Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Το τραγούδι του Χιαγουάθα, του Χένρι Λονγκφέλλοου

 
Στις όχθες του Γκίτσε Γκουμέ
δίπλα στο ηλιόφωτο Νερό της Μεγάλης Θάλασσας
η σκηνή βρισκόταν της Νοκομίς,
της κόρης του φεγγαριού, της Νοκομίς.
Πίσω σκοτεινό ξεπρόβαλλε το δάσος,
σκοτεινιασμένα πεύκα, μελαγχολικά υψώνονταν
και έλατα γεμάτα κουκουνάρια.
Μα μπροστά απ' τη σκηνή κυλούσε το νερό
που έλαμπε αστραφτερό και διαυγές,
το ακτινοβόλο Νερό της Μεγάλης Θάλασσας.

Εκεί μεγάλωσε με τη γιαγιά του, δίπλα στο Νερό της Μεγάλης Θάλασσας, ο Χιαγουάθα, ο γιος της "όμορφης σαν το φως του φεγγαριού" και λυγερής Γουενονάχ και του άσπλαχνου Ζέφυρου, του Δυτικού Ανέμου, Μουτζικιαϊς. Λαϊκός ήρωας σαν τον Διγενή Ακρίτα ή ήρωας των μύθων από τη ζωή και την ιστορία των αυτόχθονων της Αμερικής, ο πραγματικός Χιαγουάθα, γηγενής από τη φυλή των Μοχώκων, έζησε τον 16ο αιώνα, πάλεψε και πέτυχε να ενώσει τις πέντε φυλές με τη Συμμαχία των πέντε Εθνών.  Με το "Τραγούδι του Χιαγουάθα" που δημοσίευσε το 1855 ο Λονγκφέλλοου (1807-1882) γίνεται ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που ασχολήθηκε με τους Ινδιάνους. Περιγράφει τη ζωή και τα έθιμα των Ινδιάνων και δίνει εικόνες με λεπτομέρειες από τη φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα των περιοχών της Βόρειας Αμερικής. 

Έχω στη βιβλιοθήκη μου έκδοση του 2007 στα ελληνικά με τίτλο "Το τραγούδι του Χιαγουάθα: Η Οδύσσεια ενός Ινδιάνου" από τις εκδόσεις Ηριδανός, σε μετάφραση Γλυκερίας Παπαγεωργίου. Είναι όμορφη έκδοση (όπως όλες του Ηριδανού), ενώ οι σημειώσεις στο τέλος δίνουν πολύ χρήσιμες πληροφορίες για σημεία του έργου - πρόσωπα, τοπωνύμια, λέξεις, έθιμα κτλ. - που δεν μας είναι οικεία. (Το ποίημα είχε μεταφραστεί για πρώτη φορά το 1881 από τον Ιωάννη Περβάνογλου, βλ. παρακάτω στο τέλος λίγα στοιχεία).

Ξεχωρίζει ο πρόλογος του Κώστα Γεωργουσόπουλου που συνδέει τον μύθο του Χιαγουάθα με το ήθος και την ιδεολογία του αμερικανικού λαού, με την "απωθημένη ιθαγένεια", με την πανσπερμία μεταναστών και τη γλωσσική, φυλετική και θρησκευτική βαβέλ. Γράφει:

[...]Η τόλμη του Λονγκφελλόου να γράψει ένα επικολυρικό ποίημα που να αποθεώνει τους γηγενείς ερυθρόδερμους, τους "ινδιάνους" αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτοί είναι η ρίζα και ο αμερικανικός μύθος της ιθαγένειας ήταν πράγματι επαναστατικός, όταν τελικά σκεφτεί κανείς πως το τραγούδι "Χιαγουάθα" γράφτηκε το 1854 και δημοσιεύτηκε το 1855, όταν ο Λίνκολν τέθηκε επικεφαλής της πολιτικής και ηθικής εκστρατείας  για την κατάργηση της δουλείας [...]

Κι έτσι, σαν αγάπησε την όμορφη Μινεχάχα, το Γελαστό Νερό, από τη φυλή των Ντακότα, ειρήνη έκαναν οι φυλές τους:

Μετά από τόσα χρόνια εχθροπραξιών,
αιματοχυσίας και ανήλεου πολέμου,
ειρήνη υπάρχει μεταξύ των Οτζίμπουα
και των Ντακότα τη φυλή

 
Το έπος του Χιαγουάθα και της Μινεχάχα έχει κυκλοφορήσει και ως κλασσικό εικονογραφημένο με τον αριθμό 1098. Είναι μια καλή δουλειά, πιστή στο περιεχόμενο του έργου. Τα κλασικά για μας ήταν μια σημαντική πηγή ανάγνωσης και γνωριμίας με σπουδαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.


Στα δεξιά εικονίζεται η όμορφη Μινεχάχα

 Ευθύς ως το καλαμπόκι είχς φυτευτεί,
ο Χιαγουάθα, σοφός και συνετός,
μίλησε και είπε στη Μίνεχαχα,
στη γυναίκα του, το Γελαστό Νερό:
"Απόψε το βράδυ να ευλογήσεις τα χωράφια,
κύκλο μαγικό να χαράξεις γύρω-γύρω,
το φύσημα αέρα φονικού, εντόμων την πιδρομή,
τον Γουαγκεμίν, τον κλέφτη των καλαμποκιών,
τον Πέμοσεντ, που κλέβει του καλαμποκιού τους κλώνους![...]
 

Ο Χιαγουάθα με την αγαπημένη του Μινεχάχα (Πηγή: @glenn098776)

Ο Λονγκφέλλοου γεννήθηκε σαν σήμερα, 27 Φεβρουαρίου του 1807. Αφορμή για την ανάρτηση (πέρα από το ενδιαφέρον μου για "παλιές" ιστορίες που δείχνουν αφετηρίες και συνέχειες στους λαϊκούς πολιτισμούς) στάθηκε ένα τουίτ από άγνωστό μου Αμερικανό. Είχε δημοσιεύσει την παραπάνω φωτογραφία (την είχε τραβήξει ο ίδιος) στην οποία απεικονίζεται ο Χιαγουάθα με την αγαπημένη του Μινεχάχα σ΄ ένα χιονισμένο τοπίο. Το γλυπτό βρίσκεται στο πάρκο Μινεχάχα της Μινεάπολης στην πολιτεία Μινεσότα και δημιουργός του ήταν ο Jacob Fjelde, Νορβηγός μετανάστης (1859-1896). Συγκεκριμένα, βρίσκεται σ' ένα νησάκι στο ποταμάκι Creek της πόλης, όπως διαβάζω στις απαντήσεις του τουίτ. Το τραγούδι του Χιαγουάθα και ο θάνατος της Μινεχάχα ενέπνευσαν τους συνθέτες. Ο Στραβίνσκι εμπνεύστηκε θέματα για τη Συμφωνία του Νέου Κόσμου, ενώ άλλος συνθέτης που έγραψε όπερα ήταν ο Samuel Coleridge Taylor (τι σύμπτωση, όταν διάβαζα το ποίημα θυμόμουν τη Μπαλάντα του γέρο ναυτικού του λίγο παλιότερου Samuel Taylor Coleridge).


 Λίγα για την πρώτη μετάφραση στα ελληνικά:

 Η μετάφραση του Περβάνογλου είχε κυκλοφορήσει στο περιοδικό Έσπερος της Λειψίας με τον τίτλο «Το άσμα του Χιαβάθα [The Song of Hiawatha]» σε συνέχειες στα τεύχη 18-23 Ιούλιος 1881 έως Απρίλιος 1882 (η αναφορά από σχετική διπλωματική εργασία της Νίκης Μητροπούλου, δημοσιευμένη στον ιστότοπο  της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πατρών Νημερτής, το Ιδρυματικό Αποθετήριο που φιλοξενεί την πνευματική παραγωγή του Πανεπιστημίου). Ο Περβάνογλου, μάλιστα, ήταν ο εκδότης του περιοδικού.

Αξίζει να σημειώσω ότι δεν κατάφερα να ανακτήσω τα ψηφιοποιημένα  τεύχη του Έσπερου, παρότι περιλαμβάνεται στο Ευρετήριο ψηφιοποιημένων περιοδικών της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέσω της πύλης αναζήτησης openarchives εντόπισα στο αποθετήριο Πλειάς της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πατρών μια φιλολογική μελέτη της εποχής για το πόνημα του Περβάνογλου. Πρόκειται για εκτενή μελέτη του Κεφαλλωνίτη Επαμεινώνδα Άννινου που δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Απόλλων το 1883 (τεύχη 6, 7 και 8) και ... όπου εις άπταιστον καθαρεύουσαν γλώσσαν δια τους ολίγους σημειώνει ότι "η ποίησις είναι ειδυλλιακή, αλλά δεν είναι ούτε θεόγνιος ουδέ θεοκρίτιος, είναι αυτόχρημα ινδική". Ο συντάκτης αναμιγνύει χριστιανισμό, λαούς, ιστορίες, μυθολογίες, δοξασίες απ' όλο τον κόσμο για να καταλήξει ότι το άσμα του Χιαβάθα παρουσιάζει τη δοκιμασία του ανθρώπου στη διαπάλη κατά της κακίας και της αδιαφορίας κατά τον πολυδαίδαλο βίο του.

 Αντιγράφω κι ένα απόσπασμα του ποιήματος από παράθεση του Άννινου:

Ποταμούς προς αλιείαν,
και αρκούδας και βουνάσους,
και δορκάδας και ελάφους,
Κάστορας κι αγρίας χήνας,
Σας εστόλισα τα δάση
με πτηνά και με ιχθύας,
 τα νερά της χώρας όλα, -
Πώς λοιπόν; δεν σας αρκούσιν,
Όλ' αυτά, και πολεμάτε 
Αμοιβαίως εις τον άλλον;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου