«Ακούστε τα πουλιά της Αθήνας», επιγράφεται το ωραίο αφιέρωμα στο περιοδικό Lifo. Κι ακούγοντας το επίμονο κελάδημα του ωραίου κότσυφα, μοιάζει μ' αυτό του γείτονά μου, μάλλον των γειτόνων μου, είναι πολλοί οι κότσυφες που κελαηδούν τριγύρω, ασταμάτητα, επίμονα, πότε παρακλητικά και πότε θυμωμένα, ερωτικά λες, διεκδικητικά, τους ακούω κάθε μέρα στη γειτονιά μου, ψηλά στα τηλεγραφόξυλα κι ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, όπως τα τζιτζίκια το καλοκαίρι στο χωριό.
Θυμήθηκα μια ανάρτηση για τον επίμονο κότσυφα της γειτονιάς μου και για τον κότσυφα του σύμπαντος, ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, 18 Μαϊου 2012. Έγραφα τότε:
Ένα
κατάμαυρο πουλί με κίτρινο ράμφος ακούγεται ζωηρά εδώ και καιρό στη
γειτονιά, κρύβεται στα δέντρα ή κάθεται καμαρωτό πάνω στα σύρματα της
ΔΕΗ. Κελαηδά δυνατά και σταματά σαν να περιμένει απάντηση στο μήνυμα που
στέλνει και πάλι ξεκινά. Πιάνω τον εαυτό μου να παρακολουθεί πολλή ώρα
τη συνομιλία του με τα άλλα πουλιά (που είναι πολλά και χαίρομαι γι'
αυτό) προσπαθώντας να μαντέψω τι άραγε να τους ζητά, ψάχνει ταίρι και φλερτάρει, είμαι σίγουρη πια, αλλά η τόση επιμονή του και τόσες μέρες, μήπως ακόμη δεν βρίσκει ανταπόκριση ο καημένος ο κότσυφας;
Εγώ καμαρώνω τον κότσυφα της γειτονιάς μου κι ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας ύμνησε τον Κότσυφα του σύμπαντος: "Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας όλο φωτάκια και δροσιές ο κότσυφας του σύμπαντος και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω σε πέρας το άγαλμα της μέρας». Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά η μέρα προμηνύεται και κάνει χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει το στήθος να συλλάβει στον αέρα βέλη και δόρατα μεγάλων έργων. Κρίμα! Ερχεται ο ήλιος πύρινο γρανάζι πεινασμένο στην βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει να πνίγει τα ημερόπουλα: αίμα και σάρκα μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι..."
Κι Νιόνιος στο Κανονάκι μας τραγούδησε για τον κότσυφα και τα κοτσυφόπουλα.
* Η εικόνα υπήρχε στην προ δεκαετίας ανάρτηση και η λεζάντα έγραφε επιπλέον: (Πηγή: Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη - Κατάλογος εικόνων). Δυστυχώς, ο σύνδεσμος δεν ισχύει σήμερα, ένα μόνιμο πρόβλημα των ψηφιακών εφαρμογών. Σε κάθε περίπτωση, η Ευώνυμος οικολογική βιβλιοθήκη είναι μια σπουδαία βιβλιοθήκη, ιστορικής αξίας, αξίζει μια επίσκεψη επιτόπου, Αγίων Ασωμάτων 9 στο Θησείο.
Κεντούσε η μάνα μου σκυφτή στο παραθύρι δίπλα. Όξω βροχή ξεστάλαζε στα χνουδερά χωράφια και τις φρεσκόλουστες βραγιές. Της Άνοιξης τα μάτια δακρυογελούσαν άκρυφτα, κι αργόγλυκα κυλούσε
πάνω στης γης τη χλωρασιά το κοριτσένιο κλάμα.
[...]
Ημέρα της μητέρας η σημερινή, είπα να ξεφυλλίσω την ανθολογία των Καστανιώτη-Νιάρχου «Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1997 (στη Βιβλιονέτ υπάρχει η νεότερη έκδοση του 2007). Όμορφη έκδοση, πολλά τα ποιήματα, και πολλοί οι ανθολογούμενοι, για τους οποίους, μάλιστα, δίνονται σύντομα βιογραφικά στο τέλος. Φυσικά, δεν εξαντλείται στον τόμο αυτό η παρουσία της μάνας στην ελληνική ποίηση, εξάλλου, όπως γράφει και ο Θανάσης Νιάρχος στον πρόλογο, «η μάνα από μόνη της είναι μια πραγματικότητα ανεξάντλητη».
Ξεχώρισα μικρά αποσπάσματα από πολύ λίγα ποιήματα, λιγότερο γνωστά, που άσκησαν πάνω μου κάποια περισσότερη συγκίνηση ξαναδιαβάζοντάς τα.
Ξεκίνησα με το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα «Της μάνας μου» τουΠέτρου Βλαστού όπου λες καιζωντανεύει την εικόνα της δικής μου μάνας που συνεχώς κεντούσε ... Χαρακτηριστική, βέβαια, η γλώσσα του δημοτικιστή Βλαστού.
Ίδιο τίτλο έχει και το ποίημα της Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου:
Η ακοή μου επόθησε, μάνα, τα ωραία σου λόγια
κι η όρασή μου το ψηλό αεικίνητο κορμί σου,
που, σαν παιδιού είκοσι χρονών, ελεύθερα εσαλεύαν
κι οι τελευταίοι αρμοί σου.
[...]
Η Λιλή Ιακωβίδη γράφει για «Μια μάνα που έδωσε το παιδί της για να μην πεθάνει από πείνα το 1941»:
Τα μάτια σου τα μαύρα τα μεγάλα μέσα στην αγκαλιά μου όταν σε κλειούσα και βύζαινες του κόρφου μου το γάλα η μέρα ήταν για μέ η φεγγοβολούσα.
[...]
Συχνές οι εικόνες με τις μανάδες να τρέχουν όλη μέρα με τις δουλειές στο σπίτι, στα χωράφια.
Ο Βασίλης Ρώτας γράφει στη «Μάνα μου»:
[...]
Απ' το πρωί ως το βράδυ στη μπουγάδα,
σαν μηχανή, μ' ορμή και γληγοράδα,
πετάξου μια στιγμή στο μαγερειό,
φέρε το σπίτι βόλτα με τη σκούπα,
πρόφτασε που ξεχείλισεν η σούπα
και ξαναγύρισε στο πλυσταριό.
[...]
Η Χανιώτισσα Βικτωρία Θεοδώρου γράφει στο «Εγκώμιο»:
[...]
Πιάνω νερό να σαπουνίσω, σε θυμάμαι
ασπρίζω την αυλή μας, σε θυμάμαι
πιάνω να μαγειρέψω των παιδιών, σε θυμάμαι.
Είσαι μες στα πλυμένα ρούχα που στεγνώνουνε
στ΄αγέρι της θάλασσας
Συ μ' έμαθες να γνοιάζομαι τα μικρά και τ΄αδύναμα
και να ομορφαίνω τη φτώχεια.
[...]
Ο Ηρακλειώτης ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης στα «Τελευταία της χελιδόνια»:
[...]
Σε βλέπω πάλι βιαστική,
πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις
τους ανθούς να κόψεις της κολοκυθιάς,
θειάφι στις ντοματιές να ρίξεις,
τις σταφυλιές να ράνεις με χαλκό,
στα περιστέρια ν' αλλάξεις το νερό,
το δυόσμο να κορφολογήσεις.
Σε βλέπω πάλι βιαστική
πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις
τσάι με κανέλλα να μου φτιάξεις.
Μάνα, το σπίτι ξανάγινε το περιβόλι μας:
Πάσα σαρξ χόρτος.
Ξεχώρισα το ποίημα «Μητέρα» του Γιωσέφ Ελιγιά και για ένα λόγο παραπάνω, γιατί χρησιμοποιεί τη σπάνια λέξη βλισίδι, που θα πει κρυμμένος θησαυρός, αφθονία και την είχα ξανασυναντήσει σε ποίημα του Σικελιανού. Όπως είχα γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση (https://katerinatoraki.blogspot.com/2017/06/blog-post_19.html), η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οι λέξεις που χάνονται» του Νίκου
Σαραντάκου. Ετυμολογείται από το βάλλω>βλήσις (αφιέρωμα) και για
τούτο η σωστή γραφή είναι με ήτα, ενώ χάριν απλοποίησης γράφεται και με
γιώτα. Γράφει ο Γιαννιώτης ποιητής (1901-1931):
Αμέτρητο, ξετίμητο βλισίδι είν' η στοργή σου.
μανούλα παινεμένη.
Με τον πικρό σταυρό κι οι δυο στα χείλη της αβύσσου
τραβούμε αποσταμένοι.
[...]
Η Κερκυραία Ειρήνη Δεντρινού «Στης μάνας μου το θάνατο»:
[...]
Τι κι αν πόνο ανιστόρητο μας δίνεις;
Σαν κουρασμένη εσφάλισες τα μάτια
και ξέφευγε η ψυχή στα ουράνια πλάτια.
Κι άφησα τελευταίο για τούτη την ανάρτηση το «Τραγούδι της ντροπής» του Ιάκωβου Καμπανέλλη:
Αχ, τι ντροπή, τέτοια ντροπή,
μάνα μου και πώς βγαίνει!
Μηδέ κι αν τρέξει ο ποταμός
μάνα μου δεν την πλένει.
Τι να σου κάνουν δάκρυα δυό,
και στεναγμοί σαράντα δυό,
μανούλα μου.
[...]
Ντυμένο με τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκι, εδώ τραγουδισμένο από τη Χαρούλα Αλεξίου, και σε πρώτη εκτέλεση από τον Λάκη Παππά.
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Η καλή και η άσχημη όψη της ζωής, βαραίνει η καλή, η αισιόδοξη, μα στις μνήμες μας χωρούν και τα σβυσμένα κεριά, κρύα, κυρτά, λυωμένα, που μας λυπεί σαν περάσει από μπροστά μας η εικόνα από το πρώτο τους το φως το χρυσό, το ζωηρό.
Θάλεγε κανείς πως ο Γερμανός καλλιτέχνης Gerhard Richter εμπνεύστηκε από τον Καβάφη την ιδέα για τον πίνακα "Δυο κεριά", το ένα στο σκοτεινό φόντο που λυώνει πιο γρήγορα, το άλλο πιο ζωηρό.
Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή που γεννήθηκε ο Αλεξανδρινός ποιητής της οικουμένης Κωνσταντίνος Καβάφης, ίδια κι η μέρα που τα κεράκια του έσβυσαν όλα, που σώθηκε το λάδι.
Όχι ότι χρειαζόταν αφορμή για την ανάρτηση, αλλά ήταν ένα κίνητρο το όμορφο αφιέρωμα με το ποίημα Κεριά και τη σχετική ανάλυση στον ιταλικό ιστότοπο για το βιβλίο και τον πολιτισμό Libreriamo που μου κοινοποίησε πρωί πρωί ένα φίλος.Και να πώς το μεταφράζει στα ιταλικά ο Filippo Maria Pontani.
Candele
Stanno i giorni futuri innanzi a noi
come una fila di candele accese,
dorate, calde e vivide.
Restano indietro i giorni del passato,
penosa riga di candele spente:
le più vicine danno fumo ancora,
fredde, disfatte, e storte.
Non le voglio vedere: m’accora il loro aspetto,
la memoria m’accora il loro antico lume.
E guardo avanti le candele accese.
Non mi voglio voltare, ch’io non scorga, in un brivido,
come s’allunga presto la tenebrosa riga,
come crescono presto le mie candele spente.
Στα αγγλικά, η μετάφραση του Daniel Mendelsohn όπως το βρήκα δημοσιευμένο στο twitter από τον @CCavafy:
«Χριστός
ανέστη». Ύμνος κι οι κρότοι
των όπλων κι όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.
Πρέπει
το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.*
Αν και οι ευχές ακούγονται καμιά φορά σαν
λόγια από συνήθεια για γιορτές πάλι από συνήθεια, είναι από την
άλλη μια ευκαιρία για περισυλλογή και μαλάκωμα της ψυχής. Ας το
ευχηθούμε, λοιπόν, κι ας ευχηθούμε να πάψουν ν' ακούγονται όπου
γης οι κρότοι των όπλων και να νιώσουμε οι άνθρωποι τη χαρά της
άνοιξης, της ανάστασης και της ειρήνης.
* Ζωή Καρέλλη «Πριν
την Ανάσταση»
** Η εικόνα είναι του Άγγλου καλλιτέχνη David
Hockney, έργο καμωμένο στο iPad μέσα στην καραντίνα του 2020 με
τον εμβληματικό τίτλο «δεν μπορούν να
ακυρώσουν την άνοιξη»!!!
Μια φορά κι έναν καιρό, Άνοιξη ήταν, σηκώθηκε πρωί πρωί η κυρά-βροχούλα και είπε:
- Δε βάζω μπουγάδα να τα ΄χω όλα πλυμένα καθαρά πριν φύγω για τις διακοπές μου; Το καλοκαίρι όπου να 'ναι φτάνει.
Αυτό που σας λέω κι όλα όσα θα σας πω να τα πιστέψετε, γιατί γίνανε παλιά, πολύ παλιά, κι εγώ δεν ξέρω πόσο...
Ξανάπιασα στα χέρια μου τα παραμύθια της Ζωής Βαλάση και συγκινήθηκα. Το παιδικό βιβλίο Ήλιος ήλιος και βροχή (Κέδρος, 1982), εμπνευσμένο από τη λαϊκή παράδοση, αποτελεί ένα στολίδι στην παιδική λογοτεχνία. Οι ιστορίες από
διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, παραμύθι και ιστορία και γεωγραφία και
ομορφιά και καλοσύνη και φαντασία, η αφήγηση, η γλώσσα, η εξαιρετική
εικονογράφηση, όλα μαζί αφήνουν μια τέτοια γλυκύτητα!
Κρίμα που έχει εξαντληθεί.
Το παραπάνω απόσπασμα από Το παραμύθι της γλυκόπικρης νεράιδας μας ταξιδεύει στη Ρόδο. Κι ύστερα μας πάει στα Γιάννενα για να μας πει το Παραμύθι για ένα παλικάρι με γαλάζιο άλογο. Και κατεβαίνει στο Κάστρο με τις σαράντα κάμαρες που είναι πιο κάτω από τη Χαλκίδα και φυλάει το πηγαινέλα της θάλασσας κι ακούμε τους πραματευτάδες να τραγουδάνε
Να 'μουν στη Σκύρο λεμονιά
στη Σκιάθο κυπαρίσσι
να 'μουν νερό στης Κάρυστος
την κρουσταλλένια βρύση.
Και το ταξίδι συνεχίζεται...
Πρωί πρωί, την άλλη μέρα, σηκώνεται ο ήλιος, κοιτάζει τον ουρανό, εντάξει ήταν, καθαρός, δίχως γκρίζους αφρούς, κοιτάζει τη γη, εντάξει ήταν, δίχως δράκους.
«Ε, ας βγω να πάω στη δουλειά μου», είπε ο ήλιος και πήρε ήσυχα το δρόμο τους.
Μα κει που πήγαινε, άκουσε γέλια και φωνές κι ένα τραγούδι μαγικό...
[...]
Το τραγούδι, όμως, ήταν στ' αλήθεια μαγικό κι όποιος τ' άκουγε ξεχνούσε τον τόπο του κι έμενε για πάντα στην Κρήτη!
[...]
Για κοπιάστε! Για κοπιάστε!
Είμαι ο πραματευτής
με τις πολλές πραμάτεις!
Πουλώ το χιόνι του βουνού
και τις ελιές του κάμπου!
Πουλώ τον Ψηλορείτη μας
με τις χρυσές κορφούλες!
Πουλώ τον ήλιο γι’ άλογο
και τ’ άστρα για κοπάδι!
Γρήγορ’ αφέντη, διάλεξε
και πλήρωσε ως το βράδυ!
Γέλασε ο ήλιος.
- Αχ πώς μου αρέσουν οι πολιτείες της Κρήτης, είπε και τράβηξε παραπάνω.
Παραπάνω βρήκε το ρήγμα της Κρήτης που έπινε κόκκινο κρασί από μία δίκαιη κούπα, που χώραγε όσο κρασί έπρεπε, ούτε στάλα παραπάνω ούτε στάλα παρακάτω.
Ο Ρήγας της Κρήτης κέρασε κόκκινο κρασί τον ήλιο και γίνανε φίλοι και τραγούδησαν οι δυο τους.
Τ' Ανώγεια έχουν λυγερές
και το Λασίθι μύλους
κι εγώ έχω το γλυκό κρασί
για τους οχτρούς και φίλους!
Δάκρυσε ο ήλιος.
- Αχ πώς μου αρέσει το κρασί της Κρήτης! είπε και κίνησε παρακάτω.
Παρακάτω ήταν ένα καλύβι μοναχό και μέσα ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια.
- Γιατί τηγανίζεις ψάρια, αφού πέρασε το μεσημέρι; ρώτησε ο ήλιος το γέροντα.
Κι ο γέροντας του αποκρίθηκε:
Στα κυπαρίσσια του Ομαλού
έστησα δέκα δίχτυα
κι έπιασα ψάρια μπόλικα
ψάρια με μαύρα μάτια.
Σαν καλοτηγανιστούν
τρεις κοπέλες θα γενούν
να μαζέψουν το μαλλί
της γαϊδούρας της κουφής
να το γνέσουν, να το υφάνουν
και μία βράκα να μου κάνουν!...
- Χα! χα! χα! ο ήλιος τρελάθηκε στα γέλια. Αχ! πώς μου αρέσουν τα ψέματα της Κρήτης! Και πήρε να κατέβει το βουνό.
[...]
Και πιάνει τις ακτίνες του, τις κάνει κουβαράκια, τα κρεμάει στις πορτοκαλιές της Κρήτης και παρατάει τον ουρανό!
Τώρα, ποιος και πώς τον ξανά ανέβασε στον ουρανό, θα τα πούμε την άλλη φορά.
Και συνεχίζουμε το ταξίδι! Και πάμε στον Πηνειό να δούμε Το γεφύρι κι ύστερα στη Θράκη να βρούμε Το τελευταίο χρυσό παξιμάδι και στη Ζάκυνθο με Τα εφτά πετράδια και καταλήγουμε στον Πειραιά και στην Αθήνα για να συναντήσουμε Τον παράξενο πραματευτή!
[...]
Κάθισε τότε στο μόλο και κοίταξε τα καράβια κι έλεγε: «Άμα πέσει ένας σπόρος στη γη γίνεται λουλούδι κι άμα ανέβει μια στάλα στον ουρανό γίνεται σύννεφο κι άμα γλιστρήσει ένα βότσαλο στη θάλασσα γίνεται μαργαριτάρι... Μα, αν χαθεί το κλειδάκι της αγάπης, πώς θα γίνονται φίλοι οι άνθρωποι;»
Κι έκλαιγε κι έλεγε πως δεν είναι καλός πραματευτής, αφού έχασε την πιο πολύτιμη πραμάτεια του.
Γι' αυτό λέω ν' αρχίσουμε όλοι μαζί το ψάξιμο. Μπορεί να το βρούμε μεις το κλειδάκι. Και τότε - πού ξέρεις; - ίσως να γίνουμε όλοι παράξενοι μικροί πραματευτάδες μ' ένα μαγικό κλειδάκι της αγάπης για τις καρδιές των φίλων μας.
Τελειώνοντας, θα πρέπει να σταθώ στην εξαιρετική εικονογράφηση του Διονύση Βαλάση, είναι όλη του η συνεισφορά στη βιβλιοδεσία και στην εικονογράφηση των βιβλίων τόσο σημαντική. Τα λίγα δείγματα που καταθέτω εδώ το μαρτυρούν άλλωστε. Να συμπληρώσω πως ήταν ο αγαπημένος, ευγενής καθηγητής των φοιτητών και φοιτητριών στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του ΤΕΙ Αθήνας.
Και την ομορφιά του βιβλίου συμπληρώνει ο αγαπητικός σαν παραμύθι πρόλογος του Αντώνη Σαμαράκη:
Άλλο τι να σας πω; Το καλό παραμύθι είναι χαρά και ομορφιά στον κόσμο μας, που τόσα βάσανα έχει. [...] Είναι όπως η ανατολή ή το ηλιοβασίλεμα, μαγεύει κι αυτό την ψυχή μας με τη δική του και μόνο δύναμη. Είναι όπως ένα τριαντάφυλλο ή ένα αγριολούλουδο, όπως η ζωγραφιά της φύσης: ήλιος, ήλιος και βροχή. Πρώτα, πρώτα, όμως, είναι όπως εσείς, παιδιά, που δεν έχετε ανάγκη να σας προλογίσει ένας άλλος, γιατί η παρουσία σας μιλάει και συγκινεί και μας κερδίζει από μόνη της.
Γεια σας
Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου η σημερινή, ημέρα γέννησης του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (2 Απριλίου 1805), του παραμυθά από τη Δανία.
Είμαστε στο σπίτι σου την ώρα που συνειδητοποιείς Πως είσαι ο πέμπτος τροχός Και η ελπίδα σου σ' εγκαταλείπει. Εμείς όμως Δεν το συνειδητοποιούμε ακόμη.
Παρατηρούμε
Πως συνομιλείς μ' ακόμη μεγαλύτερη σπουδή
Αναζητάς μια λέξη, με την οποία
Να μπορέσεις ν' αποχωρήσεις
Διότι επιθυμείς
Ν' αποχωρήσεις χωρίς να γίνει θέμα.
Σηκώνεσαι στη μέση της φράσης
Λες θυμωμένα: θέλεις να φύγεις
Εμείς λέμε: Μείνε! και συνειδητοποιούμε
Πως είσαι ο πέμπτος τροχός.
Εσύ όμως ξανακάθεσαι.
Έτσι λοιπόν κάθεσαι μαζί μας την ώρα
Που συνειδητοποιούμε πως είσαι ο πέμπτος τροχός.
Εσύ όμως
Δεν το συνειδητοποιείς πλέον.
Άσε να στο πούμε: είσαι
Ο πέμπτος τροχός
Μη σκεφτείς πως εγώ που στο λέω
Είμαι ένας αχρείος
Μην απλώνεις να πιάσεις το τσεκούρι, αλλά άπλωσε
Να πιάσεις ένα ποτήρι νερό.
Ξέρω, δεν ακούς πια
Όμως
μη λες μεγαλοφώνως πως ο κόσμος είναι κακός
Πες' το χθαμαλῇ τῇ φωνῇ .
Διότι δεν περισσεύουν οι τέσσερις
Αλλά ο πέμπτος τροχός
Και δεν είναι κακός ο κόσμος
Αλλά
Πλήρης.
(Αυτό τόχεις ήδη ακούσει να λέγεται).
Αντέγραψα το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ από τη δίγλωσση έκδοση Επτά αμαρτήματα και Πέντε δυσκολίες (εκδόσεις ΚΨΜ, ανθολόγηση και μετάφραση από τον Γιώργο Σταμάτη). Το ποίημα ανήκει στην ενότητα «Από ένα αναγνωστικό για κατοίκους των πόλεων», γραμμένη γύρω στο 1926. Για τα ποιήματα της ενότητας αυτής. γράφει ο Γιώργος Σταμάτης στον «Μικρό Πρόλογό» του:
Τα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα γύρω στο 1926, κρατούν μπροστά στους Γερμανούς κατοίκους των πόλεων εκείνων των δύσκολων καιρών έναν καθρέφτη. Δεν τους λέει ακόμη εδώ βρέχει πως ό,τι βλέπουν σ' αυτόν δεν είναι σε μία περίοδο κρίσης σε εκδηλώσεις συνέπειες του οικείου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη ζωή τους, τις συνθήκες διαβίωσής τους, στην σκέψη τους και στην κοινωνική συμπεριφορά και πρακτική τους. Περί αυτού όμως πρόκειται.
Η παρακάτω εικόνα είναι το κάλεσμα για την αποψινή συναυλία ειρήνης, συναυλία καταδίκης στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καταδίκης στον πόλεμο, γιατί παρά τα όποια ερωτήματα, η απάντηση είναι μόνο μία, η Ειρήνη! Γιατί, κανείς δεν περισσεύει στον κόσμο!