Η Μαρία Γκασούκα, ομότιμη καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και δυναμική μαχήτρια για τα δικαιώματα και την ισότητα των φύλων, κάνει αγώνα εδώ και χρόνια για τη διάκριση της γυναικοκτονίας ως ιδιαίτερης μορφής ανθρωποκτονίας. Η γυναικοκτονία δεν είναι μόνο και "απλά" μια ανθρωποκτονία, είναι μια πράξη που διατρέχει το κοινωνικό και ιδεολογικό υπόστρωμα της κοινωνίας, που οφείλεται στις πατριαρχικές αντιλήψεις και συμπεριφορές όχι μόνο των ανδρών ως ατόμων, αλλά της κοινωνίας γενικότερα και της Πολιτείας ειδικότερα, που (ενίοτε ή ποικιλοτρόπως) τις καλλιεργεί και τις ανέχεται.
Με τον λόγο της, πάντα καθαρό, με επιχειρήματα και με σαφή κοινωνικό και ιδεολογικό προσανατολισμό, υποστηρίζει το αυτονόητο, όπως παρακάτω:
Πολλά από τα προαναφερόμενα αφήνουν στις μέρες μας το αποτύπωμά τους,
ειδικότερα σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών όπου το φύλο εμπλέκεται με την
κοινωνική τάξη και τη φυλή, αλλά και την έμφυλη ταυτότητα. Είναι
χαρακτηριστικό πως έχουμε μεγάλο αριθμό δολοφονημένων εκδιδόμενων
γυναικών ή γυναικών που εργάζονται σε μπαρ, αλλά και έγχρωμων γυναικών,
δολοφονίες που στη μεγάλη τους πλειονότητα παραμένουν χωρίς διαλεύκανση
και φαίνεται να αφήνουν μάλλον αδιάφορα τα νομικά συστήματα.
Οι δολοφονίες των εκδιδόμενων, των τρανς, των γυναικών χαμηλού
εισοδήματος ή των έγχρωμων γυναικών προσελκύουν λιγότερο το ενδιαφέρον
και την προσοχή των μέσων από ό,τι οι δολοφονίες νεαρών, ευπαρουσίαστων,
λευκών, εύπορων γυναικών, συνήθως παντρεμένων, που σχετίζονται με
αντίστοιχης εμφάνισης και ταξικής θέσης άντρες της ηλικίας τους.
Αντίθετα, τα ίδια νομικά συστήματα κάθε άλλο παρά πρόθυμα είναι να
δεχτούν τον ισχυρισμό περί άμυνας των γυναικών που κατηγορούνται για τη
δολοφονία των συντρόφων τους, αν και όλες οι έρευνες αποδεικνύουν πως
περισσότερες από τις μισές βρίσκονταν σε κατάσταση άμυνας.
Σχετικά με την ιστορία του όρου, η Γκασούκα είπε σε συνέντευξη στην Αυγή στις 10 Οκτωβρίου 2021:
Ο όρος femicide κατεγράφη για πρώτη φορά στη νομική ορολογία στην Αγγλία
το 1801 για να ορίσει «τη δολοφονία μιας γυναίκας», το 1848
δημοσιεύτηκε στο νομικό λεξικό Wharton και με το πέρασμα του χρόνου
εγκαταλείφθηκε. Η τρέχουσα χρήση προέκυψε στο πλαίσιο των φεμινιστικών
κινημάτων της δεκαετίας του 1970 από φεμινίστριες νομικούς, οι οποίες
θέλησαν να φωτίσουν έμφυλα και πολιτικά το πλήθος των δολοφονιών με
θύματα γυναίκες. Όπως τόνιζαν, έπρεπε να αναγνωριστεί πως πρόκειται για
συγκεκριμένη πατριαρχική, σεξιστική πολιτική με εργαλείο τη δολοφονία.
Αλλά και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί για το θέμα της κακοποίησης των γυναικών και της γυναικοκτονίας συγκεκριμένα. Στις 25 Νοεμβρίου 2021, Διεθνή μέρα Εξάλειψης Της Βίας Κατά των Γυναικών, δήλωσε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές:
[...] Ο φετινός τρομακτικός απολογισμός – 13 γυναικοκτονίες [τόσες ήταν στις 25/11] μετράμε ως
σήμερα στη χώρα μας – μας συγκλονίζει. Δεν πρόκειται για απλές
ανθρωποκτονίες, αφού εδράζονται σε σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης μεταξύ
θύτη και θύματος και προϋποθέτουν ανισότητα σωματική, κοινωνική ή οικονομική, επικυριαρχία παρωχημένων κοινωνικών αντιλήψεων και έμφυλων στερεοτύπων.
[...] Είναι, όμως, καιρός να εξαλειφθεί ο κυρίαρχος σεξιστικός λόγος που
επιρρίπτει την ευθύνη για τέτοια φαινόμενα στις ίδιες τις κακοποιημένες
γυναίκες. Είναι καιρός, μέσω της ενημέρωσης, της ενίσχυσης της
αυτοπεποίθησης και της πολυδιάστατης στήριξης των γυναικών, να
αναχαιτιστεί η κλιμάκωση της έμφυλης βίας, η οποία, με τη γυναικοκτονία,
εκδηλώνεται στην πιο ακραία, επαίσχυντη και αποτρόπαια μορφή της.[...]
Οι άντρες που φτάνουν στη γυναικοκτονία αρνούνται το δικαίωμα της ζωής στις γυναίκες εξαιτίας του φύλου τους ή επειδή δεν προσαρμόζονται στα σεξιστικά και άλλα στερεότυπα που έμαθαν, που τους μάθαμε, στο σπίτι, στο σχολείο, στους τόπους δουλειάς, στους χώρους ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Συνεργοί στην καλλιέργεια αντίληψης για την απενοχοποίηση και "θυματοποίηση" των θυτών είναι πολύ συχνά κάποια μέσα ενημέρωσης. Το αντιλαμβανόμαστε, αντιδρούμε, μας ενοχλεί η εξωτερική εκδήλωση του φαινομένου, η αισθητική ας πούμε, κάποιες φορές όμως δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε παραπέρα τι / γιατί γίνεται έτσι. Σ' ένα εξαιρετικό άρθρο στην εφημερίδα Εποχή με τίτλο "Μία λέξη και μία γυναίκα σώζεται, μία λέξη και μία γυναίκα χάνεται!", ο κοινωνιολόγος Πέτρος Γαλιατσάτος έγραψε πρόσφατα:
[...] Η δύναμη του λόγου μπορεί να αποτελέσει εργαλείο συναίνεσης, αλλά και
ακραίας αντιπαράθεσης. Ωστόσο, η προπαγάνδα αποτελεί ένα ισχυρό όπλο για
την ιδεολογική ηγεμονία σε ανελεύθερες κοινωνίες. Τα ΜΜΕ αποτελούν ένα
πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης και αποτελούν μέρος της
βιομηχανίας καλλιέργειας του φόβου, η οποία προωθεί μια σειρά
αντιδραστικών αντιλήψεων στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το αστυνομικό
κράτος. Έτσι, με μια καλύτερη ανάγνωση της επικαιρότητας της αστυνομικής
τους θεματικής, στα δελτία ειδήσεων και στα προγράμματα κοινωνικού
περιεχομένου, θα διαπιστώσει κανείς ότι σε κάθε έγκλημα που
διαπράττεται, το τελευταίο διάστημα ιδίως, το ενδιαφέρον του συντάκτη
επικεντρώνεται κάθε φορά στο πρόσωπο του δράστη. Με τον τρόπο αυτό
παρουσιάζονται κάθε φορά παρόμοια εγκλήματα ως κάτι το διαφορετικό και
μεμονωμένο, εξοβελίζοντας συγχρόνως από το δημόσιο διάλογο τον κοινωνικό
προβληματισμό για το βαθμό συχνότητάς τους και από την κοινή γνώμη το
ερέθισμα για αίτημα θεσμικών αλλαγών και αμφισβήτησης των κυρίαρχων
αντιλήψεων. Η πρακτική αυτή βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να
θεωρηθεί τυχαία καθώς όσοι χειρίζονται τα μέσα αυτά γνωρίζουν πολύ καλά
την επιρροή που έχουν στη συνείδηση του κοινού. Ο φόβος του εγκλήματος,
τον οποίο διασπείρουν στην κοινωνία, απομονώνει και αδρανοποιεί τους
πολίτες στο στενό κλουβί της ατομικής τους ευθύνης προκειμένου, δήθεν,
να παραμείνουν ασφαλείς και διευκολύνουν συγχρόνως την περιστολή των
ατομικών δικαιωμάτων.
[...] Έτσι, τα ΜΜΕ με τη χρήση υπερβολικών περιγραφών, σχολίων και fake news,
προσδίδουν στην είδηση του εγκλήματος μυθιστορηματικά στοιχεία, κάνοντάς
την λιγότερο αποκρουστική, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανό το
ενδιαφέρον του κοινού. Συχνά δε, επιχειρούν να προσδώσουν στο δράστη
πότε στιγματιστικά χαρακτηριστικά (π.χ. ναρκομανής, ομοφυλόφιλος) για να
δικαιολογήσουν την υπερβολική αντίδραση, κρατική ή μη, και πότε
χαρακτηριστικά υψηλού κύρους. Η δεύτερη περίπτωση, ωστόσο, σε συνδυασμό
με την αναπαραγωγή των επιχειρημάτων του θύτη στο πλαίσιο του
αστυνομικού ρεπορτάζ,έχει ολέθριες συνέπειες, καθώς παρασύρει το πιο
ακαλλιέργητο κοινωνικά, συναισθηματικά και νοητικά μέρος της κοινής
γνώμης σε μια ιδιότυπη συμπάθεια προς τους δράστες, καθιστώντας αυτούς
ως πρότυπο, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση μηχανισμών κοινωνικής μάθησης
που θέτουν την επιθετικότητα ως αντικείμενο μίμησης.
[...] Η ερευνητική δημοσιογραφία, η οποία απαιτεί γνώση πληθώρας
επιστημονικών πεδίων, συνεργασία με φορείς και σαφές δεοντολογικό
πλαίσιο, έχει εκλείψει ακριβώς για να μην αγγίξει τα κοινωνικά αίτια που
θα την οδηγήσουν κατευθείαν στην πατριαρχία. Αντιθέτως, η υιοθέτηση
αναχρονιστικής ορολογίας, όπως λ.χ. «καθ’ ομολογία δράστης», παραπέμπει
στις αξίες ξεπερασμένων και αυταρχικών ποινικών συστημάτων, όπου η
ομολογία θεωρούνταν η «βασίλισσα των αποδείξεων». Στα συστήματα όμως
αυτά, η αντεγκληματική πολιτική τελεσφορούσε με την απόσπαση της
ομολογίας και απουσίαζε παντελώς ο προβληματισμός για τα κοινωνικά
αίτια.
Με μια λέξη, μια καταγγελία, και μια γυναίκα σώζεται: πατριαρχία!
Με λίγα λόγια,
Και του χρόνου με υγεία, χωρίς άλλη γυναικοκτονία!
|
Η 29χρονη Τζεβριέ από την Αλεξανδρούπολη ήταν η 16η ή 17η γυναικτονία του 2021 |