Τσικ Τσικ, ξεκινάει η μοναχική πορεία, μοναδική ως προς τον ήχο και το ρυθμό.
Ξέρω σε πόσα λεπτά και δευτερόλεπτα θα διανύσει τη σταθερή, την αμετάβλητη απόσταση απ’ το κρεβάτι της στο γραφείο μου, όπου κάθομαι εν πλήρει απραξία.
..............................................................................................................................
Το σύρσιμο της παντόφλας, την κλίση του σώματος και του στόματος το σχήμα, τα ΄χω φωτογραφίσει από καιρό με προπτική τα μάτια και τ΄αυτιά μου: η νυχτικιά πέφτει προς τα μπρος, φουσκώνει σαν κοιλιά εγκυμονούσα, μια κοιλιά που κρέμεται προς τα κάτω μ΄όλες τις σάρκες της, έτοιμη να χυθεί στο πάτωμα με νερά και αίματα.
Τσικ τσικ, και πρέπει γρήγορα να εγκατασταθώ σε κείνο το παλιό όνειρο, να κλείσω πόρτες και παράθυρα, να αμπαρωθώ από μέσα, να επικαλεστώ όλα τα υποτιθέμενα «αύριο θα ΄ναι καλύτερα», να επιστρατεύσω τα ερωτικά μου φαντάσματα.Πρέπει όλα αυτά να ενεργήσουν αυτόματα, να ΄ναι εν εγρηγόρσει, ώστε να συμβάλουν στη σωτηρία μου. Γιατί εκείνη, ακόμα πριν ξεκινήσει, ξέρω ότι ετοιμάζεται, πιάνεται γερά απ΄τις χειρολαβές, στερεώνεται, βεβαιώνεται, ισορροπεί, ενώ εγώ παραπαίω στο χείλος της αβύσσου.
Κι έρχεται κατά πάνω μου αργά αργά, προχωρεί ως το άνοιγμα της πόρτας, σχίζει με το μαχαίρι τα άδυτά μου, η Φραγκογιαννού.
Λέει πως πρέπει να την κοιτάξω, δεν το λέει, εγώ τ΄ακούω μέσα στο άγριο τσικ τσικ όπου αναπτύσσεται, θεριεύει η επιταγή, η απαίτηση, μ΄εκείνο το ανυπερθέτως που με τσακίζει.
Ποιο είναι αυτό το αλλόκοτο πρόσωπο με τ΄άσπρα νεκρά μαλλιά, το σκαμμένο δέρμα – μαζεύω με το παιδικό μου φτυαράκι τις ατέλειωτες τρίχες, μικρά σγουρά φιδάκια σ΄όλο το σπίτι, κι από πάνω μου τινάζω μακριά τη λιπαρότητα της πιτυρίδας της.
Κοντά στα ενενήντα κι ακόμα επιμένουν να μακραίνουν τα μαλλιά της, αγριεμένα σαν τη γριά Φροσσάρ, τα νύχια της μεγαλώνουν επικίνδυνα, ανάγκη επιτακτική να πάρω ψαλίδι, πετσέτα και νερό, οφείλω να μετρήσω, να υπολογίσω επακριώς το μάκρος, το σωστό κόψιμο, να φορέσω γυαλιά, ν’ ανοίξω με δυο δάχτυλα το ψαλίδι – το ψαλίδι, τα δυο δάχτυλα, τα μαλλιά, τα γυαλιά, τα μυαλά, ως πού να κόψω, πόσο μακριά, κοντά, μέτρια, βαθιά, πόσο βαθιά, σύρριζα να κόψω... να κόψω...
Ποια είναι αυτή που την πλένω, την χτενίζω, την ντύνω, την ξεντύνω. Αυτή δεν είναι το μικρό μου παιδί, το εγγόνι, το δισεγγονάκι μου, δεν είναι το ανάπηρο της γειτονιάς μας.
Να διώξω, πώς να διώξω, να τη διώξω εκείνη την πικρή, την τόσο δική της μυρωδιά που μου τρώει τα χέρια και τα χείλια.
Τα σεντόνια της κάθε πρωί έξω ν’ ανεμίζουν, άσπρο ψυχρό πανί, ώρες και ώρες να γλείφει το άρρωστο χρώμα τους ο αέρας, ο ήλιος – αιμοβόρα ζώα ...
Μια μέρα μου λέει: «Θα πεθάνω και τότε μόνο θα με σκέφτεσαι με μια ήρεμη δικαιοσύνη. Καθώς θα τριγυρνάς στο σούπερ μάρκετ, καθώς θα σέρνεσαι ως το πάρκο και την παλιά παραλία, μόνη και γριά, τότε θα μ’αγαπάς πέρα ως πέρα, κόρη μου. Τώρα δεν μπορείς, γιατί είμαι στο έλεός σου και στο έλεος της αμείλικτης πραγματικότητάς σου».
Τρομάζω, όταν νιώθω ότι διεισδύει στην αμηχανία μου, φοβάμαι ότι διακρίνει καθαρά την προσπάθειά μου να μη φανερώσω το πάθος που καίει τα σωθικά μου μ’ ένα βαθύ ερωτηματικό: μητέρα, γιατί αντέστρεψες τους ρόλους;
.................................................................................................................................
Κι ας περπατάει εκείνη, κι ας πηγαίνει μ’ ένα τσικ τσικ που μέρα με τη μέρα πριονίζει τις φρένες μου, δεν λαδώνονται, επειδή καμιά επέμβαση δεν χωρεί στο σύστημα που σπάει τα νεύρα και λιγοστεύει την ανθρώπινη αντοχή.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το διήγημα "Περπατούρα" της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου και περιέχεται στη συλλογή "Στο δωμάτιο" (Νεφέλη, 1999). Καθημερινές ιστορίες, με ανθρωπιά, ευαισθησία και πολλή αλήθεια: "Η ξένη", "Στην εκκλησία", "Φυγή", κ.ά. Ξεχώρισα την Περπατούρα γιατί σήμερα η μάνα μου κλείνει τα ενενήντα!