Στο «’Ελα να πούμε ψέματα» (Πατάκης, 2014), το τρίτο
βιβλίο της τριλογίας της για την Κρήτη και ειδικά για τα Χανιά στον 20ο
αιώνα και στην αυγή του 21ου, η Μάρω Δούκα συνομιλεί και πάλι με την Ιστορία,
όπως η ίδια συνηθίζει να λέει. Με το πρώτο βιβλίο («Αθώοι και φταίχτες»), μας έφερε πιο κοντά στο Κρητικό ζήτημα και στο
πρόβλημα των Τουρκοκρητικών, αλλά και μας γνώρισε τα Χανιά στις αρχές του 20ου
αιώνα, με ιστορίες και εικόνες ζηλευτές. Περπατήσαμε στους δρόμους της πόλης,
ανηφορίσαμε από του Μπόλαρη προς τη Χαλέπα και προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα
σημεία που περιγράφει. Με το δεύτερο βιβλίο («Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ»), μας αποκάλυψε αυτό που δεν γνωρίζαμε ή
είχαμε ξεχάσει ή μας το είχαν αποκρύψει, ότι η κατοχή στη Δυτική Κρήτη (όπως
και στη Μήλο, ας μην το ξεχνάμε) κράτησε πολύ περισσότερο σε σχέση με την
υπόλοιπη Ελλάδα και ότι οι Γερμανοί στα Χανιά έμειναν αρκετούς μήνες παραπάνω,
με τις ευλογίες τόσο των Άγγλων συμμάχων μας, όσο και των ντόπιων φίλων τους
(«Επαέ θα το κάνομε Ρέθεμνος», διαλαλούσε ο Γύπαρης!), με αναφορές σε συγκεκριμένες πηγές και
ανασκαλεύοντας αρχεία (και κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης).
Στο τρίτο βιβλίο ασχολείται με τον εμφύλιο στην Κρήτη, θέλοντας να διαλύσει
το μύθο ότι δεν υπήρξε εμφύλιος στο νησί, που όμως υπήρξε. Και πάλι,
ανατρέχοντας στα αρχεία, ξεφυλλίζοντας εφημερίδες, χρησιμοποιώντας
πηγές από βιβλία πρωταγωνιστών της εποχής αυτής (Μανούσακας, Κοκοβλήδες,
Λιονάκης, Ηλιάκης, Τζομπανάκης και Μπλαζάκης), συνομίλησε με την ιστορία και
έφτιαξε ένα μυθιστόρημα, που για μένα είναι ένα από τα καλύτερα που έχω
διαβάσει.
Αυτό που με κάνει να το θεωρώ πολύ καλό, δεν είναι (μόνο) το ίδιο το
περιεχόμενο, που στο κάτω κάτω για τη συγκεκριμένη περίοδο στην πατρίδα μας
έχουν γραφτεί αρκετά (όχι βέβαια για την Κρήτη) και η εποχή έτσι κι αλλιώς μας
δημιουργεί αισθήματα τουλάχιστον θλίψης (εμφύλιος πόλεμος, εμφύλιος σπαραγμός,
μετεμφυλιακή Ελλάδα, σημερινή Ελλάδα, πολλή θλίψη, συχνά ματαιότητα, και πάλι ελπίδα και προσμονή...). Όμως,
αυτό το μυθιστόρημα έχει σφιχτή, στιβαρή γραφή κι έχει ιδιαίτερο στυλ γραφής,
έχει έναν τρόπο να μη θέλεις να σταματήσεις την ανάγνωση κι ας είναι περασμένη
ώρα και να μη θέλεις να τελειώνει το βιβλίο, να μην τελειώνουν οι ιστορίες, να
θέλεις να δεις τι θα γίνει παρακάτω με την Ελεονώρα, με την Αναστασία, με τον
αντάρτη το Μανώλη, με την Αριστέα, με τον Μπακούνιν... Ναι, με τον Μπακούνιν,
«παίζει» και ο Μπακούνιν στα «ψέματα».
