... Ύστερα έρχεται να με κοιμίσει. Μετράω ως το δέκα και ξυπνώ...
Μετράει ως το δέκα και θυμίζεται εικόνες από την παιδική της ηλικία. Μετράει ως το δέκα και μας αποκαλύπτει έναν κόσμο που τον έχουμε κι εμείς δίπλα μας, ίδιο κι απαράλλαχτο ή και λίγο διαφορετικό, τι σημασία έχει.
Η Ρίτα όλη μέρα πλένει και καθαρίζει τα πα-
τώματα, ταϊζει την κυρία Αριστέα στο καρο-
τσάκι, τεντώνει την μπουγάδα στην απλώ-
στρα. Το βράδυ που τελειώνει τις δουλειές,
ανοίγει τη φωτογραφία στο ντουλάπι και
παίζει τόπι με τον μικρό Θωμά τον γιο της
που την περιμένει χρόνια να γυρίσει στο σπί-
τι τους.
Η Ελένη Μαρινάκη περιγράφει καθημερινές εικόνες από το σήμερα και το χθες, το δικό της και τόσο πολύ δικό μας επίσης. Η Ρίτα, τι σημασία έχει από ποια χώρα, είναι η δική μας Αντωνία από τη Βουλγαρία, έπλενε, άπλωνε, καθάριζε, τάιζε την κυρία Ιωάννα μέχρι που η ίδια τη βρήκε μέσα στη μαύρη νύχτα πεθαμένη δεν είχε μικρά παιδιά, να την περιμένουν η Αντωνία, την περίμεναν όμως τα εγγόνια της, και σ' αυτά γύρισε μετά από 20 χρόνια!
Ποιητικά πεζά ή πεζά ποιήματα είναι τα κείμενα της τελευταίας συλλογής της σπουδαίας Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη "Μετράω ως το δέκα" (Μελάνι, 2018), αφιερωμένη μάλιστα, νομίζω όχι τυχαία, στην επίσης Χανιώτισσα, κορυφαία συγγραφέα Μάρω Δούκα. (Θυμίζω αντίστοιχα τα ποιήματα του Διονύση Καψάλη στη συλλογή "Μαύρη καγκελόπορτα", εικόνες κι εκεί από το χθες και το σήμερα του ποιητή).
Τα λόγια της είναι σαν να φωτογραφίζουν δικές μας, προσωπικές, μοναδικές στιγμές.
.................... Θυμάμαι εκείνα τα χρυσόχαρ-
τα, περιτυλίγματα από φτηνά σοκολατάκια
που τα μαζεύανε στο δρόμο τα παιδιά και
στόλιζαν το δέντρο.
Μνήμες, όνειρα, εικόνες στον ύπνο και στο ξύπνιο, εικόνες και όνειρα που σβήνουν, εικόνες βγαλμένες λες από φιγούρες του Παπαδιαμάντη ή του Βιζυηνού.
Η Θεανώ κοιμάται με τις κότες σ' ένα πα-
ράπηγμα. Φορά χειμώνα καλοκαίρι τα ίδια
ρούχα και στο κεφάλι της μαύρο μαντήλι.
.....................................................................
Ένα πρωί την πήγαν με το ζόρι στο νοσοκο-
μείο. Δεν την ξανάδα από τότε μα έρχεται κα-
μιά φορά στον ύπνο και μου ζητά κρύο νερό.
Κι άλλο:
Η Αργυρώ με τα καμένα δάχτυλα έχει καλύ-
βες στον βυθό, χορταριασμένους δρόμους
στο λιβάδι. Έχει δωμάτιο τη νύχτα. Δεν ξέρει
να μιλά σωστά, κάνει νοήματα στους γλά-
ρους, μοιράζει φέτες το φεγγάρι στα παιδιά
και ονειρεύεται να μην ξυπνήσει. Η Αργυρώ
που δεν ξεχνά.
Κι άλλο:
Λέγανε πως γεννήθηκε χωρίς φωνή. Ήρθε
χειμώνα στο χωριό και κρύφτηκε σε μια γω-
νιά στο χάλασμα..........................................
......... ....Κάποτε τη συνάντησα κι εγώ και
τέλειωσε το καλοκαίρι.
Ευαίσθητη και τρυφερή
Τα μεσημέρια της Κυριακής πηγαίνω με τη
θεία μου στις φυλακές. Φορώ το κόκκινο
φουστάνι και την κορδέλα στα μαλλιά. Μοι-
ράζουμε τσιγάρα και γλυκά. Πίσω από τα
κάγκελα μας πριονίζουν με τα μάτια οι φυ-
λακισμένοι. Λέω το ποίημα χωρίς φωνή...
Η Μαρινάκη, είναι σαν να κάνει πράξη αυτό που λέει για τη γενέθλια πόλη μας, τα Χανιά, στη συλλογή “Περνώντας βάφεσαι μπλε”:
Στους δρόμους σου έχουμε ξεχαστεί από καιρό
περιηγητές της παιδικής σου ηλικίας
ερασιτέχνες αλιείς εικόνων
με ήλιο και σκιά
φωτογράφοι της ζωής σου
πλανόδιοι, μικροπωλητές στα πανηγύρια...
Μετρά ως το δέκα και ξυπνά.
Πατώ ένα κουμπί και σβήνει τ' όνειρο.
....................Πάνω στο λόφο ένα μεση-
μέρι την παραδώσαμε στα σύννεφα.
.......................Βγαίνει ξημέρωμα στους
δρόμους και μαζεύει έλεος.
Αν τύχει στο δρόμο να σας κοιτάζει σα χαμένο ένα παιδί, σκεφτείτε τον Ίβο:
Δεν είναι ούτε δώδεκα χρονώ ο Ίβο και ήρθε
από τα βόρεια κρυμμένος σ΄ένα φορτηγό.
.......................................................................
Μ' ένα ξυπόλητο παλτό γυρίζει τώρα στις
πλατείες και ζητιανεύει βλέμματα.
Κοιτάξτε το κι εσείς και χαμογελάστε του...