Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

30 χρόνια από την έναρξη πρόσβασης σε βάσεις δεδομένων: θύμησες από τη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ

Η Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ μπαίνει στη νέα εποχή, φθινόπωρο 1983


Ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη του Ενημερωτικού Δελτίου του ΤΕΕ, βρέθηκα στα τεύχη του 1983. Ήταν τότε, προς τα τέλη του έτους, που ξεκίνησε η λειτουργία του δικτύου Euronet και η απ' ευθείας (online ή επιγραμμική όπως έχουμε αποδόσει τον όρο) πρόσβαση σε βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων, αφού είχε βέβαια προηγηθεί σχετική επικοινωνία με τον ΟΤΕ (υποδιεύθυνση Telex-Data) σχετικά με το δίκτυο. Δύο ελληνικοί φορείς είχαν αναπτύξει αυτές τις υπηρεσίες, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας με τη Μονάδα Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης (Βιβλιοθήκη), οπωσδήποτε βέβαια σε ευρύτερη κλίμακα το ΕΚΤ, ενώ το ΤΕΕ απευθυνόταν κύρια στο χώρο των μηχανικών.

Ασχολήθηκα με την "ηλεκτρονικοποίηση" της Βιβλιοθήκης του ΤΕΕ από την αρχή  (με την προτροπή και την υποστήριξη της Άννας Σολωμού πάντα και διαρκώς) και παρακολουθούσα τις εξελίξεις στο χώρο από πολύ κοντά. Επιτελούσαμε ένα έργο για την εποχή του πρωτοποριακό και βέβαια το έργο αυτό ήταν συμπληρωματικό στο όλο έργο της Βιβλιοθήκης που σε πολλά του σημεία ήταν συνολικά πρωτοποριακό για την Ελλάδα (όπως η λειτουργία της ειδικής τεχνικής πληροφόρησης και η λειτουργία της Τεκμηρίωσης σε διάφορες μορφές υλοποίησης κτλ., και όλα αυτά χάρη στην ποιότητα του προσωπικού αλλά και στην ανταπόκριση - βέβαια συχνά με πολλές προσπάθειες - των Διοικήσεων του ΤΕΕ). Έτσι, νιώθω όμορφα ξαναδιαβάζοντας τα δύο πρώτα εκείνα άρθρα στο Ενημερωτικό Δελτίο, το φθινόπωρο του 1983.  Οπωσδήποτε, αυτά ανήκουν πλέον στην ιστορία και σαν τέτοια τα παρουσιάζω εδώ.



Η διαδικασία άμεσης πρόσβασησ στις βάσεις δεδομένων
Στο φύλλο 1278 της 3ης Οκτωβρίου 1983 διαβάζουμε:



Με το σύστημα αυτό, θα έχει τη δυνατότητα οποιοσδήποτε να παίρνει βιβλιογραφικές πληροφορίες που τον ενδιαφέρουν πάνω σε συγκεκριμένο θέμα. Η εγκατάσταση μιας υπηρεσίας ON LINE αποτελείται από μια τερματική διάταξη (TERMINAL) με οθόνη που λειτουργεί με τρόπο ασύγχρονο (COMPATIBLE TELETYPES), ένα MODEM, ένα TYPEWRITER, ένα PRINTER και φυσικά μια τηλεφωνική συσκευή. Η σύνδεση θα γίνεται με επιλεγόμενο τηλεφωνικό δίκτυο μέσω του ΟΤΕ και του   Ευρωπαϊκού δικτύου πληροφοριών Euronet.

Το  Euronet είναι δίκτυο μεταγωγής των δεδομένων σε πακέτα, πράγμα που επιτρέπει την ταχεία και φτηνή μεταβίβαση των πληροφοριών, ενώ τα τιμολόγια τηλεπικοινωνιών θα είναι ανεξάρτητα της απόστασης και θα εξαρτώνται μόνο από την χρονική διάρκεια της σύνδεσης και από τον όγκο των δεδομένων που μεταβιβάζονται (DATA TRANSMISSION COST).

Η αναζήτηση πληροφοριών άμεσης προσπέλασης (ON LINE RETRIEVAL SERVICES) είναι αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας και συνακόλουθα της μεγάλης ανάπτυξης της επιστημονικής εκδοτικής δραστηριότητας (έτσι π.χ. τα Chemical Abstracts αποδελτιώνουν περίπου 1400 τίτλους περιοδικών απ' όλο τον κόσμο!). Και οπωσδήποτε, μια και τα συστήματα αυτά είναι αυτοματοποιημένα, στη βελτίωση και διάδοσή του συντέλεσαν η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής – τεχνικής των κομπιούτερ και των SOFTWARE – και των συστημάτων επικοινωνίας”.


Απόσπασμα από το πρώτο δημοσίευμα στο Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ, τεύχος 1278, 3 Οκτωβρίου 1983

Στο φύλλο 1287 της 5ης Δεκεμβρίου 1983, η σύνδεση είχε ήδη ξεκινήσει, οπότε το δημοσίευμα είχε περισσότερες λεπτομέρειες για την ίδια την αναζήτηση, τις βάσεις δεδομένων, ενώ περιείχε και το έντυπο που έπρεπε να συμπληρώσουν οι ενδιαφερόμενοι (αυτά τα ίδια έντυπα χρησιμοποιούσαμε για χρόνια κι έτσι γινόταν η καταμέτρηση των ερευνών και δημοσιευόταν στις ετήσιες αλλά και περιστασιακές απολογιστικές εκθέσεις).

 Όπως φαίνεται  στις παρακάτω φόρμες με κάποιες από τις πρώτες έρευνες που έγιναν μόλις ξεκίνησε η υπηρεσία, σημειώνονται όλες οι πληροφορίες που αφορούν την εν λόγω εργασία και τελικά το κόστος (το οποίο υπολογιζόταν σε "λογιστικές μονάδες" και ήταν ανάλογο με το χρόνο σύνδεσης και τη μορφή παρουσίασης των ανακτώμενων πληροφοριών και βέβαια ανάλογο με τη βάση δεδομένων). Σημειώνεται ότι ενώ οι έρευνες αυτές είχαν κόστος το οποίο επιβάρυνε τον τελικό χρήστη (ως φυσικό πρόσωπο ή το ίδρυμα μερικές φορές, όχι πάντα), τόσο οι μηχανικοί του ιδιωτικού τομέα και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά και οι μηχανικοί-ερευνητές των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων σε πάρα πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν αυτή την υπηρεσία του ΤΕΕ. Υπήρχαν μάλιστα συγκεκριμένοι τομείς ή άτομα που ήταν για χρόνια τακτικοί "πελάτες" μας και υπάρχουν αρκετά ονόματα που μπορώ ναζ θυμηθώ από την εποχή εκείνη.
Ο ίδιος ερευνητής επανήλθε για συνέχιση της αναζήτησης

Οι ερευνητές του Πολυτεχνείου ήταν μόνιμοι "πελάτες" της υπηρεσίας"online"

Ήταν πολλοί και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που χρησιμοποιούσαν την υπηρεσία, κυρίως αρχιτέκτονες
Η πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων γινόταν μέσω των προμηθευτών ή παροχέων (ή παρόχων) ή διαθετών τέτοιων υπηρεσιών (hosts), που ήταν μεγάλες υπηρεσίες πληροφοριών όπως η ESA-IRS (της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος), η Telesystemes-Pascal (γαλλική υπηρεσία μικρής εμβέλειας, με γαλλικές κυρίως βάσεις δεδομένων), η Fiz-Technik (γερμανική υπηρεσία), η Dialog (αμερικάνικη, της Lockheed) κ.ά. Πρέπει βέβαια να παρατηρήσει κανείς ότι δεν είναι τυχαία η σύνδεση με εταιρείες όπως η Lockheed, δείχνει τη στρατηγική σημασία που δινόταν στην πληροφόρηση, εξάλλου το ίδιο θα δει κανείς και στην ιστορία των τηλεπικοινωνιών μετά τον πόλεμο (θυμίζω πως το σημερινό Ιντερνετ ξεκινά από το δίκτυο Arpanet του αμερικάνικου Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, κτλ. κτλ.).


Οι μηχανικοί ενημερώνονταν συνεχώςε για την υπηρεσία "online"
Το ΤΕΕ είχε συμβόλαια πρόσβασης με όλους τους γνωστούς διαθέτες, μεγαλύτερη όμως χρήση έκανε στις βάσεις δεδομένων της ESA-IRS με την οποία είχε ξεκινήσει συνεννοήσεις ήδη από τον Απρίλιο του 1982. Το κόστος ήταν ανάλογο με τη χρήση, όπως το ανέφερα ήδη παραπάνω. Η μορφή και το μέσον παρουσίασης των βιβλιογραφικών εγγραφών διαφοροποιούνταν ανάλογα με την επιθυμία του χρήστη αλλά και την οικονομική δυνατότητα πολλές φορές. Έτσι, μπορούσε να γίνει εμφάνιση επιλεγμένων πεδίων, ξεκινώντας από την απλή εμφάνιση μόνο τίτλων και φτάνοντας στην πλήρη εμφάνιση που περιελάμβανε και την περίληψη κάθε δημοσιεύματος. Τα τελευταία, αν ήταν πολλά, μπορούσαν να παραληφθούν με το ταχυδρομείο (offline). Σε κάθε περίπτωση, το κόστος διέφερε κι έτσι έπρεπε κάθε φορά να επιλέγεται η βέλτιστη (ως προς τους οικονομικούς όρους) λύση.
 
Πέραν του κόστους πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων, υπήρχε και η επιβάρυνση του τηλεποικοινωνικού κόστους. Το τελευταίο περιελάμβανε τα έξοδα σύνδεσης (εφάπαξ σύνδεση στο δίκτυο του ΟΤΕ - 800 δραχμές - και μηνιαίο κόστος 540 δραχμές) και τα τέλη επικοινωνίας για κάθε φορά που γινόταν σύνδεση στο δίκτυο και που ήταν ανάλογα με τη χρονική διάρκεια (περίπου 7 δραχμές το λεπτό) και των όγκο των δεδομένων που "μεταφέρονταν".

Η σύνδεση με το δίκτυο Euronet γινόταν μέσω σταθερού τηλεφώνου, χρησιμοποιούσαμε τερματικό (ασύγχρονο, 300 bps για επιλεγόμενο δίκτυο) με μια απλή οθόνη, όπου την έναρξη της διαδικασίας σύνδεσης μαρτυρούσε η εμφάνιση της ένδειξης "HELPAC". Η σύνδεση με το δίκτυο γινόταν με την πληκτρολόγηση του αναγνωριστικού του δικτύου NUI (Network User Identifier) και της διεύθυνσης του παρόχου NUA (Network User Address).


Δείγμα βιβλιογραφικής έρευνας και παρουσίασης αποτελεσμάτων

Αυτή ήταν μια μικρή αναδρομή μιας σχετικά μακρινής, για τα σημερινά δεδομένα της έκρηξης υπηρεσιών και συστημάτων πληροφόρησης, εποχής, που όμως για τότε επίσης αποτελούσε έκρηξη. Για την ιστορία, και όχι μόνο...

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Δημόσιες βιβλιοθήκες και προϋποθέσεις για μια αριστερή πολιτική: συμβολής στο διάλογο συνέχεια...



Είναι πολύ ενθαρρυντικό που γίνεται λόγος για τις βιβλιοθήκες και θα ήταν πολύ χρήσιμο να είχε ανοίξει πλατύτερα ένας διάλογος, αντί να βρισκόμαστε στη θέση να κρίνουμε (απ' έξω και θετικά ή αρνητικά) πράγματα που ήδη γίνονται. Οι συζητήσεις για τις βιβλιοθήκες έχουν ξεκινήσει τον τελευταίο καιρό με πρωτοβουλία του Τμήματος Πολιτισμού του Σύριζα σε συνδυασμό με τις συζητήσεις για το ΕΚΕΒΙ και γενικότερα για το βιβλίο και την πολιτική προάσπισής του. Έχουν πολύ ενδιαφέρον και είναι κρίμα που δεν έχει υπάρξει η ανάλογη συμμετοχή από χώρους που θα ήταν αναμενόμενο να έχουν παρουσία (βιβλιοθηκών, εκπαίδευσης κτλ.). Βέβαια, αυτό σε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζει τη συμβολή που είχαν στις συζητήσεις τόσο οι εκπρόσωποι της Ένωσης Βιβλιοθηκονόμων (που πολύ εμπεριστατωμένα παρουσίασαν την κατάσταση και τις θέσεις για μια Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών που έχουν ήδη από ετών επεξεργαστεί), όσο και οι άλλοι ομιλητές (κύρια συγγραφείς, οι οποίοι παρουσίασαν τη θετική τους εμπειρία από τις βιβλιοθήκες).

Βέβαια, οι συζητήσεις αυτές επικεντρώθηκαν κύρια στις δημόσιες / δημοτικές βιβλιοθήκες (τις λαϊκές), πράγμα που έχει και μεγαλύτερη συνάφεια με το γενικότερο θέμα των συζητήσεων γύρω από το βιβλίο. Δεν μπορούν όμως να καταλήξουν σε γενικότερα συμπεράσματα για την Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών αν δεν ανοίξουν (στο χώρο του Σύριζα, επειδή αναφέρομαι σε αυτό το γύρο συζητήσεων εδώ, αλλά και γενικότερα) οι συζητήσεις συνολικά. 

Δηλαδή, τι γίνεται, πώς γίνεται τώρα και πώς πρέπει να γίνεται. Για τις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, έγινε μια σχετική προβολή την περίοδο κινητοποίησης των διοικητικών του Πανεπιστημίων, όμως, τώρα πώς πορεύονται; Τι γίνεται με τις ερευνητικές, υπάρχουν, χρειάζονται; Στα νοσοκομεία, ξέρουμε ότι κι εκεί κάτι κινείται (ή.. θα έπρεπε να κινείται); Για τις σχολικές, ακούγονται πολλά για το παρελθόν, τώρα τι λέμε; Για τις ειδικές (τι είναι αυτό πάλι;); Για την Εθνική; Να γίνει μια μεγάλη Δημόσια Βιβλιοθήκη; Και λοιπόν; Είναι Εθνική; Και τι κάνει μια Εθνική; Και τι κάνουν οι βιβλιοθήκες; Και τι έχουν κάνει μέχρι τώρα στην Ελλάδα; Ήταν ανύπαρκτες; Και το προσωπικό τους; Και η εκπαίδευσή τους; Και τί λένε για όλα αυτά οι εκπαιδευτικοί; Και τι κάνουν τα ιδρύματα (Νιάρχου, Ωνάση, Μποδοσάκη, Λάτση κτλ.); Και πώς εννοούμε τη λειτουργία της λαϊκής βιβλιοθήκης σήμερα; Και τι γίνεται με τα πνευματικά δικαιώματα και με το ηλεκτρονικό βιβλίο και με τη συντονισμένη αξιοποίηση του αρχειακού πλούτου;

Έχω ήδη εκφράσει κάποιες (απλουστευτικές για κάποιους) σκέψεις μου σε προηγούμενη ανάρτηση. Θα ήθελα εδώ να παραθέσω μερικά σημεία καλοπροαίρετης συμβολής  και συμπλήρωσης στο κείμενο του Άρη Μαραγκόπουλου που δημοσιεύτηκε στη χθεσινή Αυγή (αφού βέβαια παρατηρήσω ότι είναι από τους ένθερμους υποστηρικτές και γνώστες αυτού που ονομάζουμε ζητήματα γύρω από το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες).

Κατ' αρχάς, συμφωνώ με την κριτική που κάνει στη φιλοσοφία του Future Library με τα Media Labs (να προσθέσω εδώ την παρατήρηση σχετικά με τη χρήση αγγλικών όρων, ένα επίσης σοβαρό θέμα για μένα, και που δεν αφορά βέβαια μόνο το εν λόγω Ίδρυμα, αλλά διαπερνά όλους τους χώρους, και του βιβλίου, βλέπε π.χ. περιδικά Athens Review of Books, Books' Journal, αλήθεια δεν μπορούσαν να δώσουν ελληνικούς τίτλους;). Χωρίς να παραγνωρίζω την αναγκαιότητα και τέτοιων δράσεων και ότι οι βιβλιοθήκες και διεθνώς παίζουν πλέον και τέτοιους ρόλους, αυτό που φοβάμαι ότι καλλιεργείται είναι η λειτουργία της βιβλιοθήκης με αυτούς τους ρόλους και μόνο, δηλαδή ως χώροι και ως τόποι αναψυχής, ψυχαγωγίας, ίσως και διασκέδασης. Όμως, αυτό μπορεί να γίνει και από/σε άλλους χώρους και τόπους, ενώ κάποια έστω στοιχεία από τις λειτουργίες των βιβλιοθηκών δεν μπορούν να γίνουν αλλού (ή μήπως κάνω λάθος;). Από την άλλη βέβαια, με το πρόγραμμα αυτό, οι βιβλιοθήκες που συμμετέχουν βγήκαν στο προσκήνιο, έγιναν γνωστές στις τοπικές κοινωνίες, εκτιμήθηκαν ίσως από τις δημοτικές αρχές (αρκεί να μην αποτελέσουν ... αφορμές προεκλογικής εκμετάλλευσης), δέχτηκαν και δέχονται μεγάλο αριθμό επισκεπτών στα προγράμματά τους (και μάλιστα παιδιών και νέων ανθρώπων). Αναρωτιέμαι όμως, πολλά από αυτά δεν θα μπορούσαν να τα κάνουν έτσι κι αλλιώς οι βιβλιοθήκες; Μήπως έτσι κι αλλιώς ο ρόλος τους δεν είναι η επαφή με τις κοινότητες, η ενημέρωση, η διάδοση της γνώσης, κατά μία έννοια και η μάθηση; Μήπως ο τονισμός των συγκεκριμένων δράσεων σχετίζεται και με μια ευκολία ή με μια αλλαγή ρόλων για το προσωπικό τους; Πάντως, η λειτουργία και η χρήση της βιβλιοθήκης (που δεν την έχουμε μάθει στην Ελλάδα) έχει κι άλλα στοιχεία πέραν της εικόνας της "πρωτοπορίας" και του πανηγυριού που (καμιά φορά, όχι πάντα) δίνεται. Και δεν τοποθετούμαι έτσι από διάθεση αντιπαράθεσης, αλλά από άποψη ιδεολογική και επιστημονική. Οι βιβλιοθήκες μπορούν ν' αποτελέσουν τον τρίτο τόπο (Third Place) ή το δημόσιο χώρο (Public Space), όπως το διατυπώνουν γνωστοί θεωρητικοί σχετικά με την αξιοποίηση του χώρου και του χρόνου των ανθρώπων. Το ζήτημα είναι να δούμε και πώς αξιοποιούμε το χώρο και το χρόνο μας οι άνθρωποι.

Συνεχίζοντας στις προτάσεις του Άρη Μαραγκόπουλου για το "τι να κάνουμε". Η αλήθεια είναι ότι σε μια πολιτική δημόσιων/δημοτικών βιβλιοθηκών δεν μπορεί να μπει ως κανόνας η απόκτηση κάθε νέου βιβλίου από όλες τις βιβλιοθήκες! Η πολιτική προσκτήσεων ανήκει στις βιβλιοθήκες τις ίδιες και υπάρχουν κριτήρια (εξάλλου, πέραν αυτού και πέραν του οικονομικού ζητήματος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το πρόβλημα του φυσικού χώρου - αν εννοούσε έντυπα βιβλία, αλλά και τις δυνατότητες χρήσης ηλεκτρονικών βιβλίων). Από την άλλη, η δημιουργία κουλτούρας ανάγνωσης απαιτεί κινητοποίηση σε πολύ μεγάλο βαθμό του χώρου της εκπαίδευσης (σε συνεργασία με τους φορείς των βιβλίων και των βιβλιοθηκών). Πού είναι αυτός; Επίσης, απαιτείται δημιουργία κουλτούρας χρήσης των βιβλιοθηκών, και αυτών που υπάρχουν και που είναι δανειστικές και που έχουν ανοιχτή πρόσβαση στα βιβλιοστάσια (και που αν δεν το κάνουν - είτε δημόσιες/δημοτικές, είτε ακαδημαϊκές ή άλλες - να το καταγγείλουμε). Και υπάρχουν οι βιβλιοθήκες που είναι και δανειστικές και που προσπαθούν. Από κει και πέρα, η πρόταση για δημιουργία Δικτύου έπεται, δεν είναι αυτοσκοπός. Το Δίκτυο χρειάζεται για να επικοινωνήσουν οι βιβλιοθήκες μεταξύ τους και με τους χρήστες τους. Ομολογώ, δεν καταλαβαίνω πώς έχει κοστολογηθεί αφού δεν έχει οριστεί τι και πώς θα είναι αυτό το Δίκτυο. 

Σχετικά με τις συζητήσεις για τις βιβλιοθήκες στο πλαίσιο των συζητήσεων για το βιβλίο, φοβάμαι ότι εκ των πραγμάτων, η κουβέντα θα γίνεται κύρια γύρω από την απόκτηση βιβλίων, δηλαδή γύρω από τις σχέσεις των εκδοτών με τις βιβλιοθήκες. Καθόλου αμελητέο ως αντικείμενο, όμως δημιουργεί και "κινδύνους" που θα σχετίζονται με την καθόλα αναμενόμενη και επιτρεπτή επιθυμία των εκδοτών να πουλήσουν. Θα έλεγα ότι η συζήτηση πρέπει να γίνεται ξεχωριστά, να ανοίξει (και από το Σύριζα, πέραν του χώρου του Πολιτισμού και στους χώρους της παιδείας, της έρευνας, της τεχνολογίας, της οικονομίας), να (επιδιωχθεί να) συμμετέχουν και οι άλλοι εμπλεκόμενοι / αρμόδιοι / ενδιαφερόμενοι φορείς. 

Και πάντως, η καλοπροαίρετη συζήτηση, χωρίς ετικέτες και χωρίς επιθέσεις, μάλλον καλό κάνει στη δημοκρατία μας. Οι συζητήσεις που γίνονται αυτό τον καιρό κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση και απαντώντας σε παλιότερο σχόλιο για την Αριστερά που μόνο κουβεντιάζει, θέλω να πιστεύω ότι θα βρεθεί στη θέση να μπορεί να κάνει και πράξεις. Ε, κι ο χώρος των βιβλιοθηκών πρέπει να είναι ένας προνομιακός της χώρος, έτσι το βλέπω προσωπικά και ξέρω πως δεν είναι καθόλου ούτε απλό ούτε απλοϊκό το θέμα...

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Γιάννης Δούκας: δείγματα ποίησης



Το σύνδρομο Σταντάλ είναι μια παράξενη ψυχοσωματική διαταραχή που παθαίνει ο άνθρωπος όταν εκτίθεται σε έργα τέχνης. Μελετήθηκε από την Ιταλίδα ψυχίατρο Γκρατσιέλα Μαγκερίνι και πήρε το όνομα από τον γνωστό Γάλλο συγγραφέα του 19ου αιώνα, που πάθαινε τέτοιες διαταραχές όταν αντίκρυζε τις τοιχογραφίες της Φλωρεντίας! Νά πώς το περιγράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του:

"... Είχα φτάσει στο σημείο εκείνο της συγκίνησης, όπου οι ουράνιες αισθήσεις, χαρισμένες καθώς είναι από τις καλές τέχνες, συναντούν τα παράφορα συναισθήματα. Βγαίνοντας από τη Σάντρα Κρότσε, μ' έπιασε ταχυπαλμία, αυτό που στο Βερολίνο αποκαλούν νευρική διαταραχή..."

Δεν μπορούσα να φανταστώ ποια μπορεί να είναι η σχέση του συνδρόμου αυτού με την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιάννη Δούκα (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα και οι πληροφορίες). Κι όμως, δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό τίτλο (Το σύνδρομο Σταντάλ, εκδόσεις Πόλις 2013). Ο ποιητής γράφει 53 ποιήματα, εμπνευσμένα από αγάλματα που βρίσκονται κύρια στην Αθήνα και στο Λονδίνο αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί μπροστά στα τόσα αγάλματα της Αθήνας και δεν τα γνωρίζουμε. Ο Γιάννης Δούκας μας δίνει μια ευκαιρία να τα γνωρίσουμε και να φανταστούμε μια ιστορία γύρω απ' αυτά. Και φαντάζομαι ένα λεύκωμα με τα ποιήματα όλα και μια φωτογραφία δίπλα με τις πληροφορίες που δίνει στο τέλος του βιβλίου.



Πάντως κι έτσι, το απόλαυσα. Ιδιαίτερη γραφή, όχι εύκολη, δείχνει ένα νέο ποιητή με γνώση, ευαισθησία και βάθος σκέψης. Αντιγράφω εδώ το ποίημα "Ο γεωμέτρης του βυθού", εμπνευσμένο από το έργο Newton (για τον Ισαάκ Νεύτωνα) του Eduardo Paolozzi στην είσοδο του νέου κτιρίου της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο Λονδίνο .

Σ' αυτό το μυστικό τυπογραφείο
ο ποιητής σαμάνος αναδεύει
τα χρώματα και ψάχνει στα ερέβη
να δώσει μια φωνή: "Μέσα σου δύω,

του κόσμου γνώση, δέντρο του θανάτου".
Κι ο γεωμέτρης του βυθού πνιγμένος,
στο "δεν" του μηδενός κατορθωμένος,
κρατάει τον διαβήτη, τα χαρτιά του,

σαν ψάρι που ο καιρός θ' απολιθώσει
επάνω σε βουνό. Αρμολογείται 
το σώμα φανερά και δεν κινείται,
σκυμμένο στον αυλόγυρο, να νιώσει

το φως που' ναι σβηστό, κι εκεί την ψύξη,
τις πύλες που 'χουν όλες τους ανοίξει.



Η προηγούμενη ποιητική του συλλογή "Στα μέσα σύνορα" (Πόλις, 2011) δείχνει ν' αναμετράται με το παρελθόν και με τις μνήμες,

"Στο πορτμπαγκάζ
Φορτώσαμε τη μνήμη
Μα ξέφυγε στο δάσος
Σαν αγρίμι"


περισσότερο με το παρελθόν και με τις μνήμες όχι της δικής του γενιάς μα των παλαιότερων.



Αντιγράφω το ποίημα "Οι Γέροι της Σιδώνος":

Είπαν ψωμί και λευτεριά, είπαν παιδεία
Μάκρυναν λίγο τα μαλλιά με συστολή
Τους βρήκε ο Φοίνικας κι από την εφηβεία
Τους πήρε απότομα, τους φόρεσε στολή
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Αλλά δεν έμοιαζε σκιά, μήτε γιορτή
Ήταν αδιάκοπη στην έρημο πομπή
Κι ήταν ασπρόμαυρη στην πόλη τους ταινία


Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν


Γήπεδα γέμιζαν και γέμιζαν πλατείες
Στου αμφιθέατρου την ξύλινη βουή
Αγώνες, χρόνια της αιχμής και αγωνίες
Γι’ αυτό που βάφτιζαν καλύτερη ζωή
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Κι ας ήταν φάρσα που μετρούσε ποσοστά
Καθώς περνούσαν απ’ το μέλλον τους ξυστά
Να νοσταλγούν την κατοχή, την εξορία


Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν


Και τότε βρήκαν ανοιχτή την ευκαιρία
Και την κυνήγησαν — γιατί να της κρυφτούν;
Αν τ’ ομολόγησαν, ουκ έστιν αμαρτία
Φτηνά τα λόγια, μ’ ευκολία θα τους βγουν
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Έχτιζαν σπίτια και μεγάλωναν παιδιά
Ήταν που πέρναγε απ’ τις φλέβες στην καρδιά
Κείνο το πρόσταγμα, να ζεις μ’ ευημερία


Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν


Κι όσο τους έπλαθε η κάθε δεκαετία
Όπως το χέρι του τεχνίτη τον πηλό
Δεν πήραν πρέφα πως η τρίτη ηλικία
Τους είχε ήδη ροκανίσει το μυαλό
Για πάντα νέοι κι αν προσπάθησαν να μείνουν
H Ιστορία δεν μπορούσε να σταθεί
Βαθιές ρυτίδες, μα το τραύμα πιο βαθύ
Στο τέλος τίποτα δεν μπόρεσαν να γίνουν


Περιγράφει εικόνες της καθημερινότητας από "την εποχή του κάτι σαν" (ομώνυμο ποίημα), όπου

"... Εδώ που οι δρόμοι είναι παλιοί
Αλλά η πόλη μας καλεί
Για να εφευρεθεί ξανά
Μέσα από στάχτη και φωτιά
Τούτο το αλωνάκι".

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Για μια Εθνική πολιτική βιβλίου και βιβλιοθηκών (μερικές πρώτες σκέψεις και ως συμβολή στις συζητήσεις που έχει ξεκινήσει ο Σύριζα)


Έγραψα τις προάλλες, με αφορμή τη μέρα θανάτου του Λένιν, για τη σχέση του με το βιβλίο, με την ανάγνωση και με τις βιβλιοθήκες. Η σχέση του ήταν βαθειά, συστηματική και διαρκής. Ο Ρώσος ηγέτης παρακολουθούσε τη διεθνή βιβλιογραφία, αναζητούσε τα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά που τον ενδιέφεραν και επισκεπτόταν τις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες προκειμένου να μελετήσει τα θέματά του. Και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε με την Επανάσταση του Οχτώβρη, ήταν η υποστήριξη πολιτικής βιβλίου και βιβλιοθηκών, για την αναδιοργάνωση των βιβλιοθηκών στη Ρωσία, την ίδρυση κεντρικού συστήματος βιβλιοθηκών και για την εισαγωγή του Ελβετο-αμερικάνικου συστήματος σύμφωνα με τις πρακτικές που εφαρμόζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελβετία. Ενώ, ήδη το Νοέμβριο 1917, διετύπωσε τους στόχους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Πετρούπολη που δεν υπολείπονται από τους στόχους που σήμερα θα πρέπει να βάζουν οι αντίστοιχες βιβλιοθήκες.

Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα, βιβλίο του 1970 για τις υπηρεσίες παράδοσης βιβλίων στο σπίτι από δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ευρώπη και στην Αμερική και που ξεκίνησαν το 1918 στην Ολλανδία, αναφέρεται σε ρώσικο περιοδικό του 1937 που κάνει λόγο ότι η αποστολή βιβλίων με το ταχυδρομείο είναι πρόσθετη υπηρεσία που παρέχεται στους Ρώσους αναγνώστες, οι οποίοι μπορούν να τηλεφωνούν ή να αποστέλλουν με το ταχυδρομείο το αίτημα τους στη βιβλιοθήκη, επιβαρυνόμενοι με το κόστος αποστολής. Πρέπει να προσθέσω επίσης ότι στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι οι δανειστικές υπηρεσίες της Βρετανικής Βιβλιοθήκης ξεκίνησαν το 1740, ενώ το 1765 δημιουργήθηκε η πρώτη αμερικάνικη δανειστική βιβλιοθήκη στη Βοστώνη. Οι συνδρομητικές βιβλιοθήκες εμφανίστηκαν το 19ο αιώνα οι οποίες παρείχαν υπηρεσίες απομακρυσμένης παράδοσης, ενώ το 1926 οι 37 από τις 44 ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες των ΗΠΑ παρείχαν αντίστοιχες υπηρεσίες. (Πηγή: Jordan, Robert Thayer, Tomorrow's Library: Direct Access and Delivery. New York: Bowker, 1970).

Έγραφα αλλού για τον Μάριο Βίττι και τη σχέση του συγγραφέα με τον αναγνώστη. Έλεγε σε μια συνέντευξή του το 1988 ο Μάριο Βίτι ότι συγγραφέας και αναγνώστης "επιζητούν μια αλληλεγγύη για το ίδιο αντικείμενο αγάπης". 

Η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Τόνυ Μόρρισον είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 1998 στο περιοδικό Vibe αναφερόμενη στη στάση ανδρών και γυναικών απέναντι στα βιβλία και την ανάγνωση: «… λέγανε κάποτε στις γυναίκες: “μην το διαβάζεις αυτό το πράγμα, θα σου βάλει ιδέες”…»

Αυτό το τελευταίο δένει με τα προηγούμενα και δένει πολύ καλά με την αντίληψη που έχω για το βιβλίο και για τους φορείς που το στηρίζουν και το υποστηρίζουν. Το βιβλίο βάζει ιδέες! Άραγε, γι’ αυτό δεν έχει υποστηριχθεί όσο πρέπει στον τόπο μας; Κάποιοι φοβούνται τις ιδέες; Ή μήπως, δεν εκτιμούν αυτό ακριβώς το πράγμα; Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση που έχει προκύψει εδώ και πάνω από ένα χρόνο με το ΕΚΕΒΙ, που το καταργεί ο ένας Υπουργός χωρίς άλλη συζήτηση (στην κυριολεξία, έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να υποσχεθεί ο επόμενος ότι δεν θα το καταργήσει (πάλι έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να το στείλει τελικά ο ίδιος σε έναν άλλο προβληματικό οργανισμό, στην ουσία καταργώντας το, αυτό που δείχνει τελικά είναι ότι υπάρχει πρόγραμμα και αυτό είναι ότι δεν ενδιαφέρει να έχουμε διακριτές δράσεις «που βάζουν ιδέες!».

Κι ένας τέτοιος θεσμός είναι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Δεν εξετάζω εδώ τα λάθη και τις αδυναμίες και τα τυχόν μικρά ή μεγάλα ατοπήματα, εξάλλου, όπως είχα γράψει και παλιότερα, δεν γίνεται ν’ ακολουθούμε «πονάει δόντι, κόψει κεφάλι», ας τα διορθώσουν (π.χ. εδώ  και εδώ). 

Το ΕΚΕΒΙ είναι ένας προοδευτικός, ένας δημοκρατικός θεσμός, ξεχωριστός για τη χώρα μας, που μπορεί να παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην πνευματική παραγωγή και εν τέλει στη διαμόρφωση κουλτούρας με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει ως έννοια και ως πρακτική στην καθημερινή ζωή κάθε ανθρώπου. Ξεφυλλίζω μια σειρά τευχιδίων που είχε εκδώσει το ΕΚΕΒΙ γύρω στο 1998 με τίτλο «φιλόβιβλον», καθένα από τα οποία περιέχουν αποσπάσματα κειμένων σχετικών με τα βιβλία και την ανάγνωση, γραμμένα από γνωστούς ξένους συγγραφείς. Την επιλογή και τη μετάφραση έχει κάνει ο Θανάσης Γιαλκέτσης. Ξεφυλλίζω μια άλλη σειρά τευχιδίων του ΕΚΕΒΙ με τις εισηγήσεις από το Συμπόσιο που οργάνωσε μαζί με το Τμήμα ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου τον Μάιο 1998 με τίτλο «Βιβλίο και μέσα μαζικής επικοινωνίας».
 
Για το ΕΚΕΒΙ, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να υπάρχει ως ξεχωριστός φορέας βιβλίου, και όχι να μεταφερθεί σε άλλον. Εξάλλου, με τη συγχώνευσή του δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα από αυτά που μερικές φορές επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την απαξίωσή του. Όπως μάλιστα έγραψα σε σχόλιο στη δημόσια διαβούλευση για το σχετικό άρθρο 9 στο νομοσχέδιο που καταργεί φορείς αδιακρίτως ρόλων, σημασίας, έργου, ανθρώπων κτλ.: «Το κύριο ζήτημα στο σχετικό άρθρο είναι η αναφορά κατάργησης του ίδιου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και δευτερευόντως η μεταφορά διαφόρων αρμοδιοτήτων, οι οποίες εξάλλου δεν αναφέρονται αναλυτικά. Όταν ορίζεται ότι μεταφέρονται διάφορες οικονομικές, δικονομικές και άλλες σχετικές εκκρεμότητες (χωρίς να λησμονείται το χαράτσι), δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στο ίδιο το αντικείμενο του ΕΚΕΒΙ, δηλαδή στο βιβλίο και ούτε στους εργαζόμενους που απασχολούνται μέχρι τώρα. Τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στο ΕΚΕΒΙ; Υπάρχει πολιτική βιβλίου; Όταν αναφέρεται ότι «οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ των υφιστάμενων οργανικών μονάδων του φορέα υποδοχής», δεν διασφαλίζεται ότι υπάρχουν διακριτές λειτουργίες σχετικές με τον φορέα του βιβλίου. Ποια θα είναι η τύχη της Biblionet; Και ξανά, οι εργαζόμενοι στο αντικείμενο του βιβλίου έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και ειδικότητα. Ποια θα είναι η τύχη τους;»
Υπάρχει και η συζήτηση για την ενιαία τιμή βιβλίου, όπου η Κυβέρνηση, μέσω άλλου Υπουργού τώρα, θέλει να καταργήσει την ενιαία τιμή βιβλίου, ευνοώντας έτσι τις μεγάλες αλυσίδες και αδιαφορώντας τόσο για τους μικρούς βιβλιοπώλες (κύρια στη συνοικία και στην περιφέρεια) όσο και για τους πολίτες, ως «καταναλωτές, ως υπαρκτούς ή δυνητικούς αγοραστές βιβλίων. 
Και ενώ οι περισσότεροι εκδότες έχουν εναντιωθεί στο ενδεχόμενο αυτό, μου είναι εξαιρετικά περίεργο και μου γεννά αρνητικές εντυπώσεις η πολεμική εκ μέρους συγκεκριμένου ιδιοκτήτη γνωστού ιστορικού βιβλιοπωλείου της Αθήνας (που σαν φοιτήτρια στη δεκαετία του ’70 το υπογειάκι στα Εξάρχεια ήταν η κύρια πηγή τροφοδότησής μου με πολιτικά και όχι μόνο βιβλία!). Αν και αυτά που καταγγέλλονται κι εδώ είναι σοβαρά, αυτό δεν σημαίνει ότι, για άλλη μια φορά, πρέπει να ξεριζώσουμε μια θετική ρύθμιση (κι εδώ μάλιστα, επίσης … με πρόγραμμα!). ¨Ετσι σχολίασα με αφορμή τη δημοσίευση του σχετικού αντίλογου: «Φοβάμαι ότι ο αντίλογος εξυπηρετεί ίδιους σκοπούς με αυτούς που επικαλείται για τους υπόλοιπους. Και φυσικά δεν απαντάει επί της ουσίας τι γίνεται με τα μικρά βιβλιοπωλεία (που, καλώς κάνουν και ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί) και ούτε με τους αναγνώστες, με τους βιβλιόφιλους ή με τους δυνητικούς βιβλιόφιλους τέλος πάντων. Γιατί δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους οι εκδότες και βιβλιοπώλες, ώστε να μην υπάρχει αυτός ο ανταγωνισμός; Μήπως ο αντίλογος γίνεται για να γίνεται; Αυτή τη στιγμή, πάρα πολύ συχνά, πάμε στα διάφορα βιβλιοπωλεία, βλέπουμε, δεν αγοράζουμε αλλά πάμε σε ένα από εκείνα τα βιβλιοπωλεία που ξέρουμε ότι έχουν χαμηλότερη τιμή (για τα προ των δύο ετών βέβαια, προφανώς ο αντιλέγων θα ήθελε να μπορεί να έχει έκπτωση και στα νέα βιβλία). Για μας τους "πελάτες" εξυπηρετεί η ενιαία τιμή και ας βρουν το θεσμικό και δεοντολογικό πλαίσιο για ένα υγιή ανταγωνισμό, γιατί όντως αυτά που αναφέρονται είναι σοβαρά και σε σημεία μου θυμίζουν  το περίφημο "το νόμιμο είναι και ηθικό"!!!»

 Μετά από τα παραπάνω, νομίζω ότι χρειάζεται να διατυπωθεί μια πολιτική βιβλίου συγκεκριμένη, δηλαδή τι λέμε και τι κάνουμε για το βιβλίο. Δεν έχω μάλιστα πρόβλημα να την ονομάσω Εθνική Πολιτική Βιβλίου η οποία θα υλοποιεί μια Εθνική Στρατηγική για την Παιδεία και τον Πολιτισμό (όσο και αν αυτό από κάποιους μπορεί να χαρακτηριστεί υπερφίαλο, μη ρεαλιστικό κτλ.). Ξεκινάμε με αφετηρία ότι αντιμετωπίζουμε / εξετάζουμε το βιβλίο από διάφορες πλευρές, οι οποίες έχουν ή δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, ανάλογα με τον τομέα δράσης και ανάλογα με τα εμπλεκόμενα μέρη. Έτσι, έχουμε το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό και το βιβλίο ως εμπόρευμα. Κι έχουμε τους εκδότες που ενδιαφέρονται πρώτιστα για το βιβλίο ως εμπόρευμα (και όχι μόνο βέβαια, αλλά η διάκριση αυτή χρειάζεται αρχικά για λόγους ταξινόμησης), έχουμε τους συγγραφείς και λοιπούς πνευματικούς παραγωγούς (μεταφραστές, επιμελητές κτλ) οι οποίοι ενδιαφέρονται και για τις δύο επόψεις και έχουμε τέλος τις βιβλιοθήκες, τα σχολεία και την κοινωνία / όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό (κι εδώ βέβαια ισχύει το ίδιο όπως με τους εκδότες). Κι έχουμε για το ίδιο το βιβλίο, ως έννοια και ως δημιούργημα, τις διάφορες εκφάνσεις μορφής, χρήσης, λειτουργίας κτλ. Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, χρειάζεται να διατυπωθεί συγκεκριμένη πολιτική, με αρχές και κανόνες, όπου θα λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ανάγκες και δυνατότητες μαζί με τις διεθνείς εμπειρίες και εξελίξεις.
Η εθνική πολιτική βιβλίου δεν είναι το ΕΚΕΒΙ, ή μάλλον δεν είναι μόνο το ΕΚΕΒΙ. Το ΕΚΕΒΙ όμως υλοποιεί στο μεγαλύτερο μέρος την πολιτική βιβλίου ή συντονίζει τις πολιτικές και τις δράσεις που σχετίζονται με αυτό. Και στο πλαίσιο αυτό, το ΕΚΕΒΙ οφείλει να συνεργάζεται με φορείς (δεν είμαι σίγουρη αν η μέχρι τώρα τυπική συμμετοχή εκπροσώπων φορέων έχει συμβάλει στο έργο τους ή αν επέτρεψαν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις να έχουν συμβολή, για αυτό οι ίδιοι θα πρέπει να τοποθετηθούν ανοιχτά), όπως οι φορείς των παραπάνω κύριων εμπλεκόμενων μερών (εκδότες, βιβλιοθήκες, συγγραφείς, εκπαιδευτικά ιδρύματα κτλ.), αλλά και η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, οι φορείς διαχείρισης δικαιωμάτων (π.χ. ΟΣΔΕΛ) κτλ.

Στο σημείο αυτό, δεν θα εξειδικεύσω τι σημαίνει καθένα από τα παραπάνω στοιχεία. Θα προχωρήσω παραπέρα, στο ζήτημα των βιβλιοθηκών. Και για τις βιβλιοθήκες χρειάζεται – επιτέλους – Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών. Δεν είμαστε στην αρχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς προτάσεις, έχουν γίνει ενέργειες, έχουν γίνει αρκετά πράγματα τα προηγούμενα χρόνια – ιδιαίτερα στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες αλλά και σε αρκετές δημόσιες και ειδικές κ.ά., κυρίως με τη συνδρομή των κονδυλίων από ευρωπαϊκά προγράμματα. Υπάρχουν πολλά προβλήματα και είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι σήμερα, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης συνολικά αλλά και εξ αιτίας των πολιτικών που εφαρμόζονται και των αντιλήψεων που υπάρχουν, οι βιβλιοθήκες και οι άνθρωποι που τις λειτουργούν όχι απλά δεν αποτελούν προτεραιότητα, μάλλον δεν ενδιαφέρουν. Έτσι, διώχνεται προσωπικό, κόβονται συνδρομές, υπηρεσίες και συστήματα που είχαν δημιουργηθεί από ανθρώπους με πολύ μεράκι, αγάπη και γνώση (πολύ σημαντική παράμετρος το διανοητικό κεφάλαιο που περικλείεται στις δράσεις αυτές) καταδικάζονται στην απαξίωση, στην αδράνεια, στη «διαθεσιμότητα» (νιώθω ότι αυτή τη λέξη βρήκαν για να αποδώσουν το αγγλικό obsolescence!), δηλαδή στην αχρήστευση. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης ή του Αριστοτέλειου Θεσσαλονίκης για να πάρει μια εικόνα του τι έχει γίνει.
Πάντως, η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών χρειάζεται και γενικά και για τους παραπάνω λόγους να διατυπωθεί από την αρχή. Η Πολιτική αυτή πρέπει να πάρει υπόψη της όλες τις κατηγορίες βιβλιοθηκών, τα ζητήματα εκπαίδευσης του προσωπικού τους, αλλά και εκπαίδευσης των πολιτών ως χρηστών τους (με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικρές ηλικίες αλλά και στο χώρο της εκπαίδευσης και της έρευνας). Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αφορά ένα συγκεκριμένο υπουργείο και γι’ αυτό η παρακολούθηση της υλοποίησής της δεν μπορεί να ενταχθεί κάτω από τη μία ή την άλλη Διεύθυνση Γραμμάτων οποιουδήποτε Υπουργείου. 

Χρειάζεται να οριστεί ο ρόλος των κεντρικών θεσμικών φορέων όπως είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη (ο όρος Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μου αρέσει, να θυμίσω εξάλλου ότι είχε ξαναγίνει μια τέτοια προσπάθεια, έτυχε να είμαι μέλος εκείνης της – άμισθης – ομάδας με μέλη και γνωστούς συγγραφείς, όμως δεν θυμάμαι να έγινε κάτι στη συνέχεια). Η γνώμη μου είναι ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη χρειάζεται καταρχάς να παίζει το ρόλο της ως Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι εξαγγελίες περί της μεγάλης Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Αθήνα δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θα συμβάλει, όταν ως πολίτης, χρήστης βιβλιοθηκών ή πολύ περισσότερο δυνητικός χρήστης (με δεδομένο το χαμηλό ποσοστό χρήσης των βιβλιοθηκών στη χώρα μας αλλά και γενικότερα το χαμηλό ποσοστό ανάγνωσης βιβλίων), θέλω να έχω τη βιβλιοθήκη με ρόλο δημόσιας στη γειτονιά μου (κι εδώ δεν θα συμφωνήσω με το Γ. Τροχόπουλο που υποστήριξε σε κάποια συνέντευξή του περίπου ότι δεν πειράζει αν κλείσουν κάποιες δημοτικές βιβλιοθήκες, για μένα πειράζει και χρειάζεται και αυτό να συζητηθεί).
Υπάρχει επίσης το ζήτημα της υποστήριξης των βιβλιοθηκών από τους χορηγούς, κύρια από το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, που έχει αναλάβει έναν αριθμό δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών, καθώς και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Δεν θα εκθέσω τώρα πλήρη άποψη για το θέμα, εξάλλου, προσωπικά και σε θεωρητικό επίπεδο κατ’ αρχήν, δεν έχω πλήρη αντίθεση στη συμβολή των ιδρυμάτων αυτών (να σημειώσω ότι επίσης τα Ιδρύματα Λάτση και Ωνάση έχουν αναλάβει σχετικές δράσεις, διατηρώντας όμως χαμηλότερους τόνους προβολής). Νομίζω όμως ότι χρειάζεται να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των δύο μερών, να είναι διακριτός ο ρόλος της Πολιτείας και των θεσμικών φορέων της και βέβαια οι δράσεις να ανταποκρίνονται στο ρόλο των βιβλιοθηκών στη σημερινή εποχή, όπως ορίζονται από τον ίδιο το χώρο των βιβλιοθηκών και σε συνεργασία με τις κοινότητες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. 

Τελειώνοντας προς το παρόν, χωρίς να κλείνω το θέμα, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είμαστε στην αρχή. Υπάρχουν βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και υπάρχουν δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα (γιατί έχει ακουστεί και αυτό) και υπάρχει ένα σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο (για να χρησιμοποιήσω … όρους οικονομικούς, αλλά που εγώ τους δίνω γενικότερη σημασία) που τις λειτουργεί (αρκεί να του δίνεται η δυνατότητα αυτή). 
Η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών δεν είναι ίδια με την Εθνική Πολιτική Βιβλίου, έχουν συνάφειες, όπως και την Εθνική Πολιτική για την Έρευνα και για την Παιδεία και για τον Πολιτισμό και κάθε μια πρέπει να παίρνει υπόψη της στοιχεία από τις άλλες. Έτσι, για να δέσω το θέμα και με το ΕΚΕΒΙ, θα αναφερθώ σε μια έρευνα που είχε γίνει το 1998 για το Παρατηρητήριο Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ από το Τμήμα Αρχειονομίας – Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και αφορούσε την καταγραφή των ελληνικών βιβλιοθηκών. Διαβάζω στην Τελική Έκθεση της έρευνας:

«… Ο χώρος των βιβλιοθηκών και των υπηρεσιών Πληροφόρησης στην Ελλάδα παρουσιάζει, όπως είναι γνωστό, σοβαρότατα προβλήματα, οφειλόμενα, σε μεγάλο βαθμό, στην καθυστερημένη, χαλαρή, χωρίς σύστημα, νομοθετικές προβλέψεις και προγραμματισμό διαμόρφωση του τομέα αυτού στη χώρα μας. Η από πολλούς και σε πολλά επίπεδα διαπιστωμένη απουσία ουσιαστικής υποστήριξης της έρευνας, της εκπαίδευσης, της επιμόρφωσης και της ψυχαγωγίας από ένα ικανοποιητικό αναπτυγμένο δίκτυο βιβλιοθηκών και υπηρεσιών πληροφόρησης οφείλεται σε πολλούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και άλλους λόγους…
….Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος, ο σωστός σχεδιασμός και η διαμόρφωση και άσκηση της ανάλογης πολιτικής από όσους εμπλέκονται σα θέματα αυτά προϋποθέτει τη γνώση του χώρου ή, καλύτερα, τη γνώση του προβλήματος…»
Την επόμενη χρονιά, ο Μπεκατώρος έγραφε: "Εκπαίδευση των παιδιών μας ορθή (σε όλες τις  βαθμίδες), πολιτική για τον πνευματικό πολιτισμό και για την επιμόρφωση και καλλιέργεια του λαού μας, βιβλιοθήκες πάσης φύσεως (σχολικές/λαϊκές, πανεπιστημιακές, ειδικές, ερευνητικές κ.ά.) δεν πρόκειται να αποκτήσουμε αν δεν αλλάξουμε γραμμή πλεύσεως..."
Τα έχουν πει και η Ένωση Βιβλιοθηκονόμων και άλλοι μεμονωμένοι επαγγελματίες του χώρου. Αυτό που χρειάζεται είναι όντως ο σωστός σχεδιασμός, ο προγραμματισμός, οι νομοθετικές προβλέψεις, η διαμόρφωση και αυστηρή υλοποίηση πολιτικής. Ας πιάσουμε το νήμα από μια άκρη κι ας προχωρήσουμε. Είνα καλό να βάζουμε ιδέες στα κεφάλια των παιδιών μας κι ας το θεωρούν κάποιοι κακό πράγμα...


Υστερόγραφο
Στην έρευνα του Ιονίου Πανεπιστημίου, βασικοί συντελεστές ήταν ο Γιώργος Μπώκος, ομότιμος σήμερα καθηγητής του παραπάνω τμήματος και η Μαρία Σκεπαστιανού, τότε διδάσκουσα του τμήματος. Δυστυχώς, η δυναμική Μαρία έφυγε νωρίς. Ας αφιερώσω την ανάρτηση αυτή στη μνήμη της. Είναι τόσο λίγο για τα τόσα πολλά που πρόλαβε στο σύντομο βίο της.







Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Κουβαλώντας μνήμες και έναν αριθμό στο χέρι!




"Πριν 69 χρόνια στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπίρκενάου. Η 27η Ιανουαρίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.". Έτσι τελειώνει το εξαιρετικό κείμενό του στη χθεσινή Αυγή ο Βιβλιοθηκάριος. 

Και υπολογίζω πως είναι 39 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μου επίσκεψη στο κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκενάου! 

Ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο στους Χημικούς Μηχανικούς και στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών της IAESTE, είχα επιλέξει να πάω σε ένα εργοστάσιο ελαστικών στην Κρακοβία. Θα έμενα εκεί 40 μέρες. Ήταν καλοκαίρι του 1975. Πρώτη φορά θα έβγαινα από την Ελλάδα, πήγα με τρένο, το ταξίδι κράτησε τρεις μέρες.

Την πρώτη μέρα που πήγα στο εργοστάσιο, ανέλαβε ο Τεχνικός Διευθυντής να με ξεναγήσει. Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, μάλλον κοντός και μάλλον σοβαρός (έτσι τουλάχιστον έδειχνε στα μάτια ενός εικοσάχρονου τότε κοριτσιού). Μιλούσε Γερμανικά, σε αυτά συνεννούμασταν. Μόλις με χαιρέτησε, τράβηξε το μανίκι του ψηλά και μου έδειξε, εκεί κοντά στον αγκώνα, έναν αριθμό! Δεν μπορώ να πω ότι πολυκατάλαβα αμέσως. Μου εξήγησε. 


Η αυλή στο μπλοκ του θανάτου

Κάποια μέρα μας πήγαν να δούμε από κοντά το μέρος που οι άνθρωποι, στην αρχή ήταν αριθμοί και ύστερα γίνονταν στάχτες. Δεν έχει νόημα να πω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεγαλύτερη θηριωδία, αν ήταν ή όχι το χειρότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί πάντως είδα τους φούρνους, είδα τους θαλάμους αερίων, είδα τα κρεματόρια, είδα τα ηλεκτροφόρα σύρματα, είδα τα νοσοκομεία που έκαναν τα πειράματά τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα του ναζισμού. Είδα τις προθήκες με τα ρούχα των κρατουμένων, είδα τις προθήκες με τα κατσαρολικά τους. Και είδα τις προθήκες με τα παιχνίδια των παιδιών. Γιατί υπήρχαν και παιδιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν τη Ruth Kluger που γράφει ο Βιβλιοθηκάριος, και σαν το μικρό αγοράκι στην ταινία του Μπενίνι. Και υπήρχαν παιδιά που περιμένανε τους γονείς τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν τον Φρανσουά Μασπερό (αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του "Οι μέλισσες και η σφήκα", Σοκόλης 2005).


Ο φούρνος στο κρεματόριο!
Ο θάλαμος αερίων!
Το Νοσοκομείο!
Και ηλεκτροφόρα σύρματα παντού!
Και άλλοι πολλοί, χιλιάδες, που έζησαν στο πετσί τους τη θυριωδία του ναζισμού. Και υπήρξαν αυτοί που δεν άντεξαν το βάρος της μνήμης. Όπως ήταν ο Primo Levi (να προτείνω ένα ίσως λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου εξαιρετικό, "Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου", Καστανιώτης 2005) και όπως ήταν ο Jean Amery (με το αριστουργηματικό "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση", Άγρα 2010). Να προσθέσω εδώ και τον Χόρχε Σεμπρούν, που τον ανέφερε στο σχόλιό του στην προηγούμενη ανάρτησή μου ο Βιβλιοθηκάριος. Ο Σεμπρούν είχε επίσης βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το γράμμα που του είχε στείλει το 1943 η εκδότρια Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ με τίτλο "Για μια προϋπόθεση της γραφής" δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Του το διάβασε η ίδια η Μαγνύ το 1945, μόλις είχε επιστρέψει από το Μπούχενβαλντ, και της χτύπησε την πόρτα μιά μέρα πριν τη Χιροσίμα (όπως σημειολογικά παρατηρεί ο ίδιος). Αυτά διηγείται ο εξόριστος Ισπανός συγγραφέας στον πρόλογο για το βιβλιαράκι με τον τίτλο αυτό που εκδόθηκε τελικά το 1947. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2001 ("Η προϋπόθεση της γραφής: Γράμμα της Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ προς τον Χόρχε Σεμπρούν", Ολκός 2001).
Οι φωτογραφίες είναι όλες από το φωτογραφικό άλμπουμ που αγόρασα τότε και περιέχει φωτογραφίες του Πολωνού φωτογράφου Adam Kaczkowski (1917-1995). Είχε εκδοθεί από το Κρατικό Μουσείο του Άουσβιτς (Państwowe Muzeum w Oświęcimiu) μάλλον γύρω στο 1970.

Υστερόγραφο

Η παραμονή μου στην Κρακοβία ήταν πάντως ευχάριστη. Κατά την καθημερινή μου μετάβαση στο εργοστάσιο, περνούσα από ένα άλλο, που μύριζε σοκολάτα, κάτι σαν την ΊΟΝ στην Πειραιώς δηλαδή. Το θυμήθηκα όταν μας πήγαν επίσκεψη κάποια φορά με τη Σχολή. Από το ίδιο το αντικείμενο μέσα στο εργοστάσιο ελαστικών της Κρακοβίας, το μόνο που θυμάμαι είναι η πρώτη επικοινωνία με τους Πολωνούς φοιτητές που επίσης έκαναν την πρακτική τους εκεί: με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο με μια μεγάλη μπανιέρα και μου έδειξαν πώς δοκιμάζεται η αντοχή των προφυλακτικών (ήταν ένα από τα προϊόντα που παρήγαγε το εργοστάσιο). Τα γέμιζαν λοιπόν νερό, πολύ νερό κτλ κτλ. Οι δοκιμές αυτές επαναλαμβάνονταν συχνά.  Είμασταν όλοι παιδιά...

Επίσης, στην Κρακοβία γνώρισα τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Θυμάμαι την Ελένη Νοικοκύρη, μια, όχι ψηλή, καλοφτιαγμένη, μεσόκοπη γυναίκα, που είχε κάνει αντάρτισσα στον ΕΛΑΣ και στο σπίτι της είχε φωτογραφία της με στολή και ντουφέκι. Γνώρισα κι άλλους, είχε πολλούς η ελληνική κοινότητα και οι περισσότεροι δούλευαν στα εργοστάσια της Νόβα Χούτα που ήταν στην άκρη της πόλης (όταν ξαναπήγα το 1999, η εικόνα της περιοχής αυτής ήταν πολύ διαφορετική).

Πήγα και στο ελληνικό χωριό προς τα ανατολικά, ανέβηκα στο Ζακοπάνε το βουνό, πήγα στο αλατορυχείο της Βιελίτσκα. 

Αφήνω τελευταία την Κρακοβία γιατί είναι η πόλη που μου αρέσει πολύ. Ίσως γιατί ήταν ο πρώτος μου ταξιδιωτικός προορισμός. Ίσως γιατί οι παραστάσεις με έφεραν πιο κοντά στην πραγματικότητα και στην αξία της μνήμης. Ήταν οι παραστάσεις από την επίσκεψη στο Άουσβιτς. Αλλά ήταν και η καθημερινή μου συνάντηση για ένα μήνα με έναν "κανονικό" άνθρωπο που όμως είχε ανεξίτηλο αριθμό στο χέρι, ήταν έτσι σημαδεμένος, αλλά κι ευτυχώς ζωντανός...

Λίγοι επέστρεψαν από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένας απ' αυτούς που δε γύρισαν ήταν και ο αδερφός του πατέρα μου, ο Αντώνης, ήταν δεν ήταν 20 χρονώ όταν τον πήραν για καταναγκαστική εργασία. Ο καημός της μάνας τους που δεν έσβησε ποτέ! 

Ποιος μπορεί να μιλάει τώρα για αυτά τα τέρατα και να μην ανατριχιάζει!