Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Κωνσταντίνος Καβάφης, Κεριά

Γεώργιος Ιακωβίδης, Το κερί της βλάχας

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 Η καλή και η άσχημη όψη της ζωής, βαραίνει η καλή, η αισιόδοξη,  μα στις μνήμες μας χωρούν και τα σβυσμένα κεριά, κρύα, κυρτά, λυωμένα, που μας λυπεί σαν περάσει από μπροστά μας η εικόνα από το πρώτο τους το φως το χρυσό, το ζωηρό. 

Θάλεγε κανείς πως ο Γερμανός καλλιτέχνης Gerhard Richter εμπνεύστηκε από τον Καβάφη την ιδέα για τον πίνακα "Δυο κεριά", το ένα στο σκοτεινό φόντο που λυώνει πιο γρήγορα, το άλλο πιο ζωηρό.

Gerhard Richter, Zwei Kerzen (https://www.gerhard-richter.com/en/art/paintings/photo-paintings/candles-6/two-candles-6475)

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή που γεννήθηκε ο Αλεξανδρινός ποιητής της οικουμένης Κωνσταντίνος Καβάφης, ίδια κι η μέρα που τα κεράκια του έσβυσαν όλα, που σώθηκε το λάδι.

Όχι ότι χρειαζόταν αφορμή για την ανάρτηση, αλλά ήταν ένα κίνητρο το όμορφο αφιέρωμα με το ποίημα Κεριά και τη σχετική ανάλυση στον ιταλικό ιστότοπο για το βιβλίο και τον πολιτισμό Libreriamo που μου κοινοποίησε πρωί πρωί ένα φίλος.Και να πώς το μεταφράζει στα ιταλικά ο Filippo Maria Pontani.

Candele

Stanno i giorni futuri innanzi a noi
come una fila di candele accese,
dorate, calde e vivide.
Restano indietro i giorni del passato,
penosa riga di candele spente:
le più vicine danno fumo ancora,
fredde, disfatte, e storte.
Non le voglio vedere: m’accora il loro aspetto,
la memoria m’accora il loro antico lume.
E guardo avanti le candele accese.
Non mi voglio voltare, ch’io non scorga, in un brivido,
come s’allunga presto la tenebrosa riga,
come crescono presto le mie candele spente.

 

Στα αγγλικά, η μετάφραση του Daniel Mendelsohn όπως το βρήκα δημοσιευμένο στο twitter από τον @CCavafy:


Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Καλή Άνοιξη, καλή Ανάσταση!

 

«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι οι κρότοι
των όπλων κι όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.

..................................................

Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.*

Αν και οι ευχές ακούγονται καμιά φορά σαν λόγια από συνήθεια για γιορτές πάλι από συνήθεια, είναι από την άλλη μια ευκαιρία για περισυλλογή και μαλάκωμα της ψυχής. Ας το ευχηθούμε, λοιπόν, κι ας ευχηθούμε να πάψουν ν' ακούγονται όπου γης  οι κρότοι των όπλων και να νιώσουμε οι άνθρωποι τη χαρά της άνοιξης, της ανάστασης και της ειρήνης. 


*    Ζωή Καρέλλη «Πριν την Ανάσταση»
** Η εικόνα είναι του Άγγλου καλλιτέχνη David Hockney, έργο καμωμένο στο iPad μέσα στην καραντίνα του 2020 με τον εμβληματικό τίτλο «δεν μπορούν να ακυρώσουν την άνοιξη»!!!

Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Ήλιος ήλιος και βροχή, αγαπημένο παιδικό βιβλίο από τη Ζωή Βαλάση

 
Μια φορά κι έναν καιρό, Άνοιξη ήταν, σηκώθηκε πρωί πρωί η κυρά-βροχούλα και είπε:
- Δε βάζω μπουγάδα να τα ΄χω όλα πλυμένα καθαρά πριν φύγω για τις διακοπές μου; Το καλοκαίρι όπου να 'ναι φτάνει.
Αυτό που σας λέω κι όλα όσα θα σας πω να τα πιστέψετε, γιατί γίνανε παλιά, πολύ παλιά, κι εγώ δεν ξέρω πόσο...
 

Ξανάπιασα στα χέρια μου τα παραμύθια της Ζωής Βαλάση και συγκινήθηκα. Το παιδικό βιβλίο Ήλιος ήλιος και βροχή (Κέδρος, 1982), εμπνευσμένο από τη λαϊκή παράδοση, αποτελεί ένα στολίδι στην παιδική λογοτεχνία. Οι ιστορίες από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, παραμύθι και ιστορία και γεωγραφία και ομορφιά και καλοσύνη και φαντασία, η αφήγηση, η γλώσσα, η εξαιρετική εικονογράφηση, όλα μαζί αφήνουν μια τέτοια γλυκύτητα! Κρίμα που έχει εξαντληθεί.

Το παραπάνω απόσπασμα από Το παραμύθι της γλυκόπικρης νεράιδας μας ταξιδεύει στη Ρόδο. Κι ύστερα μας πάει στα Γιάννενα για να μας πει το Παραμύθι για ένα παλικάρι με γαλάζιο άλογο. Και κατεβαίνει στο Κάστρο με τις σαράντα κάμαρες που είναι πιο κάτω από τη Χαλκίδα και φυλάει το πηγαινέλα της θάλασσας κι ακούμε τους πραματευτάδες να τραγουδάνε
 
Να 'μουν στη Σκύρο λεμονιά
στη Σκιάθο κυπαρίσσι
να 'μουν νερό στης Κάρυστος
την κρουσταλλένια βρύση.

Και το ταξίδι συνεχίζεται...
 
Πρωί πρωί, την άλλη μέρα, σηκώνεται ο ήλιος, κοιτάζει τον ουρανό, εντάξει ήταν, καθαρός, δίχως γκρίζους αφρούς, κοιτάζει τη γη, εντάξει ήταν, δίχως δράκους.
«Ε, ας βγω να πάω στη δουλειά μου», είπε ο ήλιος και πήρε ήσυχα το δρόμο τους.
Μα κει που πήγαινε, άκουσε γέλια και φωνές κι ένα τραγούδι μαγικό... 
[...]
Το τραγούδι, όμως, ήταν στ' αλήθεια μαγικό κι όποιος τ' άκουγε ξεχνούσε τον τόπο του κι έμενε για πάντα στην Κρήτη!
[...]
 

Για κοπιάστε! Για κοπιάστε!

Είμαι ο πραματευτής 

με τις πολλές πραμάτεις!

Πουλώ το χιόνι του βουνού 

και τις ελιές του κάμπου!

Πουλώ τον Ψηλορείτη μας

με τις χρυσές κορφούλες!

Πουλώ τον ήλιο γι’ άλογο

και τ’ άστρα για κοπάδι!

Γρήγορ’ αφέντη, διάλεξε

και πλήρωσε ως το βράδυ!


Γέλασε ο ήλιος.

- Αχ πώς μου αρέσουν οι πολιτείες της Κρήτης, είπε και τράβηξε παραπάνω.

 

Παραπάνω βρήκε το ρήγμα της Κρήτης που έπινε κόκκινο κρασί από μία δίκαιη κούπα, που χώραγε όσο κρασί έπρεπε, ούτε στάλα παραπάνω ούτε στάλα παρακάτω.

 

Ο Ρήγας της Κρήτης κέρασε κόκκινο κρασί τον ήλιο και γίνανε φίλοι και τραγούδησαν οι δυο τους.

 

Τ' Ανώγεια έχουν λυγερές 

και το Λασίθι μύλους

κι εγώ έχω το γλυκό κρασί

για τους οχτρούς και φίλους!

 

Δάκρυσε ο ήλιος.

-  Αχ πώς μου αρέσει το κρασί της Κρήτης! είπε και κίνησε παρακάτω.

Παρακάτω ήταν ένα καλύβι μοναχό και μέσα ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια.

- Γιατί τηγανίζεις ψάρια, αφού πέρασε το μεσημέρι; ρώτησε ο ήλιος το γέροντα.

Κι ο γέροντας του αποκρίθηκε:

 

Στα κυπαρίσσια του Ομαλού 

έστησα δέκα δίχτυα

κι έπιασα ψάρια μπόλικα

 ψάρια με μαύρα μάτια.

Σαν καλοτηγανιστούν 

τρεις κοπέλες θα γενούν

να μαζέψουν το μαλλί 

της γαϊδούρας της κουφής 

να το γνέσουν, να το υφάνουν

και μία βράκα να μου κάνουν!...

 

- Χα! χα! χα! ο ήλιος τρελάθηκε στα γέλια. Αχ! πώς μου αρέσουν τα ψέματα της Κρήτης! Και πήρε να κατέβει το βουνό.

[...]

Και πιάνει τις ακτίνες του, τις κάνει κουβαράκια, τα κρεμάει στις πορτοκαλιές της Κρήτης και παρατάει τον ουρανό!

Τώρα, ποιος και πώς τον ξανά ανέβασε στον ουρανό, θα τα πούμε την άλλη φορά. 

 
Και συνεχίζουμε το ταξίδι! Και πάμε στον Πηνειό να δούμε Το γεφύρι κι ύστερα στη Θράκη να βρούμε Το τελευταίο χρυσό παξιμάδι και στη Ζάκυνθο με Τα εφτά πετράδια και καταλήγουμε στον Πειραιά και στην Αθήνα για να συναντήσουμε Τον παράξενο πραματευτή
 
[...]
Κάθισε τότε στο μόλο και κοίταξε τα καράβια κι έλεγε: «Άμα πέσει ένας σπόρος στη γη γίνεται λουλούδι κι άμα ανέβει μια στάλα στον ουρανό γίνεται σύννεφο κι άμα γλιστρήσει ένα βότσαλο στη θάλασσα γίνεται μαργαριτάρι... Μα, αν χαθεί το κλειδάκι της αγάπης, πώς θα γίνονται φίλοι οι άνθρωποι;»
 
Κι έκλαιγε κι έλεγε πως δεν είναι καλός πραματευτής, αφού έχασε την πιο πολύτιμη πραμάτεια του.
 
Γι' αυτό λέω ν' αρχίσουμε όλοι μαζί το ψάξιμο. Μπορεί να το βρούμε μεις το κλειδάκι. Και τότε - πού ξέρεις; - ίσως να γίνουμε όλοι παράξενοι μικροί πραματευτάδες μ' ένα μαγικό κλειδάκι της αγάπης για τις καρδιές των φίλων μας.



Τελειώνοντας, θα πρέπει να σταθώ στην εξαιρετική εικονογράφηση του Διονύση Βαλάση, είναι όλη του η συνεισφορά στη βιβλιοδεσία και στην εικονογράφηση των βιβλίων τόσο σημαντική. Τα λίγα δείγματα που καταθέτω εδώ το μαρτυρούν άλλωστε. Να συμπληρώσω πως ήταν ο αγαπημένος, ευγενής καθηγητής των φοιτητών και φοιτητριών στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του ΤΕΙ Αθήνας. 
 
Και την ομορφιά του βιβλίου συμπληρώνει ο αγαπητικός σαν παραμύθι πρόλογος του Αντώνη Σαμαράκη:
 
Άλλο τι να σας πω; Το καλό παραμύθι είναι χαρά και ομορφιά στον κόσμο μας, που τόσα βάσανα έχει. [...] Είναι όπως η ανατολή ή το ηλιοβασίλεμα, μαγεύει κι αυτό την ψυχή μας με τη δική του και μόνο δύναμη. Είναι όπως ένα τριαντάφυλλο ή ένα αγριολούλουδο, όπως η ζωγραφιά της φύσης: ήλιος, ήλιος και βροχή. Πρώτα, πρώτα, όμως, είναι όπως εσείς, παιδιά, που δεν έχετε ανάγκη να σας προλογίσει ένας άλλος, γιατί η παρουσία σας μιλάει και συγκινεί και μας κερδίζει από μόνη της.
 
Γεια σας



Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου η σημερινή, ημέρα γέννησης του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (2 Απριλίου 1805), του παραμυθά από τη Δανία.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Περί του πέμπτου τροχού

 


Είμαστε στο σπίτι σου την ώρα που συνειδητοποιείς
Πως είσαι ο πέμπτος τροχός
Και η ελπίδα σου σ' εγκαταλείπει.
Εμείς όμως
Δεν το συνειδητοποιούμε ακόμη.

Παρατηρούμε
Πως συνομιλείς μ' ακόμη μεγαλύτερη σπουδή
Αναζητάς μια λέξη, με την οποία
Να μπορέσεις ν' αποχωρήσεις
Διότι επιθυμείς
Ν' αποχωρήσεις χωρίς να γίνει θέμα.
 
Σηκώνεσαι στη μέση της φράσης
Λες θυμωμένα: θέλεις να φύγεις
Εμείς λέμε: Μείνε! και συνειδητοποιούμε
Πως είσαι ο πέμπτος τροχός.
Εσύ όμως ξανακάθεσαι.
Έτσι λοιπόν κάθεσαι μαζί μας την ώρα
Που συνειδητοποιούμε πως είσαι ο πέμπτος τροχός.
Εσύ όμως
Δεν το συνειδητοποιείς πλέον.
 
Άσε να στο πούμε: είσαι
Ο πέμπτος τροχός
Μη σκεφτείς πως εγώ που στο λέω
Είμαι ένας αχρείος
Μην απλώνεις να πιάσεις το τσεκούρι, αλλά άπλωσε
Να πιάσεις ένα ποτήρι νερό.
 
Ξέρω, δεν ακούς πια
Όμως
μη λες μεγαλοφώνως πως ο κόσμος είναι κακός
Πες' το χθαμαλτῇ φωνῇ .
 
Διότι δεν περισσεύουν οι τέσσερις
Αλλά ο πέμπτος τροχός
Και δεν είναι κακός ο κόσμος
Αλλά 
Πλήρης.
 
(Αυτό τόχεις ήδη ακούσει να λέγεται).


Αντέγραψα το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ από τη δίγλωσση έκδοση Επτά αμαρτήματα και Πέντε δυσκολίες (εκδόσεις ΚΨΜ, ανθολόγηση και μετάφραση από τον Γιώργο Σταμάτη). Το ποίημα ανήκει στην ενότητα «Από ένα αναγνωστικό για κατοίκους των πόλεων», γραμμένη γύρω στο 1926. Για τα ποιήματα της ενότητας αυτής. γράφει ο Γιώργος Σταμάτης στον «Μικρό Πρόλογό» του:
 
Τα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα γύρω στο 1926, κρατούν μπροστά στους Γερμανούς κατοίκους των πόλεων εκείνων των δύσκολων καιρών έναν καθρέφτη. Δεν τους λέει ακόμη εδώ βρέχει πως ό,τι βλέπουν σ' αυτόν δεν είναι σε μία περίοδο κρίσης σε εκδηλώσεις συνέπειες του οικείου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη ζωή τους, τις συνθήκες διαβίωσής τους, στην σκέψη τους και στην κοινωνική συμπεριφορά και πρακτική τους. Περί αυτού όμως πρόκειται. 

Η πρώτη εικόνα είναι από έργο τεκμηρίωσης του Robert Schuster με τον τίτλο «Ο πέμπτος τροχός» που αναφέρεται στις γυναίκες στην πόλη Χεράτ του βορειοδυτικού Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των Αμερικανών και την επικράτηση των Ταλιμπάν. Αντέγραψα την εικόνα από εδώ (https://dringeblieben.de/videos/simorgh-theater-das-funfte-rad), αλλά περισσότερες πληροφορίες και το έργο υπάρχουν εδώ: https://segalfilmfestival.org/the-fifth-wheel-by-robert-schuster-kula-compagnie/

Η παρακάτω εικόνα είναι το κάλεσμα για την αποψινή συναυλία ειρήνης, συναυλία καταδίκης στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καταδίκης στον πόλεμο, γιατί παρά τα όποια ερωτήματα, η απάντηση είναι  μόνο μία, η Ειρήνη! Γιατί, κανείς δεν περισσεύει στον κόσμο!


 

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου


Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει

                                         της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ

Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει;
Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει 
όταν ένα μόνο βλέμμα παλιές πληγές ξύνει
όταν μια νέα αναπηρία καινούργιες πληγές ανοίγει
όταν τα φανάρια τ' ουρανού σε κοντινή απ' το μέλλον σου απόσταση 
    λάμπουν 
και όλα τα αποθέματα ζωής που έχεις συλλέξει δε φτάνουν 
όταν σε βασανίζει μια θλίψη που δεν ήρθ' ακόμα 
όταν ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα 
τότε αρχίζει η ποίηση σαν χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου 
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου 
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου.
Πιάνεις τότε την πένα 
και νομίζεις πως γίνεσαι ένα 
με την ωραιότητα και την αθανασία,
όμως η ποίηση ποια σου ζητάει θυσία;
Τι θέλει γι' αντάλλαγμα;
Μονάχα ένα πράγμα.
Απ' τη γη που κατοικείς
τίποτα μην απαιτείς.
Ούτε η πραγματικότητα να σε ανταμείψει 
να σε πλουτίσει
μ' αιώνια δεσμά να σε δέσει 
ή να 'ναι εκείνη όπως σ' εσένα αρέσει.
Ένα μόνο να λαχταράς 
να 'ναι ακόμα γύρω σου η πραγματικότητα και να την αγαπάς 
να 'ναι εκεί 
και ας είναι αγέλαστη, ας είναι και στριφνή.
 
Marc Chagall, The Poet, or half Past Three, Philadelphia Museum of Art (Πηγή: https://www.wikiart.org/en/marc-chagall/the-poet-or-half-past-three-1912)

 
Για τη σημερινή ημέρα της Ποίησης, την «ζωγραφία λαλούσα», όπως την είχε ονομάσει ο Σιμωνίδης ο Κείος:
 
Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν.
 
 
Marc Chagall, War, Kunsthaus Zürich (Πηγή: https://www.wikiart.org/en/marc-chagall/war-1966)   
 
----------------------------------------------------------------
 
Σημειώσεις: 
1. Αντέγραψα το ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της Ποίηση 1963-2011, Καστανιώτης 2020 (5η έκδ.).
2. Η πρώτη εικόνα είναι έργο της ποιήτριας, πεζογράφου και ζωγράφου Παυλίνας Παμπούδη (πηγή εδώ: https://camerastyloonline.wordpress.com/2011/10/01/52-agrafa-paramythia-tis-pavlinas-pampoudi-sto-aggelon-vima/). Περιλαμβάνεται στη συλλογή της «52 Άγραφα Παραμύθια Εικονογραφημένα» που εκτέθηκαν στο Αγγέλων Βήμα το 2011.  Η Εισαγωγή  στον Κατάλογο της Έκθεσης δημοσιεύτηκε από την Πόλυ Χατζημανωλάκη στο ιστολόγιό της εδώ http://waxtablets.blogspot.com/2011/10/52.html).

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Πότες θα κάμει ξεστεριά, του Βαγγέλη Κακατσάκη

Μνήμες μιας άλλης εποχής και μιας άλλης Κρήτης μας μεταφέρει ο Βαγγέλης Κακατσάκης στο τελευταίο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Πότες θα κάμει ξεστεριά.... (Χανιώτικα νέα και του Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη, 2021). Όπως γράφει εν είδει επιλόγου στο τελευταίο διήγημά του «Ο εθελοντής»:

Η θύμιση έχει να κάνει με τις ιστορίες που άκουγα από τη γιαγιά μου, στα μικράτα μου. Για τα κομμένα κεφάλια των επαναστατών που περιέφεραν οι Τούρκοι στα χωριά του Αποκόρωνα πάνω στις τουφεκόβεργες, ένα από αυτά κι ενός παππού καπετάνιου. 

Δεν είναι ιστορία η λογοτεχνία, λένε όμως για τη δύναμη που έχει ν' αγγίξει, να μεταδώσει, να δώσει το ερέθισμα ώστε ακόμη και να στραφεί ο αναγνώστης και η αναγνώστρια στο ενδιαφέρον για τα ιστορικά γεγονότα, στα αίτια και στις συνέπειες. Αυτό κάνουν και τα διηγήματα του Βαγγέλη Κακατσάκη, του Νιππιανού δασκάλου, συγγραφέα, δημοσιογράφου στα Χανιώτικα Νέα για τέσσερις δεκαετίες, ενεργού πολίτη στα δρώμενα του τόπου.

Τα διηγήματα αναφέρονται στην περίοδο της Επανάστασης του 21 και της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και ιδιαίτερα στα χωριά του Αποκόρωνα. Ήρωές του πρόσωπα αληθινά, που υπήρξαν, και άλλα επινοημένα, που καημός κι αγώνας τους ήταν να λευτερωθεί η Κρήτη και τότε θα «λευτερωνόταν κι εκείνων η καρδιά τους».

Άλλα δίνουν πληροφορίες για γεγονότα που συνέβησαν, όπως «Ο εθελοντής» που αναφέρεται στη Μάχη του Βαφέ, τον Αύγουστο του 1866. Διαβάζουμε για τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη και πάμε πίσω στον πατέρα του Εμμανουήλ που σφαγιάστηκε το 1821 και ύστερα στους άλλους της ιστορικής οικογένειας που ακολούθησαν (υπάρχει εξάλλου η οδός Ζυμβρακάκηδων στην πόλη). Και για τους εθελοντές που ήρθαν ν' αγωνιστούν μαζί με τους ντόπιους, κι ανάμεσά τους το νεαρό δικηγόρο Έσλιν που έπεσε μαχόμενος την ίδια χρονιά, κι ήταν μόλις 24 χρονών.

 

Κι άλλα βάζουν τις σκέψεις και τη φαντασία του συγγραφέα να συμπληρώνουν τις ιστορίες που άκουγε μικρός, κι εκεί ξεχειλίζει η ευαισθησία, η αγάπη για τον τόπο κι η αγάπη για την ιστορία. Γιατί και τα τρία αυτά στοιχεία φανερά χαρακτηρίζουν το Βαγγέλη Κακατσάκη. «Το τέλος» είναι ένα από αυτά τα διηγήματα που με συγκίνησε ιδιαίτερα, για τη Μαριγώ τη χήρα, που «ήταν η μόνη στο χωριό, που όχι κανίσκια δεν κουβάλησε στον αγά, αλλά ούτε και καταδέχτηκε να πάει στο κονάκι του να τον παρακαλέσει για τον μοναχογιό της, σαν ακούστηκε το φοβερό άκουσμα, πως από μέρα σε μέρα οι Τούρκοι θα 'παιρναν τα σερνικά του χωριού».

Είναι φορές που οι περιγραφές αγγίζουν σιγά σιγά, μεθοδικά λες, τις λεπτές χορδές των συναισθημάτων μας.

Ξημέρωνε! Τα μπουμπούκια τίναζαν τα κεφαλάκια τους κι ετοιμάζονταν να πουν καλημέρα στον ήλιο. Για μια στιγμή της πέρασε η ιδέα να πάρει τον κατήφορο, να γυρίσει στο σπίτι της. Οι δουλειές είχαν απομείνει πίσω. Οι όρνιθες ατάιστες. Τα κρεβάτια ξέστρωτα. Το σπίτι άνω-κάτω. Μα τα πόδια της ήταν τόσο βαριά, για να κάμουν ένα τόσο μεγάλο δρόμο.

Ο γκρεμνός έχασκε δυο βήματα μπροστά της και περίμενε το τέλος …

 

Τον φαντάζομαι στην τάξη, δάσκαλο, να λέει ιστορίες στα παιδιά, και να λέει και να λέει, και να βρίσκει τα λόγια που θα κάνουν τα παιδιά να θέλουν ν' ακούσουν κι άλλα, να ρωτάνε, έγινε τούτο, πώς έγινε τ' άλλο, αλήθεια γινόταν αυτό και τότε, και τι πα να πει ζορμπάδες, και πού είναι κείνο το χωριό, και γιατί παίρναν τ' αγόρια, κι άλλα κι άλλα, και να θέλουν να ψάξουν κι άλλο, τι έγινε την εποχή εκείνη, τι λένε τα βιβλία για τούτο και για κείνο.

Ένα από τα χαρίσματα του βιβλίου είναι η χρήση της γλώσσας, του τοπικού ιδιώματος.  Λέει η Μαριγώ στο γιο της όταν περιγράφει τον Κωνσταντή τον πατέρα του που δεν είχε γνωρίσει:

Ψηλός, γιε μου, πολύ ψηλός κι όμορφος! Σαράντα πήχες ήταν στο μέγαλος. Σπίτι δεν τον εχώριε...

 Κι όταν περιγράφει τον «θεορατικό» παπα-Μανόλη: 

Ένα κακουδέρικο μαυριδερό ανθρωπάκι ήταν, που 'χε καβαλικέψει τα εβδομήντα και το μόνο χαρακτηριστικό που τον έκανε να φαίνεται αλλιώτικος, χώρια βέβαια απ' τα ράσα που φορούσε, ήταν τα μάτια του.

Κι όταν λέει «η λύρα αυτή θα 'ναι που θα στραβώσει τους ζορμπάδες», βρίσκω μια καλή ευκαιρία να ψάξω τη σημασία της λέξης και να θυμίσω το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2021/01/blog-post_18.html).

Για τα παραπάνω και για συνολικά 82 λέξεις υπάρχει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, μια αξιέπαινη πρωτοβουλία του συγγραφέα, γιατί όχι μόνο δίνει τις σημασίες λέξεων που ίσως δεν είναι γνωστές σε όλους, αλλά ακόμη περισσότερο γιατί έτσι κατατίθεται και διασώζεται ο τοπικός γλωσσικός πλούτος, η γλωσσική κληρονομιά μας (έχουν γίνει σημαντικές μελέτες, εξάλλου, που υπογραμμίζουν τη σημασία των λεγόμενων «κρυμμένων» γλωσσαρίων, των γλωσσαρίων δηλαδή που βρίσκονται ενσωματωμένα  σε βιβλία και άλλα δημοσιεύματα).

Και να σημειώσουμε, επίσης, ότι και ο τίτλος του βιβλίου υπακούει σ' αυτή την ανάγκη του συγγραφέα να θυμίσει και να κρατήσει τα τοπικά γλωσσικά στοιχεία. Ο αρχικός τίτλος του γνωστότατου ριζίτικου τραγουδιού ήταν όντως «Πότες θα κάμει ξεστεριά». (Υπάρχουν πολλές πηγές γι' αυτό, όπως για παράδειγμα εργασίες των Ερατοσθένη Καψωμένου, Γιώργου Ανδρειωμένου και άλλων. Όσο δε για τη λέξη ξεστεριά, σημειώνω ότι ήδη αναφέρεται στο Αγγλοελληνικό λεξικό του Νικ. Κοντόπουλου που εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1869 παραπέμποντας στη λέξη ξαστεριά και που μπορεί κανείς να το βρει στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης - https://anemi.lib.uoc.gr/).

 

Θα ήθελα, επίσης, να προσθέσω ότι το βιβλίο, πέρα από το περιεχόμενο, είναι ένα ωραίο βιβλίο, ως προς την εμφάνιση, την εκτύπωση, το χαρτί, τη σελιδοποίηση. Κι αυτό, χάρη σε όλους τους συντελεστές του. Χάρη στα σκίτσα του Νίκου Μπλαζάκη που κοσμούν το εξώφυλλο και όλα τα διηγήματα (όπως τα παραπάνω). Και χάρη στην ωραία, ποιοτική έκδοση-εκτύπωση από το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη (http://www.typography-museum.gr/). Αξίζει η μνεία στο μουσείο αυτό των Χανίων, ένα σύγχρονο, πρωτοποριακό μουσείο, το πρώτο στη χώρα αφιερωμένο εξολοκλήρου στην Τυπογραφία.

Το τελευταίο βιβλίο του Βαγγέλη Κακατσάκη, βγαλμένο από παλιές ιστορίες που έλεγε η γιαγιά του η Στυλιανίτσα δίπλα στην παρασιά τις χειμωνιάτικες νύχτες, είναι ένα τεκμήριο τοπικής κληρονομιάς, τοπικής ιστορίας, παράδοσης και γλώσσας. Τον ευχαριστούμε.


Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Αικατερίνη Κουμαριανού: «η αφοσιωμένη του Διαφωτισμού»

 

Με αφορμή τη χθεσινή μέρα της γυναίκας, βρήκα την ευκαιρία να γράψω δυο λόγια για μια σημαντική γυναίκα των γραμμάτων. Το είχα εδώ και χρόνια κάτι σαν οφειλή για την αξία γνωριμίας μαζί της μέσα από δυο μικρά μα σπουδαία βιβλία που διάβασα για και από αυτήν. Αφιερώνω αυτή την ανάρτηση στην Αικατερίνη Κουμαριανού (1919-2012), σπουδαία ιστορικό, «αφοσιωμένη στον Διαφωτισμό» όπως την είχε χαρακτηρίσει ο άλλος σπουδαίος ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος (1932- ).

Αξίζει να σημειώσω, όχι μόνο λόγω της ημέρας, ότι στο Μαράσλειο που τελείωσε το γυμνάσιο η Κουμαριανού, είχε καθηγήτριες τη Ρόζα Ιμβριώτη και τη Μαρία Πολυμενάκου, τις πρώτες γυμνασιάρχισσες στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 30, στο Κιλκίς η μία, στη Λακωνία η άλλη. Για την Ιμβριώτη είχε πει σε συζήτηση με Καραμανωλάκη και Χριστοδούλου: «ήταν άνθρωπος που σου άνοιγε δρόμους». (Έχω μια ωραία ανάμνηση από τη Ρόζα Ιμβριώτη, είχα πάει σπίτι της και κουβέντιασα μαζί της στα μέσα της δεκαετίας του 70 λίγο πριν από τον θάνατό της).

Το αρχείο της Κουμαριανού βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Λασκαρίδη (εκεί επίσης βρίσκονται τα αρχεία και πολλών άλλων σημαντικών προσώπων, βλ. https://laskaridisfoundationarchives.org/). Κάποιες γενικές πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στη σχετική σελίδα της Βιβλιοθήκης (https://laskaridisfoundationarchives.org/archive-descriptions/20), καθώς και στη σελίδα των ΓΑΚ (https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/u-3578).

Το βιβλίο για την Κουμαριανού που παρουσιάζω σήμερα έχει τον τίτλο Αικατερίνη Κουμαριανού. Σελίδες για τη ζωή και το έργο της (Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη, 2016). Περιλαμβάνει τα κείμενα που εκφωνήθηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2014 στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου της Άνθρωποι και ιδέες. Κείμενα για τον διαφωτισμό και τον ελληνικό κόσμο (18ος-20ός αι.) το οποίο εκδόθηκε το 2013 στη σειρά «Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη». (Το δεύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, αυτό γραμμένο από την Κουμαριανού, είναι το
Καϊρικά μελετήματα, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2007, επιμ. Νικήτας Σινιόσογλου, αναφερόμενενο στον Θεόφιλο και την Ευανθία Καΐρη).

Ανακοινώσεις κάνουν ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, με τίτλο «Αικατερίνη Κουμαριανού: Ένας πνευματικός άνθρωπος εν εγρηγόρσει», η Ελίζα-Άννα Δελβερούδη «Για την Αικατερίνη», ο Εμμ. Ν. Φραγκίσκος «Από τον Κοραή και τους λογίους του Διαφωτισμού, στον περιοδικό Τύπο και το βιβλίο. Ένα οξύ βλέμμα στην ιστορία προσώπων, έργων και ιδεών», ο Γιώργος Τόλιας «Ο χώρος της Ιστορίας - η ιστορία του χώρου» και ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης με την Αγγελική Χριστοδούλου «Συζητώντας με την Αικατερίνη Κουμαριανού».

Μιλούν για την προσωπικότητά της, «τη στοχαστική ανεκτικότητα, τη γαλήνια ματιά, την αρετή της συμπάθειας» και για το έργο της «για την έρευνά της, τη σοβαρότητα του έργου της, τον πολύτροπο κόπο της» (Αρβανιτάκης).

«Η Αικατερίνη έγινε η δασκάλα μας», λέει η Δελβερούδη. «Μαθήτρια της Ρόζας Ιμβριώτη η ίδια, έφερνε τους απόηχους αυτής της μοναδικής προσωπικότητας ως χειροθεσία. [...] Καθοδήγηση στις πηγές, αναζήτηση, διασταύρωση, επιφύλαξη, πολλαπλή τεκμηρίωση, ερμηνεία. Καμία συγκέντρωση υλικού δεν ήταν αρκετή, αν δεν περιλάμβανε την ερμηνεία των στοιχείων. Τόσο αυτονόητα πράγματα, που ωστόσο κάποιος έπρεπε να μας τα πει και να μας οδηγήσει στο σημείο να τα κατακτήσουμε».

Προετοιμαζόταν σχολαστικά, όχι μόνο τότε που ξεκινούσε το διδακτικό της έργο, αλλά και τριάντα χρόνια αργότερα. Μοιραζόταν ανεπιφύλακτα τις γνώσεις και το υλικό της. Μοιραζόταν και τις επιστημονικές επαγγελματικές και φιλολογικές γνωριμίες και φιλίες της. Δεν είχε την τάση της ιδιοκτησίας, έδειχνε την ψυχολογική ασφάλεια, την εμπιστοσύνη, την απουσία ανταγωνισμού προς τους νεότερους. Τα ενδιαφέροντά της δεν περιορίζονταν στο στενό ακαδημαϊκό πλαίσιο, αλλά απλώνονται και ευρύτερα σε λογοτεχνία και συγγραφείς, κινηματογράφο, θέατρο, εκθέσεις, είναι homo universalis, όπως την χαρακτηρίζει η Δελβερούδη.

Ο Εμμ. Φραγκίσκος στέκεται στο έργο της για τον Κοραή και συνολικά για τον Διαφωτισμό, τον «ελληνικό διαφωτισμό» όπως τον ονόμασε ο Δημαράς. Αναφέρθηκε στην καθοριστική συμβολή της τόσο στο περιοδικό Ερανιστής, όσο και στον Όμιλο Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού (μαζί με Άλκη Αγγέλου, Φίλιππο Ηλιού, Ευγενία Χατζηδάκη κ.ά.).

Στα ενδιαφέροντα της Αικατερίνης Κουμαριανού ήταν και τα θέματα του χώρου και της ιστορίας του. Το πεδίο, λέει ο Γιώργος Τόλιας, «αναδύεται ως κοινός τόπος ποικίλων θεματικών που συγκλίνουν, όπως οι αφηγηματικές περιηγητικές μαρτυρίες, οι λόγιες γεωγραφικές συνθέσεις και ο θεωρητικός στοχασμός, η επιστολική επικοινωνία μεταξύ γεωγράφων, η χαρτογραφική αναπαράσταση και η φωτογραφική μαρτυρία». Ο ίδιος αναφέρεται στις επιδράσεις που δέχτηκε η Κουμαριανού από τους Furet, Mandrou, Braudel (το μνημειώδες έργο τους για τη Μεσόγειο).

Την ενδιαφέρουν η χωρική διάσταση των φαινομένων, «τα φαινόμενα δικτύωσης και γεωγραφικής διάχυσης των μορφωτικών και ιδεολογικών φαινομένων, όπως η γεωγραφία του τύπου και του εντύπου, οι μηχανισμοί διάδοσης και εξάπλωσης των επαναστατικών ιδεών και οι κατά τόπους εκδηλώσεις τους, ο ρόλος των αστικών κέντρων», αλλά και η μελέτη του κοινωνικού και πολιτιστικού χώρου όπως «οι μηχανισμοί συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας, της κοινής γνώμης, του κοινού"».

Η Αικατερίνη Κουμαριανού ήταν για πολλά χρόνια πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χαρτογραφίας, ενώ στα μεγάλα συνέδρια που διοργανώθηκαν τότε, το 1989 και το 1999, για πρώτη φορά, όπως γράφει ο Γ. Τόλιας, «ακούσαμε στην Αθήνα ότι οι έννοιες του χώρου δεν αποτελούν απόλυτες ή σταθερές αντικειμενικές αξίες αλλά πολιτιστικές συμβάσεις, κοινωνικές και πολιτισμικές κατασκευές, κι ότι μπορούμε να τις αναλύσουμε όπως κάθε ιδέα».

Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης και η Αγγελική Χριστοδούλου αναφέρθηκαν στις συζητήσεις που είχαν στο σπίτι της το 2009 και το 2011. Κωσνταντινουπολίτες οι γονείς της, αστοί αλλά φιλελεύθεροι όπως λέει, Πετυχάκη το πατρικό της, το Κουμαριανού είναι από τον σύζυγό της. Ήταν στην Αριστερή Παράταξη σαν φοιτήτρια, αποβλήθηκε μάλιστα από το Πανεπιστήμιο για δυο χρόνια. Πήρε μέρος στο παγκόσμιο αντιφασιστικό συνέδριο φοιτητών που διοργανώθηκε τον Δεκέμβριο του 1934 στις Βρυξέλλες. Δεν εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ και αργότερα σταμάτησε, όπως είπε, τη δράση, κράτησε όμως τις φιλίες, όπως με τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Τάσο Βουρνά, το Νίκο Μπελογιάννη, την Έλλη Παππά, τον Γιώργο Τσιτήλο (που εκτελέστηκε στην Κρήτη στη διάρκεια του εμφυλίου). Έχει πολύ ενδιαφέρον όλο το κείμενο και οι αναφορές της στον Δημαρά και στο έργο του, αλλά και στον Δετζώρτζη, στον Άλκη Αγγέλου (τον «πανύψηλο»), στη Λουκία Μαγκιώρου, στον Δοξιάδη, στον Κορνούτο (διευθυντή χειρογράφων στο ΕΙΕ), στον Φίλιππο Ηλιού, στον Ασδραχά, στη Λουκία Δρούλια, στον Μουλλά, στην Ελένη Πετροπούλου, στον Αλέξη Πολίτη και σε πολλούς άλλους και άλλες. 
 
Θα σταθώ στην απάντηση που έδωσε όταν τη ρώτησαν πώς βλέπει τη διαδρομή της Αριστεράς στην Ελλάδα:

Η αριστερά θα έπρεπε, μετά τον πόλεμο, να εκσυγχρονιστεί, με την καλή έννοια του όρου, δηλαδή να έχει πάρει τη γνώση από την εμπειρία όλων όσων συνέβησαν, από τα τεράστια λάθη που έγιναν. Ας σκεφτούμε τον Γιώργη Σιάντο, που έλεγε ότι «Εμείς τα όπλα δεν τα δίνουμε» και ότι «Θα υπάρξει ένα κράτος με δύο στρατούς»". Μέσα στην κατοχή έβλεπα κάποιους ανθρώπους και αναρωτιόμουν πώς αυτοί οι άνθρωποι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους άλλους; Οι πρώτοι ήταν άνθρωποι της παρανομίας, δεν είχαν περάσει από τη Σταδίου επί χρόνια, απομονωμένοι, κατά διωγμένοι, κυνηγημένοι, φυλακισμένοι. Από την άλλη ήταν οι άλλοι, όλοι αυτοί οι Παπανδρέου, οι πολιτικάντηδες που παίζανε στα δάχτυλα την ίντριγκα και την παλιανθρωπιά και τη βρομιά. Αυτό που έλεγα εγώ, νέα πολύ, ήταν:
«Μα είναι δυνατόν, άνθρωποι σαν τον Ζέβγο να τους αντιμετωπίσουν αυτούς; Ένας άνθρωπος ιδεαλιστής αγνός... Πώς θα τα βγάλουν πέρα με τα κοράκια;» Και δεν τα βγάλανε γιατί κάνανε και τρομερά λάθη.

Τελειώνοντας τις αναφορές της στον Δημαρά, είπε ότι στον εμφύλιο είχε υπογράψει εναντίον του Ν. 509, κάτι που αποσιωπήθηκε (πρόκειται για τον Αναγκαστικό Νόμο 509, «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη). Και καταλήγει:

Για αυτό συνεργάστηκα μαζί του και στράφηκα προς τον Διαφωτισμό. Όταν είσαι ένας άνθρωπος με προοδευτικές ιδέες, φυσικά που θα πας; Προς τα εκεί θα πας. Δεν θα πας προς αλλού. Φυσικά, αλλά νομίζω ότι τουλάχιστον για μένα προσωπικά προηγήθηκε λίγο αυτό το ανακάτεμα προς την Αριστερή Παράταξη, εκεί με ωθούσε άλλωστε ο άλλος μου εαυτός, η προσωπικότητά μου. Όση είχα τότε. Και βέβαια, μετά που θα πας; Θα πας εκεί που βρίσκεις ανταπόκριση σε όσα πράγματα έχεις μέσα σου και σκέφτεσαι για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, για την Ιστορία.
 
Και τελικά, από όλα τα σπουδαία που βρίσκει κανείς στους ανθρώπους, ο Αρβανιτάκης είπε το πιο σπουδαίο για την Αικατερίνη Κουμαριανού:

Της χρωστάμε κυρίως για το ήθος του παραδείγματός της.