Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Ο μπότζος, το λαβέτζο και άλλα κερκυραϊκά



Η μπουστίνα, το ροκέτο, η μπρούσα, ο ποδολόγος, το ταμπάρο, το σκαρτσούνι, η τρίτσα
και άλλα στοιχεία της Κερκυραϊκής φορεσιάς (Πηγή: Χαρ. Κουρή, Εν Αγίω Ματθαίω, 2014)

Παραθέτω παρακάτω ορισμένους όρους από το κερκυραϊκό ιδίωμα, όπως του ήρθαν στο μυαλό και τους κατέγραψε ο Χάρης Κουρής. Στο βιβλίο του με τίτλο «Εν Αγίω Ματθαίω» με ιστορίες από το χωριό του τον Άγιο Ματθαίο Κέρκυρας, είχε ήδη καταγράψει πολλές στο γλωσσάριο που περιεχόταν στο τέλος. Εδώ το έχει εμπλουτίσει και μας το χαρίζει. Βέβαια, πολλές από τις λέξεις χρησιμοποιούνται και σε άλλα μέρη, με την ίδια ή άλλη σημασία (π.χ. τρόχαλο στην Κρήτη λέμε το σωρό από πέτρες), αυτό όμως που σίγουρα παρατηρεί κανείς είναι ότι η προέλευση μεγάλου αριθμού λέξεων είναι βενετσιάνικη ή ιταλική, αποτέλεσμα της πολύχρονης κατοχής στο νησί και στα Ιόνια συνολικά.



Λήμμα


Περιγραφή

αβέρτο
:
μονοκόμματο, χωρίς εσωτερικά χωρίσματα
αβουκάτος, ο
:
δικηγόρος
αγγειό, το
:
δοχείο (αγγείο)
αγερίνα, η
:
αμμοχάλικο δόμησης
άκλερος
:
άκληρος, χωρίς κληρονόμους (απογόνους)
αμολάδος, ο
:
χαλαρός
αμπονόρα
:
πολύ νωρίς
ανεφρόκαος, ο
:
ανυπάκουος
άντζουλα, η
:
αγκράφα, πόρπη
απάσβεστα, τα
:
ξηλωμένοι σοβάδες
ατζάρδα, η
:
θαρραλέα, καπάτσα
αφροκάομαι
:
υπακούω (από το αφουγκράζομαι)
βάιθονας, ο
:
ρουφήχτρα (στη θάλασσα)
βολίμι, το
:
μόλυβδος
βουτσί, το
:
ξυλοβάρελο κρασιού
βράχλο, το
:
φτέρη
γδί, το
:
γουδί
γιαλινάς, ο
:
γιάλινος βόλος
γκέτο, το
:
μεταλλικό δοχείο με χερούλι για μεταφορά φαγητού
γουλί, το
:
χαλίκι
γράβαλο, το
:
τσουγκράνα
δίκοπη, η
:
κασμάς
ζέγκουνας, ο
:
ζοχιός
καλή, η
:
γιαγιά
καλοπέσουλος, ο
:
βολικός
καναλέτο, το
:
ανοιχτός αγωγός (αυλάκι) απορροής
κανάτι, το
:
δοχείο νυκτός
καπάσα, η
:
πιθάρι (συνήθως για νερό πόσιμο ή καθαριότητας)
καπιτσομάτης, ο
:
χαμηλοβλεπούσης, πονηρός
καρατέλο, το
:
μεταλλικό βαρέλι μεταφοράς λαδιού
κασάρι, το
:
δρεπάνι
κατοικιά, η
:
προχειρη παράγκα ή καλύβα σε κτήμα, με δυνατότητα διανυκτέρευσης
κεντρωμάδα, η
:
νεαρή μπολιασμένη ελιά
κίκαρα, η
:
φλυτζάνι
κίχλα, η
:
τσίχλα (κίχλη)
κλιτσί, το
:
πόδι
κογιονάρισμα //κογιονάρω
:
σάτιρα, διακωμώδηση//σατιρίζω, διακωμωδώ
κοντράκι, το
:
βράχος
κόρδα, η
:
διαδοκίδα ξύλινης οροφής (από το χορδή)
κότσα, η
:
τσιπούρα
κουλουμπάρι, το
:
μικρός σβώλος
κουτσέλι, το
:
σκυλάκι
κούτσουλος, ο
:
καουράδα
κουτσούνα, η
:
ο καρπός του καλαμποκιού, η «κούκλα»
κοφινίδα
:
μεγάλο και βαθύ κοφίνι (καλάθι)
κοφινίδα, η
:
μεγάλο πλεχτό κοφίνι
κωλομπόκια, τα
:
όρχεις
λαβέτζο, το
:
κατσαρόλα
λαδοφωτιά, η
:
λύχνος
λακινιά, η
:
ομάδα, σύνολο (π.χ. οικόσιτων ζώων ή και παιδιών)
λαρνάκι, το
:
πέτρινος νεροχύτης
λάτα, η
:
τενεκές μεταφοράς, με λαβή
λατινιέρης, ο
:
σιδεράς
λεφτή, η
:
καρβέλι ψωμιού
λινιά, η
:
χοντρός σπάγγος
λίσα, η
:
στενό κάρο μεταφοράς μεγάλου μήκους, συρόμενο από άλογο
λουτρουβιό, το
:
ελαιοτριβείο
μορόζα, η
:
αγαπητικιά, ερωμένη
μοσκέρα, η
:
φανάρι φύλαξης τροφίμων
μουριόνι, το
:
πρόβολος (φουρούσι) για στήριξη εξώστη (πακτώνεται στη λιθοδομή)
μπαγκούλι, το
:
σκαμνάκι
μπαρμπαρέλα, η
:
καλαμποκίσιο ψωμί
μπερτουέλα, η
:
μεντεσές
μπότζος, ο
:
ισόγεια υπερυψωμένη βεράντα παλιού σπιτιού, χτιστή με πέτρα
μποτιλιόνι, το
:
μεγάλη γυάλινη μπουκάλα κρασιού κυκλικής βάσης με μακρύ λαιμό
μποτσί, το
:
μπουκαλάκι
μποτσόνι, το
:
μεγάλου μεγέθους μπουκάλι, συνήθως κρασιού
μπουκαλίνα, η
:
γυάλινη καράφα (ή και μπρούτζινη κάποτε)
μπουστίνα, η
:
γυναικεία μπλούζα
μπουτιέρος, ο
:
τεχνίτης βαρελιών (μαραγκός)
μπρούσα, η
:
τσέπη
νιοράντες, ο
:
επιδεικτικός
νόσπολα, η
:
μούσμουλο
ξεχυτή, η
:
σκεπαστός εξώστης
παραδάγκαλο, το
:
η άρθρωση του μηρού με τον κορμό εσωτερικά
πατατόνα, η
:
γλυκοπατάτα
πατσί, το
:
μούσι
παυλόσυκο, το
:
φραγκόσυκο
πέρονας, ο
:
μεγάλο καρφί (από το περόνη)
πινιάτα, η
:
σίτα σε σχήμα ταψιού
πιτέρι, το
:
γλάστρα
πλακάδο, το
:
πλακόστρωτο
ποδολόγος, ο
:
χοντρό ύφασμα στριφτό κυκλικά, που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι, για μεταφορά τενεκέ ή άλλου αντικειμένου σε ισορροπία (συνήθως λάτα με νερό απ' το πηγάδι)
πορτόνι, το
:
εξώθυρα
πραματσούλης, ο
:
πλανόδιος πωλητής (συνήθως υφασμάτων)
πύργος, ο
:
τοίχος
πυροστιά, η
:
αναμμένη εστία σε κουζίνα
ρεμπουκάρισμα, το
:
σοβάντισμα, κατασκευή επιχρισμάτων
ρετσέτα, η
:
ιατρική συνταγή
ροκέτο, το
:
παραδοσιακό χωριάτικο φουστάνι από χοντρό ύφασμα
σαλάδο, το
:
σαλάμι
σίσκλο, το
:
κουβάς, μπουγέλο
σκάβνα, η
:
μούρο
σκάνιο, το
:
καρέκλα
σκαντζιά, η
:
ράφι
σκαρτσούνι, το
:
κάλτσα
σκάτουλα, η
:
μικρό κουτί
σκαφόνι, το
:
ξύλινο μεγάλο πατητήρι σταφυλιών, σχήματος κόλουρου κώνου
σκούρο, το
:
παντζούρι
σορτάρι, το
:
αμπάρα εξώθυρας
σταγκοπινιάτης, ο
:
πλανόδιος γανωματής
στιά, η
:
φωτιά (από εστία)
στρίνα, η
:
μποναμάς
σφαλιά, η
:
λόχμη από αγριόχορτα
σφοκόμπολα, η
:
πετσέτα
τακουί, το
:
πορτοφόλι κερμάτων, πουγκί
ταμπάρο, το
:
πανωφόρι
ταμπούκιο, το
:
καταπακτή
τερτικό, το
:
μεγάλο κοφίνι σχήματος κόλουρου κώνου, συνήθως για μεταφορά σταφυλιών στον τρύγο
τζάβαρδος
:
ντάβανος, μεγάλο έντομο με επώδυνο τσίμπημα
τζίρος, ο
:
χοίρος
τίνα, η
:
ξύλινο ή μεταλλικό πλατύ βαρέλι αποθήκευσης λαδιού
τουρκί, το
:
τσέρκι βαρελιού
τριστέλι, το
:
καβαλέτο (βάση για στήριξη βαριών σκευών)
τρίτσα, η
:
πλατύγυρο καπέλο
τρόχαλος, ο
:
ξερολιθιά
φανέστρα, η
:
παράθυρο
φορτίκι, το
:
ζώο μεταφοράς, υποζύγιο, συνήθως γαϊδούρι
φουρκάτα, η
:
πρόχειρο ξύλινο (συνήθως διχαλωτό) υποστήριγμα, σε ρόλο κολώνας
φράνκο, το
:
δραχμή
φροκάλι, το
:
σκούπα από ρείκια
φρουταριόλος, ο
:
μανάβης
χειμωνικό, το
:
καρπούζι
ωγνίστρα, η
:
μεταλλική βάση για κατσαρόλα σε χωριάτικη εστία, αλλά και η ίδια η γωνιακή εστία (αναγραμματισμός του γωνιάστρα)

3 σχόλια: