Η χθεσινή συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης του Αετοπούλειου είχε ως θέμα το μυθιστόρημα της Μαρλένας Πολιτοπούλου "Η μνήμη της Πολαρόιντ" (εκδ. Μεταίχμιο, 2009). Η παρουσία της ίδιας της συγγραφέως και η συμμετοχή της στη συζήτηση, με τον άμεσο, ειλικρινή και συχνά "αποκαλυπτικό" της λόγο, μας έδωσε τη δυνατότητα να μοιραστούμε σκέψεις, ιδέες και απόψεις γύρω από τα θέματα που πραγματεύεται στο βιβλίο της και κύρια γύρω από τα ατομικά και οικογενειακά δράματα του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, αλλά και γύρω από τις σιωπές των κατοπινών χρόνων.
Ο Χάρης Κουρής, μέλος της Λέσχης, έκανε αναφορά στην προσωπικότητα και στο έργο
του σημαντικού Ιταλού λογοτέχνη και διανοητή Αντόνιο Ταμπούκι που έφυγε
στις 25 Μαρτίου 2012 και στη συνέχεια παρουσίασε τη συγγραφέα και το βιβλίο της, καταθέτοντας την προσωπική του άποψη:
Πολαρόιντ: Μια φωτογραφική
μηχανή, πρωτοποριακή για την εποχή της που όμως “οι φωτογραφίες της ξεθωριάζουν
στο πέρασμα του χρόνου σαν την ανθρώπινη μνήμη”, όπως σημειώνει κάπου η
συγγραφέας.
“Η μνήμη της Πολαρόιντ”, λοιπόν, είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μαρλένας Πολιτοπούλου, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μα πρώτα απ΄ όλα ένα άρτιο μυθιστόρημα με κοινωνική και ιστορική αναφορά.
Η συγγραφέας, που έχει μια σχεδόν εικοσαετή παρουσία στην πεζογραφία, δείχνει να κατασταλάζει σταδιακά, στα τελευταία έργα της, στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Είχε παράλληλα μια πολυετή παρουσία στη δημοσιογραφία σε εφημερίδες και ραδιόφωνο.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε δυο χρονικές περιόδους με μια απόσταση μεταξύ τους τριάντα χρόνων. Παραμονή Χριστουγέννων του 1976 σε ένα τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Μηλεών βρίσκεται δολοφονημένος ο μάγειρας Αριστείδης Φάκας. Το νεκρό σώμα, μάλιστα, έχει υποστεί κακοποιήσεις. Παρά τις έρευνες της αστυνομίας, ο δολοφόνος παραμένει άγνωστος. Τριάντα χρόνια αργότερα, 2006 πλέον, ο ειδικός ντετέκτιβ της αστυνομίας Παύλος Γεωργούλας ανακαλύπτει την υπόθεση στις ανεξιχνίαστες υποθέσεις του αρχείου του πατέρα του, τέως αστυνομικού διευθυντή που έχει αποβιώσει και αποφασίζει να την ερευνήσει.
Στο μυθιστόρημα εμπλέκονται από τη μία μεριά η ομάδα έρευνας, που την αποτελούν εκτός από τον Παύλο Γεωργούλα, οι φίλοι του Περικλής Γιατζόγλου, του Τμήματος Ανθρωποκτονιών και Ηρώ Μυτιληναίου, ψυχολόγος της Αστυνομίας και από την άλλη η “παρέα του Πηλίου”, δηλαδή μια ομάδα πέντε φίλων (τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η κόρη του θύματος), οι οποίοι τριάντα χρόνια πριν, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1976, είχαν μαζευτεί στη βίλα του ενός απ΄ αυτούς στο Πήλιο, για να φάνε και να γιορτάσουν, έχοντας μαζί τους ως υπεύθυνο μαγειρικής, το μετέπειτα θύμα, που ήταν ο μόνιμος μάγειρας και οικονόμος στη βίλα του ιδιοκτήτη. Εκείνο το φαγοπότι του 1976 κατέληξε στη δολοφονία του μάγειρα Αρ. Φάκα στο τούνελ της εγκαταλειμμένης σιδηροδρομικής γραμμής, κάτω από συνθήκες επισήμως ανεξιχνίαστες. Την υπόθεση είχε ερευνήσει τότε ο αστυνόμος Αναστάσης Γεωργούλας, πατέρας του Παύλου, ο οποίος και ανέλαβε τριάντα χρόνια αργότερα να ξεμπερδέψει το κουβάρι αυτής της “πατρικής κληρονομιάς”.
Στην ιστορία εμφανίζονται ακόμη τα πρόσωπα της οικογένειας του θύματος, καθώς και συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα των μελών της “παρέας του Πηλίου”. Οι έρευνες θα επεκταθούν και σε άτομα που έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά ζούν στη μνήμη των ζωντανών, οι μαρτυρίες των οποίων γίνονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο πολύτιμες.
Η έρευνα του Παύλου Γ. και των συνεργατών του θα τους οδηγήσουν στα χωριά του Πηλίου, στα τσιπουράδικα του Βόλου, στα πανέμορφα χωριά του Κίσαβου, αλλά και στη Σκόπελο, σκάβοντας το παρελθόν άλλα τριάντα χρόνια πιο πίσω από τη δολοφονία, στα χρόνια του Ελληνικού Εμφύλιου, στον οποίο η “παρέα του Πηλίου” είχε τη δική της παρουσία, σαν παιδιά οι μεγαλύτεροι, νήπια οι μικρότεροι, δίπλα στους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, μεταξύ των οποίων και το θύμα της δολοφονίας, μεγαλύτερός τους σε ηλικία.
Μια άλλη ομάδα προσώπων έρχεται στην επιφάνεια, όσο προχωράει η έρευνα. Είναι η οικογένεια του μυστηριώδη “θείου Γιώργη”, με πολυσχιδή και αμφιλεγόμενη δράση σε κείνα τα ταραγμένα χρόνια. Οι απόγονοι της οικογένειάς του είναι σημαντικά πρόσωπα του σήμερα.
“Η μνήμη της Πολαρόιντ”, λοιπόν, είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μαρλένας Πολιτοπούλου, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μα πρώτα απ΄ όλα ένα άρτιο μυθιστόρημα με κοινωνική και ιστορική αναφορά.
Η συγγραφέας, που έχει μια σχεδόν εικοσαετή παρουσία στην πεζογραφία, δείχνει να κατασταλάζει σταδιακά, στα τελευταία έργα της, στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Είχε παράλληλα μια πολυετή παρουσία στη δημοσιογραφία σε εφημερίδες και ραδιόφωνο.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε δυο χρονικές περιόδους με μια απόσταση μεταξύ τους τριάντα χρόνων. Παραμονή Χριστουγέννων του 1976 σε ένα τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου – Μηλεών βρίσκεται δολοφονημένος ο μάγειρας Αριστείδης Φάκας. Το νεκρό σώμα, μάλιστα, έχει υποστεί κακοποιήσεις. Παρά τις έρευνες της αστυνομίας, ο δολοφόνος παραμένει άγνωστος. Τριάντα χρόνια αργότερα, 2006 πλέον, ο ειδικός ντετέκτιβ της αστυνομίας Παύλος Γεωργούλας ανακαλύπτει την υπόθεση στις ανεξιχνίαστες υποθέσεις του αρχείου του πατέρα του, τέως αστυνομικού διευθυντή που έχει αποβιώσει και αποφασίζει να την ερευνήσει.
Στο μυθιστόρημα εμπλέκονται από τη μία μεριά η ομάδα έρευνας, που την αποτελούν εκτός από τον Παύλο Γεωργούλα, οι φίλοι του Περικλής Γιατζόγλου, του Τμήματος Ανθρωποκτονιών και Ηρώ Μυτιληναίου, ψυχολόγος της Αστυνομίας και από την άλλη η “παρέα του Πηλίου”, δηλαδή μια ομάδα πέντε φίλων (τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η κόρη του θύματος), οι οποίοι τριάντα χρόνια πριν, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1976, είχαν μαζευτεί στη βίλα του ενός απ΄ αυτούς στο Πήλιο, για να φάνε και να γιορτάσουν, έχοντας μαζί τους ως υπεύθυνο μαγειρικής, το μετέπειτα θύμα, που ήταν ο μόνιμος μάγειρας και οικονόμος στη βίλα του ιδιοκτήτη. Εκείνο το φαγοπότι του 1976 κατέληξε στη δολοφονία του μάγειρα Αρ. Φάκα στο τούνελ της εγκαταλειμμένης σιδηροδρομικής γραμμής, κάτω από συνθήκες επισήμως ανεξιχνίαστες. Την υπόθεση είχε ερευνήσει τότε ο αστυνόμος Αναστάσης Γεωργούλας, πατέρας του Παύλου, ο οποίος και ανέλαβε τριάντα χρόνια αργότερα να ξεμπερδέψει το κουβάρι αυτής της “πατρικής κληρονομιάς”.
Στην ιστορία εμφανίζονται ακόμη τα πρόσωπα της οικογένειας του θύματος, καθώς και συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα των μελών της “παρέας του Πηλίου”. Οι έρευνες θα επεκταθούν και σε άτομα που έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά ζούν στη μνήμη των ζωντανών, οι μαρτυρίες των οποίων γίνονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο πολύτιμες.
Η έρευνα του Παύλου Γ. και των συνεργατών του θα τους οδηγήσουν στα χωριά του Πηλίου, στα τσιπουράδικα του Βόλου, στα πανέμορφα χωριά του Κίσαβου, αλλά και στη Σκόπελο, σκάβοντας το παρελθόν άλλα τριάντα χρόνια πιο πίσω από τη δολοφονία, στα χρόνια του Ελληνικού Εμφύλιου, στον οποίο η “παρέα του Πηλίου” είχε τη δική της παρουσία, σαν παιδιά οι μεγαλύτεροι, νήπια οι μικρότεροι, δίπλα στους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, μεταξύ των οποίων και το θύμα της δολοφονίας, μεγαλύτερός τους σε ηλικία.
Μια άλλη ομάδα προσώπων έρχεται στην επιφάνεια, όσο προχωράει η έρευνα. Είναι η οικογένεια του μυστηριώδη “θείου Γιώργη”, με πολυσχιδή και αμφιλεγόμενη δράση σε κείνα τα ταραγμένα χρόνια. Οι απόγονοι της οικογένειάς του είναι σημαντικά πρόσωπα του σήμερα.
Τριάντα χρόνια, λοιπόν, μετά τη δολοφονία, στο καταστάλαγμα μιας επίμοχθης αστυνομικής προσπάθειας, πάλι παραμονή Χριστουγέννων (του 2006), δώδεκα πρόσωπα της υπόθεσης, η “παρέα του Πηλίου”, οι απόγονοι του “θείου Γιώργη” και ο Παύλος Γεωργούλας με την ψυχολόγο Ηρώ Μυτιληναίου, θα ξανασυναντηθούν στην ίδια βίλα για τη λύση του μυστηρίου, την απόδοση δικαιοσύνης και την κάθαρση.
Ύστερα από τόσα χρόνια, όλα τα αδικήματα έχουν παραγραφεί. Όμως, η ηθική επιταγή της αποκάλυψης του δολοφόνου και της αποδοχής της “πατρικής κληρονομιάς” του Παύλου Γεωργούλα, επιτάσσει το κλείσιμο αυτού του κύκλου του αίματος, που οι απαρχές του βρίσκονται στα σκοτεινά χρόνια του Εμφύλιου. Άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τα ιδανικά τους και ηττήθηκαν και άλλοι που έπαιξαν τότε το ρόλο του δήμιου εκ του ασφαλούς και που κάποιος απ΄όλους είναι ο δολοφόνος, εναλλάσσονται σε ρόλους θύματος-θύτη μέχρι την αποκάλυψη της αλήθειας και την ομολογία. Η “παρέα του Πηλίου” αποκαθιστά την εσωτερική της ισορροπία και θεραπεύει τις πληγές της, ανακαλύπτοντας μετά από τρείς δεκαετίες “ποιός είναι ποιός”.
Η Μ. Πολιτοπούλου δούλεψε το μυθιστόρημά της πάνω από δύο χρόνια. Η πλοκή της υπόθεσης είναι άψογη. Η συγγραφέας έχει μελετήσει εξονυχιστικά την ιστορία της. Η αφήγηση που είναι άνετη, ρέει αλλά παράλληλα είναι στιβαρή, βρίσκεται κάτω από τον απόλυτο έλεγχό της, ενώ τα βήματα της έρευνας και οι δόσεις της αποκάλυψης είναι σχεδιασμένα πολύ προσεκτικά. Η Μ. Πολιτοπούλου μοιάζει να το απολαμβάνει πραγματικά αυτό το ξετύλιγμα του κουβαριού. Η φρασεολογία των “αστυνομικών” διαλόγων δεν ξεφεύγει σε υπερβολές και είναι γενικά αποδεκτή. Πέρα από αστυνομικό, το αφήγημα της Μ. Πολιτοπούλου είναι πρώτα απ΄όλα ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, δουλεμένο ψιλοβελονιά και με μεράκι. Ο αναγνώστης, βέβαια, θα χρειαστεί να ανατρέξει αρκετές φορές στη λίστα των προσώπων της ιστορίας, στην αρχή του βιβλίου, για να θυμηθεί τα αρκετά, είναι αλήθεια, εμπλεκόμενα πρόσωπα και τους συγγενείς, κυρίως τις μητέρες τους. “Όλα για τη μητέρα” έγραφε απ΄έξω ο φάκελος στο αρχείο του Αναστάση Γεωργούλα.
Η συγγραφέας, μέσα από τις αφηγήσεις των ηρώων της, δίνει ανάγλυφα τις σκληρές εικόνες του Ελληνικού Εμφύλιου όπως τις βίωσαν οι απλοί άνθρωποι. Την ιστορική τους τεκμηρίωση, όπως η ίδια αναφέρει στο επίμετρο, έχει εμπιστευθεί σε έγκυρα ιστορικά πονήματα και σημαντικές προσωπικές μαρτυρίες, ώστε στο σύνολό της η ιστορική της αναφορά πατάει στέρεα στο έδαφος της ιστορικής αλήθειας. Παράλληλα, η σύνδεση με το σήμερα, πέρα από την ευαισθησία της έχει καθαρά την πρόθεση να ταράξει τα νερά. Για παράδειγμα, η εξέλιξη κάποιων “βλασταριών” των αγωνιστών του τότε, παραπέμπει εμφανώς στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Στο προσκήνιο θα αναδυθεί ακόμα η δραστηριότητα των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Αφρική, αλλά και ο θρίαμβος των “παιδιών” του Παναγιώτη Γιαννάκη επί των Αμερικανών στο μπάσκετ (101-95 παρακαλώ) στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας το 2006.
Τα “σήματα αναγνώρισης” που εκπέμπει η συγγραφέας είναι χαρακτηριστικά του αναγνωστικού κοινού, στο οποίο απευθύνεται. Είναι σαφές ότι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αξιώσεις, που δεν θέλει να καταχωρηθεί στη λογοτεχνία του περίπτερου, δεν μπορεί να είναι απλώς γρίφος ή σπαζοκεφαλιά για “ειδικούς”. Πρέπει να είναι προσανατολισμένο στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας και να έχει άποψη. Από αυτή την οπτική γωνία, το μυθιστόρημα της Μ. Πολιτοπούλου θυμίζει έντονα και συναγωνίζεται σε ποιότητα τον “Βασικό Μέτοχο” του Πέτρου Μάρκαρη. Η νεώτερη ελληνική ιστορία, άλλωστε, προσφέρεται ιδιαίτερα, τόσο για κοινωνική αναφορά, όσο και για λογοτεχνική επεξεργασία.
Η συζήτηση στον κατάμεστο, φιλόξενο χώρο του βιβλιοπωλείου "Μικρός
Κοραής" στο Χαλάνδρι είχε πολύ ενδιαφέρον και ζωντάνια, δείγμα
ανταπόκρισης των μελών της Λέσχης όχι μόνο στην ανάγνωση του βιβλίου
αλλά και στον προβληματισμό για το ιδιαίτερο θέμα που απασχόλησε τη
συγγραφέα και που αφορά τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και τις σχέσεις των
ανθρώπων όπως διαμορφώνονται πάντα και διαμορφώθηκαν και τότε.
"Ο λόγος είναι η ιστορία των ανθρώπων" είπε η συγγραφέας, θυμίζοντάς μας τα λόγια του Γιώργου Χειμωνά "Η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία του λόγου του" (από το βιβλίο του "Έξι μαθήματα για τον Λόγο", εκδόσεις "ύψιλον", 1984). Και πραγματικά, έτσι δεν είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου