Μυθιστόρημα
για τον Κωνσταντίνο Καβουράκη ή Κάβουρα
με τους δυο γιους, τον Ευάγγελο και τον Στέλιο,
και τη μια κόρη, τη Βούλα
Η Βούλα είναι η πιο ψηλή στην οικογένεια
Τη σύζυγό του την ωραία τη λένε Ελένη
Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι όλα,
πλην ενός, φανταστικά
Φανταστική εν μέρει και η οδός Αιόλου
με την ανθρωπογεωγραφία και τα τοπόσημά της
στην υπηρεσία της μυθοπλασίας
Ο λόγος για το τελευταίο βιβλίο της Μάρως Δούκα Φελιτσιτά (εκδ. Πατάκης, 2023). Τα παραπάνω λόγια είναι γραμμένα στη σελίδα του τίτλου. Η Μάρω Δούκα, όπως στα άλλα βιβλία της, ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων, πάλι πρωτοτυπεί ευχάριστα, «παίζοντας» με τη φόρμα, το στυλ γραφής, δοκιμάζοντας τεχνοτροπίες που δένουν την τεχνική με το περιεχόμενο. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου, και η συγγραφέας με μαεστρία εξελίσσει την πλοκή, συνδέοντας σημεία από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, δένοντας τις διαφορετικές ματιές κάθε ήρωα ή ηρωίδας. Μακροπερίοδη γραφή, κάθε κεφάλαιο μία πρόταση, με ρέοντα λόγο, ήρεμο, χωρίς εντάσεις, που επιτρέπει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια να (παρ)ακολουθεί τα πρόσωπα και στην πραγματικότητα να εντοπίζει και να αναγνωρίζει στοιχεία της δικής του/της ζωής, συμπεριφοράς, τύχης.
Ο Κωνσταντίνος έχει κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελένη, διώχνεται από το σπίτι και καταφεύγει άστεγος σε μια γωνιά της Αιόλου. Εκεί γειτονεύει με την Όλγα, άστεγη κι αυτή, φαφούτα αλλά κι ετοιμόλογη, καθένας με τις παραξενιές του και με την ιστορία του που δύσκολα μοιράζεται με τον άλλο, καθένας κάνει σιωπηλά τις παρατηρήσεις του για τον άλλο, μοιράζονται όμως και μια μπουκιά φαγώσιμο που βρέθηκε κάποια στιγμή, είναι και δεν είναι φίλοι, η αλληλεγγύη υπάρχει και δεν υπάρχει μεταξύ τους. Εκεί γνωρίζεται και με έναν άλλο άστεγο, τον Γεράσιμο, που ήταν «ένας κιθαρίστας, μεγάλος και τρανός αρτίστας» (και οι φωνές των εγγονών μου αντηχούν στ' αυτιά μου από τις πολλές φορές που ακούω το όμορφο αυτό τραγούδι των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Δήμου Μούτση) και που έγινε το αποκούμπι της Όλγας. Εκεί γνωρίζεται και με τον άνθρωπο που έχει το μαγαζί στο πεζοδρόμιο όπου έφτιαξε τη γωνιά του, «στα πεζούλια της Αιόλου» (και το μυαλό μου πάει στο γνωστό εκδοτικό της Αιόλου;). Έχει βέβαια και την καλή, καλύτερή του φίλη, τη Φελιτσιτά, την ασπρόμαυρη γάτα που συχνά του κάνει παρέα, αν και ιδιοκτήτης είναι ο προηγούμενος κύριος.
Αυτό που δίνεται στο βιβλίο είναι εικόνες καθημερινότητας των ηρώων, στο δρόμο, στο σπίτι, στη δουλειά, είναι μια ανατομία των ανθρώπινων σχέσεων σε μια οικογένεια, σε μια ομάδα, σε μια κοινωνία, είναι οι αντοχές των ανθρώπων στην κοινή παρουσία, στη συμβίωση. Τρυφερό κι ανθρώπινο. Ούτε διδακτισμοί, ούτε αφορισμοί. Δίνει εικόνες της πόλης· οι περιγραφές της καθημερινότητας στην πόλη, οι γειτονιές, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, οι άνθρωποί της είναι αγαπημένο στοιχείο στα έργα της Μάρως Δούκα, ασφαλώς παρατηρεί και σημειώνει, ασφαλώς αγαπά την πόλη, αγαπά κι εξερευνά τον χώρο που κινούνται οι άνθρωποι.
