Από τη μια γιαγιά στην άλλη γιαγιά και στην παράλλη, από παγκάκι σε παγκάκι,
η Μάρω Δούκα στο τελευταίο της βιβλίο ξεδιπλώνει μνήμες και βιώματα της νεαρής Κάκιας από τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στην Κρήτη και στην Αθήνα.
Πώς
μπορείς να εξηγήσεις το καθετί μ' αυτά τα λίγα που ξέρεις, μ' αυτά τα
ασήμαντα που θυμάσαι, μ' αυτά που ξέχασες ότι θυμάσαι αλλά εσύ τα θυμάσαι
και τα αφήνεις ή δεν τα αφήνεις να επιδρούν στην επείγουσα ανάγκη σου να
καταλάβεις.
Από παγκάκι σε παγκάκι κι από τον ένα συνειρμό στον άλλο, από τη μια θύμηση στην άλλη,
τι σκέφτεσαι,
τι δεν σκέφτεσαι, τι θυμάσαι, τι εννοείς ότι θυμάσαι, υπάρχει άραγε διαφορά
ανάμεσα στη θύμηση και τη μνήμη, η μνήμη είναι πιο πηχτή, πιο πυκνή, πιο
στέρεη. Η θύμηση θολαίνει, χαλαρώνει, σβήνει με την πρώτη ευκαιρία.
Ένας γυναικείος χορός, οι τρεις γιαγιάδες και η εγγονή, η αφηγήτρια, η Κάκια, μάλλον η Μάρω πίσω από την Κάκια, που ανασύρει μνήμες και προσπαθεί να εξηγήσει˙
η ίδια η συγγραφέας, μ' έναν λόγο χειμαρρώδη, συνεχή, μακροπερίοδο, πλούσιο σε λέξεις και νοήματα και θέσεις, πλούσιο σε ντόπια ιδιωματικά στοιχεία, λόγο ανάμεσα στη θύμηση και στη μνήμη, ανάμεσα στο όνειρο και στο ξύπνιο, ανάμεσα στην ιστορία και στο σήμερα, στις παραδόσεις, στα στερεότυπα και στον ρεαλισμό.
Από παγκάκι σε παγκάκι, από θύμηση σε θύμηση κι από συνειρμό σε συνειρμό, ξεδιπλώνεται χωρίς σταματημό η ιστορία των τριών γιαγιάδων και της Κάκιας της εγγονής και νύφης˙ και με τη μορφή της μίας ή της άλλης γιαγιάς ή της εγγονής, οι ζωές των γυναικών στην Κρήτη και στην Ελλάδα, και μαζί οι ζωές των τριών οικογενειών, τα βάσανα, οι προκαταλήψεις, οι ομορφιές, η καθημερινότητα στο χωριό, οι βεντέτες, ο πόλεμος, η κατοχή, το αντάρτικο, ο εμφύλιος, οι Εβραίοι και το Ταναΐς. Η λεπτομέρεια στις περιγραφές, αχ αυτή η ωραία εμμονή της Μάρως Δούκα στη λεπτομέρεια των απλών πραγμάτων, στις λέξεις που τα ονοματοδοτούν και στα υποκοριστικά που κάνουν τον λόγο της ακόμη πιο αγαπητικό, πιο οικείο, πιο τρυφερό!
[...] ήθελε να την πάρει, του άρεσε και την ήθελε, ένα κηπάκι μόνο, αν
του έδιναν, λίγες ρίζες ελιές για το λαδάκι, δέκα οκάδες φακή χωράφι, αυτά μόνο
τα λίγα. Κάνα σκορδάκι, κάνα κρεμμυδάκι, το μαρουλάκι, το αγγουράκι στο
παρακεί πεζούλι.
Η
μοίρα της γυναίκας παντού μέσα στο βιβλίο.
Σειρά είχε και η ιστορία της γιαγιάς
Αφροδίτης, της αθώας μου περιστεράς, που την πάντρεψε με το ζόρι ο πατέρας
της, ούτε καν τη ρώτησε, όχι, όχι δεν τον ήθελε, έκλαιγε στα κρυφά, κι
έλεγε να φαρμακωθεί, αλλά θεία φώτιση της ήρθε και τον αγάπησε τον
Γιώργη της και τι που ήταν λογάς και πλατυκέφαλος και κοντούλης, ήταν
ένας ολόγλυκος μελαχρινός, το μελανούρι της, έκανε πως χόρευε κιόλας,
ανάθεμα κι αν ήξερε σύρει ζάλο, αυτή όμως τον καμάρωνε στον πεντοζάλη
που μεταπατούσε λες και πατούσε σταφύλια στο πατητήρι, το 'χε
αποφασίσει να γλιτώσει από τον τύραννο τον πατέρα της, να είναι κυρία
και αρχόντισσα στο σπίτι της με τον Γιώργη της.
Η
γυναίκα και η μοίρα της, πιο τραγική η μοίρα της Θεανώς, θείας της Κάκιας:
[...] εσύ, μάνα, φταις, μάνα είσαι εσύ για σκύλα; που μ' άφησες να σέρνομαι
στα χωράφια, ούτε να φαίνω, ούτε να κεντώ μ' έσπρωξες, να πεις πώς θα
στήσει αύριο μεθαύριο το σπιτικό της, αν δεν της μάθω το ένα και το άλλο,
όχι, όχι, τα καλά και συμφέροντα, τους γιους στα γράμματα, τη μεγάλη, δηλαδή
τη μαμά μου, στο κέντημα και στον αργαλειό, και αυτή το κακορίζικο η
μαύρη και άραχλη φαμέγια. [...]
Οι ρόλοι μέσα στην οικογένεια:
η μητέρα στη μαγειρική, η γιαγιά
στα ζώα, οι θείοι στα γράμματά του ο καθένας, η Θεανώ στα
χωράφια και εγώ να υπουργεύω, να κάνω όλες τις δουλειές του ποδαριού,
να βοηθώ εδώ και εκεί, να ανακατεύομαι σε όλα και να έχω γνώμη για όλα
και με την άδειά τους για να με ξεφορτώνονται.
Κι η βεντέτα που καλά κρατεί στα μέρη και η θυσία για να ρθει ο σασμός, ιστορία που μου θυμίζει ανάλογη περίπτωση στην οικογένεια του δικού του παππού που ήταν από την Αράδενα, διπλανό χωριό στον Αϊ-Γιάννη.
Κι ας νομίζανε οι ειδικοί μου του φονιά ότι με την Εργινιά, τη γιαγιά μου, θυσία
και προσφορά θα εξευμενίσουν την οικογένεια των θυμάτων, κι ούτε που τη
ρωτήσανε την άτυχη αν θέλει ή δεν θέλει αυτή την παντρειά, παρά σαν κηδεία
που ξεστράτισε σε γάμο την είχανε στεφανώσει με τον Νικόστρατο, ούτε κι
αυτός είχε ερωτηθεί, ή την παίρνεις, του είχε πει μόνο ο πατέρας του, ή
αναγκαστικώς πρέπει να κάνεις το χρέος σου και να σκοτώσεις τον φονιά. Αλλά αυτός φονιάς δεν ήθελε να γίνει, κι έγινε το μυστήριο και
αγαπηθήκανε πολύ. Ο Θεός να σε φυλάει μόνο από τα σόγια και τη
στενοκεφαλιά τους.
Σκέφτεται
και αναπολεί την Σφακιανή γιαγιά της με τη δαντέλα που δεν τη γνώρισε ποτέ.
[...] γιαγιά μου, γιαγιά μου, γιατί να μη σε γνωρίσω ποτέ, γιατί να μην μπορώ
να σε φανταστώ όπως σου αξίζει, να σε γηροκομήσω, να σε περιποιηθώ, να σε
χτενίσω, να σε λούσω και εσύ να μου δίνεις ευχές μόνο ευχές. Να μου μάθεις
εσύ να σου μάθαινα πεντόβολα, πώς να γνέθω, πώς να γνέθεις, να παίζαμε
κουτσό στον περίβολο του Αϊ-Γιαννιού και να βρισκόμουν ξαφνικά στον άλλο περίβολο του άλλου Αϊ-Γιαννιού. Με τη γιαγιά μου τη
μία, με τη γιαγιά μου την άλλη. Ώρα μου να σηκωθώ να πάρω και πάλι το
δρόμο για τα Πατήσια μου.
Ένας ποταμός λέξεων με εικόνες και νοήματα, κι ένας σωρός από ερωτήματα, λες σαν απολογισμός της ίδιας της συγγραφέα, και ... ξάφνου να ΄σου και ο αγαπημένος μου Σαγκάλ
[...] τι
ήθελε στη ζωή της, τι κατάφερε, πόσο ταξίδεψε, πόσα σπίτια και
ανθρώπους μέσα στα σπίτια είδε από ψηλά σαν ηρωίδα του Σαγκάλ, πόσους
ψιθύρους και γέλια και κλάματα [...]
Και
όταν θέλει να κάνει ανάπαυλα από τη βόλτα από παγκάκι σε παγκάκι η
συγγραφέας μας βάζει στο εργαστήριο της:
Ευτυχώς έχει αρκετές
προμήθειες στο ψυγείο, δεν θα χρειαστεί σήμερα να βγει έξω. Θα ανοίξει τα
χαρτιά της, να ξαναδιαβάσει τα γραμμένα της, να τα επεξεργαστεί, πόσο πολύ
της αρέσει να τα επεξεργάζεται, να τα βλέπει και να τα ξαναβλέπει όσο να
καταλάβει τι ακριβώς θέλουν οι λέξεις, τι θέλουν οι προτάσεις, πώς
εξελίσσεται και πώς βολεύεται ιστορία της, τι σκοπεύει η ηρωίδα της. Ή
μήπως στην ουσία τίποτα δεν θέλει ηρωίδα της, να έρθει μόνο και να ζήσει
και αυτή σ' αυτόν τον κόσμο, να υπάρξει και αυτή όπως υπήρξαν οι γιαγιάδες
της, λίγο καλύτερα ίσως, όχι όμως και πολύ, δεν την αντέχει την ευκολία ,
ούτε και την πολλή ευτυχία αντέχει, όπως δεν την αντέχει και την τόση
αναμονή, αλλά και πάλι κατά βάθος την αντέχει, να περιφέρεται εκ του
ασφαλούς, να συνομιλεί χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, να
ακούει μόνο, να αγγίζει μόνο και να χαίρεται, αγέννητη και πάλι γεννημένη, ικανή
να νιώσει τον τζίτζικα που λαλεί στο κυπαρίσσι της γιαγιάς Φιλαρέτης, τον
πετροκότσυφα στη μουριά λίγο πιο πέρα από το μνήμα της γιαγιάς Αφροδίτης
και τους μελισσοφάγος στην αγριαχλαδιά της γιαγιάς Ειρήνης.
Θαρρείς πως η ιστορία του βιβλίου διαμορφώνεται στην πορεία. Η συγγραφέας παίζει με την
αφηγήτρια, την Κάκια, πότε η μια προπορεύεται, πότε η άλλη˙ και η
αναγνώστρια; κι αυτή στο παιχνίδι, διαβάζει αυτά που θέλει και που τα ερμηνεύει
όπως νομίζει.
[...] Αλλιώς ξεκίνησε την ιστορία της χωρίς ιστορία και αλλιώς προχωράει μετά
εμποδίων χωρίς αρχή η μέση ή τέλος, παρούσα και απούσα αλλά και σίγουρη. Πότε παγκάκι δημοσίας χρήσεως, πότε ιδιόκτητο στη φαντασία της, πότε η
κοπελίτσα θλιμμένη, πότε διήγημα σοφό, πονετικό, παρατηρητικό, πότε νυσταλέο. Τώρα όμως κοίταζε με ενδιαφέρον γύρω της, κάνοντας και λίγο το
τυφλό, λίγο το κουφό λίγο το αδιάφορο διήγημα. Εφόσον καμία διάθεση δεν
είχε να μπλεχτεί με δράματα, μελαγχολίες, καταθλίψεις και τα σχετικά. Κάτι
το εορταστικό ήθελε μόνο, το συγκινητικό, το ανάλαφρο. Σηκώθηκε και πήρε
πάλι τους δρόμους [...]
Και
η ιστορία μας φτάνει στο τέλος του και δεν συστηθήκαμε με τις τρεις
γιαγιάδες, τη Σφακιανή Ειρήνη, με το υποκοριστικό Εργινιά, από τον
πατέρα της, τη Σεληνιώτισσα Αφροδίτη από τη μάνα της και την εξ
αγχιστείας γιαγιά Φιλαρέτη, την αρχοντοπούλα με τη χρυσή καδένα,
και
ας μη γνωρίζονταν, και ας μην είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ήρθε η ώρα
να
συνυπάρξουν στη μνήμη και στη σκέψη της Κάκιας, άνοιξε η Κάκια την κάτω
πόρτα, άνοιξε και την πάνω, μπήκε στο σπιτάκι της, η δεκαοχτούρα που
κλωτσούσε το πεύκο φάτσα στο παράθυρο της έριξε μ' εμπιστοσύνη μια
ματιά. Και αυτό ήταν. Γέμισε το πιατάκι με τροφή και το λεκανάκι με νερό
στο
περβάζι. Ωραία περιπλανήθηκε τόσες μέρες και τόσες νύχτες, με όνειρα και
οπτασίες, φαντασιώσεις και εμμονές, τέλειωναν όμως οι διακοπές,
τέλειωναν και
οι ποδαρόδρομοι στα περασμένα, στα μαγικά, στα τρυφερά, στα αποτρόπαια
περασμένα, από αύριο ξαναγεννημένη και αποφασισμένη, χαμογελαστή ...
Βιώματα, μνήμες και θύμησες από τον γενέθλιο τόπο ζωντανεύουν μαζί με στιγμιότυπα από τους δρόμους της Αθήνας και πλάθουν την εικόνα του τόπου μας και των ανθρώπων του˙ σαν μια ταινία δρόμου, που σε ταξιδεύει από παγκάκι σε παγκάκι, κι από συνειρμό σε συνειρμό. Η Μάρω Δούκα παρατηρεί και ερμηνεύει την κάθε λεπτομέρεια του μικρού και του μεγάλου κόσμου μας, συμμετέχει η ίδια, πειραματίζεται στις τεχνοτροπίες της γραφής και της αφήγησης, και σαν καλή μαστόρισσα των λέξεων και των νοημάτων μας παραδίδει άλλο ένα εξαιρετικό βιβλίο, σοφό, πονετικό, παρατηρητικό, και, κυρίως, εορταστικό!