Γιώργος Σεφέρης
Πεντέλη, ἄνοιξη
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλοι ἐκεῖνο τὸ πρωὶ
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
Ἐρωτιδεῖς καὶ σάτυροι παῖζαν καὶ τραγουδοῦσαν
κι ἔβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στὶς μαῦρες δάφνες
σάρκες μικρῶν παιδιῶν.
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
Ἐρωτιδεῖς καὶ σάτυροι παῖζαν καὶ τραγουδοῦσαν
κι ἔβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στὶς μαῦρες δάφνες
σάρκες μικρῶν παιδιῶν.
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλο τὸ πρωΐ
ἡ ἄβυσσο κλειστὸ πηγάδι
ὅπου χτυποῦσε τὸ τρυφερὸ πόδι ἑνὸς ἀνήλικου φαύνου
θυμᾶσαι τὸ γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
ἡ ἄβυσσο κλειστὸ πηγάδι
ὅπου χτυποῦσε τὸ τρυφερὸ πόδι ἑνὸς ἀνήλικου φαύνου
θυμᾶσαι τὸ γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Ἔπειτα σύννεφα βροχὴ καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα
ἔπαψες νὰ γελᾶς σὰν ἔγειρες μέσα στὴν καλύβα
κι ἄνοιξες τὰ μεγάλα σου τὰ μάτια κοιτάζοντας
τὸν ἀρχάγγελο νὰ γυμνάζεται μὲ μία πύρινη ρομφαία-
«Ἀνεξήγητο» εἶπες «ἀνεξήγητο
δὲν καταλαβαίνω τοὺς ἀνθρώπους
ὅσο καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ χρώματα
εἶναι ὅλοι τους μαῦροι».
ἔπαψες νὰ γελᾶς σὰν ἔγειρες μέσα στὴν καλύβα
κι ἄνοιξες τὰ μεγάλα σου τὰ μάτια κοιτάζοντας
τὸν ἀρχάγγελο νὰ γυμνάζεται μὲ μία πύρινη ρομφαία-
«Ἀνεξήγητο» εἶπες «ἀνεξήγητο
δὲν καταλαβαίνω τοὺς ἀνθρώπους
ὅσο καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ χρώματα
εἶναι ὅλοι τους μαῦροι».