Πώς γίνεται να καθυστερώ ανάρτηση για βιβλία για τα οποία θέλω πολύ να γράψω; Ίσως μια ανησυχία μην και δεν δώσω όλα αυτά που έχω στο μυαλό μου, μην και δεν μεταφέρω αυτά που ένιωσα διαβάζοντάς τα, ίσως η αμέλεια, ίσως - για τα καινούρια – και μια διάθεση να γράψω αφού έχει καταλαγιάσει ο πολύς «θόρυβος» της δημοσιοποίησης. Όλα μαζί θα έλεγα.
Έτσι έγινε και με το τελευταίο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού «Με θέα στο Λεβάντε» (Κέδρος, 2017) που το διάβασα μόλις κυκλοφόρησε λίγο μετά το Πάσχα. Ένα βιβλίο-εξομολόγηση για τις μακρινές – αλλοτινές; - πατρίδες της κοντινής Ανατολής, ένα βιβλίο-μαρτυρίες για τα όμορφα και τα άσχημα από τις περιπλανήσεις της ίδιας στα μέρη της Ανατολίας. Κι ένα ταξίδεμα στο χώρο και στο χρόνο... Όμορφο, παρατηρητικό, κάποτε νοσταλγικό, κάποτε πικρό, μα πάντα όμορφο. «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα», ομολόγησε η Μαριάννα Κορομηλά στο αξεπέραστο βιβλίο της με αυτό τον τίτλο, ευτυχισμένη και η Νίκη Τρουλλινού που περπάτησε και μύρισε και γεύτηκε τους ίδιους εκείνους τόπους, τυχεροί κι εμείς από τούτο το ταξίδεμα κι ας έχουμε κι ας μην έχουμε ξαναδιαβεί στα ίδια εκείνα μέρη.
«Ψυχικό λύσιμο και μαθητεία στον εαυτό», ονομάζει η ίδια τα 31 αφηγήματα, γραμμένα από το 1994 μέχρι το 2016. Το βιβλίο αποτελείται από μικρά κείμενα, αφηγήσεις και περιγραφές από τα μέρη που περπάτησε, συχνά έξω από τα καθιερωμένα τουριστικά «πρέπει», παρατηρώντας και μεταφέροντας εικόνες και στιγμές από «ασήμαντες» για κάποιους λεπτομέρειες. Και μαζί, μας μεταφέρει στοιχεία από την ιστορία και ιστορίες των τόπων και συνάμα λέξεις και εικόνες από διαβάσματα που έχει κάνει, λέξεις και λόγια του Σεφέρη (το Ημερολόγιο του Σεφέρη το κουβαλά πάντα μαζί της), αλλά και του Καβάφη, του Τσίρκα, της Κορομηλά, του Μααλούφ, του Οζ, του Βλαβιανού, του Λιοντάκη, του Χικμέτ και άλλων.
Το ταξίδι ξεκινά το Δεκέμβρη του 1994 στο Λίβανο, μέσα στον εμφύλιο, ερείπια, κατεστραμμένα κτίρια, καταφαγωμένη από σφαίρες πολυκατοικία, μπαλκόνι ετοιμόρροπο. Και η πρώτη εικόνα: ένας νεαρός άντρας να κρεμά το καθρεφτάκι στο καρφί του πληγωμένου τοίχου και ν’ απλώνει τα σύνεργα στην ποδιά του παραθύρου, πινέλο, σαπουνάκι και ξουράφι...
Σαν πας στη Βηρυτό, της είπαν, ν’ ακούσεις Φεϊρούζ. Και πήγε, και τη βρήκε στον πάγκο ενός Λιβανέζου. Και την άκουσε.
Να πώς περιγράφει τον τόπο:
Εδώ, στον ίδιο τόπο που οι φυλές του κόσμου τραγούδησαν τον Μπάαλ, τον Δία, τον Βάκχο, τον Ιησού και τον Μωάμεθ· εδώ, πάνω στα χνάρια των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων και των Περσών, των Μακεδόνων και των στρατιωτών του Αντωνίου Πίου, των Σταυροφόρων, των Μαμελούκων, των Σελτζούκων Τούρκων και των μωαμεθανών, των μισθοφόρων Γάλλων ...
Προχωρά στο νότιο Λίβανο και συναντά το ράφτη της Σιδώνας με τα ξακουστά μπακλαβαδωτά παπλώματα. Και θυμήθηκε το φούλι το ροδίτικο που κουβάλησε από το Λίβανο ο Σεφέρης στη Μαρώ το ’55. Κι αναρωτιέται: «Οι λέξεις και τα λουλούδια δένουν τους τόπους πιο πολύ από τους ανθρώπους; Εμφύλιο των λουλουδιών και των λέξεων δεν κατέγραψε καμιά Ιστορία».
Στην Καππαδοκία, δυο «αγόρια μαυροτσούκαλα» δείχνουν τον άγγελο πάνω στους τοίχους, στην εκκλησιά του Σουμπουλού. Κι εκείνη συλλογίζεται πως η εκκλησιά είναι του ζουμπουλιού, του υάκινθου, και συλλογίζεται πώς οι λέξεις μας ενώνουν (το ζουμπούλι, sombol και sümbül στα τούρκικα). Και να η μάχη του Ματζικέρτ (1071 μ.Χ.). Και να το ευχόδεντρο, φορτωμένο κουρελάκια, τσιμπίδια, βραχιόλια από χρωματιστά κορδόνια και το άλλο ευχόδεντρο, η μεγάλη βελανιδιά στο μοναστήρι του Κύκκου στην Κύπρο, και το πιο συγκλονιστικό ευχόδεντρο στη Βηρυτό, ένα «ξεραμένο δεντρί φορτωμένο κουρελάκια και λογής μπιχλιμπίδια... προσευχή στον άγνωστο θεό, μπορεί και στον αδίστακτο θεό του πολέμου...». Πώς μοιάζουνε και συναντιούνται οι άνθρωποι και οι τόποι...
Στα Βουρλά, στη μνήμη της γιαγιάς, στο Αϊντίν στη μνήμη του πατέρα, κι οι στίχοι του Βλαβιανού «Καλύτερα να σε τρυπάει το αγκάθι του πραγματικού / παρά να πλατσουρίζεις στο ροδόνερο του ιδεώδους». Και μας βάζει σε σκέψεις. Γιατί ταξιδεύουμε, τι ψάχνουμε; Στα ταξίδια αυτά, λέει, βλέπουμε αυτό που κουβαλάμε.
Κουσάντασι, Βουρλά, Χερσόνησος της Ερυθραίας, ο Οσμανάκης από την πλατεία Χουνκιάρ του Μεγάλου Κάστρου κι ο Καποκάκης από τα Νεροκούρου στα Χανιά. Πώς μοιάζουνε και συναντιούνται οι άνθρωποι και οι τόποι...
Δαμασκός και Τέσσερις ιστορίες για μια χαμένη πανσέληνο, της Μαριάννας Κορομηλά· και οι υφασματάδες της:
Δεν είναι το ρούχο που επιθυμείς, η αύρα της επιθυμίας είναι, η πολιτεία, το ταξίδι. Είναι το κρυφάκουσμα στην Ιστορία που σε φέρνει δίπλα στον έμπορα, πάνω από την πραμάτεια του, είναι αυτή η αίσθηση της αδιάκοπης συνέχειας της ανθρώπινης περιπέτειας...
Στο Νησί, στην Αγία Νάπα, στο Τρόοδος, στη Λευκωσία, στην Αμμόχωστο, αναζητά τα χνάρια που άφησαν οι λέξεις του Σεφέρη. Στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, αποτυπώματα από σφαίρες πάνω στους τοίχους· πίνει καφέ με τον κύριο Σελτζούκ, Κύπριο πάππου προς πάππου, που φεύγοντας τη χαιρετά λέγοντάς της: «Καληνύχτα, κόρη μ’, η διχοτόμηση έχει κιόλας αρχινήσει, μα το νησί μικρό για τόσα όπλα, για τόσο σύρμα...».
Και στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά! «Οι ταξιδιώτες σπανίζουν πια, περισσεύουν οι τουρίστες, το νιώθεις όλο και πιο πολύ, κάθε φορά στην Ιστανμπούλ, σαν περιφέρονται στον Ιππόδρομο, Ατ Μεϊντάν στη γλώσσα των Οθωμανών».
Κι εκείνη πάγωσε με το αχανές του ναού και τα επιφωνήματα των επισκεπτών. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο κατώφλι:
Κάποτε από ακριβό άσπρο μάρμαρο, στην εντέλεια δουλεμένο, στις άκρες του γωνιασμένο με κάθε δυνατή κι αδύνατη ακρίβεια, με το αλφάδι να έχει άπειρες φορές πάνω του ακουμπήσει. Τώρα, κοίλο, φαγωμένο. Είναι τα δεκάδες εκατομμύρια πόδια που το πάτησαν ... το έτριψαν... το μετέτρεψαν από έργο Τέχνης σε έργο Ζωής, δηλαδή Τέχνης πάλι... πόδια αυτοκρατόρων, πασάδων, βεζίρηδων, πριγκήπων, πατριαρχών και χαλίφηδων, ιμάμηδων και ιερέων, λεβαντίνων καλογέρων και μισιονάριων, Σταυροφόρων και φθονερών Δάνδολων, Αλανών, Αβάρων, Σκύθρων και δόλιων Φράγκων...
