Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

"Να παρελάσει η φρουρά της σημαίας παρακαλώ": Ένα διαρκές παιχνίδι με τις λέξεις από την Τζέννυ Έρπενμπεκ


Απόψε θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά στον Ιανό τη Γερμανίδα συγγραφέα Τζέννυ Έρμπενμπεκ, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της στα ελληνικά "Η συντέλεια του κόσμου" από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με την εξαιρετική μετάφραση και συνολική επιμέλεια του Αλέξανδρου Κυπριώτη (όπως και στα προηγούμενα βιβλία της). Δεν το έχω διαβάσει (ακόμη), είχα ήδη παρουσιάσει την "Ιστορία του γερασμένου παιδιού" (Ίνδικτος, 2004) και σήμερα θα γράψω δυο λόγια για το "Παιχνίδι με τις λέξεις" (Ίνδικτος, 2008).

Πάει καιρός που το διάβασα, συμβουλεύομαι τις σημειώσεις μου, θυμάμαι όμως παράξενα λόγια, συχνά σκληρά λόγια, σκληρές περιγραφές δήθεν ονείρων. Αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, της ζωής ενός κοριτσιού σε μια μακρινή χώρα, κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής ίσως; Το κορίτσι μιλά για  τη φίλη της την Άννα, μιλά για τους γονείς της, ιδιαίτερα για τον πατέρα της. Και κάνει διαρκώς παιχνίδια με τις λέξεις, με την προέλευσή τους, αλλά και με λέξεις που σε φτάνουν στα όρια. Και χρησιμοποιεί φράσεις, που είναι εικόνες από τα παιδικά της χρόνια. Όπως η φράση: "Να παρελάσει η φρουρά της σημαίας παρακαλώ". Ποιος ξέρει τι εικόνες ξεπηδούν στη μνήμη της συγγραφέα όταν βάζει στο στόμα της μικρής Άννας τούτα τα λόγια. Η ¨Έρπενμπεκ προέρχεται από τη λεγόμενη Ανατολική Γερμανία, έχει μνήμες που δεν τις αποχωρίζεται και με τη γραφή της προσπαθεί λες να τις ανασύρει από τη λήθη που φέρνει ο χρόνος αλλά όχι μόνο, και προσπαθεί να τις επεξεργαστεί, θα έλεγα για λογαριασμό της πρώτα, θα έλεγα ότι προσπαθεί με έντιμο τρόπο να αναλογιστεί και να αξιολογήσει τα πράγματα του τότε και του μετά.

Όπως μας ενημερώνει ο μεταφραστής Αλέξανδρος Κυπριώτης (που έχει κάνει πολύ σπουδαία δουλειά τόσο στη μετάφραση των βιβλίων όσο και στα συνοδευτικά κείμενα), η φράση αυτή πρωτογράφτηκε από την Έρπενμπεκ το 2001 σε ένα κείμενό της με τίτλο "Στο επέκεινα των αχρήστων".* Παραθέτω εδώ λίγα από εκείνο το κείμενο (περιέχεται στο βιβλίο σε μετάφραση του Κυπριώτη):

Κάποιες φορές, όταν δεν είμαι υπερβολικά κουρασμένη, το προσπαθώ γι’ άλλη μια φορά. Τότε λέω σε κάποια συζήτηση με συμπατριώτες μου από τα δυτικότερα εδάφη ότι εγώ πήγαινα σε ΔΑΣ. Όταν είμαι κουρασμένη, λέω απλά ότι πήγαινα σε γυμνάσιο, πράγμα που δεν στέκει καθόλου, αλλά είναι πιο απλό: η προσπάθεια να μεταφράσω μια λέξη από τη γλώσσα μου σε μία ξένη. Διευρυμένο Ανώτερο Σχολείο, συντομ. ΔΑΣ: δωδεκατάξιο σχολείο στη ΓΛΔ με απολυτήριες εξετάσεις, η φοίτηση ήταν προϋπόθεση για τις σπουδές. πρβλ.: Ανώτερο Σχολείο, συντομ. ΠΑΣ: δεκατάξιο Πολυτεχνικό Ανώτερο Σχολείο γενικής παιδείας, υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές.

Το λεξικό των Γκριμμ περιλαμβάνει τριάντα τρεις τόμους. Είναι τόσο μεγάλο, επειδή είναι ένα εγχειρίδιο όλων των γνωστών στους συγγραφείς του σημασιών και χρήσεων των γερμανικών λέξεων, επ’ ουδενί τρόπω ωστόσο, επειδή οι Γκριμμ ή κάποιος απ’ τους συνεχιστές τους πρόσθεσε την προσωπική του άποψη για τις λέξεις. Σε κανένα σημείο δεν λέει φέρ’ ειπείν: «Το έτος τάδε η λέξη είχε για μένα την παρακάτω σημασία, λίγα χρόνια αργότερα όμως μου φάνηκε ότι θα πρέπει να συμπεριλάβει και την ανασκόπηση τούτων κι εκείνων των συμβάντων…» Να παρελάσει η φρουρά της σημαίας παρακαλώ! Σίγουρα, το γνωρίζουμε αυτό, κάποιες λέξεις χάνονται – ποιος αποκαλεί σήμερα τα κοσμήματά του τιμαλφή, τα παντελόνια περισκελίδες, τις ταλαιπωρίες που συνεπάγεται ένα ταξίδι: κακουχίες. Τομεακός πληρεξούσιος, συντομ. ΤΠΕ: αστυνομικός υπάλληλος αρμόδιος για ένα οικοδομικό τετράγωνο...

Αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο το κείμενο, όπου μιλά για ανατολικές και δυτικές λέξεις, για βρόμικες λέξεις για την αδυναμία μετάφρασης από τη μια στην άλλη "γλώσσα", για την πραγματικότητα των αναμνήσεών της που έχει καταρρεύσει, για το οστεοφυλάκιο που έγινε πια το λεξικό της ΓΛΔ...



Και άραγε, ό,τι έχει πεθάνει, μπορεί να δώσει ζωή; Επιστρέφοντας στο "Παιχνίδι με τις λέξεις", η Έρπενμπεκ κάνει συχνές αναφορές στην αγία Ντιφούντα Κορρέα, τη γυναίκα του θρύλου που το 1840 πέθανε στην έρημο από δίψα όταν, έχοντας το μωρό της αγκαλιά, πήγαινε να βρει τον άντρα της που είχε αρρωστήσει ενώ πολεμούσε στον εμφύλιο της Αργεντινής. Όταν μετά από μέρες τη βρήκαν, το μωρό ήταν ζωντανό γιατί τρεφόταν από τον μαστό της μάνας του που ήταν γεμάτος γάλα! Και γράφει η Γερμανίδα συγγραφέας, αναλογιζόμενη στην πραγματικότητα αν ό,τι έχει πεθάνει, μπορεί να δώσει ζωή**:

Η αγία Ντιφούντα Κορρέα πέθανε από τη δίψα στην έρημο, αλλά το παιδί που βύζαινε απ’ το στήθος της ζούσε ακόμα όταν τους βρήκανε τους δυο τους. Να βυζαίνεις ζωή από μια νεκρή, η παραμάνα μου χαϊδεύει με το δάχτυλό της την εικονίτσα να ισιώσει, παράξενο, όταν η ζωή βγαίνει από κάποια η ίδια βαραίνει αντί να ελαφραίνει. Η πλάτη, τα πόδια κι οι φτέρνες της αγίας βαριά πάνω στην άμμο, το παιδί το κρατάει ακόμα στην αγκαλιά, το κρατάει, η νεκρή, το ζωντανό παιδί στην πεθαμένη ήδη αγκαλιά της, και σαν τρίτος στη συμμαχία πάνω απ’ τους δυο τους ο βουβός ήλιος, που έφερε το θάνατο στη μητέρα. Όπου υπάρχει ένα εικονοστάσι στην άμμο για την πεθαμένη από τη δίψα, οι ταξιδιώτες αφήνουνε μπουκάλια με νερό, λέει η παραμάνα μου. Εγώ αναρωτιέμαι αν θα την ξυπνήσει το νερό. Αν μια αγία πού ’ναι καιρό πια νεκρή μπορεί άραγε να πιει πίσω τη ζωή της από τόσο πολλά σφραγισμένα μπουκάλια. Έχει αλήθεια μια αγία χέρια και στόμα. Η παραμάνα μου λέει θα σηκωθεί πάντως. Ναι, αλλά πότε πια. Όταν δεν θά ’ρχεται πια κανείς για να φέρνει καινούργια τάματα, λέει. Όταν θα γυρίσει η ησυχία στη γη, εκείνη θα θέλει να δει τι γίνεται, τότε το αργότερο θα σηκωθεί και θα πιει.

Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται σε μια μακρινή ηλιόλουστη χώρα, έναν τόπο που έχει όμως και παρακολουθήσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξαφανίσεις ανθρώπων. Ας μην δώσω άλλα στοιχεία, μόνο να πω ότι αξίζει να διαβάσει κανείς και το επίμετρο, στο οποίο δημοσιεύεται το άρθρο του δημοσιογράφου Tom Schimmeck με τίτλο "Παζλ με κόκκαλα μετά τον βρόμικο πόλεμο" (σε μετάφραση της Σούλας Ζαχαροπούλου) και αναφέρεται στον αγώνα του ιατροδικαστή ανθρωπολόγου Fonderbrider*** να αναζητήσει τους "εξαφανισμένους" Αργεντινούς του Βιντέλα.**** 

Κάθε λέξη κουβαλάει ιστορίες, λέει η Έρπενμπεκ. 

Όπως αυτή: Να παρελάσει η φρουρά της σημαίας παρακαλώ!

Πόση αλήθεια τα λόγια της...

Το γλυπτό του Εβγκένι Βουτσέτιτς που δώρισε το 1959 η Σοβιετική Ένωση στα Ηνωμένα Έθνη
και αναπαρίστανε έναν άνδρα να σφυρηλατεί το ξίφος του για να το μετατρέψει σε άροτρο
(η αναφορά από σημείωση του μεταφραστή, βλ. εδώ, πηγή φωτογραφίας εδώ.)

----------------------------------------------------------

Σημειώσεις

* Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Logotexnia 21.

** Το κείμενο το αντέγραψα από το παραπάνω ιστολόγιο, όπου αναφέρεται στην παράσταση με τίτλο "Βρώμικες λέξεις" της ομάδας Difunta Correa, βασισμένη στο έργο της Έρπενμπεκ.

*** Θυμήθηκα τον Ισπανό δικαστή Βαλτάσαρ Γκαρθόν και τους αγώνες του για τους αγνοούμενους του Ισπανικού Εμφυλίου!

**** Έχει δημοσιευτεί επίσης στο Logotexnia 21.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Πάρτι για τρεις: παιδικό βιβλίο από την Άννα Κοντολέων και τη Φωτεινή Στεφανίδη



Η γάτα είχε τα γενέθλιά της και αποφάσεσε να τα γιορτάσει μαζί με τους δυο καλύτερούς της φίλους, το άλογο και τον σκύλο...

Σκαρφάλωσαν, λοιπόν, στη φαγάνα του εκσκαφέα και ... έβλεπαν τον κόσμο από ψηλά. Ή, μήπως, βρήκαν και κανά μπελά;

Η συνέχεια στο βιβλίο. Είναι το "Πάρτι για τρεις", της Άννας Κοντολέων, με εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη (Πατάκης, 2017).

Μια όμορφη ιστορία για μικρά παιδάκια, με ζωηρή εικονογράφηση που είμαι σίγουρη ότι θ' αρέσει στους μικρούς αναγνώστες. 'Οπως στον μικρό εγγονό μου που θα του το διαβάσω σε λίγο. Έχει κι αυτός σήμερα τα γενέθλιά του.


Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Φερνάντο Πεσσόα: η αλήθεια πίσω από τις μάσκες




13 Ιουνίου 1888. Πριν από 130 χρόνια γεννήθηκε ο άνθρωπος με τα πολλά πρόσωπα, τα πολλά ετερώνυμα, ο Φερνάντο Πεσσόα. Ο Αντόνιο Ταμπούκι αλλά και άλλοι ερευνητές άνοιξαν το μπαούλο και ξεπήδησαν οι δεκάδες περσόνες - ετερώνυμα του Πορτογάλου "αγγλοπρεπούς" συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα. Τι μυστήριο κι αυτό. Έχουμε τον Μανούσο Φάσση για τον Αναγνωστάκη, τον Νικήτα Ράντο για τον Νικόλα Κάλας, τον Άλκη Θρύλο για την Ελένη Ουράνη και κάποιους ακόμη, αλλά όχι και 70 ετερώνυμα για τον ίδιο άνθρωπο!

Το έργο του, βαθιά διεισδυτικό, αλλά τόσο μελαγχολικό, άραγε ψάχνει την αλήθεια μέσα από τα πολλά ετερώνυμα ή μήπως θέλει να μας πει πως η αλήθεια δεν είναι μία; Τι παράξενο, η αλήθεια δεν υπάρχει στο "ιδιότυπο" λεξικό ΠεσσόΑ-Ω, στο οποίο η Μαρία Παπαδήμα (μελετήτρια και μεταφράστρια του έργου του πορτογάλου συγγραφέα) έχει συγκεντρώσει λέξεις που χρησιμοποιεί ο Πεσσόα στα έργα του "μέχρις εξαντλήσεως, εκθέτοντας πολλαπλώς το σημασιολογικό περιεχόμενό τους, προσφέροντας διαρκώς νέες αισθητικές εκδοχές τους ή αναιρώντας το με την ευκολία του πνεύματος αντινομίας που τον χαρακτηρίζει..." (Μαρία Παπαδήμα, από τον Πρόλογο του βιβλίου, 2008). 



Κι όμως, στο βιβλίο "Η ώρα του διαβόλου" που ξετρύπωσε μόλις το 1989 η Teresa Rita Lopes από το ... θρυλικό μπαούλο και μετέφρασε το 2011 η Μαρία Παπαδήμα, ο συγγραφέας μας δίνει τις απαντήσεις. Λέει ο διάβολος:

Μην εκπλήσσεστε που σας μιλάω κατ' αυτό τον τρόπο. Είμαι από τη φύση μου ποιητής γιατί είμαι η αλήθεια που μιλάει κατά λάθος, και όλη μου η ζωή τελικά είναι ένα ιδιάζον σύστημα ηθικής μεταμφιεσμένο σε αλληγορία και εικονογραφημένο με σύμβολα.

Αυτός είναι ο Πεσσόα. Κι όταν ο διάβολος σαν Όφις λέει:

Πρέπει διαρκώς να βάζω τους άλλους σε πειρασμό, αλλά βέβαια, με τη μεταφορική και την απλοϊκή έννοια της λέξης, γιατί ο πραγματικός πειρασμός είναι άσκοπος

πάλι ο Πεσσόα είναι. 

Οι καλύτερες δημιουργίες μου - το σεληνόφως και η ειρωνεία

λέει ο Πεσσόα και αυτοπροσδιορίζεται. Και όπως γράφει η Παπαδήμα στο Επίμετρο, "η αποστολή του Διαβόλου είναι να κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται". 

Αυτό κάνει και ο Πεσσόα με τις πολλές μάσκες που φοράει. Ο ίδιος όμως πρέπει να ήταν τόσο μόνος! Γράφει ο μεταφραστής Αλέξανδρος Βέλιος στην Εισαγωγή του "Χωρίς μάσκες":

Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται - μόνο - στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητσ, στην ανυπαρξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώρισή του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρωπου που δεν τρέφει καμία ψευδαίσθηση, δεν διαθέτει καμιά ελπίδα και καμιά ισχύ...



Κι αλήθεια, πόση πίκρα ο στοχασμός του:

Αν πεθάνω, δεν θα λείψω σε κανέναν· δεν θα πουν: 
Από χθες η πόλη έχει αλλάξει.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Στην Παταγωνία με τον Μπρους Τσάτουιν: εκεί όπου βασιλεύει ο θεός των περιηγητών



Ταξίδι, περιπέτεια, γεωγραφία, ιστορία, παραμύθι, πολιτική, ανθρώπινη αντοχή· όλα αυτά μαζί στο βιβλίο του Μπρους Τσάτουιν «Στην Παταγωνία» (εκδόσεις Χατζηνικολή, σε μετάφραση Τάκη Κίρκη, το είχα διαβάσει στην έκδοση 1977, κυκλοφορεί και τελευταία του 2013).

Το ενδιαφέρον του, γράφει, για την Παταγωνία γιγάντωσε με την προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου ενώ ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1940, ο Κανίβαλος του Κρεμλίνου σκίασε απειλητικά τις ζωές μας. Έγινε εύκολο να δει κανεις τα μουστάκια του για δόντια. Ακούγαμε διαλέξεις για τον πόλεμο που σχεδίαζε. Βλέπαμε τους συμβούλους της πολιτικής άμυνας να διαγράφουν κύκλους γύρω από τις ευρωπαϊκές πόλεις για να προσδιορίσει τις περιοχές που έμελλαν να καταστραφούν ολοκληρωτικά ή μερικά. [...] Ο σύμβουλος εκείνος φορούσε κοντό χακί παντελόνι. [...] Ο πόλεμος ερχόταν και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
[...] Μετά, διαβάσαμε για την βόμβα κοβαλτίου, πολύ χειρότερη από τη βόμβα υδρογόνου, [...]
Κι όμως, διατηρούσαμε την ελπίδα πως θα επιζούσαμε από την έκρηξη. Βάλαμε μπρος μια Επιτροπή Μετανάστευσης και κάναμε σχέδια για την εγκατάστασή μας σε κάποια μακρινή γωνιά της γης. [...] Ο πόλεμος θα ερχόταν στο Βόρειο Ημισφαίριο, γι’ αυτό εμείς κοιτούσαμε προς το Νότο. Αποκλείαμε τις νήσους του Ειρηνικού γιατί τα νησιά είναι παγίδες. Αποκλείαμε την Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία και καταλήγαμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην Παταγωνία ως το ασφαλέστερο μέρος της γης.
[...] Αργότερα ο Στάλιν πέθανε κι εμείς ψάλλαμε ύμνους ευχαριστίας στις εκκλησίες. Εγώ όμως συνέχισα να κρατάω την Παταγωνία για πισινή.

Είχε όμως και άλλες θύμισες από την παιδική του ηλικία, ένα κομματάκι δέρμα, του είχαν πει πως ήταν από βροντόσαυρο της Παταγωνίας. Έτσι, δυομιση δεκαετίες αργότερα, ο Τσάτουιν αποφάσισε να δοκιμάσει εκείνο το νεανικό του όνειρο και ταξίδεψε στην Παταγωνία της Αργεντινής!

Πήγε πρώτα στη Λα Πλάτα, πήγε να επισκεφτεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, να δει εκείνο το προϊστορικό ζώο που στοίχειωνε τα όνειρα της παιδικής του ηλικίας. Το είδε, δεν ήταν βροντόσαυρος, μα μυλόδοντας, δίνει κι άλλες πληροφορίες για τις κινήσεις των ζώων πριν από εκατομμύρια χρόνια από βορρά προς νότο και αντίστροφα, για τους αρμαδίλλους, τ’ αστραποθήρια, τους ακανθόχοιρους και για τον Δόκτορα Αμεγκίνο με τις δικές του εκδοχές για την εξέλιξη των θηλαστικών στην αμερικανική ήπειρο. Κι ύστερα ξεκίνησε για την Παταγωνία, από πάνω μέχρι κάτω, ανατολικά και δυτικά, από το Ρίο Νέγκρο, στο Τσουμπούτ, κι από κει στη Σάντα Κρουζ, στο Τιέρα ντελ Φούγκο.


Ταξιδεύει με λεωφορεία, με τα πόδια, με φορτηγά ή με ό,τι άλλο μέσο βρεθεί στο δρόμο του, συναντά ανθρώπους, μπαίνει στα σπίτια τους, ακούει τις ιστορίες τους και τις ιστορίες του τόπου τους. Με οδηγό το χάρτη που υπάρχει στο βιβλίο, ακολουθούμε τις πορείες του. Ο ποταμός Ρίο Νέγκρο ορίζει την αρχή της Παταγωνίας. Ψάχνει να βρει πρωταγωνιστές, ρωτά γι’ αυτούς. Του είπαν για το Δαρβίνο που πέρασε από τα μέρη τους, από τη Σιέρρα Βεντάνα, πηγαίνοντας για το Μπουένος Άιρες. Συναντά Ινδιάνους μετανάστες, μια σκληροτράχηλη φυλή από την Αραουκάνια της νότιας Χιλής. Κάνει περιγραφές της φύσης που σε υποβάλλουν.

Πέρα από τους βράχους ήταν η έρημος. Θόρυβος δεν ακουγόταν άλλος από τον άνεμο που θρόιζε ανάμεσα στ’ αγκάθια και σφύριζε μέσα στα ξερά χορτάρια. Κανένα σημείο ζωής, εκτός από ένα γεράκι κι ένα μαύρο σκαθάρι που ανεβοκατέβαινε επάνω σε άσπρες πέτρες. Η έρημος της Παταγωνίας δεν έχει άμμο ή χαλίκι, αλλά είναι κατάσπαρτη από αγκάθια με γκρίζα φύλλα που δίνουν μια πικρή μυρουδιά όταν τα πατήσει κανείς.

Και τι δεν ξετρύπωσε από τα σεντούκια της ιστορίας, της παράδοσης, των παραμυθιών, των διαδόσεων και των λαϊκών δοξασιών. Γυρίζει πίσω στον 19ο αιώνα και παλιότερα, ανασκαλεύει ιστορίες ντόπιων που έφυγαν στην Ευρώπη ή Ευρωπαίων που έφτασαν σε τούτα τα μέρη,  θυμίζεται στίχους του Βολταίρου από το έπος του Ερσίγια, περνά τα Χριστούγεννα με την κοινότητα των Ουαλλών στο Τσουμπούτ. Συνάντησε έναν Πέρση, τον Αλί, που είχε φτάσει μέχρι εκεί ως ιεραπόστολος. Η Περσία είναι πολύ πλούσια, αλλά οι Αμερικανοί έχουν καταληστέψει τον πλούτο της, του είπε ο Αλί.

Φτάνει στο Επουγιέν, του δείχνουν τη Λαγκουνίτα, μια λιμνούλα, ζητά να μάθει για τον Τεξανό τυχοδιώκτη και χρυσοθήρα Μάρτιν Σέφιλντ που ήρθε γύρω στα 1900, τον παραμυθά που έλεγε πως είχε βρει ζωντανό πλησιόσαυρο!

Βρίσκει αφορμή να μας συστήσει τον Κάσιντυ, τον πιο καταζητούμενο εγκληματία της Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα· οι γονείς του ήταν Μορμόνοι, είχαν έρθει από την Αγγλία, αυτός μεγάλωσε στη Γιούτα· στα 18 του, τον Ιούνιο του 1884, εγκατέλειψε την οικογένεια, από Μπομπ Πάρκερ έγινε Μπουτς Κάσιντυ και «όρισε ως φυσικούς του εχθρούς τις μεγάλες κτηνοτροφικές εταιρείες, τις εταιρείες των σιδηροδρόμων και τις τράπεζες και έπεισε τον εαυτό του ότι το δίκιο βρισκόταν στην απέναντι μεριά του νόμου». Η ζωή του έγινε θρύλος, λένε πως πέθανε το 1911, η αδελφή του όμως, «μια ντόμπρα και δραστήρια γυναίκα στα ενενήντα της», ενεργό μέλος του Δημοκρατικού κόμματος, που την επισκέφτηκε ο Τσάτουιν, του λέει ότι είχε δει τον αδελφό της το 1925 και ότι πέθανε προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 από πνευμονία. Ένας θρυλικός κάου-μπόυ.

Στο Ρίο Πίκο, που ήταν κάποτε γερμανική αποικία της Νουέβα Αλεμάνια, ψάχνει τα χνάρια του παλιού χρυσορυχείου, αλλά και των φημισμένων μπαντολέρος Νορτεαμερικάνος Γουίλσον και ΄Εβανς.

Συνάντησε λογής λογής ανθρώπους, ντόπιους μα και ξένους πολλούς που ήρθαν και ρίζωσαν σε τούτο τον τόπο. Συνάντησε Άγγλους, Ουαλλούς, Σκωτσέζους, Ισπανούς, Ινδιάνους, έναν Γερμανό, μια Ρωσίδα που δεν σήκωνε κακή κουβέντα για τον Σολζενίτσιν αλλά και για τους Σλάβους, μια Σουηδέζα, μια Ιταλίδα από την Πάδοβα, έναν Λιθουανό. Ο πάστορας Παλάσιο του μίλησε για τον μονόκερο της Παταγωνίας κι αυτός βάλθηκε να τον αναζητήσει στην Κορντιγιέρα.

Και όλο κατηφορίζει. Περνά στο Περίτο Μορένο κι ύστερα στο Πουέρτο Δεσεάδο, όπου επισκέπτεται μαζί με έναν ορνιθολόγο μια αποικία πιγκουίνων, είναι οι μαγγελανικοί ή γαϊδουροπιγκουίνοι. Παρακολουθούν τα μικρά που μόλις είχαν βγει από τ’ αυγά τους. «Τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο εξερευνητής σερ Τζον Νάρμπορο είχε σταθεί στο ίδιο σημείο και τα είχε περιγράωει να στέκονται όρθια σαν μικρά παιδιά με άσπρες ποδιές και κοντά-κοντά το ένα με το άλλο».

Το ταξίδι συνεχίζεται «παραπατώντας και πέφτοντας κάτω από τον άνεμο και το χαλάζι», κάποτε τρώει κι ένα κουτί μπαγιάτικες σαρδέλες για να ξεγελάσει την πείνα του. Κι ύστερα πάει ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, τότε που στις 30 Οκτωβρίου 1593, το εκατόν είκοσι τόνων πλοίο Ντιζάιαρ, στο γυρισμό του στην Αγγλία, αγκυροβόλησε στο ποταμίσιο λιμάνι του Πορτ Ντιζάιαρ. Διηγείται την ιστορία του καπετάνιου Τζον Ντέιβις, του ναυτικού από το Ντέβον που το 1591 ξεκίνησε από το Πλύμουθ με το πλοίο Ντιζάιαρ, περιγράφει τις περιπέτειες, το πέρασμα από τα Φόκλαντ, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, στο Πέγκουιν Άιλαντ, όπου οι ναύτες σκότωσαν 20.000 πιγκουίνους, τους ξέραναν και τους πάστωσαν, έφτασαν στον Ισημερινό, όμως τα παστά σκουλήκιασαν, έπαθαν όλοι σκορβούτο και πέθαναν εκτός από πέντε· έζησε κι ο Ντέιβις, μα όταν γύρισε σπίτι βρήκε τη γυναίκα του «με έναν κομψό αγαπητικό», έτσι έφυγε πάλι στα καράβια και πέθανε το 1605.

Οι περιπέτειες του Ντέιβις έχουν καταγραφεί στο βιβλίο «Το νότιο ταξίδι του Τζον Ντέιβις», που κυκλοφόρησε το 1600 από τις εκδόσεις Χάκλουιτ· έτσι γράφει ο Τσάτουιν, υπάρχει βέβαια μια σχετική ανακρίβεια, αλλά χωρίς ν’ αλλάζει το βασικό περιεχόμενο. Ο Τζον Ντέιβις από το Ντέβον ήταν σπουδαίος εξερευνητής και θαλασσοπόρος, ήταν αυτός που ανακάλυψε τα νησιά Φόκλαντ και τα ταξίδια του έχουν όντως καταγραφεί από τον ίδιο, αλλά και από τον σύγχρονό του Ρίτσαρντ Χάκλουιτ (Richard Hakluyt, το όνομα του οποίου πήραν οι ομώνυμες εκδόσεις που ιδρύθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα). Πολλές πληροφορίες βρίσκει κανείς στη Βικιπαίδεια, αλλά και σε σχετική σελίδα του ιστότοπου Library and Archives Canada.

Το εντυπωσιακό είναι ότι δυο αιώνες αργότερα, ένας ποιητής, επίσης από το Ντέβον, ο Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, γράφει «τους 625 ξακουστούς στίχους του Γέρο-Ναυτικού, με τις σφυροκοπούσες επαναλήψεις του και με θέμα το έγκλημα, την περιπλάνηση και την εξιλέωση», όπως γράφει ο Τσάτουιν. Αλλά γι’ αυτό θα γράψω σε επόμενη ανάρτηση, μιας και κοσμεί τη βιβλιοθήκη μου «Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού» (Χατζηνικολή, 1987).

Οι περιπέτειες του Τσάτουιν συνεχίζονται. Κι όλο κατηφορίζει κι όλο διηγείται ιστορίες από τα παλιά. Κι ακολουθώ τα χνάρια του πάνω στο χάρτη, μέχρι που βρίσκει κάποιον να τραγουδά:

A las cinco de la tarde.
Eran las cinco de la tarde…

Και στο νου μου ήρθαν τα λόγια του Νίκου Γκάτσου και η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και οι φωνές του Μάνου Κατράκη και του Κώστα Πασχάλη να θρηνούν  για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας

Πέντε η ώρα που βραδιάζει
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει
φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει….




Δεν βρήκε το μυλόδοντα που είχε ονειρευτεί. Βρήκε όμως το θεό του. Κι όταν ο Αλί από την Περσία τον ρώτησε ποιο είναι το θρήσκευμά του, εκείνος απάντησε:

Δεν έχω κανένα ιδιαίτερο θρήσκευμα σήμερα το πρωί. Θεός μου είναι ο Θεός των περιηγητών. Όταν περπατήσεις πολύ, μάλλον δεν έχεις ανάγκη από άλλους θεούς. 

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

«Κοράσιο κυρφοφίλητο και κυρφογαστρωμμένο»



Πέρα ‘ς  τη πέρα γειτονιά πέρα ‘ς τη πέρα ρούγα
κάθεται μια γερόντισσα κι έχει και γέρον άντρα
κι έχει κ’ ένα κακό σκυλί ‘να ξέμορφο κορίτσι
κοράσιο κυρφοφίλητο και κυρφογαστρωμμένο
τση μήνες ελογάριαζε ποιο μήνα θα γεννήσει
‘ς το παρεθύρ’ εκάθεντο τα μάγουλάν τσ’ εκράθιε.
Σετέμπρι, Οχτώβρη, Νοέμπρη και Δεκέμπρη
Γεννάρη, γέννα του Χριστού κι’ αρχημενιά του χρόνου
Φλεβάρη, φλέγαις μ’ ανοιξε τση ρώγαις τω βυζιώ μου
για να βυζάξω το παιδί να γοργομεγαλώση
και να το βάλω ’ς το σκολειό γράμματα να του μάθω
Μάρτη μου με τα λούλουδα κι’ Απρίλη με τα ρόδα
Μάη μου μάγεψέ τονε το νειό απού μ’ αγάπα
απού μ’ εφίλιε κι’ ήλεγε ποτέ του δε μ’ αρνάται
κ’ εδά ’γκαψε και μ’ άφηκε ‘σαν καλαμιά ’ς το κάμπο.

........................................................................



Με αφορμή τα πρόσφατα τραγικά περιστατικά θανάτωσης των νεογέννητων παιδιών τους από δύο πολύ νεαρές κοπέλες, ο Παντελής Μπουκάλας δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Μάνα-Μήδεια», σόσιαλ μίντια και μια πέρδικα (Καθημερινή, 6 Μαϊου 2018).

Στο άρθρο του ο Μπουκάλας αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια και στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, που δεν είναι μόνο όπως τα παραμύθια, για βασιλοπούλες και παλάτια, για χρυσάφια και μαργαριτάρια, αλλά πολύ συχνά και για τη σκληρή καθημερινή ζωή. Το δημοτικό τραγούδι, γράφει, έχει τον τρόπο του να μιλήσει για κορυφαία γεγονότα του ιδιωτικού βίου, να μην τ’ αφήσει στον χώρο του αφώνητου από δειλία ή αιδημοσύνη, ή για να μην ταράξει την κοινωνική «κανονικότητα».




Ξεφυλλίζοντας τον τόμο με τα δημοτικά τραγούδια που είχε συγκεντρώσει ο Νικόλαος Πολίτης1, βρήκα το τραγούδι «Η κατάρα της απαρνημένης» (αρ. 128), το οποίο, όπως γράφει ο ίδιος στις εισαγωγικές σημειώσεις του, απαντά σε πολλές παραλλαγές δυο τύπων. Στον ένα τύπο, ο «άπιστος εραστής» έχει φύγει μακριά και η κοπέλα τον καταριέται· τέτοια είναι τα τραγούδια στις παρακάτω εικόνες που περιέχονται και στον σχετικό τόμο.


Παραλλαγή  του τραγουδιού «Η κατάρα της απαρνημένης» 
(Ν. Γ. Πολίτης. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού. Τυπογραφείον «Εστία», 1914).

Παραλλαγή  του τραγουδιού «Η κατάρα της απαρνημένης» 
(Ν. Γ. Πολίτης. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού. Τυπογραφείον «Εστία», 1914).

Κατά τον άλλο τύπο τραγουδιών, «κορίτσι κρυφαγκάλιαστο και κρυφαγγαστρωμένο», υπολογίζει τον χρόνον καθ’ ον θα ίδη το φως ο καρπός των λαθραίων γάμων και προσωποποιούν τους μήνας της εγκυμοσύνης, επικαλείται την βοήθειαν αυτών και καταράται τον εγκαταλείψαντα εραστήν. Σ’ αυτό τον τύπο ανήκει το τραγούδι που έχω παραθέσει στην αρχή. Είναι  «Η κατάρα της απατηθείσης κόρης», που αντέγραψα από τον τόμο   του  Αριστείδη Κριάρη (1921, σελ. 256)2. Εξάλλου, στον ίδιο τόμο, βρήκα και το τραγούδι για την «ατιμασθείσα» ή την «εξαπατώσα κόρη», όπου δίνεται και η διάσταση της πονηρής κόρης που κρύβεται από τη μάνα της κτλ κτλ.

«Η ατιμασθείσα», με παραλλαγή το τραγούδι «Η εξαπατώσα κόρη» (Α. Κριάρη.


Ο Παντελής Μπουκάλας αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι «Η παιδοκτόνος και η πέρδικα», στο οποίο μια νεαρή μητέρα σκοπεύει να πετάξει το παιδί της που απέκτησε χωρίς γάμο (κλεψιγαμία) για να γλυτώσει από την κατακραυγή του κόσμου (!;), αλλά την προλαβαίνει μια πέρδικα και την αποτρέπει από την παιδοκτονία μιλώντας της για τα δικά της δεκαοχτώ παιδιά-πουλιά που έχει. Το τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές, εδώ παραθέτω μια από τη Λέσβο (έχει τον τίτλο «Μια μάνα που ‘χε ένα γιο»)3:

Μια μάνα που ’χε ένα γιο, μα ήταν λωλοπαρμένη
δεν είχε την υπομονή για να το αναθρέψει
και στην ποδιά της το ’βαλε, πάει να το ρεματίσει.
Στο δρόμο που επήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει
μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέγει:
-Μωρή σκύλα, μωρή άνομη, μωρή μαριολεμένη
εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά, πάσχω να τ’ αναθρέψω,
και συ έκανες χρυσόν υγιό, πας να τονε ρεματίσεις.
Και στην ποδιά της το ’βαλε, στο σπίτι της πηγαίνει
το ’βαλε στην κούνια του, το τραγουδεί και λέει:
Γιε μου σα γίνεις κυνηγός, σα γίνεις παλλικάρι,
σαν απαντήσεις πέρδικα, να μη τηνε σκοτώσεις,
η πέρδικα είναι η μάνα σου κι εγώ η μητριά σου.


Με το τραγούδι αυτό γίνεται φανερό, λέει ο Μπουκάλας και έτσι είναι όντως, ότι «αιώνες πριν» δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό ένα παιδί που θα γεννιόταν εκτός γάμου, «αιώνες πριν» η κάθε κοπέλα – Ελληνίδα ή «Εβραία, Σαρακηνή, Αρμενοπούλα και Βουλγαροπούλα» - που γεννούσε παιδί εκτός γάμου ήταν η ντροπή της οικογένειας και της κοινωνίας, αλλά επίσης κι «αιώνες πριν» στις διάφορες παραλλαγές του τραγουδιού «διαφαίνεται η ανάγκη του ποιητή να απενοχοποιήσει την πράξη της κόρης που θέλει να απαλλαγεί από το νεογέννητο τέκνο της, αφού η κοινωνία δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί το γεγονός της απόκτησης τέκνου εκτός γάμου».

Αυτά «αιώνες πριν». Όμως, πώς μας φαίνεται που το τραγούδι αυτό θίγει ένα πρόβλημα που ακόμη και σήμερα δείχνει να είναι υπαρκτό· πώς μας φαίνεται που μια νέα κοπέλα του 2018 δεν αντέχει μέχρι το τέλος την απόφαση που η ίδια πήρε κάποια στιγμή για τη ζωή της· πώς μας φαίνεται που μια κόρη και μια μάνα μπόρεσαν να φτάσουν σ’ αυτή την πράξη, πώς δεν βρέθηκε μια πέρδικα στο δρόμο τους. Όμως, αυτό το έντονα κοινωνικό, ηθικό, ανθρωπιστικό, πολιτισμικό πρόβλημα, «η δημοσιογραφία εκείνη που παραμένει εκουσίως όμηρος των εξουθενωμένων στερεοτύπων, το εξέθεσε υπό την επιγραφή «Μάνα-Μήδεια»», γράφει ο Παντελής Μπουκάλας, κι αυτό το ονομάζει «κανιβαλικό κιτρινισμό (με συνδαιτυμόνες και πολλούς σοσιαλμιντιάδες)».

.................................................

Σημειώσεις

1 Πρόκειται για το βιβλίο του Νικολάου Πολίτη «Δημοτικά τραγούδια: Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», από τις εκδόσεις «Ιστορική έρευνα» με έδρα την Αθήνα και χωρίς πληροφορίες χρονολογίας έκδοσης (όπως γινόταν, δυστυχώς, σε όλες τις εκδόσεις παλιότερα). Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για φωτογραφική ανατύπωση του βιβλίου του με τίτλο «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» (Τυπογραφείον «Εστία», 19140, το οποίο μάλιστα υπάρχει σε ψηφιοποιημένη μορφή στην εξαιρετική ψηφιακή συλλογή Ανέμη της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

2 Πλήρης Συλλογή Κρητικών ασμάτων: ηρωικών, ιστορικών, πολεμικών, του γάμου, της τάβλας, του χορού κλπ κλπ. και απασών των κρητικών παροιμιών διστίχων και αινιγμάτων μεθ' ερμηνευτικών υποσημειώσεων / υπό Αριστείδου Κριάρη. Εν Αθήναις: Τύποις: Α. Φραντζεσκάκη και Α. Καϊτατζή, 1920. (Πηγή: Ανέμη)


3 Το τραγούδι έχει μελοποιηθεί από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, το τραγούδησε αρχικά η Μελίνα Κανά, αλλά και ο Γιάννης Χαρούλης στη συνέχεια που το περιέλαβε στο δίσκο με τίτλο «Μαγγανείες».

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο



Μόλις φτάσετε στο Αλγέρι, θα πρέπει να πάρετε τους ανηφορικούς δρόμους, να τους ανεβείτε και μετά να τους κατεβείτε. Θα πέσετε στην Ντιντούς Μουράντ με τα αμέτρητα σοκάκια να την κόβουν κάθετα σαν εκατοντάδες ιστορίες, δυο βήματα από μια γέφυρα που τη μοιράζονται αυτόχειρες και ερωτευμένοι.
Κατεβείτε κι άλλο, απομακρυνθείτε από τα καφενεία και τα μπιστρό, τα μαγαζιά να πουλάνε ρούχα, τις αγορές φρούτων και λαχανικών [...]
Θα σκαρφαλώσετε τους δρόμους, θα σπρώξετε βαριές ξύλινες πόρτες που δεν είναι ποτέ κλειδωμένες, θα χαϊδέψετε τα σημάδια που άφησαν στους τοίχους σφαίρες που θέρισαν συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, στρατιωτικούς, δασκάλους, ανώνυμους, παιδιά. [...]
Θα ψάξετε τον αριθμό 2Β, που θα δυσκολευτείτε να τον βρείτε επειδή κάποιοι αριθμοί δεν υπάρχουν πια. Θα σταθείτε μπροστά στην επιγραφή μιας βιτρίνας: Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο


Ένα βιβλίο-έκπληξη από μια νεαρή συγγραφέα. Τη λένε Καουτέρ Αντιμί, είναι μόλις 32 χρονών, κατάγεται από το Αλγέρι και εδώ και δέκα χρόνια ζει στη Γαλλία και γράφει στα γαλλικά. Το βιβλίο λέγεται "Τα πλούτη μας" (Πόλις, 2018, μτφρ. Έφη Κορομηλά) και ασχολείται με το βιβλιοπωλείο "Τα αληθινά πλούτη" που είχε στήσει το 1936 στο Αλγέρι ο Εντμόν Σαρλό. Βρίσκεται στο 2Β της οδού Χαμανί πρώην Σαρράς. Είναι βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλείο, εκδοτικός οίκος, αλλά πάνω απ' όλα, "ένας χώρος για τους φίλους που αγαπούν τη λογοτεχνία και τη Μεσόγειο".

Η συγγραφέας παρακολουθεί από κοντά τον ιδρυτή του βιβλιοπωλείου, διαβάζει (επινοεί) τα ημερολόγιά του και μαζί μ' αυτόν διατρέχει την ιστορία της πατρίδας της στον εικοστό αιώνα, ζει τις εξεγέρσεις των νέων της εποχής, αφουγκράζεται τις αγωνίες των μεγαλύτερων και περπατά στους δρόμους της γενέθλιας πόλης με διάθεση νοσταλγική και αγαπητική.

Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο τα Αληθινά Πλούτη, εκεί εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία του νεαρού Καμύ, που τον βλέπουμε συχνά στο πατάρι, αναζητώντας την ησυχία του βιβλιοπωλείου, να γράφει δικά του κείμενα ή να διορθώνει προς έκδοση βιβλία του εκδοτικού. Ποδαρικό εξάλλου έγινε με το θεατρικό έργο του Καμύ "Εξέγερση στις Αστούριες" που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1936. Με το βιβλιοπωλείο και το εκδοτικό συνδέονται ποικιλοτρόπως γνωστοί αλγερινοί και γάλλοι συγγραφείς,  όπως ο Αμρούς, ο Ρουά, ο Σενάκ, ο Ζιονό, ο Ρομπλές, ο Ωντιζιό, ο Ζιντ, η Γερτρούδη Στάιν και άλλοι πολλοί. Ένας απ' αυτούς ήταν και ο ο αντιστασιακός Βερκόρ, του οποίου τα 20.000 αντίτυπα από τη "Σιωπή της θάλασσας" που τυπώθηκαν τον Οκτώβριο του 1943 εξαντλήθηκαν μέσα σε μια βδομάδα στο Αλγέρι (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1945 σε μετάφραση της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ). Εξάλλου, και τον τίτλο τον πήρε από το ομώνυμο βιβλίο του Ζιονό (Les Vraies richesses) που είχε κυκλοφορήσει το 1935. Στις θύμησες που ξετυλίγει η συγγραφέας επινοώντας τα ημερολόγια του Σαρλό περνούν φιγούρες, όπως ο  Λόρκα που τα βιβλία του κάηκαν από τους φρανκιστές στην Πλάθα δελ Κάρμεν της Γρανάδας το '38 και ο Σαιντ-Εξυπερύ που εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε πτήση τον Αύγουστο του '44. Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται και όλη η βιβλιογραφία που συμβουλεύτηκε η Αντιμί για να γράψει το βιβλίο της.

Τα Αληθινά Πλούτη είναι βιβλιοπωλείο και δανειστική βιβλιοθήκη, έχει συνδρομητές, εκδίδει βιβλία, ζει τις στιγμές που οι "νεαροί της γειτονιάς ξανάφτιαχναν τον κόσμο", παραδίνεται στις φλόγες και καταστρέφονται όλα τα σημειωματάρια του Σαρλό, ό ίδιος φυλακίζεται, τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό, εκτοπίζεται, το βιβλιοπωλείο γίνεται παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλάζει χέρια, αλλάζει η γειτονιά, αλλάζει όνομα ο δρόμος, οι μνήμες ξεθωριάζουν...

Γραφική και συνάμα τραγική φιγούρα ο Αμπνταλλά, που δούλευε στο βιβλιοπωλείο-βιβλιοθήκη μέχρι το τέλος, δεν του άρεσε να διαβάζει βιβλία, όμως αγαπούσε να τα τακτοποιεί, οργάνωνε τα βιβλία στα ράφια και τις καρτέλες δανεισμού στα συρταράκια με πολλή αγάπη και πολλή προσοχή, έμεινε μέχρι το τέλος στα Αληθινά Πλούτη και ύστερα, όταν πια δεν χρειαζόταν στους καινούριους ιδιοκτήτες, δεν έφυγε από τη γειτονιά,  μα τυλιγμένος με το άσπρο πανί του, ακουμπισμένος στο ραβδί του, έμενε όρθιος στο πεζοδρόμιο όλη τη μέρα και για να κοιμάται το βράδυ, του είχαν δώσει μια γωνιά στη διπλανή πιτσαρία, σ' ένα καμαράκι, όπου "αποθηκεύουν το αλεύρι, τη μαγιά, τα καφάσια με τις ντομάτες, τους τενεκέδες με το λάδι και τα βάζα με τις ελιές". 

Αλγέρι 2017, Αλγερία 1930, Αλγέρι 1935-1936, Αλγέρι 1939, Γερμανία 1940, Σετίφ 1945, Παρίσι 1945-1949, Αλγερία 1954, Αλγέρι 1959-1960, Παρίσι 1961, Αλγέρι 1961, Αλγέρι 2017. Αυτά είναι μερικά από τα κεφάλαια του βιβλίου. Μέσα από την ιστορία του βιβλιοπωλείου στο Αλγέρι περνά η ιστορία της Αλγερίας στον 20ο αιώνα, οι αντιαποικιακές εξεγέρσεις, τα επαναστατικά κινήματα, οι ακροδεξιές οργανώσεις, ο ρόλος και ο διχασμός των Γάλλων, ο ντε Γκωλ, ο πόλεμος, η Αντίσταση, οι πόλεμοι...

Η Αντιμί αγαπά τον τόπο της, αγωνιά για το παρόν και το μέλλον του και βρήκε τρόπο να κρατήσει τις μνήμες ζωντανές. Λέει:

Είμαστε οι κάτοικοι τούτης της πόλης και η μνήμη μας είναι το άθροισμα των ιστοριών μας.

Η νοσταλγία της Αντιμί για τον τόπο της, το Αλγέρι, μου θύμισε την Ελέν, την αστυνομικίνα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό στο Soléa:

[...] Μου έδειξε το πέλαγος.
- Από εκεί έφτασα στη Μασσαλία. Από τη θάλασσα. Ήμουνα έξι χρονώ. Ποτέ μου δεν ξέχασα την ομορφιά που έχει αυτή η πόλη όταν αρχίζει το χάραμα. Αλλά ποτέ δεν ξέχασα και το Αλγέρι. Κι ας μην το ξανάδα. Το ξέρετε το Αλγέρι;
- Όχι. Δεν έχω ταξιδέψει πολύ.
- Εκεί κάτω γεννήθηκα. Προσπάθησα χρόνια, με νύχια και με δόντια, να με αποσπάσουν εδώ, στη Μασσαλία. Η Μασσαλία δεν είναι Αλγέρι. Έχω όμως την αίσθηση ότι μπορώ από δω ν' αγναντέψω το λιμάνι εκεί μακριά. [...]

Δεν μπορούμε παρά να κρατήσουμε στη μνήμη μας την επιθυμία που εκφράζει με την τελευταία φράση της η νεαρή Καουτέρ:

Θα'ρθείτε κάποτε στο 2Β της οδού Χαμανί, έτσι δεν είναι;

Άραγε, αν πάμε, ακόμη κι αν δε βρούμε το 2Β της οδού Χαμανί, θα βρούμε τη βιτρίνα που γράφει "Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο";

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Παράξενη Πρωτομαγιά σα νοσταλγείς το περσινό το καλοκαίρι...

Χαρακτικό του Τάσσου με τίτλο "Αφιέρωμα στον Γ. Ρίτσο" (Εθνική Πινακοθήκη)
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε γεννηθεί σαν σήμερα το 1909.


Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσίς στο πέλαγο.
Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν’ ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.


Πρωτομαγιά, του Άρη Αλεξάνδρου, από τη συλλογή "Ακόμα τούτη η άνοιξη", που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1946 από τις εκδόσεις Γκοβόστη. (Η αντιγραφή έγινε από την έκδοση Άρης Αλεξάνδρου: Ποιήματα (1941-1974), ύψιλον/βιβλία, 1991, με σημείωμα του Αλέξανδρου Αργυρίου).




Και πέρασαν τριάντα χρόνια κι έγραψε ο Γκάτσος για την παράξενη Πρωτομαγιά:

Παράξενη πρωτομαγιά
μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια,
ήρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά,
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές,
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.

Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση,
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.

Παράξενη πρωτομαγιά...

(Μελοποιήθηκε από τον Χατζηδάκι και πρωτοτραγουδήθηκε από Γαλάνη - Μητσιά).

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Του βιβλιόφιλου



Και γύρω μου και πλάι μου χαρτιά, γραφτά, βιβλία
κόσμοι της σκέψης άπειροι, που στο χαρτί ριχτήκαν
άλλοι μ' αδεξιότητα κι άλλοι με μαεστρία.
Και τους τρυγώ ολημερίς ωσάν μελίσσι άλλο
παρακρατώντας μέσα μου τ' ωραίο, το μεγάλο.


Έτσι έγραφε ο Μιχάλης Γρηγοράκης τον Ιούλιο του 1964 στην Κρητική Εστία (τεύχος 145) στη ρίμα με τον τίτλο "Του βιβλιόφιλου". Είχε δημοσιευτεί σε σελίδα με τη βινιέτα "Ρίμες νοσταλγικές", όπως ήταν και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή.

Ο Μιχάλης Γρηγοράκης ήταν μια σημαντική πνευματική φυσιογνωμία των Χανίων, γνωστός ως δημοσιογράφος στα Χανιώτικα Νέα για τέσσερις δεκαετίες, αλλά και ως διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της πόλης από το 1962 ως το 1968 αρχικά, αφού η χούντα τον έδιωξε για τα δημοκρατικά του φρονήματα για να επιστρέψει στη θέση του το 1976. Ανάμεσα στα βιβλία που είχε γράψει, σημειώνω "Τα Χανιά όπως τα είδαν οι ξένοι", "Χανιώτικες φυσιογνωμίες" και "Χανιώτικα παραδοσιακά επαγγέλματα". 

Ημέρα του βιβλίου η σημερινή. Πάνε δέκα χρόνια που έφυγε ο Γρηγοράκης, ήταν αρχές Μαϊου του 2008. Ας είναι τούτη η ανάρτηση μικρή αναφορά στη μνήμη του, σε ανάμνηση εκείνης της ημέρας κάποιου Οκτωβρίου στα μέσα της δεκαετίας του '60, μαθήτρια Δημοτικού ήμουνα, που επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη βιβλιοθήκη της πόλης μου και ζήτησα από έναν αυστηρό κύριο που καθόταν στο μεγάλο τραπέζι του αναγνωστηρίου υλικό για την αποταμίευση· και ήταν τότε που κέρδισα τον κουμπαρά κι ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου και μια μόνιμη αγαπητική σχέση με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες. *

Ημέρα του βιβλίου η σημερινή. Θα γραφτούν πολλά, θα γίνουν άλλα τόσα, η πολιτική βιβλίου αυτής της κυβέρνησης δεν έχει καλά ξεδιπλωθεί, η προηγούμενη έκλεισε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου χωρίς να κάνει κάτι άλλο, η Αθήνα γίνεται Παγκόσμια πρωτεύουσα βιβλίου για ένα χρόνο, χωρίς κι εδώ να έχουν καλά καλά ξεδιπλωθεί ο στόχος και το εύρος, ο  Δήμος της Αθήνας** και αρκετές βιβλιοθήκες ξεκινούν δράσεις για το Έτος Βιβλίου. Μακάρι να μην είναι μόνο πανηγύρια και μακάρι τα έργα που θα παραχτούν να έχουν συνέχεια. 

Ημέρα του βιβλίου η σημερινή. Γύρω μου και πλάι μου χαρτιά, γραφτά, βιβλία, παρακρατώντας μέσα μου τ' ωραίο, το μεγάλο...





..........................................................................................

Σημειώσεις

* Ανάμεσα στα πολλά που έχουν γραφτεί για τον Μιχάλη Γρηγοράκη, παραθέτω εδώ τις αναφορές για δύο δημοσιεύματα. Το ένα είναι γραμμένο από τον Χανιώτη γλύπτη Γιάννη Μαρκαντωνάκη για τη σχέση του Γρηγοράκη με τη Δημοτική Πινακοθήκη με αφορμή την Έκθεση που υπάρχει αυτό τον καιρό με τίτλο "Βαβέλ" (Ξανά Βαβελικά 50 +χρόνια μετά αδεία ποιητική. Μιχ. Γρηγοράκη μνήμη). Το άλλο είναι γραμμένο από τον φίλο, δάσκαλο και παλιό συμμαθητή Γιώργο Πιτσιτάκη και αναφέρεται στη σχέση του Γρηγοράκη με τον Νίκο Καζαντζάκη (Ο Μιχάλης Γρηγοράκης και το «σύμπαν» του Ν. Καζαντζάκη)

** Είναι αλήθεια ότι η βιβλιοθήκη του ίδιου του Δήμου της Αθήνας έχει να ζηλέψει από βιβλιοθήκες σε άλλες πρωτεύουσες του κόσμου. Γιατί η Δημοτική της Αθήνας δεν είναι, μόνο, ό,τι και κάθε άλλη δημοτική βιβλιοθήκη, είναι επιπλέον η Βιβλιοθήκη της πόλης των Αθηνών, η Βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας. Γιατί η Δημοτική βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας δεν λειτουργεί (μόνο) ως βιβλιοθήκη που καλείται να καλύψει πληροφοριακές ανάγκες με την "παραδοσιακή" έννοια, αλλά αποτελεί κέντρο πληροφόρησης για την πόλη γενικότερα, κέντρο ανάδειξης και προβολής της πόλης. Και όταν μάλιστα η πόλη αυτή είναι η Αθήνα, καλείται με έμφαση να συνδεθεί με την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Θα μπορούσα να επεκταθώ κι άλλο, να πω για τον διακριτό ρόλο της κεντρικής και των περιφερειακών βιβλιοθηκών, για τη σχέση με τα σχολεία και τους τοπικούς φορείς, για το νοιάξιμο στη νεολαία, στους ξένους, στους άστεγους. Μακάρι να έχουν ήδη ειπωθεί από τους αρμόδιους και γω να παραμένω μια γκρινιάρα νοσταλγός καλών βιβλιοθηκών..




Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο...




Θα 'ταν βράδυ, όταν τη ρίξαν μες στην πηγάδα. Στο δεξί χέρι πολλές ευχές, στ' αριστερό καμιά κατάρα, το δέντρο της ζωής μες στην παλάμη της θαλερό κι ένα στραβό σκυλόδοντο στ' απάνω σαγόνι· με τόσα σημάδια, παιδάκι μου, της έλεγε η μάνα της, δεν σε φοβούμαι μήπως κακοπάθεις, κι όλο να την ξεματιάζει η έγνοια της.

[...] Ημέρες τριάντα χύμα στην πηγάδα. Ημέρες τριάντα με το ίδιο παραμύθι. Δεν είχε να φοβηθεί. Τούτο το παρόν που αιμορραγεί ιχνογραφήθηκε πριν από χρόνια και το τοπίο πριν από αιώνες. [...] Χύμα τα μετερίζια στην πηγάδα. 

[...] Ο τέταρτος όροφος: ο διάδρομος με τους ξύλινους πάγκους, τα γραφεία των ανακρίσεων, η σκάλα για το πλυσταριό. Κάθισε στην άκρη ενός πάγκου. Το ίδιο βράδυ την εγκατέλειψε ο Σολωνός. Δεν ήξερε πως σ' αυτόν τον πάγκο θα 'μενε ημέρες επτά, περιμένοντας και μη περιμένοντας.

¨Ετσι έγραφε στα 1970-1972 η Μάρω Δούκα για την πηγάδα στη Μπουμπουλίνας, που έγινε και το πρώτο της βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο και κυκλοφόρησε το 1974 από τον Κέδρο (σήμερα η συμπληρωμένη έκδοση από τον Πατάκη).




... στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια. [...] Ούτε θυμάμαι ακριβώς τον χώρο· μόνον ότι ήμαστε πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο κι είχε από πάνω ο λάκκος ένα γυάλινο στέγαστρο και γύρω γύρω στον λάκκο υπήρχαν κελιά και σε κάποιο σημείο του λάκκου υπήρχε μια τρύπα όπου κατέβαιναν και κοιμούνταν οι άντρες, ενώ εμείς κοιμόμαστε στο τσιμεντεδένιο δάπεδο του λάκκου, η μία δίπλα στην άλλη, επάνω σε φθαρμένες κουβέρτες που μύριζαν ψυλλόσκονη. 

[...] Περίμενα τη μητέρα μου, την περίμενα με λαχτάρα, γιατί της είχα παραγγείλει να μου φέρει οδοντόπαστα.

[...] "Η οδοντόπαστα;" ρώτησα τον φύλακα. "Μπα, θα μου ζητήσεις και τον λογαριασμό; Εγώ φταίω που δεν σου έφερε η μανούλα σου οδοντόπαστα;" 

[...] Και περνούσαν οι μέρες στον λάκκο της Μπουμπουλίνας. Καλοκαίρι. Αναστεναγμοί και παγωμάρα. Η σιωπή και το πέταγμα της μύγας. Είπα στη φίλη μου για ένα διήγημα του Χάμσουν που είχα διαβάσει πριν από καιρό με μια μύγα. Στράβωσε τα χείλη της: "Διαβάζεις τον ναζιστή Χάμσουν;" Ταράχτηκα. Ντρεπόμουν να της πω ότι δεν ήξερα τίποτα για το ποιόν του συγγραφέα! [...] Και ξαφνικά πανικός! Το παιδί από την Κύπρο έκοψε μ' ένα καθρεφτάκι τις φλέβες του.

[...] Σεπτέμβριο, μας μετέφεραν σ' ένα χάλαρο στην 3η Σεπτεμβρίου κι από κει στις Φυλακές Αβέρωφ. Κι έπειτα, καταχείμωνο, στους δρόμους πάλι της Αθήνας. Ένα βραδάκι βιαζόμουν για να είμαι στην ώρα μου στη συνάντηση με τον Νίκο Δούκα. Κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη άκουσα κάποιον που με φώναζε με το πατρικό μου και σωστά: "Γεωργεδάκη!"

Γύρισα ταραγμένη κι είδα τον φύλακα της οδού Μπουμπουλίνας. Αυτόν που μου είχε αγοράσει με δικά του λεφτά οδοντόπαστα. Χαιρόταν που με ξανάβλεπε. "Τι κάνεις, κοπέλα μου, έβαλες μυαλό; Σοβαρεύτηκες;" Τον χαιρέτησα ψυχρά· πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνη τη νύχτα είχα να πετάξω προκηρύξεις στα Πετράλωνα.

Η Μάρω Δούκα περιγράφει το πέρασμά της από τα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και την πηγάδα ("Καλοκαίρι", από τη συλλογή "Τα μαύρα λουστρίνια", Πατάκης, 2005). Ήταν Αύγουστος του 1967. 

Στην πηγάδα βρέθηκε την ίδια εποχή και ο Διονύσης Σαββόπουλος. 

Είδα μια ξανθιά αεράτη να πλησιάζει μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο, δεν θυμάμαι. Όπως επίσης δεν θυμάμαι το χρώμα του λουλουδιού. Κατά πάσα πιθανότητα κόκκινο. Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και μίλησε στον φύλακα. «Σαββόπουλος!» φώναξε ο φύλακας. Πλησίασε ο Σαββόπουλος. «Σε ζητάει μια ξανθιά…» «Πού είναι;» μισόκλεινε τα μάτια του ο Σαββόπουλος. «Στραβούλιακα!» γέλασε ο φύλακας.

[...] Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν ανεβάσει τη νύχτα στον Τέταρτο τον Σαββόπουλο και τον κατέβασαν ξημερώματα μισερωμένο. Τον αναβαστούσαν δύο και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί.

(από "Τα μαύρα λουστρίνια", στο ίδιο όπως παραπάνω)

Μαζί τους στην πηγάδα και η κυρία Μάνου, αγωνίστρια του ΚΚΕ που είχαν φέρει εκεί μέχρι να τη στείλουν σε κάποιο ξερονήσι. Η κυρία Μάνου ήταν η θεία για τους νέους εκείνους, τους εμψύχωνε· και ο Σαββόπουλος έγραψε γι' αυτήν ένα τραγούδι, μα η λογοκρισία της δικτατορίας δεν τον άφησε να κυκλοφορήσει με αναφορά στο όνομά της κι έτσι έγινε "Η θεία Μάρω", ένα από τα τραγούδια στο Περιβόλι του τρελλού:


Στην υγρή μας την αυλή, στρώνει για να κοιμηθεί

η κυρία Μάρω.
Κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί, μα έχει απόφαση σωστή
η κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
πες μας για δράκους, πες μας για σπαθιά.

Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί
και οικοδομές.
Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια
και διακοπές.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Στην κάμαρή σου περίμενέ μας αύριο, 
καθισμένη στο χαμηλό σοφά.

Την αλήθεια την πικρή δε θα την πω, μην τρελαθεί
η κυρία Μάρω.
Το χεράκι της θα κρατώ, δίπλα στο τζάκι θα τη βρω
την κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο, 
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.





Ήταν Αύγουστος του 1967. Η Μάρω, η πραγματική, ήτανε μόλις 20 χρονώ κορίτσι τότε. Κι έγραφε στην Πηγάδα, καταλήγοντας:

Όσο ονειροβατούσαμε, ξεγελιόμαστε με αυταπάτες. Μα το καπάκι πετάχτηκε, ο ατμός έγινε θολούρα, η κίνηση σημειωτόν επί τα αυτά. [...] Υποταγμένοι στα λογής αντικείμενα, εκείνου του βιβλίου, εκείνου του πίνακα, και προπαντός οι αφίσες και τα σήματα ειρήνης, τα σήματα κονκάρδες, κάτι σαν αγκύλωση στο μυαλό μας, κι αυτός ο όμορφος Γκεβάρα, επικίνδυνο πράγμα η ομορφιά. Θα πούμε είναι αδύνατη η μνήμη, ελαστική η συνείδηση. Ας ευλογήσουμε τα λογής αντικείμενα, όπως ο δούλος τον αφέντη του. Συχωροχάρτι και αλαζονεία μας: Η προηγούμενη γενιά δεν τα κατάφερε, κι ας έγραψε τραγούδια, μουσική, κι ας χάραξε μ' αιμα τ' αρχικά της στους δρόμους της ελευθερίας.

Μικρή αναφορά για τη σημερινή μέρα, όχι τόσο ή μόνο για να μην αδυνατίζει η μνήμη, αλλά κυρίως για τη συνείδηση, που δεν της πρέπει ελαστική να είναι...

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Το σωστό και το δίκαιο...




Σωστό και δίκαιο

Για κάθε πολίτη που σκοτώνουν
οι Αμερικανοί πληρώνουν
αν δεν είχε πολεμήσει εναντίον τους
120 μάρκα αποζημίωση και για κάθε
σκοτωμένο παιδί πληρώνουν 60 μάρκα
εξάλλου για κάθε καταστραμμένο σπίτι
δίνουν 90 μάρκα μετρητά
και δέκα σακιά τσιμέντο
και δέκα λαμαρίνες.
Γι' αυτό και μεις θάπρεπε
ν' αρχίσουμε από σήμερα έρανο
για την περίπτωση
που μια μέρα στην Ουάσινγκτον ένας πρόεδρος
θα τουφεκιστεί
ή θα κρεμαστεί
θα δώσουν τότε στη φαμελιά του
120 μάρκα
κι έτσι θα κλείσει το ζήτημα.
Κι αν χάσουν τη ζωή τους
και τα μέλη της φαμιλιάς του μαζί
καλό θα ήταν 
νάχαμε έτοιμα τίποτα ψιλά και γι' αυτή την περίπτωση
Κι αν ο Λευκός Οίκος 
τιναχτεί στον αέρα
90 μάρκα έξτρα
και δέκα σακιά τσιμέντο
και δέκα λαμαρίνες.

Το παραπάνω ποίημα είναι από τη συλλογή "Φωνές χωρίς πατρίδα" του Erich Fried, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1980 από τις εκδόσεις Κάλβος σε μετάφραση του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Ο Φριντ (1921-1988) ήταν Εβραίος γεννημένος στην Αυστρία, που το 1938, μετά την κατάληψη της χώρας του από τους Ναζί, κατέφυγε στην Αγγλία όπου και έζησε την υπόλοιπη ζωή του. 
Ο τσουχτερός, σαρκαστικός λόγος του που διαπερνά την ποίησή του, φαίνεται παραπάνω από καθαρά στο παραπάνω ποίημα, στο οποίο, σαν υποσημείωση, διαβάζουμε το παρακάτω:

Η εφημερίδα The Guardian του Λονδίνου έγραψε τον Δεκέμβρη του 1969 ότι, σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών αρμοδίων στη Σαϊγκόν, οι ισχυρισμοί των ντόπιων για τις γυναίκες και τα παιδιά που σφαγιάσθηκαν στο Μυ Λάι ήταν υπερβολικοί, για να ζητήσουν περισσότερη χρηματική αποζημίωση. Τα ποσά που δίνονταν ως αποζημίωση ανακοινώθηκαν από την αμερικανική πρεσβεία στη Σαϊγκόν μόνο μετά την επίθεση του Τετ.

Και μην μου πείτε καμιά ομοιότητα με τα σημερινά... Αλλάζουν μόνο οι τρόποι επικοινωνίας, και οι ανακοινώσεις μέσω twitter. Δέκα σακιά τσιμέντο και δέκα λαμαρίνες η αμοιβή σας μανάδες και παιδάκια μου. Σωστά και δίκαια! Τότε Βιετνάμ, ύστερα Ιράκ, τώρα Συρία...