Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Σταγκουράκη. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Σταγκουράκη. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Αυτούς τους έχω βαρεθεί: Η Έλενα Σταγκουράκη στον Βολφ Μπίρμαν

Δεν μπορώ τις κτητικές αντωνυμίες,
τις αργόσυρτες και ψεύτικες θωπείες
που σε νούμερα αστρικά στριφογυρνάνε.
Δεν μπορώ τα γλυκερά τους τα λογάκια,
καρουζέλ με χίλια μύρια αλογάκια
που επάνω σου μεμιάς όλο χυμάνε.
[...]
Δεν μπορώ ούτε το εμπόριο της ελπίδας

για φτερά σαν δράκου και όχι χρυσαλίδας,
ενώ τα άδικα πιστά σου μεσιτεύει.
Δεν μπορώ τις πρωινές τους υποσχέσεις
που το βράδυ καταντούν υπεξαιρέσεις -
φαύλος κύκλος που ολοένα και θεριεύει. 

Το παραπάνω ποίημα της Έλενας Σταγκουράκη (από την πρόσφατη συλλογή της «Εντός, εκτός και επί τα αυτά», εκδ. Σμίλη, 2023, μια ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση, με το έργο «Ερωτόκριτος» της Σοφίας Δατσέρη στο εξώφυλλο) έχει τον τίτλο "Die hab' ich satt". Όπως σημειώνει στο τέλος, ο τίτλος είναι ίδιος με τραγούδι του Βολφ Μπίρμαν που στα ελληνικά αποδόθηκε «Αυτούς τους έχω βαρεθεί» από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ και μελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο, περιλαμβάνεται δε στον δίσκο «Πολιτικά τραγούδια» σε πρώτη εκτέλεση από τη Μαρία Δημητριάδη.


[...]
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

[...]

Με κέντρισε το ποίημα της Έλενας Σταγκουράκη, φέρνοντας στο νου τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» του Μπίρμαν (ή τον ίδιο τον Μπίρμαν για κάποιους; εδώ θα σταθώ μόνο στα λόγια του τραγουδιού, όπως τα προσλαμβάναμε πριν από κάποιες δεκαετίες, αλλά που είναι πάλι - ή μάλλον διαρκώς; - επίκαιρα), αλλά θα έλεγα και πιο κοντά ίσως τον ανθρωπάκο του Λευτέρη Παπαδόπουλου (μελοποίηση Χατζηνάσιου) που θέλει να ξεφύγει, να ζήσει ελεύθερος, «δίχως ταυτότητα πια», όπως μας τον θύμισε η Μάρω Δούκα στο τελευταίο βιβλίο της Φελιτσιτά.

Μία ζωή με κρατάν, με κουνάν μ' ένα σπάγγο.
Λόγια, σχολειά, μέρα νύχτα δουλειά και στον πάγκο.


λέει ο «φτωχός κουρασμένος σκυφτός ανθρωπάκος» του Παπαδόπουλου, και

δεν μπορώ τις χλιαρές τους χειραψίες
τις αβρές κι όλο μέλι φωταψίες


συμπληρώνει θαρρείς η Σταγκουράκη. 

Κι άλλα ποιήματα ξεχώρισα στη συλλογή, τούτο όμως για μένα το πιο ξεχωριστό.

Η Έλενα Σταγκουράκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, ενώ κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά (εδώ σε παλιότερες αναρτήσεις αναφορά κάποιων μεταφράσεών της). Στα ποιήματά της έχει συχνά ομοιοκατάληκτους στίχους που δημιουργούν διάθεση παιχνιδίσματος, όπως στο «Μάθημα θεατρικής μετάφρασης»

Η Μετάφραση για μένα
είναι θαύμα, μέγα κι ένα!
Ούτε και θα την προδώσω,
μην τυχόν και σε θυμώσω!


αλλά, σε κάθε περίπτωση, πάντα κάτι έχει να πει, όπως στο «Η εαυτή»:

Μήτε Γερμανίδα
μήτε Ρωμιά

[...]
από προϊστορίας, ετικέτες!
Προτιμώ το "εαυτή!"

ή στο «Πατρίδες Ι»:

[...]
μια πατρίς προσμένει άλλη
γνώριμη μαζί και ξένη,
δε χωλαίνει, δεν κουτσαίνει,
τούτη κιόλας χαιρετάει -

την πατώ, δεν με πατάει.


Έτσι γράφει η Έλενα Σταγκουράκη, η Κρητικιά, όπως ομολογεί με πικρόχολη διάθεση στο Πατρίδες ΙΙ:

Κρητικιά είσαι, ποτέ σου Αθηναία
δεν υπήρξες.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Η ζωή είναι γλώσσα και λέξεις: Οι ξένες λέξεις, του Βασίλη Αλεξάκη



Έχει νόημα να μάθει κανείς μια ξένη, μικρή και άγνωστη γλώσσα; Ο Βασίλης Αλεξάκης τόλμησε, δοκίμασε, έμαθε μια τέτοια γλώσσα και μας το διηγείται στο βιβλίο του Οι ξένες λέξεις (Εξάντας, 2003). Ο Αλεξάκης περιγράφει όχι μόνο πώς έμαθε την ξένη γλώσσα, αλλά κύρια πώς, μέσα από μια ξένη γλώσσα, μαθαίνει κανείς για τον τόπο και τους ανθρώπους που την ομιλούν. Και δεν μαθαίνει μια γνωστή "μεγάλη" ξένη γλώσσα, αλλά μια γλώσσα σπάνια, τη γλώσσα σάνγκο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Είναι γλώσσα από αυτές που ομιλούνται όλο και λιγότερο, που εξαφανίζονται, από μια χώρα με πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που χρονίζουν παρά τις υποτιθέμενες συμφωνίες ειρήνης (ήδη τις τελευταίες ημέρες ακούσαμε για δεκάδες νεκρούς από συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων μέσα στη χώρα).

Έτσι, μαζί με τον Αλεξάκη, δίνεται η ευκαιρία και σε μένα την αναγνώστρια, σε κάθε αναγώστη, να μάθουμε για τη μακρινή αυτή αφρικανική χώρα, για την πρωτεύουσα Μπάγκι, για τον ποταμό που τη διαρρέει Ουμπάγκι, για τη γλώσσα σάνγκο, για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για την πολιτική ζωή, για την ιστορία, για τους Γάλλους αποικιοκράτες. Και για τη γλώσσα, για την τοπική γλώσσα που δεν επιτρέπεται όμως στα παιδιά ούτε να τη μαθαίνουν, μα ούτε καν να τη μιλούν. Ο δάσκαλος του λέει:

«Την περίοδο της αποικιοκρατίας οι δάσκαλοι τιμωρούσαν τα παιδιά που μιλούσαν σάνγκο στο σχολείο κρεμώντας τους ένα κόκκαλο στο λαιμό. Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια. Η πολιτική ηγεσία παραμένει πεπεισμένη ότι η Κεντρική Αφρική έχει ανάγκη τα γαλλικά για να μπορέσει να αναπτυχθεί. Περνάμε στους μαθητές την άποψη ότι η μητρική τους γλώσσα ανήκει στο παρελθόν».

Πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Αλεξάκη είναι ο συγγραφέας Νικολαίδης, που ήρθε στο Παρίσι από την Ελλάδα κι έμεινε τελικά μόνιμα, γυρνώντας πίσω μόνο σαν επισκέπτης. Με την ευκαιρία, αναφέρεται και στα συμβόλαια που υπογράφουν οι συγγραφείς με εκδοτικούς οίκους μέσω των ατζέντηδων και στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν με αυστηρές προθεσμίες κτλ., με αντάλλαγμα μηνιαία αντιμισθία. (Αντίστοιχα, το ίδιο βρήκα και στον ήρωα της Μαλακατέ στο τελευταίο της βιβλίο, το Σχέδιο). Το βιβλίο δείχνει αυτοβιογραφικό, κι έτσι το νιώθεις από τις πρώτες σελίδες, κι ας δίνει άλλο όνομα στον ήρωα, Νικολαϊδης.