Αλλά, ας ξεκινήσουμε από την αρχή, από τον τίτλο. Πώς γίνεται, λέει ένας ήρωας της Δούκα, «μετά από τόσες διώξεις και κατατρεγμούς να επιμένεις,
πώς γίνεται να χώνεσαι στα παραμύθια, έλα να πούμε ψέματα, γράφει και
ξαναγράφει...». Γι' αυτό κι εκείνη δανείστηκε τον τίτλο από ένα πρωταπριλιάτικο τραγουδάκι, για να πει αλήθειες που είναι σαν ψέματα...
Έλα να πούμε
ψέματα
ένα σακί
γιομάτο,
φόρτωσα έναν
μπόντικα
σαράντα
κολοκύθια
κι απάνω στα
καπούλια του
ένα σακί
ρεβύθια.
Είναι ένα μυθιστόρημα που πλέκεται μέσα από πολλές διαφορετικές ιστορίες, εγκιβωτισμένες όπως τις αποκαλεί η ίδια, μέσα από τις ταυτόχρονες ιστορίες διαφορετικών προσώπων, που άλλα είναι καινούρια
και άλλα έρχονται από τα παλιά. Είναι ήρωες από τα προηγούμενα βιβλία της
τριλογίας. Ένιωθε γι’ αυτούς ειδικά, όπως είπε η ίδια η συγγραφέας στο
Αετοπούλειο Χαλανδρίου πρόσφατα, ότι τους χρώσταγε μια συνέχεια, ότι χρώσταγε
να συμπληρώσει το κενό για την τύχη τους, λες και ήταν υπαρκτά πρόσωπα. (Μα
μήπως και δεν είναι, κατά μία έννοια;)
Είναι οι ιστορίες της Ελεονώρας και του Πανάρη, των δίδυμων παιδιών του
Κριαρά, που έρχονται από το πρώτο κι όλας βιβλίο και οι ιστορίες του Ιδομενέα
και της Αναστασίας. Και μέσα από αυτούς, οι ιστορίες του νεαρού αντάρτη του
Δημοκρατικού στρατού στον εμφύλιο στα Χανιά Μανώλη Αποστολάκη πατέρα του
Ιδομενέα και συζύγου της Αναστασίας, η ιστορία του Δαμιανού και της Αριστέας
από διήγημα που βρίσκει η Ελεονώρα στα σημειώματα της μάνας της (βασικής
ηρωίδας του πρώτου βιβλίου) και η ιστορία του Μπακούνιν που διηγείται ο Πανάρης
ανατρέχοντας στις μνήμες από τα δικά του νιάτα.
Πώς μπλέκουν αλήθεια όλες αυτές οι ιστορίες; Οι ιστορίες των σημερινών
ανθρώπων με τα προβλήματα μέσα στην κρίση, και οι ιστορίες των ανθρώπων στον εμφύλιο με τις ιστορίες από την περιπλανήσεις του
Μπακούνιν στην Ευρώπη πριν από 100 ακριβώς χρόνια (1848-1948);
Κι όμως τις συνδέει, βάζοντας τους νέους ήρωες να σκέφτονται
«για τα κολοβωμένα
οράματα του σήμερα και για τα αλώβητα οράματα του τότε»
ή αλλού να
εξοργίζονται
«...και ποιος σας είπε
ρε μαλάκες ότι δεν ανήκει και σε μένα η ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, ποιος
σας είπε ότι δεν δικαιούμαι να είμαι και να αισθάνομαι κι εγώ Ευρωπαίος;»
Οι ιστορίες μπλέκουν και συναντώνται είτε μέσα από τη συγγενική σχέση που δίνει στους ήρωες η συγγραφέας ή μέσα από την αντιστοίχιση των καταστάσεων – η Ευρώπη, ένα καμίνι
που βράζει στα μέσα του 19ου αιώνα, πασχίζει να βρεί το βηματισμό
της, να αρθρώσει το λόγο της, κάνει τις επαναστάσεις της, και η Ελλάδα, εκατό
χρόνια μετά, τι έκανε, τί έψαχνε; Αυτό το ερώτημα βγαίνει στον αναγνώστη, σε
μένα τουλάχιστον γεννιούνται τόσα ερωτήματα διαβάζοντας τις σκέψεις και τις
πράξεις των ηρώων της εποχής εκείνης.
|
Η
Βαγγελιώ Κλάδου, η αγωνίστρια δασκάλα από τ' Ανώγεια, από τις ηρωίδες σε μια από τις ιστορίες του βιβλίου. Την σκότωσαν στις 6
Δεκεμβρίου 1949 και την κρέμασαν στη γέφυρα του Κλαδισού! Ήταν 30 χρονών. Και δεν ήταν ψέματα! |
Πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσαμε να σταθώ.
Η πλοκή, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο, είναι σύνθετη, με πολλά στοιχεία,
πολλά πρόσωπα, πολλές λεπτομέρειες. Η συγγραφέας έχει ανατρέξει σε αρχεία, στον
τύπο της εποχής, στην ευρωπαϊκή ιστορία των κινημάτων του 19ου
αιώνα. Χρησιμοποιεί πολλά πραγματικά πρόσωπα πλάι σε επινοημένα και μας
μεταφέρει το κλίμα της κάθε εποχής που αφηγείται με αλήθεια, με σεβασμό και με
ειλικρίνεια. Και με άποψη. Και με θάρρος για την άποψή της. Διαβάζουμε πολλά
γνωστά ονόματα, Μανούσακας, Τσιτήλος, Βλαντάς, Χατζηγρηγόρης, Κλάδου κτλ. κτλ.
Δείχνει σαν να θέλει ν’ αποκαλύψει αυτά που η Αριστερά δεν θέλησε. Και γιατί
όχι, δεν θάπρεπε;
Η γραφή ιδιαίτερη, σφιχτή, μεγάλες περίοδοι, δεν θα τις έλεγα απλές
προτάσεις, λες και φτάνει κάθε κομμάτι μέχρι το λαχάνιασμα, για να μην αφήνει
τον αναγνώστη σε ησυχία, να μην τον αφήνει να διαβάζει στο δικό του ρυθμό τις
ιστορίες. Σε παρασύρει η συγγραφέας στο στυλ ανάγνωσης που θέλει, μάλλον σου
υποβάλλει στυλ ανάγνωσης, δεν μπορείς να σταματάς στη μέση το κομμάτι της
ιστορίας που κάθε φορά αφηγείται. Άκουσα να παρομοιάζουν τη γραφή της σε αυτό το βιβλίο με το στυλ του Μάρκες.
Εμένα πάλι, αυτή η τριλογία μ’ έφερε στην τριλογία του Μπροχ, στους Υπνοβάτες
του. Μα μήπως και η Δούκα για υπνοβάτες δεν κάνει λόγο; Μήπως ο Φούμης και ο
Κριαράς και ο Στέφανος Σκαράκης και ο Μανούσακας και ο Τσιτήλος και ο
Χατζηγρηγόρης και ο Μανώλης και τόσοι άλλοι που περνούν από τις αράδες των
βιβλίων, πραγματικοί ή επινοημένοι χαρακτήρες, δεν ήταν υπνοβάτες στο μύθο της
Κρήτης του 20ου αιώνα;
|
Ο Γιάννης
Μανούσακας (1907-1995) (Πηγή φωτογραφίας
εδώ: http://topaliorethemnos.blogspot.gr/2011/05/blog-post_23.html) |
Από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου στην ιστορία για
τον εμφύλιο στην Κρήτη, ήταν και ο Γιάννης Μανούσακας(1907-1995), εμβληματική φιγούρα, καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού. Στο
«Φυγόδικο», που ξεκίνησα να διαβάζω με αφορμή το βιβλίο της Μάρως Δούκα, περιγράφει
τη ζωή του μετά την ήττα στη Σαμαριά και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του ’67.
|
Και σε αυτό το βιβλίο δε λείπουν οι ομορφιές της Κρήτης, η μυρωδιά της μαλωτήρας και η γλύκα της δεσπολιάς |