Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Χαρά κι ελπίδα δεν μπορούν να χορτάσουν το ένα με δίχως το άλλο



ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
συλλογιζόμαστε τι μας κάνει να πέφτουμε
κι ύστερα τι μας φέρνει ν' ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;
Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:
πώς θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ' ένα ρόδο στην καρδιά σου;
-έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;-
Υπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,
ύστερ' από τόσες αποτυχίες
μια ανακωχή μ' ανθισμένο χαμόγελο:
Το πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,
-μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της,
φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου
γαλήνεψε όλ' η φουρτούνα...
Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας,
δύσκολη και χωρίς ελπίδα! - γι' αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,
παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπείο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου.
Χτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας
σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε
τη διάθεση τούτη,
μορμούριζα ευλογώντας την απόσταση
που μου παίρνει και μου δίνει τέτοιες ώρες...

Το παραπάνω ποίημα είναι του Δημήτρη Αντωνίου (1906-1994) και περιέχεται στο βιβλίο "Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί: ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης & ένα ηχητικό ντοκουμέντο" (Μεταίχμιο, 2019) σε επιμέλεια του Γιώργου Ζεβελάκη, ενός σπάνιας αξίας ανθρώπου και συλλέκτη της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής΄των δύο προηγούμενων αιώνων. Σημειώνω ότι το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, όπως ενδιαφέρον έχει και η δυνατότητα που παρέχει να ακούγεται ο Αναγνωστάκης απαγγέλλοντας όλα τα ποιήματα.


Ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου ήταν ποιητής της γενιάς του '30, από τους ελάσσονες βέβαια, είχε σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών, γνώριζε ξένες γλώσσες, αλλά και ορυκτολογία, βοτανική, μουσική και άλλα πολλά, ενώ επαγγελματικά έκανε καριέρα στην εμπορική ναυτιλία κι.έφτασε μέχρι το βαθμό του πλοιάρχου. Ήταν φίλοι με τον Σεφέρη και τον Ελύτη, έκανε παρέα επίσης με τον Κατσίμπαλη, τον Λώρενς Ντάρελ, τον Χένρι Μίλερ και τον Έντμουντ Κίλι όταν οι τελευταίοι ζούσαν στην Ελλάδα.

Πολλές αναφορές γι' αυτόν κάνει ο Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού (έχω παλιά έκδοση σε μετάφραση Ανδρέα Καραντώνη) και γράφει για τη γνωριμία τους σε ταβέρνα του Πειραιά και τις μετέπειτα συναντήσεις τους:

[Ο Κατσίμπαλης] Μας παρουσίασε στους δικούς του: τον Γιώργο Σεφεριάδη και τον πλοίαρχο Αντωνίου, του καλού καραβιού "Ακρόπολις". Άρχισαν κ' οι δυό να με ταλαιπωρούν μ' ερωτήματα για την Αμερική και τους Αμερικάνους συγγραφείς. Όπως οι πιο πολλοί καλλιεργημένοι Ευρωπαίοι, ξέραν για την αμερικανική λογοτεχνία τόσα όσα δε θα μάθω εγώ ποτέ. Ο Αντωνίου είχε πάει πολλές φορές στην Αμερική, είχε περπατήσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, της Βοστώνης, της Νέας Ορλεάνης, του Αγίου Φραγκίσκου κι άλλων λιμανιών...
.............
Ο Αντωνίου περνάει τον καιρό του ταξιδεύοντας από νησί σε νησί. Γράφει τα ποιήματά του περιδιαβάζοντας σε παράξενες πόλεις, τη νύχτα. Μια φορά, κάμποσους μήνες αργότερα, τον συνάντησα ένα βράδυ, για λίγα λεπτά, στο περίεργο λιμάνι του Ηρακλείου, στην Κρήτη. Σκεπτόταν πάντα τον Σέργουντ Άντερσον, αν και μου μίλησε για φορτία, για μετεωρολογικά δελτία και για προμήθειες νερού. Δεν μου ήταν δύσκολο να τον φαντάζομαι στη θάλασσα , μέσα στην καμπίνα του, να παίρνει ένα μικρό βιβλίο από την εταζέρα, και να θάβεται μέσα στη μυστηριακή νύχτα μιας ανώνυμης πόλης του Οχάιο. Η νύχτα μ' έκανε να τον ζηλεύω λιγάκι - να ζηλεύω την ειρήνη του και τη μοναξιά του στη θάλασσα ...

Αλλά και ο Κίλι στο βιβλίο του "Αναπλάθοντας τον Παράδεισο: το ελληνικό ταξίδι 1937-1947" κάνει συχνά αναφορά στον Αντωνίου αφού ήταν στην ίδια παρέα, φίλος της Νάνσι και του Λάρι Ντάρελ  και σταθερός φίλος, μαζί με τον Σεφέρη, του Μίλερ. Για την παραπάνω εικόνα που περιγράφει ο Μίλερ, γράφει ο Κίλι (σελ. 83):

Η εικόνα αυτή έχει κάτι το ηρωικό, που σίγουρα θα διασκέδαζε τον ήσυχο, ταπεινόφρονα, ευαίσθητο άντρα, εκ πεποιθήσεως εργένη, ναυτικό επί σαράντα συναπτά έτη, που η μοναδική του σχέση με τον ηρωισμό, όπως μαρτυρά η ίδια η ποίησή του, ήταν το όνομα του κρουαζιερόπλοιου που διοικούσε μετά τον πόλεμο: το Α/Π Αχιλλέας. Ο Αντωνίου ήταν από τους πρώτους που υπερασπίστηκαν τον ελεύεθρο στίχο στην Ελλάδα: ένας αυτοδίδακτος άνθρωπος και γνώστης της ξένης λογοτεχνίας, καλοπροαίρετος, συχνά και ενθουσιώδης ακροατής, που σπάνια συμμετείχε στη συζήτηση, ιδίως άμα ο καλός του φίλος Κατσίμπαλης ήταν παρών για ν' αναλάβει την κουβέντα.[...] Κάποιοι στίχοι του θυμίζουν την "Ιθάκη" του Καβάφη , μολονότι αυτός δεν υπαινίσσεται, όπως ο Αλεξανδρινός, ότι τα ταξίδια σ' αποζημιώνουν, έστω και με τις αναμνήσεις, για τη μοναξιά της ξενιτιάς και τον πόνο ανάκατο μα τη χαρά του γυρισμού.



Ο Σεφέρης έγραψε πρώτος χαϊκού στα ελληνικά, εκείνα τα μικροσκοπικά ποιηματάκια συχνά με κωμικό, σκωπτικό περιεχόμενο, με προέλευση από την Ιαπωνία (μια παραπομπή κάνω εδώ, κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα για τα ληρολογήματα, limerick, και για τον Edward Lear πριν από τον Σεφέρη). Χαϊκού όμως έγραψε και ο φίλος του ο Αντωνίου και από μια τέτοια έκδοση (Χάι - Κάι και Τάνκα, Ερμής 1972/1981) αντιγράφω μερικά:

Χάι-Κάι :

Ύπνο κοιμάται
στέρνας ανοιξιάτικης
το περιβόλι.

Διπλώνει φτερά
της Σιωπής ο άγγελος
μπροστά μας πάλι.

Μες στα λουλούδια
μαργαριτοβρέχει
καθώς μιλάνε...

Τάνκα:

Δίψα του κόσμου
στο καρποφόρο δέντρο·
χαρά κι ελπίδα
δεν μπορεί να χορτάσουν
το ένα με δίχως το άλλο.

Τα παιδιά γύρω
σαν δεν παίζουν διαβάζουν
έτσι μαθαίνουν
να πορευτούν στον κόσμο:
νερό σε παλιό αυλάκι...

Θα πάθεις πάλι
με ποίηση παίζοντας·
είν' σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατριά από φαρμάκι.

Πού πήγαν αυτά
που πόθησες; Άλλαξαν
δίχως εσένα·
με τον καιρό στο χρόνο,
ή γίναν μόνο στάχτη;


Σημειώσεις
  •  Επειδή στο ποίημα από την ανθολογία του Αναγνωστάκη το τοπίο γράφεται τοπείο, ο Ζεβελάκης σημειώνει ότι στην παρούσα έκδοση, γενικά, τηρήθηκαν οι ορθογραφικές προτιμήσεις των ποιητών, εκτός από κάποιες προφανείς αβλεψίες. Προφανώς, η γραφή ως τοπείο ήταν προτίμηση και όχι αβλεψία του Αντωνίου. Για το τοπείον, στο Λεξικό Liddell-Scott (και στα λεξικά Δημητράκου και Παπύρου) διαβάζουμε ότι τοπείον (τοπήιον) είναι το σχοινί, το παλαμάρι  και ο φράκτης, ενώ το σημερινό τοπίο προέρχεται από το τόπιον που σήμαινε τον μικρό τόπο, το μικρό αγρόκτημα. Πάντως, ο Κουμανούδης στη "Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων" (1900) αναφέρει τις λέξεις τοπειογραφία και τοπειογράφος. Ετυμολογική και εννοιολογική ανάλυση των όρων κάνει ο Κωνσταντίνος Μωραϊτης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής, στο βιβλίο του με τίτλο "Η τέχνη του τοπίου: Πολιτιστική επισκόπηση των νεωτερικών τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου