Έγραψα
τις προάλλες, με αφορμή τη μέρα θανάτου του Λένιν, για τη σχέση του με το
βιβλίο, με την ανάγνωση και με τις βιβλιοθήκες. Η σχέση του ήταν βαθειά,
συστηματική και διαρκής.
Ο Ρώσος ηγέτης παρακολουθούσε τη
διεθνή βιβλιογραφία, αναζητούσε τα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά που τον
ενδιέφεραν και επισκεπτόταν τις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες προκειμένου να μελετήσει
τα θέματά του. Και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε με την Επανάσταση του
Οχτώβρη, ήταν η υποστήριξη πολιτικής βιβλίου και βιβλιοθηκών, για την αναδιοργάνωση των βιβλιοθηκών στη Ρωσία, την
ίδρυση κεντρικού συστήματος βιβλιοθηκών και για την εισαγωγή του
Ελβετο-αμερικάνικου συστήματος σύμφωνα με τις πρακτικές που εφαρμόζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελβετία. Ενώ, ήδη
το Νοέμβριο 1917, διετύπωσε τους στόχους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Πετρούπολη που δεν υπολείπονται από τους στόχους που σήμερα θα πρέπει να βάζουν οι αντίστοιχες βιβλιοθήκες.
Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.
Μάλιστα, βιβλίο του 1970 για τις υπηρεσίες παράδοσης βιβλίων στο σπίτι από
δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ευρώπη και στην Αμερική και που ξεκίνησαν το 1918
στην Ολλανδία,
αναφέρεται σε ρώσικο περιοδικό του 1937 που κάνει λόγο ότι η αποστολή
βιβλίων με το ταχυδρομείο είναι πρόσθετη υπηρεσία που παρέχεται στους Ρώσους
αναγνώστες, οι οποίοι μπορούν να τηλεφωνούν ή να αποστέλλουν με το ταχυδρομείο
το αίτημα τους στη βιβλιοθήκη, επιβαρυνόμενοι με το κόστος αποστολής. Πρέπει να
προσθέσω επίσης ότι στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι οι δανειστικές υπηρεσίες της
Βρετανικής Βιβλιοθήκης ξεκίνησαν το 1740, ενώ το 1765 δημιουργήθηκε η πρώτη
αμερικάνικη δανειστική βιβλιοθήκη στη Βοστώνη. Οι συνδρομητικές βιβλιοθήκες
εμφανίστηκαν το 19ο αιώνα οι οποίες παρείχαν υπηρεσίες
απομακρυσμένης παράδοσης, ενώ το 1926 οι 37 από τις 44 ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες
των ΗΠΑ παρείχαν αντίστοιχες υπηρεσίες. (Πηγή: Jordan, Robert Thayer, Tomorrow's Library: Direct
Access and Delivery. New York: Bowker, 1970).
Έγραφα αλλού για τον Μάριο Βίττι και τη σχέση του συγγραφέα με τον
αναγνώστη.
Έλεγε σε μια
συνέντευξή του το 1988 ο Μάριο Βίτι ότι συγγραφέας και αναγνώστης "επιζητούν μια αλληλεγγύη για το ίδιο αντικείμενο αγάπης".
Η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Τόνυ Μόρρισον είχε δηλώσει σε συνέντευξή
της το 1998 στο περιοδικό Vibe αναφερόμενη
στη στάση ανδρών και γυναικών απέναντι στα βιβλία και την ανάγνωση: «… λέγανε
κάποτε στις γυναίκες: “μην το διαβάζεις αυτό το πράγμα, θα σου βάλει ιδέες”…»
Αυτό το τελευταίο δένει με τα προηγούμενα και δένει πολύ καλά με την
αντίληψη που έχω για το βιβλίο και για τους φορείς που το στηρίζουν και το
υποστηρίζουν. Το βιβλίο βάζει ιδέες! Άραγε, γι’ αυτό δεν έχει υποστηριχθεί όσο
πρέπει στον τόπο μας; Κάποιοι φοβούνται τις ιδέες; Ή μήπως, δεν εκτιμούν αυτό
ακριβώς το πράγμα; Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση που έχει προκύψει εδώ και
πάνω από ένα χρόνο με το ΕΚΕΒΙ, που το καταργεί ο ένας Υπουργός χωρίς άλλη
συζήτηση (στην κυριολεξία, έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να υποσχεθεί ο επόμενος
ότι δεν θα το καταργήσει (πάλι έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να το στείλει
τελικά ο ίδιος σε έναν άλλο προβληματικό οργανισμό, στην ουσία καταργώντας το,
αυτό που δείχνει τελικά είναι ότι υπάρχει πρόγραμμα και αυτό είναι ότι δεν
ενδιαφέρει να έχουμε διακριτές δράσεις «που βάζουν ιδέες!».
Κι ένας τέτοιος θεσμός είναι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Δεν εξετάζω εδώ τα
λάθη και τις αδυναμίες και τα τυχόν μικρά ή μεγάλα ατοπήματα, εξάλλου, όπως
είχα γράψει και παλιότερα, δεν γίνεται ν’ ακολουθούμε «πονάει δόντι, κόψει
κεφάλι», ας τα διορθώσουν (π.χ. εδώ και εδώ).
Το ΕΚΕΒΙ είναι ένας προοδευτικός, ένας δημοκρατικός θεσμός, ξεχωριστός για
τη χώρα μας, που μπορεί να παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην πνευματική
παραγωγή και εν τέλει στη διαμόρφωση κουλτούρας με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει
ως έννοια και ως πρακτική στην καθημερινή ζωή κάθε ανθρώπου. Ξεφυλλίζω μια
σειρά τευχιδίων που είχε εκδώσει το ΕΚΕΒΙ γύρω στο 1998 με τίτλο «φιλόβιβλον»,
καθένα από τα οποία περιέχουν αποσπάσματα κειμένων σχετικών με τα βιβλία και
την ανάγνωση, γραμμένα από γνωστούς ξένους συγγραφείς. Την επιλογή και τη
μετάφραση έχει κάνει ο Θανάσης Γιαλκέτσης. Ξεφυλλίζω μια άλλη σειρά τευχιδίων
του ΕΚΕΒΙ με τις εισηγήσεις από το Συμπόσιο που οργάνωσε μαζί με το Τμήμα ΜΜΕ
του Παντείου Πανεπιστημίου τον Μάιο 1998 με τίτλο «Βιβλίο και μέσα μαζικής
επικοινωνίας».
Για το ΕΚΕΒΙ, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να υπάρχει
ως ξεχωριστός φορέας βιβλίου, και όχι να μεταφερθεί σε άλλον. Εξάλλου, με τη
συγχώνευσή του δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα από αυτά που μερικές φορές επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την απαξίωσή του. Όπως μάλιστα έγραψα σε σχόλιο στη δημόσια διαβούλευση για
το σχετικό άρθρο 9 στο νομοσχέδιο που καταργεί φορείς αδιακρίτως ρόλων,
σημασίας, έργου, ανθρώπων κτλ.: «Το κύριο
ζήτημα στο σχετικό άρθρο είναι η αναφορά κατάργησης του ίδιου του Εθνικού
Κέντρου Βιβλίου και δευτερευόντως η μεταφορά διαφόρων αρμοδιοτήτων, οι οποίες
εξάλλου δεν αναφέρονται αναλυτικά. Όταν ορίζεται ότι μεταφέρονται διάφορες
οικονομικές, δικονομικές και άλλες σχετικές εκκρεμότητες (χωρίς να λησμονείται
το χαράτσι), δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στο ίδιο το αντικείμενο του ΕΚΕΒΙ,
δηλαδή στο βιβλίο και ούτε στους εργαζόμενους που απασχολούνται μέχρι τώρα. Τι
θα γίνει με τους εργαζόμενους στο ΕΚΕΒΙ; Υπάρχει πολιτική βιβλίου; Όταν
αναφέρεται ότι «οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ των
υφιστάμενων οργανικών μονάδων του φορέα υποδοχής», δεν διασφαλίζεται ότι
υπάρχουν διακριτές λειτουργίες σχετικές με τον φορέα του βιβλίου. Ποια θα είναι
η τύχη της Biblionet; Και ξανά, οι εργαζόμενοι στο αντικείμενο του βιβλίου
έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και ειδικότητα. Ποια θα είναι η τύχη τους;»
Υπάρχει και η συζήτηση για την ενιαία τιμή βιβλίου, όπου
η Κυβέρνηση, μέσω άλλου Υπουργού τώρα, θέλει να καταργήσει την ενιαία
τιμή βιβλίου, ευνοώντας έτσι τις μεγάλες αλυσίδες και αδιαφορώντας τόσο για
τους μικρούς βιβλιοπώλες (κύρια στη συνοικία και στην περιφέρεια) όσο και για
τους πολίτες, ως «καταναλωτές, ως υπαρκτούς ή δυνητικούς αγοραστές βιβλίων.
Και
ενώ οι περισσότεροι εκδότες έχουν εναντιωθεί στο ενδεχόμενο αυτό, μου είναι
εξαιρετικά περίεργο και μου γεννά αρνητικές εντυπώσεις η πολεμική εκ μέρους
συγκεκριμένου ιδιοκτήτη γνωστού ιστορικού βιβλιοπωλείου της Αθήνας (που σαν
φοιτήτρια στη δεκαετία του ’70 το υπογειάκι στα Εξάρχεια ήταν η κύρια πηγή
τροφοδότησής μου με πολιτικά και όχι μόνο βιβλία!). Αν και αυτά που
καταγγέλλονται κι εδώ είναι σοβαρά, αυτό δεν σημαίνει ότι, για άλλη μια φορά, πρέπει
να ξεριζώσουμε μια θετική ρύθμιση (κι εδώ μάλιστα, επίσης … με πρόγραμμα!).
¨Ετσι σχολίασα με αφορμή τη δημοσίευση του σχετικού αντίλογου: «Φοβάμαι
ότι ο αντίλογος εξυπηρετεί ίδιους σκοπούς με αυτούς που επικαλείται για τους
υπόλοιπους. Και φυσικά δεν απαντάει επί της ουσίας τι γίνεται με τα μικρά
βιβλιοπωλεία (που, καλώς κάνουν και ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί) και ούτε με τους
αναγνώστες, με τους βιβλιόφιλους ή με τους δυνητικούς βιβλιόφιλους τέλος
πάντων. Γιατί δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους οι εκδότες και βιβλιοπώλες, ώστε να
μην υπάρχει αυτός ο ανταγωνισμός; Μήπως ο αντίλογος γίνεται για να γίνεται;
Αυτή τη στιγμή, πάρα πολύ συχνά, πάμε στα διάφορα βιβλιοπωλεία, βλέπουμε, δεν
αγοράζουμε αλλά πάμε σε ένα από εκείνα τα βιβλιοπωλεία που ξέρουμε ότι έχουν χαμηλότερη
τιμή (για τα προ των δύο ετών βέβαια, προφανώς ο αντιλέγων θα ήθελε να μπορεί
να έχει έκπτωση και στα νέα βιβλία). Για μας τους "πελάτες" εξυπηρετεί
η ενιαία τιμή και ας βρουν το θεσμικό και δεοντολογικό πλαίσιο για ένα υγιή
ανταγωνισμό, γιατί όντως αυτά που αναφέρονται είναι σοβαρά και σε σημεία μου
θυμίζουν το περίφημο "το νόμιμο είναι και ηθικό"!!!»
Μετά από τα παραπάνω, νομίζω ότι χρειάζεται
να διατυπωθεί μια πολιτική βιβλίου συγκεκριμένη, δηλαδή τι λέμε και τι κάνουμε
για το βιβλίο. Δεν έχω μάλιστα πρόβλημα να την ονομάσω Εθνική Πολιτική Βιβλίου
η οποία θα υλοποιεί μια Εθνική Στρατηγική για την Παιδεία και τον Πολιτισμό
(όσο και αν αυτό από κάποιους μπορεί να χαρακτηριστεί υπερφίαλο, μη ρεαλιστικό
κτλ.). Ξεκινάμε με αφετηρία ότι αντιμετωπίζουμε / εξετάζουμε το βιβλίο από
διάφορες πλευρές, οι οποίες έχουν ή δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, ανάλογα με τον
τομέα δράσης και ανάλογα με τα εμπλεκόμενα μέρη. Έτσι, έχουμε το βιβλίο ως
πνευματικό αγαθό και το βιβλίο ως εμπόρευμα. Κι έχουμε τους εκδότες που ενδιαφέρονται
πρώτιστα για το βιβλίο ως εμπόρευμα (και όχι μόνο βέβαια, αλλά η διάκριση αυτή
χρειάζεται αρχικά για λόγους ταξινόμησης), έχουμε τους συγγραφείς και λοιπούς
πνευματικούς παραγωγούς (μεταφραστές, επιμελητές κτλ) οι οποίοι ενδιαφέρονται
και για τις δύο επόψεις και έχουμε τέλος τις βιβλιοθήκες, τα σχολεία και την
κοινωνία / όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό (κι
εδώ βέβαια ισχύει το ίδιο όπως με τους εκδότες). Κι έχουμε για το ίδιο το
βιβλίο, ως έννοια και ως δημιούργημα, τις διάφορες εκφάνσεις μορφής, χρήσης,
λειτουργίας κτλ. Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, χρειάζεται να
διατυπωθεί συγκεκριμένη πολιτική, με αρχές και κανόνες, όπου θα λαμβάνονται
υπόψη οι τοπικές ανάγκες και δυνατότητες μαζί με τις διεθνείς εμπειρίες και
εξελίξεις.
Η εθνική πολιτική βιβλίου δεν είναι το ΕΚΕΒΙ, ή
μάλλον δεν είναι μόνο το ΕΚΕΒΙ. Το ΕΚΕΒΙ όμως υλοποιεί στο μεγαλύτερο μέρος την
πολιτική βιβλίου ή συντονίζει τις πολιτικές και τις δράσεις που σχετίζονται με
αυτό. Και στο πλαίσιο αυτό, το ΕΚΕΒΙ οφείλει να συνεργάζεται με φορείς (δεν
είμαι σίγουρη αν η μέχρι τώρα τυπική συμμετοχή εκπροσώπων φορέων έχει συμβάλει
στο έργο τους ή αν επέτρεψαν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις να έχουν συμβολή, για
αυτό οι ίδιοι θα πρέπει να τοποθετηθούν ανοιχτά), όπως οι φορείς των παραπάνω
κύριων εμπλεκόμενων μερών (εκδότες, βιβλιοθήκες, συγγραφείς, εκπαιδευτικά
ιδρύματα κτλ.), αλλά και η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, οι
φορείς διαχείρισης δικαιωμάτων (π.χ. ΟΣΔΕΛ) κτλ.
Στο σημείο αυτό, δεν θα εξειδικεύσω τι σημαίνει
καθένα από τα παραπάνω στοιχεία. Θα προχωρήσω παραπέρα, στο ζήτημα των
βιβλιοθηκών. Και για τις βιβλιοθήκες χρειάζεται – επιτέλους – Εθνική Πολιτική
Βιβλιοθηκών. Δεν είμαστε στην αρχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς προτάσεις,
έχουν γίνει ενέργειες, έχουν γίνει αρκετά πράγματα τα προηγούμενα χρόνια –
ιδιαίτερα στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες αλλά και σε αρκετές δημόσιες και ειδικές
κ.ά., κυρίως με τη συνδρομή των κονδυλίων από ευρωπαϊκά προγράμματα. Υπάρχουν
πολλά προβλήματα και είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι σήμερα, εξ αιτίας της
οικονομικής κρίσης συνολικά αλλά και εξ αιτίας των πολιτικών που εφαρμόζονται
και των αντιλήψεων που υπάρχουν, οι βιβλιοθήκες και οι άνθρωποι που τις
λειτουργούν όχι απλά δεν αποτελούν προτεραιότητα, μάλλον δεν ενδιαφέρουν. Έτσι,
διώχνεται προσωπικό, κόβονται συνδρομές, υπηρεσίες και συστήματα που είχαν
δημιουργηθεί από ανθρώπους με πολύ μεράκι, αγάπη και γνώση (πολύ σημαντική
παράμετρος το διανοητικό κεφάλαιο που περικλείεται στις δράσεις αυτές)
καταδικάζονται στην απαξίωση, στην αδράνεια, στη «διαθεσιμότητα» (νιώθω ότι αυτή τη λέξη
βρήκαν για να αποδώσουν το αγγλικό obsolescence!), δηλαδή στην αχρήστευση. Αρκεί να ανατρέξει κανείς
στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης ή του Αριστοτέλειου
Θεσσαλονίκης για να πάρει μια εικόνα του τι έχει γίνει.
Πάντως, η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών χρειάζεται
και γενικά και για τους παραπάνω λόγους να διατυπωθεί από την αρχή. Η Πολιτική
αυτή πρέπει να πάρει υπόψη της όλες τις κατηγορίες βιβλιοθηκών, τα ζητήματα
εκπαίδευσης του προσωπικού τους, αλλά και εκπαίδευσης των πολιτών ως χρηστών
τους (με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικρές ηλικίες αλλά και στο χώρο της
εκπαίδευσης και της έρευνας). Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αφορά
ένα συγκεκριμένο υπουργείο και γι’ αυτό η παρακολούθηση της υλοποίησής της δεν
μπορεί να ενταχθεί κάτω από τη μία ή την άλλη Διεύθυνση Γραμμάτων οποιουδήποτε
Υπουργείου.
Χρειάζεται να οριστεί ο ρόλος των κεντρικών
θεσμικών φορέων όπως είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη (ο όρος Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη δεν
μου αρέσει, να θυμίσω εξάλλου ότι είχε ξαναγίνει μια τέτοια προσπάθεια, έτυχε
να είμαι μέλος εκείνης της – άμισθης – ομάδας με μέλη και γνωστούς συγγραφείς,
όμως δεν θυμάμαι να έγινε κάτι στη συνέχεια). Η γνώμη μου είναι ότι η Εθνική
Βιβλιοθήκη χρειάζεται καταρχάς να παίζει το ρόλο της ως Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι
εξαγγελίες περί της μεγάλης Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Αθήνα δεν μπορώ να
καταλάβω σε τι θα συμβάλει, όταν ως πολίτης, χρήστης βιβλιοθηκών ή πολύ
περισσότερο δυνητικός χρήστης (με δεδομένο το χαμηλό ποσοστό χρήσης των
βιβλιοθηκών στη χώρα μας αλλά και γενικότερα το χαμηλό ποσοστό ανάγνωσης
βιβλίων), θέλω να έχω τη βιβλιοθήκη με ρόλο δημόσιας στη γειτονιά μου (κι εδώ
δεν θα συμφωνήσω με το Γ. Τροχόπουλο που υποστήριξε σε κάποια συνέντευξή του
περίπου ότι δεν πειράζει αν κλείσουν κάποιες δημοτικές βιβλιοθήκες, για μένα
πειράζει και χρειάζεται και αυτό να συζητηθεί).
Υπάρχει επίσης το ζήτημα της υποστήριξης των
βιβλιοθηκών από τους χορηγούς, κύρια από το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, που έχει
αναλάβει έναν αριθμό δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών, καθώς και την Εθνική
Βιβλιοθήκη. Δεν θα εκθέσω τώρα πλήρη άποψη για το θέμα, εξάλλου, προσωπικά και
σε θεωρητικό επίπεδο κατ’ αρχήν, δεν έχω πλήρη αντίθεση στη συμβολή των
ιδρυμάτων αυτών (να σημειώσω ότι επίσης τα Ιδρύματα Λάτση και Ωνάση έχουν
αναλάβει σχετικές δράσεις, διατηρώντας όμως χαμηλότερους τόνους προβολής).
Νομίζω όμως ότι χρειάζεται να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των δύο μερών, να είναι
διακριτός ο ρόλος της Πολιτείας και των θεσμικών φορέων της και βέβαια οι
δράσεις να ανταποκρίνονται στο ρόλο των βιβλιοθηκών στη σημερινή εποχή, όπως
ορίζονται από τον ίδιο το χώρο των βιβλιοθηκών και σε συνεργασία με τις
κοινότητες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται.
Τελειώνοντας προς το παρόν, χωρίς να κλείνω το
θέμα, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είμαστε στην αρχή. Υπάρχουν βιβλιοθήκες στην
Ελλάδα και υπάρχουν δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα (γιατί έχει ακουστεί
και αυτό) και υπάρχει ένα σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο (για να χρησιμοποιήσω …
όρους οικονομικούς, αλλά που εγώ τους δίνω γενικότερη σημασία) που τις
λειτουργεί (αρκεί να του δίνεται η δυνατότητα αυτή).
Η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών δεν είναι ίδια με
την Εθνική Πολιτική Βιβλίου, έχουν συνάφειες, όπως και την Εθνική Πολιτική για την Έρευνα και για την Παιδεία και για τον Πολιτισμό και κάθε μια πρέπει να παίρνει υπόψη της στοιχεία από τις άλλες. Έτσι,
για να δέσω το θέμα και με το ΕΚΕΒΙ, θα αναφερθώ σε μια έρευνα που είχε γίνει
το 1998 για το Παρατηρητήριο Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ από το Τμήμα Αρχειονομίας –
Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και αφορούσε την καταγραφή των
ελληνικών βιβλιοθηκών. Διαβάζω στην Τελική Έκθεση της έρευνας:
«… Ο χώρος των βιβλιοθηκών και των υπηρεσιών
Πληροφόρησης στην Ελλάδα παρουσιάζει, όπως είναι γνωστό, σοβαρότατα προβλήματα,
οφειλόμενα, σε μεγάλο βαθμό, στην καθυστερημένη, χαλαρή, χωρίς σύστημα,
νομοθετικές προβλέψεις και προγραμματισμό διαμόρφωση του τομέα αυτού στη χώρα μας.
Η από πολλούς και σε πολλά επίπεδα διαπιστωμένη απουσία ουσιαστικής υποστήριξης
της έρευνας, της εκπαίδευσης, της επιμόρφωσης και της ψυχαγωγίας από ένα
ικανοποιητικό αναπτυγμένο δίκτυο βιβλιοθηκών και υπηρεσιών πληροφόρησης οφείλεται
σε πολλούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και άλλους λόγους…
….Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος,
ο σωστός σχεδιασμός και η διαμόρφωση και άσκηση της ανάλογης πολιτικής από όσους
εμπλέκονται σα θέματα αυτά προϋποθέτει τη γνώση του χώρου ή, καλύτερα, τη γνώση
του προβλήματος…»
Την επόμενη χρονιά, ο Μπεκατώρος έγραφε: "Εκπαίδευση των παιδιών μας
ορθή (σε όλες τις βαθμίδες), πολιτική για τον πνευματικό πολιτισμό και
για την επιμόρφωση και καλλιέργεια του λαού μας, βιβλιοθήκες πάσης φύσεως
(σχολικές/λαϊκές, πανεπιστημιακές, ειδικές, ερευνητικές κ.ά.) δεν πρόκειται να
αποκτήσουμε αν δεν αλλάξουμε γραμμή πλεύσεως..."
Τα
έχουν πει και η Ένωση Βιβλιοθηκονόμων και άλλοι μεμονωμένοι επαγγελματίες του χώρου.
Αυτό που χρειάζεται είναι όντως ο σωστός σχεδιασμός, ο προγραμματισμός, οι
νομοθετικές προβλέψεις, η διαμόρφωση και αυστηρή υλοποίηση πολιτικής. Ας πιάσουμε
το νήμα από μια άκρη κι ας προχωρήσουμε. Είνα καλό να βάζουμε ιδέες στα κεφάλια των παιδιών μας κι ας το θεωρούν κάποιοι κακό πράγμα...
Υστερόγραφο
Στην
έρευνα του Ιονίου Πανεπιστημίου, βασικοί συντελεστές ήταν ο Γιώργος Μπώκος, ομότιμος
σήμερα καθηγητής του παραπάνω τμήματος και η Μαρία Σκεπαστιανού, τότε διδάσκουσα
του τμήματος. Δυστυχώς, η δυναμική Μαρία έφυγε νωρίς. Ας αφιερώσω την ανάρτηση αυτή
στη μνήμη της. Είναι τόσο λίγο για τα τόσα πολλά που πρόλαβε στο σύντομο βίο της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου