργεια των κατά μία γενιά νεοτέρων του που σύχναζαν τότε στη φιλόξενη σοφίτα των εκδόσεών του. Σαν φυσική και ποθητή απόληξη της εκδοτικής γραμμής των "Κειμένων", εκδίδονται από το 1978 ως το 1982 τρία βιβλία του Θεοτόκη με τη συνοδευτική εικονογράφηση του Ζαβιτσιάνου. Σε τούτη τη μικρή γωνιά της ζωής η δικαιοσύνη είχε επιτέλους αποκατασταθεί. Τα χαρακτικά του Κερκυραίου καλλιτέχνη επαναπατρίζονταν στις ιστορίες του Θεοτόκη για τις οποίες φιλοτεχνήθηκαν, και ο Ζαβιτσιάνος είχε ενσωματωθεί οριστικά πια στη συνείδησή μας, μέρος μιας άλλης, τρυφερής όσο και εναντιωματικής, πατριδογνωσίας, που ο σπόρος της είχε πέσει στα μακρινά εκείνα χρόνια της δικτατορίας...
 
Και πραγματικά οι εικόνες του διηγούνται με άλλο τρόπο τις ιστορίες στα βιβλία του Κ. Θεοτόκη.

Μάρκος Ζαβιτζιάνος

Χαρακτηριστική εικόνα της παλιάς Κέρκυρας, 
με τα ελαιόδεντρα και τις σταμνοφόρες γυναίκες. 
Από το διήγημα "Υπόληψη" του Κων. Θεοτόκη.
 
 Ή, αν υποθέσουμε πως οι εικόνες λένε τις ιστορίες, νά πώς περιγράφει με λόγια  την εικόνα με τις σταμνοφόρες γυναίκες ο Κων. Θεοτόκης:

"... Κάθε βράδυ του χωριού οι γυναίκες, παντρεμένες και κοπέλες, ερχόνταν στα Λαγγάδια να πάρουν νερό από ένα μεγάλο πηγάδι, σιμά στου χωριού τα σπίτια, στο σώσμα ενός κατήφορου φυτεμένου μ' ελιές και με κυπαρίσσια, σ' ένα ξέφωτο σιάδι, που από ψηλά εβίγγλιζε το πέλαγο. Ένα σιάδι στα πλευρά μιανής ράχης, που, απόγκρεμη, γιομάτη πέτρες και ανακατωμένη, κατέβαινε ύστερα προς το γιαλό ακαλλιέργητη...Στο πηγάδι επηγαιοερχόταν, ανεβοκατεβαίνοντας ένα γουλοστρωμένον δρόμο, μπουλούκια, μπουλούκια, οι γυναίκες με τες ξέστες στο κεφάλι..."




Μάρκος Ζαβιτζιάνος
Άλλη μια εικόνα της παλιάς Κέρκυρας με τις γυναίκες στη χαρακτηριστική ενδυμασία του χωριού 
(Από την έκδοση του ΜΙΕΤ)


Το εξώφυλλο από τα "Διηγήματα [Κορφιάτικες Ιστορίες]" του Κων. Θεοτόκη, έκδ. Κείμενα, 1982

Μάρκος Ζαβιτζιάνος
Σχέδιο από το βιβλίο του M.M. Ellis, Iphigenie, Βερολίνο, 1924 (Από την έκδοση του ΜΙΕΤ)

 Το παραπάνω σχέδιο είναι από το βιβλίο Iphigenie του Manfred Maria Ellis. Σημειώνεται ότι το όνομα αυτό είναι ψευδώνυμο του σημαντικού Γερμανού συγγραφέα Werner Hegemann (1881-1936), ο οποίος έζησε μεγάλο διάστημα στην Αμερική όπου και πέθανε. Βρήκα ενδιαφέρον ένα άρθρο του David Midgley στο περιοδικό The Modern Language Review (Vol. 102, No. 3, Jul. 2007, pp. 901-903), στο οποίο, με αφορμή τη βιβλιοκριτική που κάνει σε δύο βιβλία για τον Hegeman, δίνει σημαντικές πληροφορίες για το Γερμανό διανοητή. Τον χαρακτηρίζει φιλελεύθερο αριστερό με σημαντική παρουσία στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Εμβληματικό ήταν το βιβλίο του Das steinerne Berlin: Geschichte der grössten Mietkasernenstadt der Welt (Το Πέτρινο Βερολίνο: η ιστορία της μεγαλύτερης πόλης στον κόσμο με μεγάλα συγκροτήματα εργατικών πολυκατοικιών) που κυκλοφόρησε το 1930. Ο Hegemann είχε γίνει στόχος των Ναζί και το Μάιο του 1933 έκαψαν τα βιβλία του σ' ένα συγκλονιστικό παραλήρημα σκοταδισμού και βίας των φασιστών του Χίτλερ. Λίγο καιρό πριν τον ίδιο χρόνο ο ίδιος είχε εγκαταλείψει οριστικά πλέον την πατρίδα του για να μεταβεί στη Νέα Υόρκη όπου και πέθανε.


Η εγγραφή για τον Ζαβιτσιάνο στον κατάλογο της Γερμανικής Εθνικής Βιβλιοθήκης με αναφορά στην παραπάνω έκδοση του Ellis (Hegermann)


Αλλά, ας επιστρέψουμε στην έκδοση του ΜΙΕΤ. Το βιβλίο περιέχει φωτογραφίες από τη ζωή του Ζαβιτσιάνου,  με την οικογένεια και με φίλους του (διαπρεπείς Κερκυραίους διανοούμενους της εποχής, Ειρήνη Δενδρινού, Λορέντζο Μαβίλη, Κωνσταντίνο Θεοτόκη κ.ά.), πολλές εικόνες από έργα του, καθώς και κείμενα για τον ίδιο με αφορμή εκθέσεις έργων του (των Ζαχαρία Παπαντωνίου, Κωστή Παλαμά, Μαρίνου Καλλιγά, Τώνη Σπητέρη, Νικολάου Βεντούρα, Κώστα Δαφνή). Γράφει ο Παλαμάς το 1922:

"... Ο κ. Ζαβιτζιάνος είναι καλλιτέχνης τον οποίον διακρίνει Παιδεία δίδω εις την λέξιν, της οποίας πολλή κατάχρησις γίνεται, την μάλλον χαρακτηριστικήν απόχρωσιντην αποτελεί μόρφωσις, διανοίγουσα τον νούν εις την αντίληψιν των ποικιλωτάτων εκδηλώσεων της ζωής και της τέχνης, και πειθαρχία..." , όπου δίνει και έναν βαθύ ορισμό της Παιδείας (που τόσο μας χρειάζεται και σήμερα...).

Τέλος, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν επίσης κείμενα του ίδιου του Μάρκου Ζαβιτσιάνου που περιέχονται στο βιβλίο και στα οποία φαίνονται οι ιδεολογικές αντιλήψεις του και η στάση του απέναντι στα ζητήματα της εποχής. Επηρεασμένος κι αυτός από τις σοσιαλιστικές ιδέες των αρχών του 20ου αιώνα, από την ώθηση στις νέες αντιλήψεις που προκάλεσε το βιβλίο του Γεωργίου Σκληρού "Το Κοινωνικό μας ζήτημα", από την ένταση που πήρε το γλωσσικό ζήτημα την ίδια εποχή και από την επίδραση του περιοδικού "Νουμάς", είχε ενεργό παρουσία και συμμετοχή στα κοινά, εντάχθηκε στην ιδρυτική ομάδα της  Σοσιαλιστικής Δημοτικιστής Ένωσης το 1909 στο Μόναχο, αλλά και στη Σοσιαλιστική Ομάδα της Κέρκυρας το 1911.

Τα κείμενά του, και κύρια "Στους αριστοκράτες" και "Στους ιμπεριαλίστες" που δημοσίευσε το 1907 και 1908 αντίστοιχα στο Νουμά (από το Μόναχο που βρισκόταν τότε),  είναι γραμμένα στη δημοτική γλώσσα, με τις γλωσσικές υπερβολές (θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα) της εποχής, οι οποίες όμως λειτουργούν και ως ενδείξεις της ιδεολογικής τοποθέτησης του συντάκτη τους.

Γράφει για τη δημοτική στους "Αριστοκράτες":

"... Της δημοτικής πρώτο καλό είναι που μας βάζει στα χέρια το μοναδικό όργανο για να συνεννοηθούμε με το λαό. Με τη δημοτική μόνο μπορούσαμε να ξυπνήσουμε τα πλήθια (εργάτες των πόλεων, χωριάτες, κλπ.) να ρίξουμε καινούρια προγράμματα, καινούριες ηθικές, καινούριες ιδέες. Να τους δείξουμε τη θεϊκιά ελεφτερία της αληθινής ζήσης. Να τους ανυψώσουμε την ψυχή και το σώμα που πρέπει να είναι ένα. Ποιος της αριστοκρατίας μας μίλησε του λαού; Ποιους δημοτικιστές, γιατρούς, τεχνίτες, επιστήμονες κάθε λογής, συνάρπαξε ο άγιος φανατισμός ν' ανυψώσουν την ηθική και πραχτική θέση των ταπεινωμένων; Αφτοί οι ταπεινοί θα σταθούν η βάση στα μελλούμενα..."

Στους "Ιμπεριαλίστες" γράφει γιατί του άρεσε το βιβλίο του Σκληρού, συγκρίνοντάς το μάλιστα με "τις σοσιαλιστικές φυλλάδες που κυκλοφορούνε στη Γερμανία" στις οποίες "βασιλέβει δημοκοπικό ύφος, θρησκεφτικοπροφητικές υπόσκεσες πιθανές, μα αναπόδειχτες, κούφιες ρητορίες ...":

"... Μας δείχνει πως το γλωσσικό κίνημα συνεδένεται στενά με το ξεκίνημα του λαού σ' αντίθεση της αστικής κρυστάλλωσης.Μας ελκύει την προσοχή σε ιστορικά γεγονότα περασμένα και τωρινά  σημειώνοντας πως αναγκαίο επακόλουθο της βιομηχανικής εκμετάλλεψης του κεφαλαίου  είναι η γέννηση μιας νέας τάξης..."

Αλλά και στο άρθρο του "Ανθρώπινες αντίληψες" γράφει:

"... Το κοινότερο ιδανικό του σοσιαλισμού είναι να οργανωθεί η όσο γίνεται τελειότερη συμμετοχή όλης της αθρωπότητας στην παραγωγή και στην ωφέλεια και να καταργηθούνε οι συνθήκες που αναγκάζουνε σπουδαίο μέρος της κοινωνίας να είναι σκλαβωμένο σε μια τάξη γεννημένων αρχόντων..."

Παρακάτω μάλιστα στο ίδιο κείμενο και σχολιάζοντας τον Πέτρο Βλαστό (γνωστό για ακραίες εθνικά απόψεις), λέει ότι "θα επιθυμούσε ένα "χειρούργημα" που να ξαφανίσει τις κατώτερες φυλές... ανάλογη κοσμοθεωρία δείχνουν οι πράξεις του Τσάρου και του Χαμίτη..."



[Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι στο σύστημα Κοσμόπολις της εξαιρετικής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πατρών υπάρχουν σε ψηφιακή μορφή όλα τα τεύχη του Νουμά από το 1903 έως το 1931. Σε αυτά μπορούν να αναζητηθούν και να ανακτηθούν τα πλήρη κείμενα από τα άρθρα του Ζαβιτσιάνου, τα οποία είναι:

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Έξωση στα βιβλία της Βικελαίας από το δήμο!


«Εδώ είν' οι κήποι, οι ναοί και η αιτία που υπάρχουν οι ναοί
η μουσική που πρέπει, τα λόγια τα σωστά,
τα εξηντατέσσερα εξάγραμμα,
τελετουργίες - η μοναδική σοφία
που το Στερέωμα παραχωρεί στους ανθρώπους,
..........................
Με λένε Χσιάγκ. Φυλάω τα βιβλία,
Που ίσως είναι και τα τελευταία,
...............................
Εδώ είναι, στα ράφια ψηλά,
την ίδια ώρα μακρινά και κοντινά,
κρυφά και φανερά, όπως τα άστρα.
Εδώ είναι οι κήποι, οι ναοί.»

Ξαναθυμήθηκα το φύλακα των βιβλίων του Μπόρχες διαβάζοντας στην εφημερίδα Πατρίς του Ηρακλείου ότι αναζητούν στο Δήμο χώρο προκειμένου να πακετάρουν "προσωρινά" τα βιβλία, σε κάποιο υπόγειο, κάπου τέλος πάντων μακριά από τα μάτια των αναγνωστών.  Συμφωνώ με τα σχόλια του συντάκτη Κώστα Ανδρικάκη που θυμίζει λόγια ή αντιλήψεις του τύπου “τι μας αποφέρει οικονομικά ή Βικελαία”; ή “τι μας χρειάζεται σήμερα σε περιόδους ισχνών αγελάδων;”. Τι μας προσφέρουν οι βιβλιοθήκες, εμείς θέλουμε ανάπτυξη. Εμείς θέλουμε στάδια, θέλουμε δρόμους (βέβαια στην Κρήτη στάδια έκαναν, τους δρόμους ακόμη τους περιμένουμε!), θέλουμε εμίρηδες, θέλουμε χρυσό ...

 Έχω ξαναγράψει σχετικά σχόλια και μάλιστα και για τη Βικελαία που τη θεωρώ πραγματικά ναό της γνώσης (Βιβλιοθήκες σε κίνδυνο και Βιβλιοθήκες σε κίνδυνο (2) ή Βιβλιοθήκες και ... ανάπτυξη). Εκεί είναι οι κήποι, οι ναοί...

Διαβάζω στην Κρητική Εστία του 1950 άρθρο για τη Βικελαία Βιβλιοθήκη. Διευθυντής ήταν τότε ο Νίκος Σταυρινίδης (αναφορά από προσωπική εμπειρία γνωριμίας μαζί του έχει ο Αντ. Χελιδώνης στο ιστολόγιό του Εδώ είμαστε), η βιβλιοθήκη είχε τότε 17.000 τόμους. Στο τεύχος του Απριλίου 1967 πάλι στην Κρητική Εστία σε άρθρο για τις βιβλιοθήκες της Κρήτης αναφέρεται ότι η Βικελαία είχε τότε 51.800 τόμους βιβλίων! Εκεί είναι οι κήποι, οι ναοί...

Αντιγράφω ολόκληρο το άρθρο του Κώστα Ανδρικάκη γιατί πιστεύω ότι είναι ζήτημα αντίληψης η αντιμετώπιση των βιβλιοθηκών. Η Εθνική Βιβλιοθήκη όταν δημιουργήθηκε το 1829 περίπου ονομάστηκε Αποθήκη βιβλίων, όμως ήταν αυτός τότε ο ρόλος της, να συγκεντρώσει, να διαφυλάξει και να προστατεύσει τον παραγόμενο πνευματικό πλούτο στην επαναστατημένη Ελλάδα. Σήμερα, αυτό που λέγεται βιβλιοθήκη κάποιοι το εννοούν πολύ συχνά αποθήκη, δίνοντας τη σημασία του (σχεδόν) άχρηστου, αντιοικονομικού, ασύμφορου και τέλος πάντων όχι απαραίτητου ή αναγκαίου για άμεση χρήση! Είναι θέμα παιδείας κύριοι! Πού είναι οι κήποι, οι ναοί;

  Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr

Νέο κυνηγητό από τους δημοτικούς άρχοντες στους θησαυρούς της Βιβλιοθήκης του Ηρακλείου!

Βγάζουν τα βιβλία από την Αντιστάσεως (και αναζητούν αποθήκες στα …προπονητήρια του Παγκρητίου Σταδίου!),

επειδή έφυγε το Δημοτολόγιο και θέλουν να ξενοικιάσουν το κτίριο.

Κι όμως, έστω τώρα, θα μπορούσαν να αναπτύξουν τις βιβλιοθήκες σε όλο το οικοδόμημα, μέχρι να μεταφερθούν στο μέγαρο Αχτάρικα…

Τελικά οι άρχοντες αυτής της πόλης και οι συν αυτοίς φαίνεται ότι είναι διακηρυγμένοι εχθροί της γνώσης και του πολιτισμού… Και αυτή την απέχθεια τη δείχνουν πρώτα απ’ όλα με τη στάση τους απέναντι στην πολυτιμότερη κληρονομιά της πόλης, τους θησαυρούς της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης.

Δεν έφταναν οι ταπαλαιπωρίες και η συρρίκνωση της Βιβλιοθήκης επί 7 χρόνια, δεν αρκούσε η υποτίμηση του τεράστιου έργου της, αναγνωρισμένου όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο, δεν σταματούν στον κίνδυνο που έθεσαν επί τόσα χρόνια τις σπουδαίες βιβλιοθήκες του Βικέλα, του Ελύτη, της Έλλης Αλεξίου και τόσες άλλες που ήταν πεταμένες στα υπόγεια, παρέα με τα τρωκτικά. Τώρα ο δήμος σπεύδει να βγάλει τα πολύτιμα βιβλία από τις αποθήκες, που έστω “κρύβονται”, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί το μέγαρο των Αχτάρικων! Ήδη ο αρμόδιος για τη δημοτική περιουσία αντιδήμαρχος Βαγγέλης Σισαμάκης έδωσε εντολή να φύγουν τα βιβλία από το κτίριο της λεωφόρου Αντιστάσεως, καθώς μετά τη μεταφορά του Δημοτολογίου στη στέγη του, στην πλατεία Δασκαλογιάννη, ο δήμος επιθυμεί να το ξενοικιάσει και να γλιτώσει χρήματα…

Ο αντιδήμαρχος της δημοτικής περιουσίας ξαφνικά εμφανίστηκε μέσα στη χορεία των “υπευθύνων” για τη Βικελαία, καλύτερα για την έξωση των βιβλίων της , κι έδωσε εντολή να αδειάσει άμεσα το κτίριο, χωρίς όμως να δώσει και λύση τι θα γίνουν τα βιβλία…

Τώρα για τους υπό έξωση (...) θησαυρούς της Βιβλιοθήκης αναζητείται και πάλι προσωρινός χώρος αποθήκευσης… Ο υπεύθυνος του δήμου για το Παγκρήτιο Στάδιο, Δ. Τσιράκος, προς το οποίο τέθηκε πρόταση μεταφοράς, αρνείται να τα δεχτεί, καθώς ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν χώροι. Ούτως ή άλλως, τι γυρεύουν ο Βικέλας, ο Ελύτης, η Αλεξίου στα προπονητήρια ενός σταδίου;

Μια άλλη πρόταση τέθηκε για τη μεταφορά στο Πολιτιστικό Κέντρο. Εκεί όμως άλλος δημοτικός υπεύθυνος, ο Π. Αναστασάκος, αρνήθηκε, με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν έτοιμοι χώροι. Προφανώς το Πολιτιστικό δεν είναι για τη γνώση και τον πολιτισμό, ούτε για προσωρινή αποθήκευση…

Και μόνο η κίνηση αυτή αποδεικνύει ότι τελικά το κτίριο της Αντιστάσεως, που είχε εξευρεθεί το 2006 για να στεγάσει τη Βικελαία, αλλά τελικά με άκομψο και περίεργο τρόπο δόθηκε για το Ληξιαρχείο και το Δημοτολόγιο, και απλά στα υπόγειά του αποθηκεύτηκαν δεκάδες χιλιάδες τόμοι σπάνιων βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, ουδέποτε ήταν προτεραιότητα ως προσωρινή στέγη της Βικελαίας… Τώρα που οι ισόγειοι χώροι απελευθερώθηκαν, αντί ο δήμος να αναπτύξει σε όλο το οικοδόμημα τους θησαυρούς, μέχρι την τελική μεταφορά τους στον φυσικό τους χώρο, το μέγαρο Αχτάρικων, προχωρεί σε διωγμό βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών…
Η ιδιοκτησιακή αντίληψη…
Φυσικά η στάση αυτή δεν προκαλεί απορίες. Είναι η ίδια αντίληψη που οδήγησε στα υπόγεια, παρέα με τα ποντίκια, την πολιτιστική κληρονομιά του Ηρακλείου. Είναι η ίδια αντίληψη που εξέφραζαν ο δήμαρχος και οι συνεργάτες του, “τι μας αποφέρει οικονομικά ή Βικελαία”; ή “τι μας χρειάζεται σήμερα σε περιόδους ισχνών αγελάδων;”… Λες κι ένας λαός για να “σηκωθεί” όρθιος πρέπει να υποτιμήσει τη γνώση και την ιστορία, κι όχι να στηριχτεί ακριβώς σ’ αυτά τα στοιχεία…

Είναι η ίδια αντίληψη που βάζει “τον πολιτισμό του φραπέ” πάνω από τη γνώση, την ιστορία, τον πολιτισμό… Η ίδια αντίληψη που επιβάλλει, με συνοπτικές διαδικασίες, ότι τα ισόγεια, η βιτρίνα του κτιρίου της Βικελαίας, δεν θα δοθούν για τη Βιβλιοθήκη, αλλά για τη στέγαση καφέ και μπαρ…

Είναι η λογική των “εμπορείων”, όπως έγραφε από τις στήλες της “Π” πριν 50 και πλέον χρόνια ο μακαρίτης Κωστής Φραγκούλης, διαμαρτυρόμενος για την ανάλογη συμπεριφορά της τότε δημοτικής αρχής προς τη Βιβλιοθήκη…

Είναι -επιπλέον- η “ιδιοκτησιακή” αντίληψη πολλών δημοτικών παραγόντων απέναντι στα πράγματα της πόλης. Που θεωρούν ότι μπορούν να διαχειρίζονται ακόμη τα θέματα του Μεγάλου Κάστρου ως να ήταν της προσωπικής επιχείρησής τους… Είναι, τέλος, η ίδια εξοργιστική αντίληψη που υπαγορεύει στ΄αυτιά τοπικών δημοσιογράφων “επιχειρήματα” του τύπου “τόσα χρόνια στα υπόγεια του Αχτάρικα λειτουργούσε μπουζουκομάγαζο, τώρα μας ενοχλούν τα καφέ;”…