Κι όταν, εκεί, στη θέα του Βοσπόρου, βρίσκει το εστιατόριο του Κόνιαλη, ο νους της γυρίζει πίσω, στα παιδικά τα χρόνια, στη γενέθλια πόλη (μας) στα Χανιά, στο ζαχαροπλαστείο του Κόνιαλη πάνω από το Κουμ Καπί, πρόσφυγας ο Κόνιαλης, ονομαστός για τα κανταϊφια και τα άλλα σιροπιαστά.
Μα η μνήμη κάνει κι άλλα σκέρτσα, και γυρνά πάλι στα Χανιά, στα σοκάκια πίσω από τη Σπλάντζια και στον Άγιο Ρόκκο και στο πηγάδι του Τούρκου και στον Τοπανά και στην Οβριακή, κι ύστερα πάει στο Ηράκλειο, στο Χάνδακα άλλοτε, στο Μπεντενάκι-Ξύλινη Ντάπια.
Τελευταία στάση στο Ισραήλ, Τελ-Αβίβ η Λευκή Πόλη, η Σοά, ο πόλεμος και η κατάσταση μακράς αναμονής. Η σκέψη στον Άπελφελντ, στον Κανιούκ και στον Γεοσούα· η λογοτεχνία η πιο δυνατή και ανθεκτική στο μίσος γέφυρα. Φλεβάρης του 2016 και το βλέμμα του κόσμου στραμμένο στο νέο Ολοκαύτωμα, στον πόλεμο της Συρίας...
Μάθημα γεωγραφίας, μάθημα ιστορίας και μάθημα μνήμης και ομορφιάς το βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού. Η δεύτερη ανάγνωση για τούτη την ανάρτηση ήταν και για μένα μια μαθητεία· άξιζε! Καμιά φορά σκεφτόμουνα μήπως θα ήταν καλό να έχω και μια φωτογραφία, από ένα ευχόδεντρο, από το κατώφλι της Αγιά Σοφιάς, από τον παπλωματά της Σιδώνας, κι όμως, έφτιαξα τις εικόνες στο μυαλό μου, τις έφτιαξα όπως ήθελα με οδηγό τις λέξεις, τις περιγραφές με λέξεις, και νομίζω οι εικόνες αυτές δε σβήνουν.
Η συγγραφέας τελειώνει το σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου, προτρέποντάς μας ν’ αναζητήσουμε την πηγή της ανάγκης των ταξιδιών αυτών στα ποιήματα του Καβάφη, στα κείμενα του Σεφέρη για τη Μέση Ανατολή, την Κύπρο και την Ανατολία, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα. Κι έτυχε χτες βράδυ να δω στην ΕΡΤ2 το ντοκυμαντέρ του Ανδρέα Πάντζη «Ο Σεφέρης στη χώρα της έκλειψης», ένα σημερινό (στην πραγματικότητα πριν από 10 χρόνια, στην εκπομπή DOConΕΡΤ) οδοιπορικό στα ίδια εκείνα μέρη της Κύπρου που είχε επισκεφθεί ο Σεφέρης ως πρέσβης το διάστημα 1953-1954, ήταν τότε αποικία των Άγγλων όλο το νησί, τώρα τα μέρη εκείνα (Αμμόχωστος, Μόρφου κτλ.) ανήκουν στα κατεχόμενα ή έχουν ερημώσει (σα νεκρόπολη έδειχνε το κομμάτι της Αμμοχώστου...).
Το ερώτημα της Νίκης Τρουλλινού «Ο κόσμος δεν αλλάζει, Κεμάλ;» διαπερνά όλες τις ιστορίες της, γίνεται και δική μας σκέψη και ανησυχία κι ένας κάποιος φόβος. Και τότε θυμάμαι μια συναυλία για τον Μάνο Χατζηδάκι, πριν από χρόνια στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην Πλάκα, που τραγουδούσε ο Βασίλης Λέκκας, και στο τελείωμα αυτού του τραγουδιού, μ’ εκείνο το ιδιαίτερο πάθος του, κατέληξε «Αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει, Κεμάλ»...
Το βιβλίο η συγγραφέας το αφιερώνει «στις γυναίκες που, με ή χωρίς μαντήλα, διαπλέουν τα νερά του Αιγαίου και οδοιπορούν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, γυρεύοντας γη χωρίς πόλεμο». Κι εγώ σκέφτομαι σήμερα, την επομένη των γερμανικών εκλογών, ότι στη Γερμανία ένα ρατσιστικό, ακροδεξιό, κρυφο- ή όχι - ναζιστικό κόμμα πήρε τα πάνω του κι ότι εδώ στον τόπο μας ουρλιάζουν φωνές που λένε πως γι' αυτό φταίνε οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες, και φταίνε και όσοι τους ανέχονται, τους υποδέχονται... Τελικά, κι εγώ αναρωτιέμαι: «Ο κόσμος δεν αλλάζει, Κεμάλ;»