Μαθαίνει με τη βοήθεια λεξικού. Και βρίσκει έναν δάσκαλο για βοήθεια. Πηγαίνει στο Μπάγκι, μένει δυο βδομάδες, συναντά ανθρώπους, μαθαίνει πώς ζουν, βλέπει από κοντά την επίδραση των Γάλλων. Γνώρισε και τον τελευταίο Έλληνα στη χώρα, Σκαρβέλης από τη Μυτιλήνη.

Στο βιβλίο περιγράφει χαρακτηριστικά της γλώσσας σάνγκο, π.χ. η άρνηση (δεν) μπαίνει στο τέλος της πρότασης (πεπε), υπάρχουν επιδράσεις από τα γαλλικά, η μόνη ελληνική λέξη είναι η λέξη πολιτική, έχει τονισμούς με βαρεία, οξεία, μεσαία, και ανάλογα με τον τονισμό αλλάζει ο ήχος της λέξης και αλλάζει η σημασία, για τον πληθυντικό βάζουν ένα α στην αρχή τις λέξης κτλ. Μπαμπα λένε όταν απευθύνονται σε άντρα για την εκδήλωση συμπάθειας, ευγνωμοσύνης, ευχαρίστησης.

Οι τόνοι δεν είναι λιγότερο σημαντικοί από τα φωνήεντα, του λέει ο δάσκαλος. «Η διαφορά ύψους ανάμεσα σε δύο βαθμίδες δεν είναι προκαθορισμένη, όπως στη μουσική... Οι τόνοι παράγουν κάποια μελωδία...». Κι όταν δεν έχουν καλή γνώση των τόνων οι άνθρωποι, συνεχίζει ο δάσκαλος, «η γλώσσα γίνεται όλο και πιο πεζή, όλο και πιο ανιαρή, χάνει σιγά-σιγά το κέφι της».

Κι ο Αλεξάκης ενθουσιάζεται με τις λέξεις που έχουν μουσική, όπως η λέξη πουπουλενγκε που αποδίδει τη γυναίκα με αρνητική σημασία, τη ζωηρή, την τσούλα (αντίστοιχη ίσως της γαλλικής petasse και της αγγλικής bitch).

Στα σάνγκο χρησιμοποιούν όργανα του σώματος για να εκφραστούν – αντί μ’ αρέσεις, λένε αρέσεις στα μάτια μου (μο νζερε να λε τι μπι), βοηθώ λένε δίνω το χέρι, αγκαλιάζω λένε κρατάω επάνω στο σώμα μου, συλλογίζομαι λένε ψαύω την καρδιά μου!!!

Κάποιες λέξεις δεν υπάρχουν, όπως ας πούμε το χιόνι. Και τη Χιονάτη, αλήθεια, πώς να την πουν, πώς να διηγηθούν το παραμύθι στα παιδιά, αναρωτιέται ο συγγραφέας, αναρωτιέμαι κι εγώ, μα πάλι, αυτοί έχουν άλλα παραμύθια, πολλά παραμύθια... (Αξίζει εδώ ν' αναφερθώ εδώ σε ένα ορολογικό ζήτημα που συναντήσαμε στην τυποποίηση. Στις ομάδες των ιθαγενών του Καναδά, το χιόνι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής τους ζωής και για το λόγο αυτό έχουν ενδιαφέρον για την ιδιαίτερη φύση του χιονιού και τις αλλαγές του, ενώ έχουν επίσης αναπτύξει ένα πολύ ειδικό ορολόγιο για τους διάφορους τύπους χιονιού. Αντίθετα, για μια τροπική χώρα, όπου δεν υπάρχει χιόνι, οι ιδιαίτερες μορφές χιονιού δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον και δεν υπάρχει ονομασία όχι για τις ιδιαίτερες μορφές αλλά συχνά ούτε καν για την έννοια χιόνι. Εξάλλου, και στην ελληνική δεν υπάρχουν αντιστοιχίες στις διάφορες αυτές μορφές χιονιού. Αυτό είναι και ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα των ζητημάτων εναρμόνισης και ισοδυναμίας εννοιών και όρων ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες.)

Έχει ενδιαφέρον όταν ερωτάται ο δάσκαλος πώς δημιουργούν ένα νέο όρο:

Αφήνω να με οδηγήσει η εξέλιξη της γλώσσας. Απλά επιταχύνω την πορεία της. Η λέξη σεντα, «επιστήμη», συναντάται σε πολλές σύνθετες λέξεις. Αυτό μου επέτρεψε να προσθέσω τους όρους σεντα-μπε, «καρδιολογία», σεντα-νγκου, «υδρολογία, σεντα-νγκου-Νζαπα, «βροχομετρία», σεντα-Νζαπα, «θεολογία». Δουλεύω σε συνεργασία με δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς του Μπαγκί, οι οποίοι υποβάλλουν τους νεολογισμούς στην έγκριση του κοινού τους.

Δείχνει εύκολη γλώσσα να μάθεις να τη διαβάζεις, ίσως και να την ομιλείς, όχι βέβαια να την καταλαβαίνεις όταν τη μιλούν οι άλλοι. Πάντως, στο τέλος είχα αρχίσει κι εγώ να καταλαβαίνω κάποιες φράσεις.

Όσο για τις διατροφικές συνήθειες, αγαπημένο κρέας είναι το κρέας του ιπποπόταμου, ενώ του έδωσαν να δοκιμάσει και πύθωνα. Το ψάρι καπιτάνι είναι το αγαπημένο τους ψάρι. (Στο λεξικό της γλώσσας σάνγκο του Daniel Weston, διαβάζω ότι kapitani είναι είδος πέρκας, capitaine στα γαλλικά.)

Και να πώς περιγράφει τη ζωή στην πόλη, το Μπαγκί, τη φτώχεια των κατοίκων της:

Δεν σου περνάει συνήθως απ’ το μυαλό, όταν έχεις στην κατοχή σου τέσσερις πασσάλους μήκους ενάμισι με δύο μέτρων, μερικές τάβλες και χαρτόνια περιτυλίγματος, ότι είσαι ιδιοκτήτης ενός σπιτιού. Κι όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Κατά μήκος των δρόμων του Μπαγκί πολλές οικογένειες, χιλιάδες οικογένειες σίγουρα, μένουν σε υπόστεγα τόσο ευτελή. Την πρόσοψή τους καλύπτει έναα πανί ή ένα πλαστικό. Είναι σπίτια που δεν σου επιτρέπουν να κάνεις μεγάλα όνειρα. Χρησιμεύουν μόνο για κοιτώνες. Οι κάτοικοί τους ζουν στο ύπαιθρο. Πλένονται στο δρόμο, μαγειρεύουν στο δρόμο, τρώνε στο δρόμο...

Όλα γραμμένα στα γαλλικά, πουθενά σάνγκο δεν βλέπει. Ο Σάμι, ένας ντόπιος συγγραφέας που κάποτε ήταν και υπουργός, του λέει:

Κανείς μας δεν έμαθε ποτέ να γράφει τη γλώσσα μας. Δεν υπάρχουν σχολικά βιβλία στα σάνγκο, οι δάσκαλοί μας δεν έχουν εκπαιδευτεί για να τα διδάσκουν... οι πολιτικοί μας δεν είναι διατεθειμένοι να τα υποστηρίξουν... Απαγορεύοντας τη διδασκαλία των σάνγκο περιορίζουν την ελευθερία του λόγου... Σύμφωνα με ένα πείραμα που είχα κάνει όταν ήμουν στο Υπουργείο, τα παιδιά που διδάσκονται τα σάνγκο παράλληλα με τα γαλλικά γίνονται καλύτερα στα γαλλικά από αυτά που δεν μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα...



Στην ομιλία που έκανε στο Πνευματικό Κέντρο, ένας φοιτητής τον κορόιδεψε:

Μιλάτε για τις γλώσσες με θαυμαστή ψυχραιμία. Ξεχνάτε ότι τα γαλλικά υπήρξαν το όργανο της υποδούλωσής μας; Ότι δεν έπαψε ποτέ αυτή η γλώσσα να μας δασκαλεύει ότι ο πολιτισμός μας δεν άξιζε σπουδαία πράγματα, ότι ήμασταν υπανάπτυκτοι; Κι ότι κατάφερε να μας πείσει, εφόσον εξακολουθούμε να διαιωνίζουμε τις απόψεις της; Δεν πάνε πολλά χρόνια που τελείωσα το σχολείο για να έχω ξεχάσει την τιμωρία που μου επέβαλαν όταν με έπιασαν να μιλάω σάνγκο στην αυλή. Δεν μου έδεσαν κανένα κόκαλο στο λαιμό, όπως συνηθιζόταν παλιότερα, με υποχρέωσαν όμως να γράψω χίλιες φορές «Δεν θα ξαναμιλήσω σάνγκο». Δεν μπορώ ν’ αγαπήσω μια γλώσσα που με αναγκάζει να σιωπώ.

Κι όταν η γυναίκα του Γάλλου πρέσβη ρώτησε αν είναι αληθινή γλώσσα τα σάνγκο, πήρε την απάντηση από τον συγγραφέα:

Μπορεί να μην είναι αληθινή γλώσσα, κυρία μου, αλλά τη χρησιμοποιούμε εδώ και τόσο καιρό που δεν μας απασχολεί πια αυτό το θέμα.

Εκφράζει την αγωνία, τον πόνο των ντόπιων που χάνεται η γλώσσα τους, θέλουν να πάρουν πρωτοβουλίες, να γράψουν κάτι στη γλώσσα τους. Γιατί, λέει ο συγγραφέας, «οι λαοί που έχασαν τη γλώσσα τους είναι ανίκανοι να προστατέψουν τον εαυτό τους».

Ας μεταφέρω εδώ λίγα σάνγκο, ξεκινώντας από το κοντορο-βα που θα πει αποικία, κατά λέξη "χώρα υπηρεσίας".

Και λίγα ακόμη:

σινγκιλι μινγκι   →   ευχαριστώ
γκουε νζονι   →   πήγαινε καλά (να είσαι καλά)
μπι γιε μο μινγκι   →   σαγαπώ πολύ
μο νζερε να λε τι μπι   →   αρέσεις στα μάτια μου (μου αρέσεις)
μπε τι μπι α γιεκε τι μο   →   η καρδιά μου σου ανήκει
ντολι     →  ελέφαντας 
αντολι    →   ελέφαντες
μπε    →  καρδιά
μπεαφρικα    →  κεντροαφρικανική δημοκρατία
νγκου τι νζαπα    →   βροχή
κεκερεκε    →   αύριο
γκι    →   μόνο
γκιριρι    →   άλλοτε
λο    →  αυτός
πεπε    →   δεν
αουε πεπε    →   δεν τελείωσε
μπασαμπαρα    →   επτά

Και τώρα να συστηθούμε κύριε Αλεξάκη:

μπι κατερινα   →   εγώ Κατερίνα
μο βασιλης   →   εσύ  Βασίλης

Διαβάζοντας το βιβλίο του Αλεξάκη, δεν μπορώ να μη σκεφτώ και άλλα γραφτά για τη γλώσσα και τις λέξεις, λίγα για την ώρα, απλές αναφορές για γλώσσες.

Για τις γλώσσες που σβήνουν, όπως τα αρβανίτικα που δοκίμασε να μιλήσει στη γλώσσα των γονιών του ο νέος (και γι' αυτό ακόμη πιο σπουδαίο το εγχείρημά του) Δημοσθένης Παπαμάρκος στο Γκιακ, θέλοντας να κρατήσει λίγα στοιχεία όχι μόνο της ίδιας γλώσσας αλλά του πολιτιστικού και ιστορικού στοιχείου που κουβαλάει.

Ή καλύτερα, για γλώσσες που απαγορεύονται, απαγορεύεται το ομιλείν, όπως επιγράφει το βιβλίο του ο Σλοβένος συγγραφέας Μπόρις Πάχορ, αναφερόμενος στις απαγορεύσεις των Σλοβένων της Τεργέστης από τους Ιταλούς.

Όπως έγινε και με τα γκρέκο ή γκρεκάνικα της Καλαβρίας και των άλλων περιοχών της Κάτω Ιταλίας για τα οποία η φίλη γλωσσολόγος Μαριάννα Κατσογιάννου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, έκανε μια ωραία τοποθέτηση στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, με την ανάρτηση Οι Ποτέμκιν της Μεγάλης Ελλάδας (της Μαριάννας Κατσογιάννου).

Σε πρόσφατη ανάρτηση του ηλεκτρονικού περιοδικού Νέον Πλανόδιον, διαβάζω το άρθρο "Η μετανάστρια γλώσσα" της Χιλιανής ποιήτριας και εικαστικού Σεσίλια Βικούνια (σε μετάφραση από την Έλενα Σταγκουράκη, το αγγλικό κείμενο εδώ) με αφορμή τη συμμετοχή της στη documenta 14 στην Αθήνα. Παρότι δεν συμφωνώ με την ετυμολογία που χρησιμοποιεί για τη λέξη immigrant, αλλά την αποδέχομαι ως αφορμή ποιητικής ερμηνείας ενός κοινωνικού φαινομένου, ξεχωρίζω τις αναφορές της στη γλώσσα και τις λέξεις για να ερμηνεύσει αισθήματα, φαινόμενα και καταστάσεις. Η ζωή είναι γλώσσα, λέει και παραπέμπει στον Οκτάβιο Παζ:

Δεν βλέπω με τα μάτια:
Μάτια μου, οι λέξεις.


Έργο της Cecilia Vicuña (Πηγή εδώ)

Αυτό δοκίμασε και ο Βασίλης Αλεξάκης μαθαίνοντας τη γλώσσα σάνγκο. Η ζωή είναι γλώσσα και λέξεις. Ή, πάλι όπως το είπε ο Οκτάβιο Παζ:

Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

«Κόμποι και λόγων ευμορφία»: η γλώσσα της λογοτεχνίας από την πλευρά μιας αναγνώστριας


 «Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια», είπε ο Οδυσσέας Ελύτης στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ στις 8 Δεκεμβρίου 1979, και νομίζω αυτές οι λέξεις ορίζουν και τη σχέση λογοτεχνίας και γλώσσας. Η γλώσσα, οι αρετές, η ομορφιά και το ήθος της, είναι οι έννοιες που διατρέχουν όλη την ομιλία αλλά και όλο το έργο του Έλληνα ποιητή, εξάλλου «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» τραγούδησε στο Άξιον Εστί. 

Το θέμα μας, λοιπόν, είναι η σχέση γλώσσας και λογοτεχνίας. Θα ήθελα, ξεκινώντας, να αιτιολογήσω το πρώτο μέρος του τίτλου της παρουσίασής μου, «Κόμποι και λόγων ευμορφία». Η φράση προέρχεται από τον Κύκλωπα του Ευριπίδη (στ. 317), όπου ο Πολύφημος ομολογεί στον Οδυσσέα ότι προτιμά τις υλικές απολαύσεις αντί για … λόγια του αέρα, λέγοντας «ὁ πλοῦτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός, / τὰ δ᾽ ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφία», [1] Οι φιλόλογοι μπορεί να βρουν και βαθύτερο νόημα στους στίχους αυτούς, μπορεί ο Ευριπίδης να ήθελε να τονίσει τη δύναμη των λέξεων με τα λόγια που βάζει στο στόμα του Κύκλωπα.[2] Η δική μου συνάντηση με τη συγκεκριμένη φράση έγινε στον Κωστή Παλαμά και συγκεκριμένα σε πρόσφατη έκδοση με τίτλο «Κωστής Παλαμάς: σημειώματα στο περιθώριο» (Στιγμή, 2017), όπου περιέχονται σημειώματα που έγραφε ο ποιητής στα περιθώρια των βιβλίων που διάβαζε, καθώς και «σιγοκουβεντούλες με τον εαυτό του», όπως λέει ο ίδιος. Σε ένα τέτοιο σημείωμα, αρ. 123 στο βιβλίο, που έχει ως θέμα την ουσιαστική αντιμετώπιση της δημοτικής γλώσσας και του δημοτικισμού, γράφει ο Παλαμάς:

«Δημοτική γλώσσα και δημοτικισμός έξω από τους ανθρώπους του λόγου που τη μεταχειρίζονται γράφοντάς την δειλά, τολμηρά, σοφά, κομπογιαννίτικα, μισά, ακέρια, όλοι, με την αξιοτίμητη πρόθεση να κάμουν έργο ομορφιάς ή έργο κοινωνικής ωφέλειας ή και τα δύο μαζί […] δεν υπάρχουν, αέρας φρέσκος είναι

Και καταλήγει το σημείωμά του:

«Δοξολογίες από τη μια μεριά για τη δημοτική γλώσσα κι αναθέματα από την άλλη μεριά, δεν ξέρω ποιων μαλλιαρισμών και ποιων ψυχαρισμών, τι νόημα έχουν δεν καταλαβαίνω. Κόμποι και λόγων ευμορφία, θα έκραζε ο αρχαίος εκείνος μαλλιαρός, ο Ευριπίδης».

Στην προσπάθεια να συμμαζέψω τις λέξεις μου πιο κοντά στον υπότιτλο της παρουσίασης, «η γλώσσα της λογοτεχνίας από την πλευρά μιας αναγνώστριας», επέλεξα να αναφερθώ επιγραμματικά σε μερικά ζητήματα που μπορεί να προβληματίζουν τους αναγνώστες και για τα οποία οι συγγραφείς συνομιλητές θα μπορούσαν ίσως να εκφράσουν κάποιες σκέψεις τους.

Στην Ορολογία, αλλά και στα άλλα επιστημονικά πεδία λέμε πως η γλώσσα είναι μέσον επικοινωνίας[3], όμως ο ποιητής μας διορθώνει όμορφα, υποδεικνύοντας ότι η γλώσσα «συμβαίνει ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών».[4] Η γλώσσα έτσι κι αλλιώς δεν είναι ένα ουδέτερο μέσον επικοινωνίας, αλλά έχει πολιτισμικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ενώ διαμορφώνεται από κοινωνικές, πολιτικές και άλλες καταστάσεις, όπως θα δούμε και παρακάτω. 

Τι είναι η γλώσσα και οι λέξεις για τους λογοτέχνες; Και πολύ περισσότερο ίσως για τους ποιητές; 

«Δοκίμασα λέξεις ανεκτίμητες», είπε ο ποιητής Κώστας Πασβάντης.[5]

«Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις / λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις», είπε ο Οκτάβιο Πας.[6]

«Η ζωή είναι γλώσσα και λέξεις», λέει ο Βασίλης Αλεξάκης στο «Οι ξένες λέξεις».[7]

Τι θα πει λογοτεχνικότητα και πώς η γλώσσα επηρεάζει ή και καθορίζει τη λογοτεχνική ποιότητα ή την ποιοτική λογοτεχνικότητα ενός κειμένου;

«Η όποια λογοτεχνικότητα του κειμένου μόνο μέσω της γλώσσας θα μπορούσε να υποστηριχθεί», λέει η Μάρω Δούκα για να υποστηρίξει τον τρόπο που δένει τη μυθοπλασία στα έργα της δίνοντας και το στίγμα της διάκρισης των χρήσεων της γλώσσας για τη συγγραφή ενός απλού και ενός λογοτεχνικού κειμένου.[8] Η λογοτεχνικότητα, λοιπόν, ορίζεται και υποστηρίζεται από τη γλώσσα; Να ένα ερώτημα για συζήτηση. Από την άλλη, ορμώμενη από τον όμορφο στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», ακόμη κι αν ο ποιητής τον απηύθυνε σε συγκεκριμένη γυναίκα, μπορούμε να πούμε ότι οι λογοτέχνες μας χαρίζουν τις λέξεις τους για να απολαύσουμε το έργο τους· για να δημιουργήσουν όμως αυτό το έργο χρειάζονται να αφουγκράζονται τον παλμό του έξω από αυτούς κόσμου, να συνομιλούν με τον κόσμο, με την εποχή και την ιστορία του.

Διάβασα σε μια πρόσφατη ανάρτηση ενός ιστολογίου: «το βιβλίο στο πρωτότυπο είναι πολύ καλογραμμένο, με γλώσσα και ροή που σπάνια συναντάς στην επιστημονική φαντασία. Είναι κρίμα λοιπόν που τόσο το αδικεί η ελληνική εκδοχή του και στερεί τη λογοτεχνική απόλαυση». Η λογοτεχνική απόλαυση ή η απόλαυση του λογοτεχνικού κειμένου, λοιπόν, είναι μια έννοια απαραίτητη για τους αναγνώστες, με τη γλώσσα να παίζει τον καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή καταρχάς του έργου ως αναγνώσματος, συχνά ανεξάρτητα και από την αποδοχή ή όχι του περιεχομένου του. Κι εδώ προκύπτει ένα ερώτημα αν αυτό μπορεί να συμβαίνει, αν δηλαδή μπορούν να διαφοροποιούνται στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα η γλώσσα (ύφος κτλ.) από το περιεχόμενο.

Ως αναγνώστρια, έρχομαι σ’ επαφή, κατανοώ, θαυμάζω, απολαμβάνω, αντιδρώ για ένα έργο μέσα από τη γλώσσα στην οποία το διαβάζω. Αν πρόκειται για έργο στη μητρική γλώσσα, ισχύουν τα παραπάνω, γνωρίζομαι δηλαδή απευθείας και κατά κάποιο τρόπο επικοινωνώ με τον ή τη συγγραφέα που γράφει στη γλώσσα μου. Τι γίνεται όμως στα μεταφρασμένα; Σε αυτά, οπωσδήποτε βλέπω τη δομή, την πλοκή, την ιστορία του έργου· τη γλώσσα όμως; Εδώ, μεσολαβεί ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια, και επομένως ο ρόλος της ίδιας της γλώσσας – γλώσσας-πηγής και γλώσσας-στόχου – είναι καθοριστικός ώστε να μπορεί να μεταφέρεται η αλήθεια του πρωτότυπου έργου, αλλά και η μαγεία του, η μαγεία που μπορεί να κρύβεται πίσω από λέξεις και πίσω από νοήματα.[9]

Σχετικό ζήτημα και ζητούμενο είναι η ποιότητα της μετάφρασης, πράγμα που σχετίζεται με την απόλαυση του ίδιου του κειμένου (μεταφράσματος), αλλά και με την πιστότητα, την ακρίβεια, την ορθότητα και άλλων χαρακτηριστικών του μεταφράσματος ως προς το πρωτότυπο (για τα οποία, βέβαια, δεν είμαι αρμόδια να μιλήσω όταν η μετάφραση αφορά λογοτεχνικό έργο). Εδώ όμως μπορεί συχνά να απαιτείται ειδική προσπάθεια από τους μεταφραστές, ώστε να αποδίδεται σωστά το έργο. Σε βιβλίο μεταφρασμένο από τα γερμανικά, υπάρχει αναφορά σε «ορυχείο εξόρυξης χάλυβα», πράγμα που είναι λάθος, αφού ο χάλυβας δεν εξορύσσεται σε ορυχείο, όπου εξορύσσονται τα μεταλλεύματα σιδήρου, αλλά είναι κράμα σιδήρου με άλλα μέταλλα και παράγεται στην υψικάμινο. Δεν ξέρω πώς είναι διατυπωμένο στην πρωτότυπη γλώσσα, αλλά προφανώς η μεταφράστρια δεν γνώριζε το θέμα (θα έλεγα ότι αν το λάθος ξεκινούσε από το πρωτότυπο και η μεταφράστρια γνώριζε πως ήταν λάθος, θα διόρθωνε το κείμενο, παραθέτοντας, ίσως, και μια υποσημείωση με τη σχετική πληροφορία).

Η Γερμανίδα συγγραφέας Χέρτα Μίλερ έχει πει ότι δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τις μεταφράσεις γιατί σε κάθε γλώσσα υπάρχουν διαφορετικά μάτια πίσω από τις λέξεις. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να αποδεχτώ την άποψή της, γιατί αυτό θα στένευε πολύ τον κόσμο μου…

Ένα άλλο θέμα είναι η χρήση ξενόγλωσσων λέξεων ή φράσεων. Συχνά χρησιμοποιούνται μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο λέξεις ή φράσεις από άλλη γλώσσα χωρίς να μεταφράζονται. Ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής θα μπορούσε να προβλέψει ότι ο αναγνώστης μπορεί και να μην καταλαβαίνει στην άλλη γλώσσα, ακόμη και αν είναι η αγγλική, και επομένως μια υποσημείωση θα βοηθούσε στην ανάγνωση.

Άλλη περίπτωση είναι η χρήση ελληνοποιημένων ξενόγλωσσων τύπων μέσα στο κείμενο (πεζό ή ποίημα)· προκύπτει ένας προβληματισμός αν οι τύπο αυτοί συνιστώνται, αν γίνονται αποδεκτοί και αν συμβάλλουν ή όχι στην αισθητική του κειμένου. Δίνω, για παράδειγμα, το ποίημα Το ασανσέρ του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη:

Η ποίηση είν’ ένα ασανσέρ.
Λίγους χωρεί.
Εκείνοι που είν’ απ’ έξω
Χτυπούν αδιάκοπα τις πόρτες
Πιέζουνε κουμπιά.
Οι μέσα αρνούνται
να σταματήσουν.
Φοβούνται μήπως
μια νέα είσοδος
σημάνει τη δική τους έξοδο,
απ’ τ’ ασανσέρ.

Βέβαια, ο ίδιος μιλά για τη χρήση της γλώσσας και καταγγέλλει την κακοποίησή της από τους «επαγγελματίες της γραφής» ή από «στόματα που οξειδώνουν τις άγιες λέξεις».[10] Έτσι στο ποίημα Λέξεις Ι (1969) λέει:

Βουλώστε με χώμα
τα στόματα που οξειδώνουνε 
τις άγιες λέξεις.
Τούτες τις λέξεις τις πίστεψα.
Μ’ αυτές εζύμωσα το ψωμί μου
ύφανα το χιτώνα μου
μ’ αυτές θεμέλιωσα την καλύβα μου
στην ακμή της αβύσσου.
Άν φέγγουν στο σκοτάδι
είναι γιατί πυραχτωθήκαν
απ΄ τους πόθους μου.
Γι’ αυτούς δεν είναι παρά μια μονάδα
γι’ αναίσχυντη κερδοσκοπία.

Ενώ στο Λέξεις ΙΙ (1977) λέει:

Οι λέξεις οι άγιες έχουν καταντήσει
Σα βότσαλα θαμπά και λεία
Από τη χρήση ανίδεων τσαρλατάνων.
Τις λες, τις γράφεις – μένουν αδρανείς
Δεν αντιδρούνε.
Πρέπει
να τις ανακαλέσεις απ’ το στόμα
γέρων παππούδων πεθαμένων
τραχιές, τσουγκράτες, όπως τις θυμάσαι,
να τους χαρίσεις αίμα απ’ την καρδιά σου
για να σπιθίσουν πάλι στ’ άγγιγμα 
σαν τσακμακόπετρες, να ιριδίσουν
καθώς θα τις διαπερνά το φως.

Και τελικά, τι είναι αυτό που αναζητώ διαβάζοντας λογοτεχνία; Αναζητώ την εύκολη αφήγηση, την εύκολη ροή της ιστορίας; Και πού είναι η γλώσσα και οι λέξεις; Τι αποζητώ από τη γλώσσα; Η Μάρω Δούκα, πάλι, όταν μιλά για τον Καραγάτση, «έναν μυθιστοριογράφο που έμελλε να θαυμάσω απεριόριστα χωρίς ποτέ να θελήσω να οικειοποιηθώ», λέει, περιγράφει τη γλώσσα του με τα παρακάτω λόγια: «προκλητικά έως και «πεζολογικά» περιγραφική η δημοτική του αφηγητή-συγγραφέα αλλά και πυκνή και λιτή, άλλοτε πάλι ψυχρή και άλλοτε σαν αδιάφορη, απογυμνωμένη από περίτεχνα καλολογικά στοιχεία, διεκπεραιωτική, ένας γραπτός λόγος στρωτός, λόγος χρονογραφήματος σε εφημερίδα, ενσωματωμένος χωρίς εξάρσεις και χωρίς φιλοδοξίες στην προφορική, καθημερινή ομιλία».[11]

Περίτεχνα καλολογικά στοιχεία θα βρούμε όμως στον Καζαντζάκη, ο οποίος σε όλα του τα έργα, αλλά και πολύ περισσότερο στους 33.333 στίχους της δικής του Οδύσσειας, χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη έως και εξεζητημένη γλώσσα, πλήθος ιδιωματισμών, κυρίως από την κρητική διάλεκτο, αλλά και νέων λέξεων που ο ίδιος κατασκεύασε. Αυτός ο ιδιαίτερος πλούτος οδήγησε μάλιστα τον Παντελή Πρεβελάκη να συντάξει σχετικό γλωσσάρι, αλλά και να εκπονηθούν σχετικές μελέτες· εξάλλου, ο Νίκος Μαθιουδάκης αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης «αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός διανοητή συγγραφέα που αναζητούσε συνεχώς την καταλληλότερη εκφραστικά και την πιο δυσεύρετη λέξη για να αποδώσει με ακρίβεια και σαφήνεια την ποιητική του ιδέα».[12]

Και λέει ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια:

Γοργοδρασκέλουν μαύρο φάραγγα κι αγριμοκυνηγούσαν 

……………………..

Θαμπώθηκαν στον ίσκιο οι δούλοι του, και φλογαντηλάρησαν [13]
τα καπνισμένα μεσοδόκαρα του πατρικού σπιτιού του.

……………………………….

Μα τότε, μπρούμυτα ως αρπάζουνταν ο Χάλικας στην πλώρα, 
ξεχώρισε μες στο αφροπέλαγο γαλάζο κορφοβούνι 
γυαλιστερό, στο θαλασσόφρυδο ν’ ανεβοκατεβαίνει.

Άλλο θέμα είναι η δυσκολία της γλώσσας του ποιητή ή του πεζογράφου.[14] Εδώ, μπορεί να οφείλεται στα γλωσσικά στοιχεία, ακόμη και στα καλολογικά που ήδη αναφέραμε, αλλά κυρίως στα ιδιωματικά στοιχεία ή τα στοιχεία ειδικής γλώσσας (ως προς το θεματικό πεδίο, που μπορεί να χρησιμοποιεί ο λογοτέχνης). Περίπτωση σύγχρονων έργων που χρησιμοποιούν ιδιωματική γλώσσα είναι π.χ. τα έργα του Σωτήρη Δημητρίου, ο οποίος χρησιμοποιεί το ηπειρωτικό ιδίωμα. Κι ενώ σε αυτές τις περιπτώσεις, ο συγγραφέας είναι συνήθως και γνώστης της ιδιωματικής γλώσσας που χρησιμοποιεί, μπορεί να μη συμβαίνει το ίδιο εάν καταπιάνονται με ένα ειδικό θέμα και χρησιμοποιούν ειδική γλώσσα· εκεί δυσκολία δεν υπάρχει μόνο για τους αναγνώστες, αλλά και για τους ίδιους τους συγγραφείς και τους μεταφραστές. Τέτοια έργα είναι, ενδεικτικά, π.χ. το Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη που είναι γεμάτο ναυτική ορολογία (όπως και του Καββαδία, φυσικά), τα έργα του Τεύκρου Μιχαηλίδη ως συγγραφέα και ως μεταφραστή (όντας μαθηματικός ό ίδιος)[15], έργα του Ίαν Μακ Γιούαν όπως «το Σάββατο» (όπου το έργο απαιτεί αναφορά σε ιατρικά θέματα) κ.ά. Συχνά τα έργα αυτά περιέχουν γλωσσάριο, όπως είναι το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου που γράφει μέρος των κειμένων στα αρβανίτικα, το «Δραπέτις» της Βικτωρίας Θεοδώρου, το «Σουέλ» της Καρυστιάνη, η «Ανθολογία» του Σικελιανού και αρκετά άλλα.[16]

Το ύφος στη λογοτεχνία είναι ένα θεωρητικό ζήτημα που απασχολεί τους μελετητές της γλώσσας, φιλόλογους και μεταφραστές.[17] Όμως, οι «απλοί» αναγνώστες πώς προσλαμβάνουμε το αποτέλεσμα και πώς το αποδεχόμαστε ή το αποβάλλουμε; Μπορούμε να παραθέσουμε μια σειρά παραγόντων και να προβληματιστούμε αν και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν την πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου στοιχεία όπως είναι η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο (τυπικής) εκπαίδευσης (σκόπιμα δεν λέω μόρφωσης όπως συνηθίζεται), η κοινωνική κατάσταση (ή «θέση»;), η οικονομική κατάσταση («επιφάνεια»;), το βιοτικό επίπεδο, ο τόπος (καταγωγής ή και διαμονής;), η γλώσσα (εθνικής εμβέλειας ή ιδιωματική), ο πολιτικός ή/και ιδεολογικός προσανατολισμός, η ικανότητα αντίληψης και πρόσληψης (που πάλι εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως οι προηγούμενοι), κ.ά. 

Άλλο θέμα είναι η μεταφορά εμπειριών. Πολύ όμορφα το θέτει η Πόλυ Χατζημανωλάκη όταν με αφορμή το βιβλίο “The living mountain” της Σκωτσέζας ποιήτριας Ναν Σέφερντ, γράφει ότι «η εμπειρία του βουνού οδηγεί τη γλώσσα σε άλλα όρια που συνδέονται με αυτά τα ξεχωριστά που νιώθουν οι ορειβάτες, αυτοί που μοχθούν, που τους καίει ο ήλιος το πρόσωπο, που βγάζουν φουσκάλες και αντέχουν τον πόνο, που τους κόβεται η αναπνοή…». Και παραπέμπει στους δικούς μας λογοτέχνες, στο Λιθοξόο του Μιχάλη Πρατικάκη με αναφορά στη Χρυσή ή Γαϊδουρονήσι νότια της Ιεράπετρας ή στην εμπειρία με τον αετό του Λουκά Κούσουλα στον Παρνασσό ή στις μακρές πεζοπορίες του Παπαδιαμάντη για την Πεποικιλμένη.[18] Και θυμάμαι μια προσωπική εμπειρία, το πολύωρο κατέβασμα στη Σκιάθο πριν από χρόνια, για να φτάσουμε, λέει, στο Χριστό στο Κάστρο…

Και βέβαια την ανάλυση αυτή την κάνω ζώντας σε κατάσταση ελευθερίας, ειρήνης και ασφάλειας. Τι γίνεται όμως σ’ ένα καταπιεστικό καθεστώς, τι γίνεται όταν η γλώσσα εμποδίζεται, χρησιμοποιείται, χειραγωγείται; Η Τόνι Μόρισον, στην ομιλία της κατά την απονομή του Νόμπελ το 1993, παρομοίασε τη γλώσσα μ’ ένα πουλί, το οποίο κρατούν στα χέρια τους οι άνθρωποι και το χειρίζονται με καλό ή με κακό τρόπο, θέλοντας έτσι να εκφράσει την έντονη ανησυχία της για τη χρήση και τον χειρισμό της γλώσσας, αυτής στην οποία ονειρεύεται, όπως είπε, και στην οποία γεννήθηκε. Η καταπιεστική γλώσσα, είπε, δεν παριστάνει τη βία, είναι βία, δεν παριστάνει τον περιορισμό της γλώσσας, είναι περιορισμός της γλώσσας. Ποιος δεν γνωρίζει, λέει, την απαγορευμένη λογοτεχνία γιατί βάζει ερωτήματα, τη δυσφημισμένη γιατί έχει κριτική ματιά, τη σβησμένη από τον χάρτη γιατί είναι εναλλακτική; Η εργασία με τις λέξεις, συνεχίζει, είναι μεγαλειώδης γιατί γεννά, παράγει.[19]

Ο ψυχαναλυτής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών Κώστας Νασίκας ασχολείται με το θέμα στο βιβλίο του «Εξορίες γλώσσας»[20], αναφερόμενος στη μεταχείριση που γίνεται στη γλώσσα από το ναζιστικό καθεστώς, αλλά και στον τρόπο που αντιμετώπισαν τη γλώσσα οι ίδιοι οι λογοτέχνες στις συνθήκες αυτές. Ο συγγραφέας δίνει συγκλονιστικά στοιχεία τόσο για τη βαθμιαία στρατιωτικοποίηση της γλώσσας (εξελίσσεται, γράφει, σε φορέα τοξικών ουσιών), όσο και για την αντιμετώπιση της γλώσσας από τους λογοτέχνες, όπως οι Πάουλ Τσέλαν, Ίμρε Κέρτες, Πρίμο Λέβι, Νέλυ Ζακς, Χόρχε Σεμπρούν και άλλοι.

Για την εξόριστη γλώσσα είχε κάνει λόγο παλαιότερα η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα, ενώ και μια σύγχρονη ποιήτρια, η Σεσίλια Βικούνια, Χιλιανή με ιθαγενή προέλευση, λέει: «Ζώντας υπό ένα δικτατορικό καθεστώς, το πρώτο πράγμα που βλέπεις να εξαλείφεται είναι ο παιγνιώδης λόγος, η χαρά και η ελευθερία να πεις αυτό που όντως σκέφτεσαι». [21]

Δημοτική ή καθαρεύουσα; Δεν υπάρχει ζήτημα για τα σύγχρονα έργα, τι γίνεται όμως με τα έργα προηγούμενων περιόδων; Η αξία του έργου εξαρτάται από τη γλώσσα; Μπορώ και διαβάζω Ροϊδη και Παπαδιαμάντη, όμως είναι αλήθεια ότι διδάχτηκα τη γλώσσα τους στο σχολείο και έχω τη δυνατότητα κατανόησής τους (εν μέρει, έστω). Τι γίνεται με τους νέους σήμερα; Ως … παλιότερη, νομίζω ότι δεν ενθουσιάζομαι στην ιδέα να διαβάσω Παπαδιαμάντη από μετάφραση, νομίζω ότι θα χαθεί η μαγεία της ιδιαίτερης γλώσσας του, νομίζω ότι η αξία του έργου του οφείλεται και στην πλούσια γλώσσα, την ιδιαίτερη δική του παπαδιαμαντική γλώσσα. Έχουν κατατεθεί διάφορες απόψεις, θετικές ή αρνητικές. Ας αναφέρω μόνο τη συμβιβαστική άποψη του Σταύρου Ζουμπουλάκη που λέει ότι εάν χρησιμοποιείται η μετάφραση ενός έργου σαν του Παπαδιαμάντη, αυτή να συνυπάρχει με το πρωτότυπο κείμενο (σε απέναντι σελίδες), όπως δηλαδή γίνεται συχνά και στη μετάφραση, κυρίως της ποίησης, από γλώσσα σε γλώσσα. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για άλλα, ακόμη παλαιότερα, έργα, συμπληρώνοντας και εδώ την ανάγκη χρήσης γλωσσαρίων, κάτι που όχι μόνο εξυπηρετεί στην ανάγνωση του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά και συντελεί στην αποθησαύριση της γλώσσας μας και στην συγκριτική αποτύπωση/παράθεση των διαφορετικών λεκτικών τύπων.[22]

Όσο για το ίδιο το ερώτημα, δημοτική ή καθαρεύουσα, αν και φανατική της πρώτης, μου άρεσε η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Μητσάκη: «Ἀλλ᾿ αἱ γλωσσοπλαστικαί αὗται ἀπόπειραι ἔχουν λόγο τινά ὅταν ἐπιτυγχάνουν τήν ταυτόχρονη δημιουργίαν ἀληθινῶν ποιημάτων. Καί ἐν τοιαύτη περιπτώσει ἔξω τό καπέλλο! Ἀλλ᾿ ἐνόσω μένουν -καί παρακαλῶ νά ἐκληφθῆ τοῦτο ἐν εἰλικρινεία γενικῶς καί ἄνευ τοῦ παραμικροτέρου ὡρισμένου ὑπαινιγμοῦ- μόνον ἁπλαῖ ἀπόπειραι, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά μείνω μέ τό κεφάλι σκεπασμένο» [23]

Ένα τελευταίο θέμα πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να προβληματιστούμε είναι αν η γλώσσα (μπορεί και πρέπει να) διαμορφώνει κοινωνικές και ιδεολογικές καταστάσεις, αν η νοηματοδότηση των πραγμάτων μέσω της γλώσσας (μπορεί και πρέπει να) δημιουργεί και ορίζει/οριοθετεί καταστάσεις εξουσίας, ταυτότητας, διακρίσεων, αποκλεισμών, προσηλυτισμού, φανατισμού, κτλ. Στη βιβλιοθηκονομία, κατά την κατασκευή συστημάτων θεματικής οργάνωσης των πληροφοριών, όπου χρειάζεται να ορίσουμε τους καθιερωμένους/προτιμώμενους και τους μη προτιμώμενους όρους για μια έννοια, όπως και στην Ορολογία εξάλλου, χρησιμοποιούμε το παράδειγμα μαύρος, νέγρος, αφρικανός κτλ. Επίσης, θυμόμαστε τον θόρυβο που προκλήθηκε πριν από χρόνια με το λήμμα Βούλγαρος σε λεξικό της Νεοελληνικής. Στη λογοτεχνία, βέβαια, δεν μπορούν να αποκλειστούν όλοι αυτοί οι τύποι, κάθε άλλο μάλιστα, αφού κατεξοχήν στη λογοτεχνία αναδεικνύεται και ξεδιπλώνεται όλος ο πλούτος μιας γλώσσας. Όμως, θα ήταν ζητούμενο να φτάνει στον αναγνώστη ένα μήνυμα; Και τελικά, το λογοτεχνικό έργο χρειάζεται να δίνει μήνυμα; Ή μήπως, ακόμη και αυτή η αναφορά καταστρέφει το ίδιο το νόημα ύπαρξης της λογοτεχνίας; Μήπως τέτοιοι προβληματισμοί παραπέμπουν σε ανεπιθύμητες καταστάσεις (πολιτικής, πολιτισμικής και άλλη) ορθότητας;

Θα ήθελα να επιστρέψω, τελειώνοντας, στην ομιλία της Μόρισον, όταν τα παιδιά ζητούν από την ηλικιωμένη γυναίκα, που στο αλληγορικό παραμύθι που αφηγείται παριστάνει τη συγγραφέα και που στα παιδιά βλέπω τους αναγνώστες, όλους εμάς, να τους αφηγηθεί μια ιστορία. Φτιάξε μια ιστορία, της λένε, πες μας πώς ήταν για σένα ο κόσμος στα σκοτεινά του σημεία και στο φως, μην μας πεις σε τι να πιστέψουμε και τι να φοβηθούμε, μίλησέ μας στη γλώσσα σου για να μας πεις μόνο αυτό που η γλώσσα μπορεί να πει: πώς να δούμε χωρίς εικόνες· η γλώσσα από μόνη της μας προστατεύει από τον τρόμο των πραγμάτων χωρίς όνομα, η γλώσσα από μόνη της είναι στοχασμός. 

Τα άλλα, λοιπόν, μήπως … κόμποι και λόγων ευμορφία, που θα έκραζε και ο γέρο Κωστής Παλαμάς; 

–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––

Σημειώσεις

[1] Στο Διαδίκτυο υπάρχουν τόσο το κείμενο στο πρωτότυπο (Βικιθήκη), καθώς και διάφορες αγγλικές μεταφράσεις, όπου κανείς μπορεί να δει τις διαφοροποιήσεις και τις διαφορετικές ματιές των μεταφραστών. Η λέξη «κόμπος» σημαίνει κομπασμός, αλαζονεία, έπαρση, αλλά και μεγαλαυχία, φλυαρία, έτσι το βρήκα να μεταφράζεται ως prating, boasts ή vaunts ή απλά fat words (παχιά λόγια). Για τη φράση αυτή, βρήκα τις παρακάτω μεταφράσεις στην αγγλική:

· «Little man, the wise regard wealth as the god to worship; all else is just prating and fine-sounding sentiments.» (σε έκδοση του David Kovacs,) http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0094%3Acard%3D316.

· «Wealth, manikin, is the god for the wise; all else is mere vaunting and fine words.» (μετάφραση από E. P. Coleridge). http://classics.mit.edu/Euripides/cyclops.html.

· «Ey, little man! Wise men believe in one god and one god only: Wealth! Everything else is just words; fat words, lovely words but that’s all.» (σε μετάφραση του Γιώργου Θεοδωρίδη, 2008). http://www.poetryintranslation.com/PITBR/Greek/Cyclops.htm.


[2] http://aristologos.net/index.php/2016/07/01/literary-criticism-euripides-cyclops/.

[3] Στην Ορολογία αναφερόμαστε κυρίως στην ειδική γλώσσα (γλώσσα για ειδικούς σκοπούς), η οποία ορίζεται ως «γλώσσα που χρησιμοποιείται σε ένα θεματικό πεδίο και χαρακτηρίζεται από τη χρήση είδιων γλωσσικών μέσων έκφρασης» (ΕΛΟΤ 561.1:2006). Αλλά και στα άλλα επιστημονικά πεδία, η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως όργανο (λόγου, ομιλίας), σύστημα (επικοινωνίας), τρόπος (έκφρασης), μέσο (συνεννόησης). Οπωσδήποτε, βέβαια, και με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι φορέας εννοιών (αξιών κτλ.).

[4] Οδυσσέας Ελύτης, στην ομιλία του κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ.

[5] Κώστας Πασβάντης, Μελαγχολία του ποιητή
(https://thepoetsiloved.wordpress.com/2017/06/07/kostas-pasvantis-melancholia-tou-poiiti).

[6] Octavio Paz, Ύμνος εν μέσω ερειπίων, μτφρ. Γ. Κεντρωτής (http://www.poiein.gr/archives/16918).

[7] https://katerinatoraki.blogspot.gr/2017/06/blog-post_24.html.

[8] http://www.hitandrun.gr/maro-douka-milai-gia-ela-na-poume-psemata/

[9] Για τη στη γλώσσα και πώς αυτή μεταφέρει, αν μεταφέρει, όχι μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα της ποίησης όταν μεταφράζεται αναφέρεται ο Λορεντζάτος προλογίζοντας την Ανθολογία του Άγγελου Σικελιανού (Ίκαρος, 1998· είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.gr/2017/06/blog-post_19.html). Για τη μετάφραση της ποίησης υπάρχει μια διαρκής συζήτηση. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε συνέντευξη του Ρωσοαμερικανού ποιητή Eugene Ostashevsky, όπου, όντας ο ίδιος δίγλωσσος, σημειώνει ότι διαφορετικές γλώσσες είναι διαφορετικοί κόσμοι και ότι, ακόμη και αν υπάρχουν π.χ. εύκολα λεκτικά ισοδύναμα, μπορεί να περιλαμβάνουν κάτι το πολιτισμικά πολύ ειδικό ώστε να αλλοιώνονται τα μεταφρασμένα στην άλλη γλώσσα μέρη. (Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ: https://www.psychologytoday.com/blog/life-bilingual/201710/is-poetry-translatable.)

[10] Μαρκομιχελάκη, Τ. Ο Γιώργης Μανουσάκης μιλά για την ποίηση, τους ποιητές και τη γλώσσα, Παλίμψηστον, φθινόπωρο 2011, τεύχος 27, σελ. 61-77.

[11] Δούκα, Μ. Ένας αντι-σχολικός συγγραφέας. Νέα Εστία, Δεκ. 2000, τόμ. 148, τεύχ. 1729 (αναδημοσίευση στο https://dimartblog.com/2014/06/23/).

[12] Μαθιουδάκης, Ν. Ποιητικοί νεολογισμοί στην ‘Οδύσσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη: χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους. Στο: Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL, pp. 905-918. Komotini/Greece: Democritus University of Thrace. http://www.icgl.gr/files/greek/87-mathioudakis-905-918.pdf.

[13] Για το φλογαντηλάρησαν, ο Θεοχάρης Μαρινάκης γράφει: ρήμα σύνθετο, αντανακλώ, αντιφέγγω, χωρίς άλλες πληροφορίες («Με πυξίδα ένα γλωσσάρι: το Γλωσσάριο Παντελή Πρεβελάκη για την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη. Ραψωδίες Α-Κ.», https://elocus.lib.uoc.gr/dlib/e/0/a/attached-metadata-dlib-2004marinaki/2004marinaki.pdf), ενώ στο Γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης του Ξανθινάκη βρίσκω το αντηλιαρίζω: είμαι απέναντι στον ήλιο (όπως αντηλιά).

[14] Θα μπορούσα π.χ. να παραπέμψω στον στίχο του Άγγελου Σικελιανού «Εδώ φωλιάζει δύναμη κρυμμένη, Θεού βλησίδι», όπου η λέξη βλησίδι χρειάζεται ορισμό, όπως και γίνεται (βλ.και σημ.7).

[15] Για παράδειγμα, στο «Θεώρημα του παπαγάλου» του Ντενί Γκέτζ (Πόλις, 1999), ο Μιχαηλίδης παραπέμπει με υποσημείωση στη σημασία του μαθηματικού όρου rectifier στα γαλλικά και στην αντίστοιχη απόδοση στα ελληνικά (σελ. 448).

[16] Οι αναφορές σε έργα και συγγραφείς είναι ενδεικτικές. Θα είχε ενδιαφέρον η πληροφόρηση αν υπάρχει σχετική μελέτη για τη χρήση γλωσσαρίων στα λογοτεχνικά έργα. Στο 8ο Συνέδριο της ΕΛΕΤΟ ανακοινώθηκε εργασία με θέμα «Τα κρυμμένα γλωσσάρια» καλύπτοντας συνολικά το θέμα (Γιαννίμπας, Πούγγουρας, Καραγκούνη, http://www.eleto.gr/gr/papers.htm#8thPapers.)

[17] Δημητρούλια Τ. Για το ύφος. Στο: Βασιλειάδης, Β. & Δημοπούλου Κ. (επιμ.). Σελιδοδείκτες Για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 2015.

[18] Χατζημανωλάκη, Π. Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ. Στο: ιστολόγιο «Πινακίδες από κερί», 4 Ιουλ. 2017. http://waxtablets.blogspot.gr/2017/07/blog-post.html.

[19] https://www.nobelprize.org/nobel_prizes/literature/laureates/1993/morrison-lecture.html.

[20] Νασίκας, Κ. Εξορίες γλώσσας. Γαβριηλίδης, 2016. (μτφρ. από τα γαλλικά: Τ. Βεκιαρέλλη).

[21] Cecilia Vicuña, Language Is Migrant, Documenta 14, 2017.
http://www.documenta14.de/en/south/904_language_is_migrant (ελληνική μετάφραση από την Έλενα Σταγκουράκη στο Νέο Πλανόδιον, 12/6/2017. https://neoplanodion.gr/2017/06/12/).

[22] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης· εξαιρετικά χρήσιμο το γλωσσάριο στα σατυρικά «Ποιήματα» του Στέφανου Σαχλίκη (ΜΙΕΤ, 2015).

[23] Ο Μητσάκης το έγραψε στην Εισαγωγή έργου του Κρυστάλλη, το αντέγραψα από σχετική ανάρτηση του Γιώργη Αράγη με τίτλο «Ο Καρυωτάκης και η γλώσσα του» στο ιστολόγιό του, 1 Νοεμβρίου 2015. (https://giorgosaragis.wordpress.com/2015/11/).


...........................................................................................................................................................

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη δική μου παρέμβαση στην ανοικτή συζήτηση με θέμα "Γλώσσα και ορολογία στη λογοτεχνία" που διοργανώθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2017 στο πλαίσιο του 11ου Συνεδρίου της ΕΛΕΤΟ «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία» (η παρουσίαση βρίσκεται εδώ). Στόχος της εκδήλωσης ήταν η συζήτηση πάνω στα γλωσσικά και ορολογικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι συγγραφείς και οι μεταφραστές όταν καταπιάνονται με αντικείμενα ειδικών θεματικών πεδίων. Σε προηγούμενη ανάρτηση είχα παρουσιάσει επιγραμματικά τις παρεμβάσεις των συνομιλητών φιλολόγων, συγγραφέων, μεταφραστών, ενώ τα πλήρη κείμενα έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της ΕΛΕΤΟ.