Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Όταν γράφει το μολύβι, της Βασιλικής Πέτσα: πολιτική βία και πολιτισμική μνήμη στη λογοτεχνία



Πολιτική βία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Μάης του '68, αριστερά, άκρα αριστερά, ένοπλη βία, αντικαθεστωτικές οργανώσεις, Ιταλία, Ελλάδα, μνήμη, συλλογική μνήμη, ιστορική μνήμη, επικοινωνιακή μνήμη, πολιτισμική μνήμη, λογοτεχνία, ιταλική πεζογραφία, ελληνική πεζογραφία. Τόσες κι άλλες τόσες οι λέξεις-κλειδιά που θα 'πρεπε να δώσω για μια κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση του βιβλίου της Βασιλικής Πέτσα με τίτλο "Όταν γράφει το μολύβι: πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία" (Πόλις, 2016).

Η συγγραφέας εστιάζει στη λογοτεχνική αναπαράσταση της πολιτικής βίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία, καταλήγοντας στη συγκριτική αποτίμησή τους με λογοτεχνικές και ευρύτερα πολιτισμικές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή, περιέχει ενδελεχή μελέτη του φαινομένου της πολιτικής βίας όπως εκδηλώθηκε στις δύο χώρες και, κυρίως, όπως αποτυπώθηκε στη μνήμη και στη συμπεριφορά του κόσμου και εκφράστηκε στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία. Η έρευνα, λόγω του εύρους και των αποκλίσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, περιορίζεται στη δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και που στην περίπτωση της Ελλάδας έδρασαν στη διάρκεια της δικτατορίας. 

Στο πλαίσιο εννοιολογικής διερεύνησης της πολιτικής βίας, παρατηρεί ότι υπάρχει νοηματική ευρύτητα και πολυσημία, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διατύπωσης οριστικού, ευρέως αποδεκτού, προσδιορισμού της έννοιας. Παρατηρεί, επίσης, ότι οι φορείς («από το Κέντρο ως την άκρα Αριστερά») που άσκησαν ένοπλη πολιτική βία στην Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας (ενάντιά της) ονομάστηκαν «αντικαθεστωτικές ένοπλες οργανώσεις», ενώ αντίστοιχα οι οργανώσεις με μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία μετά τη μεταπολίτευση ονομάστηκαν «ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις». 

Σημειώνει ότι η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή με αναφορά στο θέμα της πολιτικής βίας είναι περιορισμένη και ότι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική του αξία, κανένα έργο δεν έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μείζον, το αποδίδει δε αυτό «στην έλλειψη συναινετικών αφηγήσεων του ιστορικού, πολιτικού, κοινωνικού και ευρύτερα δημόσιου λόγου για το φαινόμενο». 

Και συνεχίζει: 

«Επιπλέον, αν στην Ιταλία και τη Γερμανία αφθονούν οι μαρτυρίες, οι ημερολογιακές καταγραφές, οι εκτενείς συνεντεύξεις, οι αυτοβιογραφίες και τα χρονικά από πρώην μέλη ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και από συγγενείς των θυμάτων, στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ενός εκτεταμένου καταλόγου ανθρώπινων απωλειών, οι σποραδικές αντίστοιχες εκδόσεις δεν συγκροτούν ένα συνεκτικό corpus.»

Συγκρίνει με το μυθιστόρημα του εμφυλίου, στο οποίο, όπως λέει, η αφήγηση δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές της κάθε πλευράς, ενώ «στο μυθιστόρημα της αντιδικτατορικής και μεταπολιτευτικής πολιτικής βίας δεν επιδιώκεται ιδεολογική απενοχοποίηση ή post hoc δικαίωση, αλλά διερευνώνται τα όρια της δυνατότητας ταυτοτικού επαναπροσδιορισμού του υποκειμένου στο παρόν...» 

Αναλύει με λεπτομέρειες έργα των Δημήτρη Νόλλα, Αλέξη Πανσέληνου, Νένης Ευθυμιάδη, Άρη Μαραγκόπουλου, Τάσου Δαρβέρη και άλλων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κανένα έργο δεν καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής μνήμης για την ένοπλη βία. Έχει κάποια ενδιαφέροντα παραθέματα σχετικά με το συμπέρασμα αυτό, όπως 

ένα του Ίταλο Καλβίνο «η επιρροή της ιστορίας στη λογοτεχνία είναι έμμεση, αργή και συχνά διφορούμενη και πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα πέρασαν χωρίς να εμπνεύσουν κανένα σπουδαίο μυθιστόρημα» 

και άλλο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «λένε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται – πώς να γίνει μελάνι;»

Το θεωρητικό πλαίσιο διερευνάται αναλυτικά χρησιμοποιώντας ποικίλες πηγές με ιδιαίτερα συχνές αναφορές στον Άγγλο θεωρητικό Τέρυ Ίγκλετον. Εξίσου πολύ ενδιαφέρον στο θεωρητικό επίπεδο είναι το επίμετρο, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, με τις «στοχαστικές διερευνήσεις της πολιτικής βίας» όπως προσλαμβάνεται από την Άρεντ, τον Μπένγιαμιν, τον Καμύ και τον Σαρτρ. (Θα ήθελα εδώ να σημειώσω μάλιστα ότι για τον Καμύ αναφέρεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» που το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, αλλά θα ήθελα να ξεφυλλίσω και πάλι με βάση τη δική της ανάλυση και τις αναφορές της στις αντιθέσεις με τον Σαρτρ). 

Τέλος, ενδιαφέρον έχει η εννοιολόγηση της πολιτισμικής μνήμης που τη διακρίνει από την επικοινωνιακή, στο ότι η δεύτερη είναι «ενσαρκωμένη, βιωμένη και σωματικά μεταδόσιμη, με δίαυλο κυρίως την οικογένεια», ενώ η πρώτη «προκύπτει από τη θεσμοποίηση και την υλικοποίηση της επικοινωνιακής μνήμης στο πλαίσιο της πολιτιστικής παραγωγής ή τελετουργιών». Η λογοτεχνία, γράφει, για την παραγωγή και τη λειτουργία της πολιτισμικής μνήμης αποτελεί μέσο ενθύμισης, αντικείμενο ενθύμισης και μέσο παρατήρησης του τρόπου με τον οποίο παράγεται η πολιτισμική μνήμη. 

Εδώ θα σταματήσω, προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν είμαι σε θέση να αναλύσω το θέμα του βιβλίου θεωρητικά, σίγουρα όμως η ανάγνωσή του και από μη ειδικούς στο αντικείμενο της θεωρίας της λογοτεχνίας, αν και καθόλου εύκολη, δίνει τροφή για σκέψεις: για την πολιτική βία, για την ένοπλη βία, για τους φορείς ένοπλης βίας, για τη σχέση της Αριστεράς με την πολιτική βία, για τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία, για την πολιτισμική μνήμη, για την καταγραφή και την πρόσληψη της μνήμης... 

Και σταματώ. Πάντως, έχω να σημειώσω ότι η μνήμη, η ιστορική μνήμη, απασχολεί τη συγγραφέα και στα λογοτεχνικά έργα της, σε αυτά τα τρία πρώτα της τουλάχιστον (είχα γράψει εδώ), υποθέτω κάτι αντίστοιχο θα βρούμε και στο καινούριο της που πρόσφατα κυκλοφόρησε (Το δέντρο της υπακοής, Πόλις, 2018).

Σημείωση 

Το βιβλίο περιέχει πλούσια βιβλιογραφία με αναφορές από βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, ηλεκτρονικές πηγές κ.ά., ενώ συχνά χρησιμοποιεί στοιχεία με αποσπάσματα ή άλλα υλικά από τη δίκη της 17 Νοέμβρη (όσον αφορά την ελληνική περίπτωση), με την οποία ασχολείται εκτενώς προκειμένου να καταγράψει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά της. Μια παρατήρηση θα είχα να κάνω για την παρουσίαση της βιβλιογραφίας. Είναι χωρισμένη σε ενότητες ανάλογα με την κατηγορία των πηγών, με αποτέλεσμα, εάν ο αναγνώστης θέλει να προστρέξει στη σχετική βιβλιογραφική αναφορά, να πρέπει ψάχνει σε όλες τις επιμέρους ενότητες (βιβλία και μελέτες, άρθρα, τύπος κτλ.) προκειμένου να εντοπίσει τη σχετική. 

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Τι έχει και κλαίει το παιδί...

                                  
Ήταν γλυκό ήταν πικρό παράπονο
ήταν τ' αγόρι π' αγαπώ παράπονο
πίσω απ' τα μάτια, τη βροχή, το αγόρι μου
το αγόρι μου έχει σταυρωθεί

Κανείς δεν βγήκε για να δει
τι έχει και κλαίει το παιδί
μα το λυπήθηκε η αυγή
που πόνεσε τόσο πολύ

Διπλά τα `βαλαν τα κλειδιά
στην πόρτα κάποια χέρια
Σβήσαν τον ήλιο του παιδιού
του θάμπωσαν τ’ αστέρια

Κανείς δεν βγήκε για να δει
τι έχει και κλαίει το παιδί
μα το λυπήθηκε η αυγή
που πόνεσε τόσο πολύ


(Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, τραγουδά η Βίκυ Μοσχολιού  https://www.youtube.com/watch?v=uzdgrq4qh4s)

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Δεκαεφτά κόκκινα γαρύφαλλα...



Στους ήρωες του Πολυτεχνείου*

Δεκαεφτά κόκκινα
    γαρύφαλλα
θ' αποθέσω απόψε
στη μνήμη σας
παιδιά αγαπημένα.

Τ' άρωμά τους
    ας απαλύνουν
     τους πόνους
απ' τις πληγές
που κάνανε τα βλήματα
    των αδελφών σας.

Γίνατε ήρωες
    αδέλφια,
πέσατε για μας,
    για μια καινούρια,
μεγάλη Ελλάδα.
Εσπείρατε,
για να θερίσωμε
    εμείς, οι ρέστοι.

Ας είναι μαλακό
    το χώμα που σκεπάζει
τα βασανισμένα σας κορμιά.
Ας είναι πάντα ξαστεριά
δίχως σεισμούς και μπόρες,
να μη κουνή
    ποτές η γη
και σας ταράξει
    αδέλφια.

Νάναι γλυκός ο ύπνος σας.
Και υπόσχεση σας δίνομε
νάστε παράδειγμά μας
ο θερισμός δεν αργοπορεί,
    η άνοιξη κοντεύει!...

----------------------------------------------------------------
Το 'γραψα το Νοέμβρη του 1974...

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τρένα...


Συλλογιέμαι τα τρένα που τρέχουν προς το τίποτα
Τη θάλασσα που αιώνια επιστρέφει…


(Από «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», του Τάσου Λειβαδίτη. Ο ποιητής έφυγε σαν σήμερα το 1988.)


Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου...


(Από το ποίημα "Βράδυ" του Κώστα Καρυωτάκη. Ο ποιητής γεννήθηκε σαν σήμερα το 1896).


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Πάκο Γιούνκε, του Σέσαρ Βαγιέχο: για την παιδική βία και την κοινωνική ανισότητα όπως πάντα...




Ο Σέσαρ Βαγιέχο ήταν σπουδαίος Περουβιανός ποιητής, τον κατατάσσουν στους σουρρεαλιστές, λένε ακόμη ότι ήταν ο σπουδαιότερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, οπωσδήποτε τον βάζουν δίπλα στον Πάμπλο Νερούντα, ο οποίος εμπνεύστηκε απ' αυτόν, του αφιέρωσε μάλιστα μια ωδή. Είχα γράψει για τον Βαγιέχο μια ωραία ιστορία που αναφέρει ο Γκαλεάνο στο "Βιβλίο των εναγκαλισμών". Από την ποίηση του Βαγιέχο έχει εμπνευστεί ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου τον "Διάφανο" :

Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα σαν ξένος, 
σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος 
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σα σεντόνι 
όλη της γης η σκόνη, 
όλη της γης η σκόνη...


Όμως, εδώ μιλούμε για τον πεζογράφο Σέσαρ Βαγιέχο και τη νουβέλα, ή κατ' άλλους παιδικό αφήγημα, Πάκο Γιούνκε (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2017). Θάλεγε κανείς ότι η ιστορία είναι βγαλμένη από την ίδια την παιδική και νεανική ζωή του Βαγιέχο, που ήταν μέσα στη φτώχεια, την κακή υγεία και τα κυνηγητά για πολιτικούς λόγους. Οπωσδήποτε, είναι μια ιστορία για τους φτωχούς, για τους φτωχούς και τους πλούσιους, για τους αφέντες και τους υπηρέτες τους, μια ιστορία για τις διακρίσεις. Αλλά και μια ιστορία για τη βία στην παιδική ηλικία και μια ιστορία για τον φόβο, αυτών που υφίστανται τη βία και αυτών που παρακολουθούν από απέναντι ή από δίπλα. Στην απλότητά της, είναι μια ιστορία για τον σχολικό εκφοβισμό, το μπούλινγκ, η οποία γράφτηκε το 1931! 

Η ιστορία αναφέρεται στην κακοποίηση ενός μαθητή, του Πάκο, από τον συμμαθητή του Ουμπέρτο, στο σπίτι του οποίου εργάζεται η μητέρα του πρώτου ως παραδουλεύτρα. Οι συμμαθητές διχάζονται, ο δάσκαλος μάλλον αγνοεί το πρόβλημα για να μην τα χαλάσει με τον πλούσιο πατέρα που έχει την εξουσία του χρήματος, αλλά και η ίδια η μητέρα του Πάκο παρακολουθεί με συγκατάβαση την κακή συμπεριφορά του Ουμπέρτο στο γιο της για να μην χάσει τη δουλειά της.

Έχει συζητηθεί η εξέλιξη και το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό καλύτερα να το δει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο.

Το έργο έχει μεταφραστεί από ομάδα μεταφραστών στο πλαίσιο προγράμματος μετάφρασης με την επιμέλεια του Νίκου Πρατσίνη. Η αλήθεια είναι ότι η συλλογική μετάφραση είναι ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, τόσο γλωσσικά αλλά και ως προς τον τρόπο αντίληψης και προσέγγισης του πρωτότυπου έργου  (είχα παροσυσιάσει ακόμη ένα παλαιότερα). Σε μια άλλη συζήτηση, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τον ρόλο του μεταφραστή και τη σχέση του ως προς αυτή την αντίληψη και προσέγγιση του πρωτότυπου έργου, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα του. Οι μεταφραστές αυτού του εγχειρήματος είναι: Κατερίνα Δημητροπούλου, Χαράλαμπος Θεοδόσης, Μαρία Καραλή, Ντίνα Κιοσέ, Άννα Λυράκη, Νίκος Πρατσίνης, Σοφία Σίμου, Σοφία Φερτάκη.

Ο Νίκος Πρατσίνης υπογράφει και το επίμετρο, στο οποίο διαβάζουμε για τον  συγγραφέα, για το έργο, αλλά και για τον ιθαγενισμό (indigenismo), το κίνημα για την ανάδειξη της ζωής και του πολιτισμού των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής.

Γράφει για το μπούλινγκ, για το οποίο μάλιστα θεωρεί αδόκιμη την απόδοση "σχολικός εκφοβισμός":

Υπήρχε, βέβαια, πάντοτε: πάντα κάποια παιδιά ήταν πιο αδύναμα και ευάλωτα ή πιο ευαίσθητα από τα άλλα, και τα παιδιά είναι σκληρά, ή μάλλον δεν έχουν μάθει ακόμη να μεταμφιέζουν τεχνηέντως τη σκληρότητά τους όπως οι μεγάλοι... Αυτό που "κάνει τη διαφορά" στο μπούλινγκ σήμερα είναι η αυξανόμενη και εμφανής κοινωνική ανισότητα και η συγκαλυμμένη δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας, παρά τα κατά συνθήκην περί ανεκτικότητας κηρύγματα. Και στο "σκληρό παιχνίδι" παίρνουν μέρος όλοι, γονείς, παιδιά, δάσκαλοι, κοινωνικός περίγυρος, όλοι με τις παρωπίδες...

Επίκαιρο, λοιπόν, το έργο. Στη μνήμη του Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλου. Στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Στη μνήμη του δεκαπεντάχρονου που αυτοκτόνησε γιατί δεν είχαν μάθει οι συμμαθητές του να έχουν αναγνώριση και σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αλλά και για τα παιδιά της Σάμου, της Χίου, της Λέσβου, της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Ελλάδας, τα παιδιά Ελληνάκια και τα παιδιά προσφυγάκια και για τους φράχτες που υψώνουν ανάμεσά τους. Μήπως να ξαναδιαβάσουμε το νεαρό Τέρλες του Μούζιλ; Ή τον Άρχοντα των μυγών του Γκόλντινγκ; Ή τον Τρομάρα του Βιζυηνού;

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μοίρα παράξενη και τύψη προσωρινή: από τα φαντάσματα της ελευθερίας του Μάρκου Μέσκου


Τέφρα χειμώνος και τέφρα συκιάς ακόμη
κουλουριασμένα φίδια στη σιωπή κι αρκούδες του ονείρου
    που χασμουριούνται
των αθώων αίμα πώς να μιλήσει ουσίες πραγμάτων που σιωπούν
ψυχούλες ξύπνησαν νωρίς και τα πουλιά το φως ανάβουν
    με το τσακμάκι

.............................................................................

Ζεστό ακόμη το φαρμάκι στα χείλη
δεν θέλω να φεύγεις, ιστορούσες, θέλω να 'ρχεσαι
όνειρο λησμονιάς που δεν χάνεται
μνήμη αχαντάκωτη και προζύμι που φουσκώνει καθώς ο μαστός
και καθώς γυρίζει ο μαστός ατέλειωτα χάδια και γάλα

φίδια πελώρια σέρνονται στο γιαλό, το μυστικό ποιος νωρίζει
μακριά τα όπλα σαν πεφτουν και τα σκεπάζει η σκόνη και η κλαγγή
δόρατα ασπίδες και δύναμη του στέρνου μέσα στη φωτιά
    τα χρόνια εκείνα

...............................................................................

Αγαπώ άρα κινδυνεύω
γιατί βαδίζω μέσα στην καρδιά μου


και να το μεσημέρι βόδι κουρασμένο
αμίλητο νερό μορφή του κόσμου μαλαματένια
στο δέντρο απάνω το πουλί τσιουρ-τσιουρ απομεσήμερο
και να το μυστικό της ροδιάς άνεμος περαστικός
παπαρούνα μαύρη παίζει λατέρνα γιατί ποτέ δεν φαντάστηκε 

    τα γηρατειά

φύτρο λευκό του ύψους άλογο
φορά πράσινη και λύγισμα νύφης δώδεκα χρονώ
(θηρίο αγάπη την σπαράζεις)
μακρύς μακρύς ο δρόμος σου καθώς της γκάιντας η φωνή
τραγούδια χωρίς λόγια τραγούδια χωρίς λόγια μακρινά

και να τρέχουν τα δέντρα στο παραθύρι χορεύουνε τα κυπαρίσσια
και να βυσσινιάς ανθός στην πλαγιά ο αέρας
στη γη ακουμπάν τόξα προβάτων, αγαπώ άρα κινδυνεύω.

Αγκαθωτά χωριά και σιωπή
πλάι του ποταμού βόσκουν πτηνά μονάχα
ώρα μοναδική καθώς αγγίζει την ουρά ζώου λουλούδι ταπεινό
τσόφλι της φτώχειας δαγκωμένο απ' τους απόντες και
τσιγγάνου κεραμίδι γαλάζιο ή βράχος που αλυσίδα δεν έχει

μα το κοράκι κρώζοντας έσπασε το τζάμι της ημέρας
χέρι που χάνεται μετά το σφίξιμο της γνωριμίας
μοίρα παράξενη και τύψη προσωρινή γιατί κάπου λησμονιέται
η μάνα η μεθυσμένη και η παπαρούνα η κόκκινη στην εξοχή

........................................................................................

Πλαστικό τραγούδι άνθος πλαστικό
κούφιος κοχλίας στη βροχή αφημένος
μοναξιά των τάφων Ελευθερία
μοναξιά των λουλουδιών Ελευθερία.

Το κυπαρίσσι επικήδειο πάντα
τίποτε δεν ταράζει το νερό.


Αντέγραψα το παραπάνω απόσπασμα από την ποιητική συλλογή του Μάρκου Μέσκου "Τα φαντάσματα της ελευθερίας" (Νεφέλη, 1998). Γιατί ο στίχος "Αγαπώ άρα κινδυνεύω" νιώθω να ταιριάζει στον Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλο, τον 33χρονο νέο που πριν από μια βδομάδα δέχτηκε μέχρι θανάτου πάνω στο σώμα του το μίσος και τη σκληρότητα του άλλου, του διπλανού του. Άραγε ήταν για μας τελικά ο νέος της διπλανής μας πόρτας; Ή μήπως απλώς, 

"Μοίρα παράξενη και τύψη προσωρινή"... 

κι ύστερα

"μοναξιά των τάφων Ελευθερία"

κι ύστερα

"τίποτε δεν ταράζει το νερό"!



Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Η κουβερτούρα στα βιβλία όπως η σοκολάτα στα γλυκά: για την αγάπη των βιβλίων από την Έλλη Δρούλια




Έχουν τα βιβλία αφτιά; Αμ, δεν έχουν;

Να μια καλή ερώτηση για τα βιβλία. Και η κουβερτούρα, τι είναι η κουβερτούρα; Οι ράχες; Το ξάκρισμα; Η ταξινόμηση των βιβλίων στις βιβλιοθήκες; 

Το βιβλίο της Έλλης Δρούλια, διευθύντριας στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, μιλά για τα βιβλία, για την αγάπη των βιβλίων που είναι διάχυτη παντού στις σελίδες του, εξάλλου έτσι είναι και ο τίτλος του, Για την αγάπη των βιβλίων (εκδόσεις Νήσος, 2018). Όπως γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα, είναι κείμενα που είχε αναρτήσει στο ιστολόγιό της·  δεν τα αναζήτησα στο Διαδίκτυο, προτίμησα να τα διαβάσω όπως είναι και πραγματικά τα απόλαυσα. 

Γράφει για διάφορα θέματα, όλα γύρω από τα βιβλία, βιβλιοπωλεία και παλαιοβιβλιοπωλεία, βιβλία στα καροτσάκια, εκθέσεις και παζάρια βιβλίων, παρουσιάσεις βιβλίων, βιβλία που διάβασε, εργασίες που γίνονται στις βιβλιοθήκες, βιβλιοθήκες...

Βιβλιοθήκες· παιδικές, ακαδημαϊκές, λογής άλλες. Και η ταπεινή βιβλιοθήκη Μανώλη Φουντουλάκη· ποιος δεν θυμάται τον τελευταίο ίσως κάτοικο της Σπιναλόγκας, τον άνθρωπο που αγωνίστηκε για να πάψει ο εγκλεισμός στο νησί των λεπρών (αναζήτησα την ομώνυμη βιβλιοθήκη στην Ελούντα, η ενημέρωση σταματά στο 2016, η βιβλιοθήκη όμως συνεχίζει την πορεία της με σελίδα στο Facebook).

Κάποια κείμενα είναι σαν να κάνουν ερωτήσεις και περιμένουν απαντήσεις από μας που τα διαβάζουμε. Πώς διαβάζουμε; Οι αναγνωστικές μας συνήθειες το καλοκαίρι ποιες είναι; Υπογραμμίζουμε όταν διαβάζουμε; Κρατάμε αποκόμματα; Τι να πω; Οι υπογραμμίσεις  και οι σημειώσεις στα πλάγια (στα δικά μου βιβλία) είναι κανόνας, όταν δανείζομαι από τις βιβλιοθήκες κρατώ σημειώσεις σε χαρτάκια, όλα μεταφέρονται σε τετράδιο στο τέλος. Διαβάζω με προσοχή τι γράφει για τα αποκόμματα, προσπαθώ να βρω μια απάντηση, μια λύση στο πρόβλημα της απέραντης χαρτούρας που έχει μαζευτεί στο γραφείο μου· και θυμάμαι τη φίλη μου τη Ν. όταν μου περιέγραφε τα άπειρα αποκόμματα εφημερίδων που είχε η φίλη της η Ρ. απλωμένα όλα στο τραπέζι του καθιστικού (περιμένοντας τι αλήθεια;)...

Παρασύρθηκα με τις προσωπικές αναφορές. Ας συνεχίσω καλύτερα τις βόλτες στις σελίδες της Έλλης.

Και για τις αφιερώσεις στα βιβλία γράφει, κάνοντας αναφορά στο Ex Libris της Ανν Φάντιμαν. Και  γω θυμήθηκα το αφιέρωμα στις αφιερώσεις που είχαμε κάνει μετά από κάλεσμα του βιβλιοθηκάριου χρόνια πριν, το 2012, μα και την όμορφη ιστορία μιας αφιέρωσης που μας δίνει ο Διονύσης Καψάλης στη Μαύρη καγκελόπορτα, αλλά και την κομψή έκδοση Ex Libris από την ομώνυμη έκθεση που είχε οργανωθεί χρόνια πριν στον Βόλο στο πλαίσιο συνεδρίου των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών.

Και γράφει για τη γλώσσα που "δομεί τα άτομα, τα βάζει στη συλλογικότητα, καθρεφτίζει τρόπους, κοσμοθεωρίες, νοοτροπίες, φόβους, προσδοκίες" και για τις γλώσσες του κόσμου και για τις Ξένες λέξεις του Βασίλη Αλεξάκη, και κάνει λόγο για την ελληνική γλώσσα που δεν έχει "καλό γραφείο δημοσίων σχέσεων", που λείπει "η αυτοπεποίθηση, το σχέδιο, η επιμονή, η έμπνευση, το μεράκι". (Ας μου επιτραπεί να σημειώσω εδώ ότι δεν φταίει η καημένη η ελληνική γλώσσα, μα ο τρόπος αντιμετώπισής της από τους λογής και κατά καιρούς "γλωσσαμύντορες" που, όπως γράφει και η ίδια, με τα "πατριωτικά-σοβινιστικά" τους περισσότερο βλάπτουν παρά ωφελούν, ενώ βέβαια υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί φωτισμένοι άνθρωποι που  την υποστήριξαν και την υποστηρίζουν με αυτοπεποίθηση, μεράκι, επιμονή και προ παντός με γνώση και ιστορική συνείδηση).

Έχει αναφορές σε πολλά βιβλία. Κάποια τα έχω διαβάσει, άλλα δεν τα γνωρίζω αλλά θα ήθελα να τα βρω (όπως το αφήγημα του Σάκη Τότλη "Το άγραφο χαρτί"). Συμμερίζομαι τη "ντροπή" της και ομολογώ ότι επίσης δεν τολμώ να ξεκινήσω την "Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου" του Προυστ, έχω απολαύσει όμως τις "Ημέρες Ανάγνωσης" του ίδιου.

Αγαπά τα βιβλία και ο λόγος της είναι αγαπητικός και τρυφερός. Τα βιβλία και το διάβασμα, λέει, είναι και "πράξη αντίδρασης και αντίστασης, κάτι σαν διαβάζω άρα υπάρχω". Και θυμήθηκα την κουβέντα του Αλγερινού βιβλιοπώλη Εντμόν Σαρλό που μας μετέφερε η νεαρή συγγραφέας Καουτέρ Αντιμί: "Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο.". Σοφή κουβέντα...

Και, τελικά, τι είναι η κουβερτούρα στα βιβλία; Ας μην το μαρτυρήσω, η Έλλη το περιγράφει όμορφα, να μεταφέρω μόνο την τελευταία πρόταση στο σχετικό κείμενο:

Και είναι γνωστό σε όλους πως η σοκολάτα και η ανάγνωση ταιριάζουν τρελά. 

Καλή απόλαυση, λοιπόν!!! Το αξίζει.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Ο μπότζος, το λαβέτζο και άλλα κερκυραϊκά



Η μπουστίνα, το ροκέτο, η μπρούσα, ο ποδολόγος, το ταμπάρο, το σκαρτσούνι, η τρίτσα
και άλλα στοιχεία της Κερκυραϊκής φορεσιάς (Πηγή: Χαρ. Κουρή, Εν Αγίω Ματθαίω, 2014)

Παραθέτω παρακάτω ορισμένους όρους από το κερκυραϊκό ιδίωμα, όπως του ήρθαν στο μυαλό και τους κατέγραψε ο Χάρης Κουρής. Στο βιβλίο του με τίτλο «Εν Αγίω Ματθαίω» με ιστορίες από το χωριό του τον Άγιο Ματθαίο Κέρκυρας, είχε ήδη καταγράψει πολλές στο γλωσσάριο που περιεχόταν στο τέλος. Εδώ το έχει εμπλουτίσει και μας το χαρίζει. Βέβαια, πολλές από τις λέξεις χρησιμοποιούνται και σε άλλα μέρη, με την ίδια ή άλλη σημασία (π.χ. τρόχαλο στην Κρήτη λέμε το σωρό από πέτρες), αυτό όμως που σίγουρα παρατηρεί κανείς είναι ότι η προέλευση μεγάλου αριθμού λέξεων είναι βενετσιάνικη ή ιταλική, αποτέλεσμα της πολύχρονης κατοχής στο νησί και στα Ιόνια συνολικά.



Λήμμα


Περιγραφή

αβέρτο
:
μονοκόμματο, χωρίς εσωτερικά χωρίσματα
αβουκάτος, ο
:
δικηγόρος
αγγειό, το
:
δοχείο (αγγείο)
αγερίνα, η
:
αμμοχάλικο δόμησης
άκλερος
:
άκληρος, χωρίς κληρονόμους (απογόνους)
αμολάδος, ο
:
χαλαρός
αμπονόρα
:
πολύ νωρίς
ανεφρόκαος, ο
:
ανυπάκουος
άντζουλα, η
:
αγκράφα, πόρπη
απάσβεστα, τα
:
ξηλωμένοι σοβάδες
ατζάρδα, η
:
θαρραλέα, καπάτσα
αφροκάομαι
:
υπακούω (από το αφουγκράζομαι)
βάιθονας, ο
:
ρουφήχτρα (στη θάλασσα)
βολίμι, το
:
μόλυβδος
βουτσί, το
:
ξυλοβάρελο κρασιού
βράχλο, το
:
φτέρη
γδί, το
:
γουδί
γιαλινάς, ο
:
γιάλινος βόλος
γκέτο, το
:
μεταλλικό δοχείο με χερούλι για μεταφορά φαγητού
γουλί, το
:
χαλίκι
γράβαλο, το
:
τσουγκράνα
δίκοπη, η
:
κασμάς
ζέγκουνας, ο
:
ζοχιός
καλή, η
:
γιαγιά
καλοπέσουλος, ο
:
βολικός
καναλέτο, το
:
ανοιχτός αγωγός (αυλάκι) απορροής
κανάτι, το
:
δοχείο νυκτός
καπάσα, η
:
πιθάρι (συνήθως για νερό πόσιμο ή καθαριότητας)
καπιτσομάτης, ο
:
χαμηλοβλεπούσης, πονηρός
καρατέλο, το
:
μεταλλικό βαρέλι μεταφοράς λαδιού
κασάρι, το
:
δρεπάνι
κατοικιά, η
:
προχειρη παράγκα ή καλύβα σε κτήμα, με δυνατότητα διανυκτέρευσης
κεντρωμάδα, η
:
νεαρή μπολιασμένη ελιά
κίκαρα, η
:
φλυτζάνι
κίχλα, η
:
τσίχλα (κίχλη)
κλιτσί, το
:
πόδι
κογιονάρισμα //κογιονάρω
:
σάτιρα, διακωμώδηση//σατιρίζω, διακωμωδώ
κοντράκι, το
:
βράχος
κόρδα, η
:
διαδοκίδα ξύλινης οροφής (από το χορδή)
κότσα, η
:
τσιπούρα
κουλουμπάρι, το
:
μικρός σβώλος
κουτσέλι, το
:
σκυλάκι
κούτσουλος, ο
:
καουράδα
κουτσούνα, η
:
ο καρπός του καλαμποκιού, η «κούκλα»
κοφινίδα
:
μεγάλο και βαθύ κοφίνι (καλάθι)
κοφινίδα, η
:
μεγάλο πλεχτό κοφίνι
κωλομπόκια, τα
:
όρχεις
λαβέτζο, το
:
κατσαρόλα
λαδοφωτιά, η
:
λύχνος
λακινιά, η
:
ομάδα, σύνολο (π.χ. οικόσιτων ζώων ή και παιδιών)
λαρνάκι, το
:
πέτρινος νεροχύτης
λάτα, η
:
τενεκές μεταφοράς, με λαβή
λατινιέρης, ο
:
σιδεράς
λεφτή, η
:
καρβέλι ψωμιού
λινιά, η
:
χοντρός σπάγγος
λίσα, η
:
στενό κάρο μεταφοράς μεγάλου μήκους, συρόμενο από άλογο
λουτρουβιό, το
:
ελαιοτριβείο
μορόζα, η
:
αγαπητικιά, ερωμένη
μοσκέρα, η
:
φανάρι φύλαξης τροφίμων
μουριόνι, το
:
πρόβολος (φουρούσι) για στήριξη εξώστη (πακτώνεται στη λιθοδομή)
μπαγκούλι, το
:
σκαμνάκι
μπαρμπαρέλα, η
:
καλαμποκίσιο ψωμί
μπερτουέλα, η
:
μεντεσές
μπότζος, ο
:
ισόγεια υπερυψωμένη βεράντα παλιού σπιτιού, χτιστή με πέτρα
μποτιλιόνι, το
:
μεγάλη γυάλινη μπουκάλα κρασιού κυκλικής βάσης με μακρύ λαιμό
μποτσί, το
:
μπουκαλάκι
μποτσόνι, το
:
μεγάλου μεγέθους μπουκάλι, συνήθως κρασιού
μπουκαλίνα, η
:
γυάλινη καράφα (ή και μπρούτζινη κάποτε)
μπουστίνα, η
:
γυναικεία μπλούζα
μπουτιέρος, ο
:
τεχνίτης βαρελιών (μαραγκός)
μπρούσα, η
:
τσέπη
νιοράντες, ο
:
επιδεικτικός
νόσπολα, η
:
μούσμουλο
ξεχυτή, η
:
σκεπαστός εξώστης
παραδάγκαλο, το
:
η άρθρωση του μηρού με τον κορμό εσωτερικά
πατατόνα, η
:
γλυκοπατάτα
πατσί, το
:
μούσι
παυλόσυκο, το
:
φραγκόσυκο
πέρονας, ο
:
μεγάλο καρφί (από το περόνη)
πινιάτα, η
:
σίτα σε σχήμα ταψιού
πιτέρι, το
:
γλάστρα
πλακάδο, το
:
πλακόστρωτο
ποδολόγος, ο
:
χοντρό ύφασμα στριφτό κυκλικά, που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι, για μεταφορά τενεκέ ή άλλου αντικειμένου σε ισορροπία (συνήθως λάτα με νερό απ' το πηγάδι)
πορτόνι, το
:
εξώθυρα
πραματσούλης, ο
:
πλανόδιος πωλητής (συνήθως υφασμάτων)
πύργος, ο
:
τοίχος
πυροστιά, η
:
αναμμένη εστία σε κουζίνα
ρεμπουκάρισμα, το
:
σοβάντισμα, κατασκευή επιχρισμάτων
ρετσέτα, η
:
ιατρική συνταγή
ροκέτο, το
:
παραδοσιακό χωριάτικο φουστάνι από χοντρό ύφασμα
σαλάδο, το
:
σαλάμι
σίσκλο, το
:
κουβάς, μπουγέλο
σκάβνα, η
:
μούρο
σκάνιο, το
:
καρέκλα
σκαντζιά, η
:
ράφι
σκαρτσούνι, το
:
κάλτσα
σκάτουλα, η
:
μικρό κουτί
σκαφόνι, το
:
ξύλινο μεγάλο πατητήρι σταφυλιών, σχήματος κόλουρου κώνου
σκούρο, το
:
παντζούρι
σορτάρι, το
:
αμπάρα εξώθυρας
σταγκοπινιάτης, ο
:
πλανόδιος γανωματής
στιά, η
:
φωτιά (από εστία)
στρίνα, η
:
μποναμάς
σφαλιά, η
:
λόχμη από αγριόχορτα
σφοκόμπολα, η
:
πετσέτα
τακουί, το
:
πορτοφόλι κερμάτων, πουγκί
ταμπάρο, το
:
πανωφόρι
ταμπούκιο, το
:
καταπακτή
τερτικό, το
:
μεγάλο κοφίνι σχήματος κόλουρου κώνου, συνήθως για μεταφορά σταφυλιών στον τρύγο
τζάβαρδος
:
ντάβανος, μεγάλο έντομο με επώδυνο τσίμπημα
τζίρος, ο
:
χοίρος
τίνα, η
:
ξύλινο ή μεταλλικό πλατύ βαρέλι αποθήκευσης λαδιού
τουρκί, το
:
τσέρκι βαρελιού
τριστέλι, το
:
καβαλέτο (βάση για στήριξη βαριών σκευών)
τρίτσα, η
:
πλατύγυρο καπέλο
τρόχαλος, ο
:
ξερολιθιά
φανέστρα, η
:
παράθυρο
φορτίκι, το
:
ζώο μεταφοράς, υποζύγιο, συνήθως γαϊδούρι
φουρκάτα, η
:
πρόχειρο ξύλινο (συνήθως διχαλωτό) υποστήριγμα, σε ρόλο κολώνας
φράνκο, το
:
δραχμή
φροκάλι, το
:
σκούπα από ρείκια
φρουταριόλος, ο
:
μανάβης
χειμωνικό, το
:
καρπούζι
ωγνίστρα, η
:
μεταλλική βάση για κατσαρόλα σε χωριάτικη εστία, αλλά και η ίδια η γωνιακή εστία (αναγραμματισμός του γωνιάστρα)