Μνήμες και εικόνες από τη ζωή, χαρακτήρες όπως είναι, με τα καλά τους και τα κακά τους, συγκατάβαση ίσως και ανοχή για κάποιες συμπεριφορές, ένας καθρέφτης της πραγματικότητας στην οποία αναγνωρίζουμε οικεία σημεία της δικής μας πραγματικότητας, ταιριάζει διαφορετικά έως και ασύμβατα χαρακτηριστικά στο ίδιο πρόσωπο για να δείξει τις ανθρώπινες πλευρές, την πραγματικότητα του καθενός. Όπως όταν χαρακτηρίζει τη Βούλα γλωσσοκοπάνα, ακτιβίστρια και παντογνώστρια. Η Βούλα είναι η κόρη της οικογένειας, ήθελαν να σπουδάσει αλλά αυτή προτίμησε να γίνει κομμώτρια κι επειδή είναι πολύ ψηλή ο πατέρας της στις σκέψεις του την αποκαλεί νταρντάνα. Πολύ ωραίες οι περιγραφές στο κομμωτήριο, εκπληκτικό εκείνο το κομμάτι, περιγραφή αλλά και μακρύς ασταμάτητος μονόλογος της Βούλας με την εγκυκλοπαιδική μόρφωση όπως ... καμιά άλλη κομμώτρια και με γλώσσα που τα λέει σταράτα και δεν χαρίζεται σε κανένα:
[...] κι έλεγε, λοιπόν, η Βούλα με την έπαρση του μεγαλείου που τη χαρακτηρίζει και με τη δική της ρητορική τεχνική ότι δεν της διαφεύγει, και ίσως σ’ αυτό να μοιάζει με τον πατέρα της, πως και αυτή σαν μικροαστή περιορισμένων οριζόντων προγραμματίζει με ακατάσχετη φλυαρία τη ζωή της, είναι όμως και κάτι μέσα της που αντιστέκεται, κάτι που δεν την αφήνει να ησυχάσει, όλους αυτούς τους μήνες με τα κυβερνητικά πηγαινέλα και τα ήξεις αφήξεις, [...]
Μπερδεμένος και ο Βάγγος, ο μεγάλος γιος, αυτός έδιωξε τον πατέρα του από το σπίτι υπερασπιζόμενος την Ελένη, κι όμως τώρα πάει αυτός να πάρει τη θέση του πατέρα του, πάει να γίνει κι αυτός κακοποιητής, βάναυσος, ο πατριάρχης του σπιτιού, όμως, έχουν κι οι άντρες τα βάσανά τους, όπως του λέει ο φίλος του ο Παύλος,
[...] αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, καταδικασμένοι, σκέψου τη γυναίκα-μάνα που τους ανέθρεψε, σκέψου την κοινωνία που τους προγυμνάζει ποιοι να είναι και πώς να φέρονται στο γυναικείο φύλο [...]
Σε πολλά σημεία η συγγραφέας καταθέτει σκέψεις για ζητήματα που ξεπηδούν από την πλοκή όπως τη διαμορφώνουν οι ήρωές της, αυτό εξάλλου συχνά αναφέρει η ίδια σε συνεντεύξεις της, η ιστορία των ηρώων του βιβλίου πάει εκεί που θέλουν τα ίδια τα πρόσωπα του βιβλίου. Έτσι, για παράδειγμα, βρίσκει ωραία ευκαιρία να πει δυο λόγια για τους μύθους περί απειλών της γλώσσας κτλ., βάζοντας τη γυναίκα του Στέλιου, του μικρού γιου της οικογένειας, την Αγγέλα, που είναι γλωσσολόγος και «που ήταν πολύ του διαβάσματος», να του κάνει κήρυγμα για τον Λόγο και για τη γλώσσα:
[...] όσο για τη γλώσσα, και τη ζωή μας, η εισβολή ξένων στοιχείων, κατά τη γνώμη μου, συνέχιζε σαν εμπνευσμένη η Αγγέλα, ποτέ δεν την απείλησαν πραγματικά, πιάσε ένα λεξικό να δεις πόσες χιλιάδες λέξεις τουρκικές, πόσες εκατοντάδες αλβανικές, ιταλικές, γαλλικές, σλαβικές, αλλά και δεκάδες περσικές και αραβικές, αλλά και αγγλικές, καταχωρούνται, άμεσα και λειτουργικά ενσωματωμένες, στο τυπικό και στο συντακτικό της, και στο κάτω-κάτω, σκέφτομαι, κάθε εποχή έχει το ήθος της και τον δικό της τρόπο έκφρασης, επομένως και τον δικό της λόγο, [...]
Μας βάζει κι εμάς σε σκέψεις, σε προβληματισμούς, τι θα κάναμε αλήθεια, όπως μονολογεί και ο Κωνσταντίνος, αν...
[...] κι όμως, κύριέ μου, είπε στον εαυτό του, αν εσένα, πριν από το φευγιό σου, πριν από το μεγάλο κρακ, το σπάσιμο μέσα σου, το γκρέμισμα, σου ζητούσαν ένα σουβλάκι εκεί που θα καθόσουν με την οικογένεια να ξεσκάσεις, να χαρείς λίγο, πώς θα αντιδρούσες, τι θα έκανες; την αλήθεια τώρα, θα έσπευδες να του παραγγείλεις ένα σουβλάκι, ήι θα γύριζες αλλού το βλέμμα, θα έκανες πως δεν καταλαβαίνεις, ή πως λυπάσαι μεν, αλλά δεν είναι λύση αυτή; θα ήθελες να του πεις, ναι ή όχι, ξεκάθαρα, ότι, αν είχες μυαλό, δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο; [...]
Φελιτσιτά θα πει ευτυχία. Και τελικά, η φελιτσιτά, δηλαδή η ευτυχία, πού βρίσκεται; Στο τραγούδι του Αλμπάνο, στο σπίτι που θέλει ν' αποκτήσει η Βούλα, στην απαλλαγή της Ελένης από τον κακοποιητή σύζυγο, στην επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου στην οικογενειακή εστία, στα μικρά πράγματα όπως το άγγιγμα της γάτας που ονομάζεται Φελιτσιτά;
Άστε με ήσυχο όλοι.
Θέλω να ζήσω ελεύθερος,
δίχως ταυτότητα πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου