Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Χανιά, στο παλιό λιμάνι



Μια βόλτα στα Χανιά, στο παλιό λιμάνι, ένα σούρουπο του Ιούνη. Χθες, στους ίδιους χώρους, διαδηλώναμε ενάντια στα χημικά του πολέμου. Σήμερα το λιμάνι γεμίζει από κόσμο που κάνουν τη βόλτα τους. Γύρω από το ΚΑΜ (Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου) υπάρχει κινητικότητα. Στα σκαλάκια στο πλάι του Κέντρου, μια ομάδα δοκιμάζει μηχανήματα και σε λίγο θα ξεκινήσει η προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους για τη χρήση του δημόσιου χώρου στα Χανιά (εντάσσεται στο πρόγραμμα UiPS - Ο χρήστης στο δημόσιο χώρο, εδώ τμήμα της ταινίας). Μπροστά στην πλατεία Κατεχάκη, ετοιμάζονται για ένα πάρτυ. Πρόκειται για τις πρώτες εκδηλώσεις στο πλαίσιο τριήμερου φεστιβάλ που διοργανώνονται (όπως κάθε χρόνο) από την ομάδα p-public μαζί με το Σύλλογο αρχιτεκτόνων της πόλης και έχουν ως θέμα "δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του εμείς". Ενδιαφέρον θέμα στ' αλήθεια.



Και λίγες ακόμα εικόνες από το παλιό λιμάνι, σούρουπο Παρασκευής, λίγο πριν νυχτώσει για καλά, το κόκκινο στο βάθος τ' ουρανού προμηνύει μια ζεστή μέρα γι' αύριο.



Τώρα τα άλογα ειναι κάτι σαν τουριστική ατραξιόν. Κάποτε ήταν τα ταξί της πόλης.

Ο φάρος και αριστερά το φρούριο Φιρκά.

Περπατώντας στο πλακόστρωτο, αριστερά το Γυαλί Τζαμισί.

Το Σαντριβάνι, στο τέρμα της οδού Χάληδων και αρχή του λιμανιού. Απέναντι, η παλιά συνοικία Καστέλλι όπου ξεκινά η οδός Κανεβάρο, γνωστή από τα χρόνια των Ενετών ακόμα.

Χανιά
.......
Στους δρόμους σου έχουμε ξεχαστεί από καιρό

περιηγητές της παιδικής σου ηλικίας

ερασιτέχνες αλιείς εικόνων

με ήλιο και σκιά

φωτογράφοι της ζωής σου

πλανόδιοι, μικροπωλητές στα πανηγύρια

ηδονοβλεψίες της αβάσταχτής σου ομορφιάς.
............................
(με τα λόγια της Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη)
δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του “εμείς”
δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του “εμείς”

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Το κόκκινο μπαλόνι - Καλό μήνα!


Πρώτη του μήνα σήμερα. Πρώτη του καλοκαιριού.  Σα σήμερα μας εσκοτώσανε οι Γερμανοί, μου είπε πρωί πρωί η μάνα μου. Στο χωριό της, το Κυρτωμάδω, κάνουν σήμερα εκδήλωση όπως και κάθε χρόνο. Είναι ένα από τα χωριά του κάμπου της Κυδωνίας Χανίων που ξεκλήρισαν οι Γερμανοί εκείνες τις αποφράδες μέρες του '41. Κάνουν εκδηλώσεις για να θυμούνται. Όπως γίνονται και στ' άλλα χωριά εδώ γύρω. Όπως γίνονται στη Βιάννο, στην Κάνδανο, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Κομμένο... Για να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μην ξεχνούν, και για να μαθαίνουν οι νεότεροι, και να μην ξεχνούν. Άραγε, υπάρχει μνήμη; Φοβάμαι πως είναι ζητούμενο των καιρών...



Αλλά, για να ξεκινήσουμε όμορφα το μήνα και επειδή "Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας", όπως πολύ όμορφα γράφει ο Θεόδωρος Τσελεπής στο χθεσινό Δρόμο της Αριστεράς, προτείνω να δούμε μια τρυφερή γαλλική ταινία του 1956.

Γιατί αριστερός, γράφει ο Τσελεπής, "πρώτα από όλα και πάνω από όλα, είναι αυτός που αγαπά τη ζωή και ζει με αισιοδοξία την κάθε της μέρα... [είναι αυτός] που ερωτοτροπεί με την ουτοπία, [...] που θέλει το αδύνατο, [...] που παλεύει καθημερινά να αλλάξει την μοίρα του...


Ενα μικρό αγόρι βρίσκει ένα κόκκινο μπαλλόνι και μ' αυτό τριγυρίζει στους δρόμους του Παρισιού. Η ταινία άρεσε τότε, είχε μάλιστα βραβευτεί στις Κάννες. Η διάρκειά της είναι λίγο παραπάνω από μισή ώρα. 


Ας απολαύσουμε λοιπόν τις περιπλανήσεις του μικρού στο Παρίσι της δεκαετίας του '50, την ίδια εποχή που η Αριστερά στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά Αξιωματική Αντιπολίτευση...


Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Πρώτη φορά Αριστερά!

Δεν είναι λίγο. Εγώ τουλάχιστον έτσι το νιώθω απόψε, νιώθω τη χαρά που δεν ένιωσε ο πατέρας μου ας πούμε, που ψήφιζε μια ζωή Αριστερά μα ποτέ δεν χάρηκε ένα βράδυ εκλογών.  Κι εγώ, μια το 2012 και άλλη μια απόψε, ένιωσα όμορφα, χάρηκα. Δεν είναι λίγο, δεν σκέφτομαι τί θα γίνει, μπορεί έτσι και μπορεί αλλιώς, εύχομαι να μη γίνουν αλλιώς τα πράγματα, όμως αυτά τ' αφήνω (προς το παρόν) για τους γκρινιάρηδες (καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους)  ...σκεπτικιστές.

Για την ώρα, χαίρομαι.
Πρώτη φορά Αριστερά! Δεν είναι λίγο. Έστω κι έτσι. Να βγούν οι εφιάλτες και τα φαντάσματα που φοβόταν ο κ. Σαμαράς και να γίνουν ελπίδα και γέλιο και προσδοκία. Αυτό ζητάμε. Η νέα γενιά μπορεί να γίνει καλύτερη από τη δική μας.

Μες στα πανηγύρια της αποψινής βραδυάς, ας παραθέσω λίγες γραμμές από την Καντάτα του αγαπημένου μου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη  (αντιγραφή από την έκδοση 1991 του Κέδρου, αξίζει όμως να διαβαστεί ολόκληρη):


......................
Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στη ξενιτιά,
     κάτω απ' τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά
     πολυτραγουδημένη Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πεί κάτι για μας. Μα νά,
     που όπως ύστερ' από καιρό μπαίνει κανείς στο σπί-
    τι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και
    μπαίνουμε
στην Ιστορία.
.......................
Και τότε είδαμε τη γη που χρόνια ψάχναμε, πως δεν
    την έγραφε κανένας χάρτης κι ουδέ καμμιά ΓΡαφή
    τραγουδούσ' εκείνη.
Και χτίσαμε την πιο μεγάλη ήπειρο μέσα μας. Και την
    καλέσαμε: αδερφωσύνη.
.............................
Η σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τη φαρέτρα
η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες
η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό -
Κι ω μή, μή μας στερήσεις ποτέ, ώ άγια, γλυκειά ζωή
την αγάπη μας για σένα.

Γιατί, αλήθεια, φίλοι μου, πέστε μου, τί άλλο είναι, λοι-
     πόν, η παντοδυναμία
απ' την απέραντη τούτη δίψα. Νάσαι τόσο πρόσκαιρος,
     και να κάνεις όνειρα
τόσο αιώνια!

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Τρίτη, 20 Μαίου 1941



Άγνωστος στρατιώτης

του Γιώργη Μανουσάκη

Κάτω από γκρίζες ή λευκές ταφόπετρες
αναπαύονται σ' άψογες σειρές
οι νεκροί της μάχης Γερμανοί κι Ιγγλέζοι.

Εκείνος, ένας Έλληνας φαντάρος
από τους τελευταίους των εμπέδων
τους μισογυμνασμένους, θάφτηκε
εκεί που τόνε βρήκε η σφαίρα
- στην πλαγιά του λόφου.

Κανείς δεν ξανανοιάστηκε γι' αυτόν.

Είκοσι χρόνια αργότερα ένα τρακτέρ
έσκαβε την περιοχή για να φυτέψουν.
Το υνί - "βαθείας αρόσεως" - βούτηξε
μέσα στο λάκκο κι έφερε τα κάτω απάνω.
Πέτρες και κόκκαλα σκορπίστηκαν.
Στη θέση του τάφου φυτεύτηκε μια ελιά.

Διαβάζω το ποίημα του σπουδαίου Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη (1933-2008) από τη συλλογή του Άνθρωποι και σκιές (Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995) και διαβάζω από τη σημερινή στήλη του Βαγγέλη Κακατσάκη στα Χανιώτικα Νέα μια μαρτυρία που έχει πάρει από το βιβλίο του Ι.Δ. Αναστασάκη "Η Μάχη της Κρήτης και η Γερμανική κατοχή 1941-45 μέσα από τα μνημεία":

Όταν μετά την απελευθέρωση οι Καζαντζάκης, Κακριδής, Καλιτσουνάκης έκαναν έρευνα για τις ωμότητες των Γερμανών στην Κρήτη κι ήρθαν στα Μεσκλά βρέθηκαν ανάμεσα στα ερείπια σε κάποια πόρτα με τρεις σταυρούς σημειωμένους σ’ αυτήν. Οταν ρώτησαν τη μαυροφορεμένη μάνα, γιατί σημειώνονται οι τρεις σταυροί στην πόρτα εκείνη απάντησε: “Γιατί παιδί μου οι Γερμανοί σκότωσαν τον άντρα μου και τους δυο γιους μου”. “Και γιατί τους σκότωσαν”. “Γιατί κρύβαμε Αγγλους στρατιώτες”. “Και γιατί τους έκρυβες;”. “Γιατί συλλογιζόμουν, παιδί μου, τις μανάδες τους που τους περίμεναν να γυρίσουν και ξέρω τι πάει να πει πόνος της μάνας”.


Κατεστραμμένους τόπους άφησαν οι Γερμανοί το 1945 όταν έφυγαν από την Κρήτη!
 Μέρα μνήμης για τους Κρητικούς η σημερινή. Ημέρα που άρχισε η Μάχη της Κρήτης, ημέρα που οι Κρητικοί αντιστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις και όσο άντεχαν στη λαίλαπα του ναζισμού. Σε κάθε σπίτι έχουμε μια ιστορία ν' ακούσουμε, σε κάθε χωριό του κάμπου των Χανίων, μα και παραπέρα, υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν από κοντά.


Ο "στύλος της Αγιάς" ήταν το κοντάρι που έδεναν οι Γερμανοί αυτούς που προόριζαν για εκτέλεση. Εκεί βρίσκεται ο Γολγοθάς ή Κρανίου Τόπος, το "Χαϊδάρι της Κρήτης" (Πηγή φωτογραφίας: Χανιώτικα Νέα, 18/5/2013)
 
Ο 86χρονος Γιάννης Σκαλίδης διηγήθηκε στα περσινά Χανιώτικα Νέα πώς ξεψύχισε ο αδερφός του στα χέρια του, την απάνθρωπη συμπεριφορά των ναζί, τα φριχτά βασανιστήρια που υπέβαλαν στους κρατουμένους


«Όσοι μαύροι σταυροί στις πόρτες, τόσοι άντρες σκοτωμένοι. Κάποτε τέσσερεις και πέντε στην ίδια πόρτα…» (Πηγή: Εφημ. Πατρίς)


Αντιγράφω άλλο ένα ποίημα του Γιώργη Μανουσάκη από την ίδια συλλογή:

1941

Εκείνο το πρωί όλος ο αέρας
βούιζε κι ο ουρανός είχε γεμίσει
μεγάλα εξωτικά λουλούδια που κατέβαζαν
αργά, λικνιστικά στη γη σπόρους θανάτου.

Κι όταν στου καταφλυγιου την πόρτα
φάνηκε ο πρώτος κρανοφόρς με τ' αυτόματο
όλοι σηκώσαμε τα χέρια μας ψηλά
σαν ικεσία για τη ζωή μας
σαν αρχή για σύθρηνο.

                                Κι αναρωτήθηκα
τί ν' άλλαξε σε μια στιγμή
ολόγυρά μου και προπάντων μέσα μου
κι έγινε ξαφνικά έτσι βαρειά η ζωή
και πώς θε να 'ταν από 'δώ κι εμπρός
μια ζωή αιχμάλωτη.


Αντιγράφω από το απόρρητο προσωπικό ημερολόγιο του Γκαίμπελς, όπως το μεταφράζει και παρουσιάζει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ιστορικός, ερευνητής στο ΕΙΕ:


21 Μαϊου 1941 (Τετάρτη)  Χθες: ... Επιτιθέμεθα κατά της Κρήτης με αερομεταφερόμενα τμήματα. Ένα επικίνδυνο εγχείρημα. Έχει όμως προετοιμαστεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Ελπίζουμε στο θεό να πετύχει...
...............
27 Μαϊου 1941 (Τρίτη) Χθες: Η μάχη για την Κρήτη συνεχίζεται... Ο Έλληνας Βασιλιάς πέταξε στο Κάιρο, αφήνοντας πίσω του μια πομπώδη διακήρυξη που την κάνουμε κομματάκια μεθοδικά...
--------------
16 Ιουνίου 1941 (Δευτέρα) Χθες: ... Η Κρήτη έπρεπε να κατακτηθεί...

------------------------------------
Σημείωση: Και μια σύμπτωση. Θυμήθηκα διαβάζοντας τον "Άγνωστο στρατιώτη" του Μανουσάκη ότι στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου 13-12-43 που αναφέρεται στα μαρτυρικά Καλάβρυτα μετά από είκοσι χρόνια μάζευαν οστά των εκτελεσμένων συγγενών...


Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Ημέρα της αντιφασιστικής Νίκης η σημερινή!



"Στις 9 Μαίου του 2005 πραγματοποιήθηκε στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας μια μεγαλειώδης εκδήλωση για τον εορτασμό της εξηκοστής επετείου της "Ημέρας της Νίκης", της επετείου δηλαδή του τέλους του Β' Παγκοσμίου πολέμου και της "νίκης εναντίον των φασιστών", όπως λένε οι Ρώσοι. Η "Ημέρα της Νίκης" γιορτάζεται κάθε χρόνο στη Ρωσία με πολύ μεγάλη επισημότητα. Σε όλες τις πόλεις πραγματοποιούνται παρελάσεις, βετεράνοι του πολέμου κυκλοφορούν με αρμαθιές τα παράσημα στο πέτο τους, ηλικιωμένοι δέχονται λουλούδια από νεαρούς περαστικούς, πατεράδες με παιδιά στους ώμους τραγουδάνε σε συναυλίες, και γενικά όλοι συμμετέχουν στον εορτασμό μ' έναν τρόπο που δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις αποτελούν για τον ρωσικό λαό όχι απλώς έναν τυπικό εορτασμό, αλλά μια βαθειά και ειλικρινή εκδήλωση μνήμης..."

Έτσι ξεκινά τον πρόλογο στο "Ταξίδι στην Αρμενία" του Όσιπ Μαντελστάμ ο μεταφραστής Γιώργος Χαβουτσάς (Ίνδικτος, 2007).




Και συνεχίζει  περιγράφοντας τις γιορτές όπως τις παρακολουθεί από κρατικά κανάλια της Ρωσίας. Και φτάνει στο ηρωικό Λένινγκραντ (που κοντά 900 μέρες κράτησε η πολιορκία του από το '41 ως το '44, οι άνθρωποί του μαζί και ο Κόκκινος Στρατός αντιστάθηκαν γενναία και νίκησαν το φασισμό), τη σημερινή αλλά και παλιότερη Αγία Πετρούπολη (καημένο Πετερμπούργκ, ποια άλλη πόλη έχει τόσα σημάδια πολιτικών αλλαγών χαραγμένα στο όνομά της...). 

Και ακούγεται η 7η Συμφωνία του Σοστακόβιτς, αυτή που συνέθεσε ο μεγάλος συνθέτης για το Λένινγκραντ και που παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του '42 στην πόλη, εν μέσω της πολιορκίας, από μουσικούς που ήταν στα χαρακώματα. 

Και μια φωνή ακούγεται ν' απαγγέλλει ένα ποίημα. Είναι το "Λένινγκραντ". Και είναι ο Όσιπ Μαντελστάμ που το είχε γράψει.

Στην πόλη γύρισα που ξέρω ώσμε το δάκρυ
ως τις πρησμένες παιδικές άμυγδαλές. Στην άκρη

την γνώριμη ξανάρθες, πιες το γρήγορα λοιπόν
το μουρουνόλαδο των ποταμίσιων φαναριών.

Τη μέρα γνώρισε γοργά τη δεκεμβριανή
όπου σαν μίγμα ο κρόκος και μια πίσσα μοχθηρή.

Πετρούπολη! δε θέλω ακόμα να πεθάνω, ακούς;
Εσύ κρατάς των τηλεφώνων μου τους αριθμούς.

Πετρούπολη! διευθύνσεις έχω ακόμα και μπορώ
των πεθαμένων τις φωνές μ' αυτές να βρω.

Στον κρόταφο μου με χτυπάει (σε πίσω σκάλα μένω)
με ρίζες και με σάρκα το κουδούνι εξορυγμένο,
κι ως το πρωί τους ακριβούς μου ξένους στέκω καρτερώντας
της πόρτας μου την αλυσίδα ως χειροπέδη αχνοκουνώντας.
  
Το ίδιο το βιβλίο του Μαντελστάμ είναι ένα ποίημα. Καθώς το ξεφυλλίζω να το θυμηθώ (το είχα διαβάσει αρχές του 2008), βρίσκω τις υπογραμμίσεις και τις σημειώσεις στα πλαϊνά των κειμένων τόσο του συγγραφέα όσο και του μεταφραστή, για τον Κούζιν το φίλο του και για το Λυσένκο το βιολόγο (τον τσαρλατάνο, όπως τον αποκαλεί ο Γ.Χ.), για την αρχιτεκτονική στους τόπους που γύρισε, για τα φυτά, για τη ζωγραφική και τα χρώματα, το Σεζάν, το Ματίς και τον Βαν Γκογκ, για τη μουσική, το Χάυδν, τον Γκλούκ και το Μότσαρτ, για τη φυσιολογία και το δαίμονα της ανάγνωσης, για τον Αριστοτέλη, το Λινναίο, το Δαρβίνο και τον Ντίκενς και πολλά άλλα.

Κι εκεί που ψάχνω, πέφτω σε δυο αποκόμματα από σελίδες περιοδικού. Είναι ένα άρθρο με τίτλο "Ξανακοιτάζοντας τα ερείπια του παρελθόντος: η περιπλάνηση ως δοκιμασμένη μέθοδος επιβίωσης", γραμμένο από το Γιώργο Βέη και δημοσιευμένο στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 30 Νοεμβρίου 2007. Γνωστός για τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις του ο Γιώργος Βέης, γράφει για το Ταξίδι στην Αρμενία:

"... Ο νομάδας - εσωτερικός μετανάστης εξ απαλών ονύχων- ταξιδευτής - επιτήδειος φυγάς - εξόριστος κατάδικος Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ (1891 - 1938), τέκνο εξαιρετικά δυσμενών συγκυριών, οι οποίες από πολλές απόψεις καταταλαιπώρησαν τη Ρωσία, αρνείται συνειδητά, ως επαρκής ποιητής που είναι, να δει τα δεδομένα και τις εγγενείς παραμέτρους της γενέθλιας ή της ξένης γης κατά τρόπο μονοσήμαντο ή απλώς επιφανειακό. Ετοιμη ανά πάσα στιγμή να αποκωδικοποιηθεί πλήρως ή ακόμη και να απαντήσει στα ζέοντα υπαρξιακά ερωτήματα του ευαίσθητου δέκτη και αναστοχαζομένου αντικαθεστωτικού πομπού - συγγραφέα, η αρμενική χωροταξία στο σύνολό της αναδεικνύεται ως το κατ εξοχήν κείμενο προσωπικής και εθνικής Ανεξαρτησίας. Το βλέμμα αποκαθιστά αλήθειες . Το περιβάλλον ενσωματώνεται στα αισθητήρια, το παιχνίδι της γραφής σοβαρεύει. Η ομολογία είναι χαρακτηριστική των ισχυρότατων έλξεων, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ των πεδίων εγώ - αυτό. Οι ταχύτητες πρόσληψης αυξάνονται γεωμετρικά. Παραπέμπω: «Γρήγορα και αρπακτικά, εξέτασα με φεουδαλική μανία την επικράτεια του οπτικού πεδίου»...
...Το ταξίδι για τον Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ ήταν το ασφαλές μέσον της αισθητικής πλήρωσης και ταυτοχρόνως η δοκιμασμένη μέθοδος της επιβίωσης, μακριά από τον αυταρχισμό της κεντρικής εξουσίας. Αλλά και αντιστρόφως, η επιβίωση του ίδιου του τοπίου αποδείχτηκε δυνατή μέσα από τη δημιουργική γραφή του..."

Αλλά ας ξαναγυρίσω στην 9η του Μάη, όχι του 1945, μα του 2014. Τι άσχημη μέρα! Στην Ουκρανία σήμερα δε γιόρτασαν. Στη Μαριούπολη έγιναν σφαγές γιατί κάποιοι θέλησαν να γιορτάσουν την "Ημέρα της Νίκης". Ήταν λέει "ρωσόφιλοι". Κι αυτοί που τους κατέσφαξαν είναι... "φιλοευρωπαίοι". Έτσι ξεκίνησε το μακελιό στην Ουκρανία. Για την Ευρώπη! Λένε. Δεν είναι όμως έτσι και το ξέρουμε όλοι. Τελικά, αυτή την Ευρώπη θέλουμε; Τελικά, το σύνθημα μπορεί άραγε να είναι "Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή;" Ίσως, αν πάρουμε στα σοβαρά αυτά που είπε χθες ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς  στο Ακροπόλ, που μίλησε για την ανάγκη μιας Ευρωκυβέρνησης και όχι Ευρωδιακυβέρνησης!

........................
Σημειώσεις
  1. Αντέγραψα την παραπάνω εκδοχή στα ελληνικά του ποιήματος "Λένινγκραντ", όπως το απέδωσε ο Άρης Αλεξάνδρου, από το  βιβλίο  "Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα: Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις" (με ανθολόγηση από τη Μαρία Λαϊνά, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2007). Υπάρχει επίσης η απόδοση από το Μήτσο Αλεξανδρόπουλο στο βιβλίο του "Όσιπ Μαντελστάμ : Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι" (Ελληνικά Γράμματα, 2008), αυτήν παραθέτει και ο Χαβουτσάς στον πρόλογό του. Αν και το βιβλίο είναι πολύ καλό, προτιμώ στο συγκεκριμένο ποίημα τη μετάφραση του Αλεξάνδρου, ήταν εξάλλου ο γενέθλιος τόπος του.
  2. Στη χώρα μας, η 9η Μαίου δεν γιορτάζεται, γιορτάζεται η έναρξη και όχι η λήξη του πολέμου. Έχει τις ερμηνείες του. Να μην ξεχνάμε πάντως ότι ο πόλεμος δεν τελείωσε τότε για κάποια μέρη, όπως στη Δυτική Κρήτη και στη Μήλο. Αυτό είναι και το θέμα του τελευταίου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ", βασισμένο στο εμβληματικό βιβλίο του Σταύρου Βλοντάκη "Η "Οχυρά θέσις Κρήτης" : χρονικό της γερμανικής κατοχής στα Χανιά απ' τον Οχτώβρη του 1944 ως το Μάη του 1945 και της αγγλογερμανικής απ' το Μάη ως τον Ιούλη του 1945"  (έχω γράψει εδώ κι εδώ) 
  3. Αφορμή να θυμηθώ τον Μαντελστάμ και την εισαγωγή για το Λένινγκραντ ήταν σχετική ανάρτηση του Λύσιππου.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης ή ως χώροι ειδικών λειτουργιών; Μερικές σκέψεις και πολλά ερωτήματα


Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του αρχιτέκτονα Χάρη Χεϊζάνογλου που αναρτήθηκε χθες στο ιστολόγιο του Βιβλιοθηκάριου με τίτλο "Οι βιβλιοθήκες ως χώροι κατανάλωσης", διατυπώνω λίγες σκέψεις ως πιθανή αφορμή για παραπέρα προβληματισμό και συζήτηση. 

Η άποψη του γράφοντος έχει ενδιαφέρον, όταν μάλιστα είναι αρχιτέκτονας, δηλαδή άνθρωπος, καλύτερα επιστήμονας/επαγγελματίας/μελετητής του χώρου και των λειτουργιών του. Σημειώνει ότι " οι χώροι πια δεν ταυτοποιούνται τυπολογικά όπως στο παρελθόν, σύμφωνα με την λειτουργία τους, ούτε σχεδιάζονται ως τέτοιοι",κι ενώ οι βιβλιοθήκες, όπως και τα μουσεία, "εξακολουθούν να υφίστανται ως λειτουργίες, σχεδιάζονται πλέον ως δημόσιοι χώροι με μια κυρίαρχη λογική που πριμοδοτεί ισχυρά το στοιχεία του θεάματος, της κατανάλωσης (εμπορικής και οπτικής) και της συνάθροισης με στόχο τα παραπάνω".

Δεν είμαι ειδική σε θέματα του χώρου, τα οποία όμως παρακολουθώ, ακριβώς γιατί θεωρώ ότι ο χώρος αποτελεί στοιχείο της ζωής μας και του πολιτισμού μας, διαμορφώνει την καθημερινότητά μας, την κουλτούρα μας, τις συνθήκες που αυτά αναπτύσσονται και λειτουργούν. Και μιας και χρησιμοποίησα την έννοια της λειτουργίας που και ο συντάκτης του κειμένου επικαλείται συνεχώς, αναρωτιέμαι αν αρκεί αυτό για να δώσουμε χαρακτήρα σε ένα χώρο, και συγκεκριμένα στο χώρο της βιβλιοθήκης. Και ποιες είναι οι λειτουργίες αυτές σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι, ακριβώς και επειδή υπάρχει αυτή η εξέλιξη και "εισβολή" της τεχνολογίας, γίνεται διεθνώς μια κουβέντα για το τι είναι και τι κάνει μια βιβλιοθήκη σήμερα, ακόμη και πώς πρέπει να ονομάζεται πλέον (για παράδειγμα εδώ). Και δυστυχώς, εμείς δεν συμμετέχουμε σ' αυτό το διάλογο και τον προβληματισμό, αλλά οι μισοί απλά αντιγράφουμε/μεταφέρουμε αυτά που φαίνονται πιο "μοντέρνα" (όχι νεωτερικά) και οι άλλοι μισοί τα κρίνουμε ή τα απορρίπτουμε χωρίς όμως πολλή παραπέρα επεξεργασία της σκέψης μας. Η κάθε πλευρά λειτουργεί μόνη της. Δεν υπάρχει πεδίο διαλόγου, δεν προσφέρεται από τους θεσμικούς φορείς, είτε είναι επίσημοι, δημόσιοι, κρατικοί φορείς ή είναι εκπαιδευτικοί ή είναι συνδικαλιστικοί/επιστημονικοί φορείς.

Κι έτσι, αντιγράφονται μοντέλα, καλλιεργείται όντως μία κουλτούρα θεάματος και κατανάλωσης, οι βιβλιοθήκες μετατρέπονται σε χώρους παιδικής χαράς, σε χώρους "εργαστηρίων τεχνολογίας", όπου αναρωτιέται κανείς αν οι  επισκέπτες ή χρήστες ή εν τέλει καταναλωτές τους, όπως τους ορίζει ο Χεϊζάνογλου, γνωρίζουν - τουλάχιστον - ότι η βιβλιοθήκη έχει και βιβλία, ότι δηλαδή οι χώροι που πηγαίνουν για να περιηγηθούν στους υπολογιστές ή για να χορέψουν ή για να μάθουν κηπουρική είναι - και - βιβλιοθήκες!

Θα έλεγα όμως από την άλλη ότι η βιβλιοθήκη είναι (ή πρέπει να είναι) ΚΑΙ ανοιχτός, δημόσιος, κοινωνικός χώρος, ένας "τρίτος χώρος", που όμως τα χαρακτηριστικά του δεν είναι είναι όπως αυτά του καφενείου ή του δημόσιου πάρκου (ή δεν μπορεί να είναι μόνο αυτά, ας αρχίσουμε να το συζητάμε και αυτό). Δανείζομαι τις ιδιότητες για το χώρο από τον David Harvey όταν ορίζει ότι ο δημόσιος χώρος είναι κατάλληλος για επικοινωνία και για κοινωνική συμμετοχή και παρέμβαση και από τον Ray Oldenburg όταν ορίζει τον τρίτο χώρο ως τον άτυπο δημόσιο χώρο πέραν της κατοικίας και της εργασίας και όπου περιλαμβάνει καφενεία, βιβλιοπωλεία, διάφορα στέκια, ακόμη και κομμωτήρια και στον οποίο εγώ θα πρόσθετα τη βιβλιοθήκη (αναφορές κάνω εδώ)

Κι επίσης, ας το συζητήσουμε, για ποιους είναι απαραίτητη η βιβλιοθήκη; Και ποιοι είναι οι εργάτες της γνώσης; Μήπως στενεύει την έννοια της βιβλιοθήκης ο περιορισμός αυτός;

Κι αφού καταθέτω μερικές σκέψεις και βάζω ερωτήματα, ας μου επιτραπεί να παραθέσω δυο τσιτάτα του Μανώλη Παπαδολαμπάκη (αρχτέκτονας επίσης, ήταν καθηγητής στο ΑΠΘ) από το βιβλίο του "Χώροι της ελευθερίας, 1. Δοκίμια για μια διαλεκτική της χωροποιητικής" (Εξάντας, 1988).
Το πρώτο αφορά τη δομή και τη μορφή του χώρου:

"Δείξε μου τη γεωμετρία σου 
να σου πώ την ιδεολογία σου"

ενώ το δεύτερο είναι ένα τρίπτυχο που χαρακτηρίζει την υποβάθμιση, όπως λέει, της ποιότητας της καθημερινότητας και του χώρου της:

"Fast-food, Fast-love, Fast-culture"

 Κι επειδή συμφωνώ ότι υπερέχει το θέαμα και το κλίμα ευφορίας και καταναλωτισμού, θα επικαλεστώ τον Zygmunt Bauman που στο εξαιρετικό βιβλίο του "Ζωή για κατανάλωση" (Πολύτροπον, 2008) - και στο οποίο δεν χαρίζεται ούτε στον καταναλωτισμό της πληροφορίας - γράφει  για "μια νέα μορφή εκπολιτιστικής διαδικασίας, για ένα εναλλακτικό και φαινομενικά βολικότερο τρόπο επιτέλεσης του έργου της διαδικασίας αυτής", που θα είναι λιγότερο ευεπίφορος σε συγκρούσεις:

"... Ο νέος αυτός τρόπος, τον οποίο εφαρμόζει η ρευστή μοντέρνα κοινωνία των καταναλωτών, προκαλεί ελάχιστες ή μηδενικές αντιρρήσεις, αντιστάσεις ή εξεγέρσεις, χάρη στη μεθόδευση της παρουσίασης της νέας υποχρέωσης (της υποχρέωσης να επιλέγει κανείς) ως ελευθερίας επιλογής....".

Και βέβαια δεν πρέπει να παραλείψω ότι αν και δεν αναφέρθηκα εδώ καθόλου στη σημερινή δεινή κατάσταση που βιώνουμε στη χώρα μας ούτε και σε αιτίες κτλ (έχω εξάλλου αναφερθεί σε άλλες αναρτήσεις και αυτά ισχύουν), για τα όποια ερωτήματα και προβληματισμούς έθεσα, οπωσδήποτε οι σκέψεις και οι απαντήσεις δεν μπορούν να είναι σε  άλλο, θεωρητικό, εκτός πραγματικότητας πλαίσιο.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Στον καιρό της σχόλης: αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα, του Τζουάνε Παπαδόπουλου




Τι κάνει ένας συνταξιούχος για να περάσει τον καιρό του; Γράφει, ανιστορεί και διηγείται τη ζωή του και τη ζωή του τόπου του. Αυτό κάνει ο Τζουάνες Παπαδόπουλος από τον Χάνδακα, στα 78 του χρόνια. Είχε αναγκαστεί ν' αφήσει τον τόπο του το 1669, όταν τον κατέλαβαν οριστικά οι Οθωμανοί και μέσω Κέρκυρας είχε εγκατασταθεί στην Ίστρια αρχικά και αργότερα στην Πάδοβα. 


Με απλό και γλαφυρό τρόπο δίνει στοιχεία για τον Χάνδακα, αλλά και για όλη την Κρήτη σε πολλές περιπτώσεις, του 17ου αιώνα, για τον τόπο, τους ανθρώπους, τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τις γιορτές. Αναφέρεται σε τοπωνύμια που ακόμα υπάρχουν (π.χ. Μασταμπάς), στο ιστορικό κατασκευής της κρήνης Μορεζίνι (κρήνη Μοροζίνι, πρόκειται για τα γνωστά Λιοντάρια στο κέντρο του Ηρακλείου), στις εφτά πύλες της πόλης, στα οχυρωματικά της έργα.



Περιγράφοντας την κοινωνική διαστρωμάτωση, μας μιλά για τη διάκριση στους Βενετούς της αποικίας (ήταν η ελίτ της κοινωνίας, λέγονταν επίσης άρχοντες ή ευγενείς, ήταν καθολικοί, με εξαίρεση τους Καλλέργηδες), στους Κρητικούς ευγενείς (ορθόδοξοι ή και καθολικοί Κρητικοί που έπαιρναν τον τίτλο ως αντάλλαγμα) και στους τσιταδίνους (αστοί, ξεχωριστή κάστα πριν γίνουν ευγενείς). Οι Βενετοί μπορούσαν να παντρεύονται κορίτσια ορθόδοξων Κρητικών, ο γάμος γινόταν με το καθολικό τυπικό, στη συνέχεια όμως καθένας ήταν ελεύθερος ν' ακολουθήσει το δικό του δόγμα.

Μας πληροφορεί ότι οι ευγενείς είχαν στο σπίτι τους έξι ή περισσότερους μπράβους (φονιάδες, όχι απλά παλληκαράδες), που τους συνόδευαν όταν έβγαιναν έξω.  Και μας διηγείται το πάθημα του Τζαν Αντώνιου Μοάτσου όταν έβαλε τους μπράβους του να χτυπήσουν το φτωχό Τσεζαρίνι.

Δίνει πληροφορίες για τα επαγγέλματα της εποχής του, για τα δικαστήρια, για την αγροτική παραγωγή, για την καθημερινή ζωή, για τα φαγητά. Περιγράφει τις γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τις Απόκριες (με το έθιμο του πορτοκαλοπόλεμου κτλ.).

Ο Τζουάνες Παπαδόπουλος προς το τέλος της ζωής του υπέγραφε ως Κομνηνός-Παπαδόπουλος, υποστηρίζοντας ότι ήταν απόγονος της βυζαντινής οικογένειας των Κομνηνών. Έτσι υπέγραφε και ο γιος του Νικόλαος, τον οποίο μάλιστα αναφέρει συχνά στο βιβλίο. Πρόκειται για τον λόγιο Νικόλαο Κομνηνό Παπαδόπουλο (1651-1740), θεολόγο, φιλόσοφο και νομομαθή. (Πάντως, ένα ενδιαφέρον στοιχείο που παραθέτει ο επιμελητής του βιβλίου στην εισαγωγή του είναι ότι οι Παπαδόπουλοι είχαν καταγωγή από τα Σφακιά και ήταν ίδια οικογένεια με τους Σκορδίληδες - αυτά για όσους ψάχνουν από πού τραβά η σκούφια τους, σήμερα πάντως δεν υπάρχουν Παπαδόπουλοι στην Κρήτη, απ' όσο ξέρω ...).


Το στοιχείο που ξεχωρίζει στο βιβλίο δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και ο τρόπος συγγραφής του. Ο  Παπαδόπουλος δίνει τίτλους περιεχομένων στο πλάι των σελίδων (κάτι σαν τα σημερινά αναρτήματα - ετικέτες - tags) που μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες με μια γρήγορη ματιά, ίδια κείμενα που παραθέτει και στο τέλος με τίτλο "Πίνακας των περιεχομένων αυτού του βιβλίου από άξεστη πένα". Στην αρχή του κειμένου του ο συγγραφέας σημειώνει ότι οι πληροφορίες που παρουσιάζει "με άξεστη πένα και άτεχνα λόγια" είναι πέρα για πέρα αληθινές. Προφανώς χρησιμοποιεί τη φράση αυτή για να δείξει ότι γράφει απλά, όπως του έρχονται στη μνήμη τα πράγματα, χωρίς διορθώσεις, εξάλλου είναι 78 χρονών. Και η πένα είναι άξεστη, υποθέτουμε ότι δεν χρησιμοποιεί ξέστρο "για την απόξεση της μελάνης σε περίπτωση λαθών ή κηλίδων", όπως μας περιγράφει ο Μιχάλης Καϊρης στο θαυμάσιο βιβλίο του "Χαρτί και καλαμάρι: τα εργαλεία της γραφής" στη σελίδα 85  (εκδ. Πορεία 2008).




Το βιβλίο είναι άλλη μια εξαιρετική έκδοση από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης (2012), αφιερωμένο στον καθηγητή Νικ. Παναγιωτάκη (1935-1997, σπουδαίο φιλόλογο, διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας μέχρι το θάνατό του, με καθοριστική συμβολή στην αποκάλυψη και ανάδειξη στοιχείων του πολιτισμού της βενετοκρατούμενης Κρήτης). Έχει μεταφραστεί από τη Ναταλία Δεληγιαννάκη, προλογίζει η Χρύσα Μαλτέζου, σπουδαία ιστορικός, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, ενώ η επιμέλεια, η εισαγωγή και ο σχολιασμός είναι του Alfred Vincent.Η δουλειά του Vincent είναι εξαιρετική, δίνοντας πολλές πληροφορίες για το συγγραφέα και το έργο του, αλλά και για το κοινωνικό, ιστορικό και επιστημονικό πλαίσιο που σχετίζεται με αυτό, ενώ παραθέτει πλούσια βιβλιογραφία, πολύ χρήσιμη για έναν μελετητή αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται για σχετικά θέματα.

Ο πρωτότυπος τίτλος του ήταν L' Occio, δηλαδή στα ιταλικά σήμερα ozio ή στα λατινικά otium, που σημαίνει, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής, ελεύθερος χρόνος, αργία, έλλειψη δουλειάς. Ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα για τον ελεύθερο χρόνο, μα... και μια καλή ιδέα, κάτι σαν ... πρόταση (;), για μια διαφορετική, πιο παραγωγική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Μήπως και το ιστολογείν είναι κάτι ανάλογο για ... τον καιρό της σχόλης σήμερα; Ίσως.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, του Δημ. Βικέλα


Το εξώφυλλο του βιβλίου στις εκδόσεις Εκάτη

Μου αρέσουν οι διηγήσεις παλαιοτέρων ετών που δίνουν την εικόνα της εποχής και των τόπων που περιγράφουν. Τέτοιο είναι το βιβλίο του Δημητρίου Βικέλα "Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν". Το βιβλίο είναι η επιστολή που έστειλε ο συγγραφέας σε Γάλλο φίλο του, φιλέλληνα, όπου του περιγράφει το ταξίδι που έκανε το 1884 μαζί με φίλους του στην Ελλάδα της εποχής. Ξεκίνησαν από τον Πειραιά με το πλοίο "Θεσσαλία", πέρασαν τον Ισθμό, έφτασαν στο Ρίο, άλλαξαν πλοίο, επιβιβάστηκαν στο "Θησέας", πέρασαν από τις Εχινάδες νήσους, επισκέφθηκαν το Μεσολόγγι, την Άρτα και την Πρέβεζα, έφτασαν βόρεια μέχρι την αρχαία ρωμαϊκή πόλη Νικόπολη και στη συνέχεια κατηφόρισαν μέχρι την Ολυμπία.

Για κάθε τόπο, περιγράφει τι είδαν, μιλά για την ιστορία και για τα έθιμα, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον πολιτισμό εκείνης της εποχής. Είναι υπέρμαχος της φουστανέλας, δεν του αρέσει που συναντούν δήμαρχο με ... δυτική ενδυμασία, γράφει όμως: "Ανάγκη να το παραδεχθώμεν, ότι η πρόοδος δεν συμβιβάζεται με την φουστανέλαν, ότι ο εξευρωπαϊσμός δεν την ανέχεται". Δεν συμφωνεί με τις αλλαγές που έγιναν σε τοπωνύμια, δεν του αρέσει που το Βραχώρι τώρα λέγεται Αγρίνιο, ενώ χαίρεται που ο Καρβασαράς δεν ακούγεται ως Άργος Αμφιλοχικόν.

Κάνει λόγο για τη μετανάστευση που είχε ήδη αρχίσει προς την Αμερική, την Αίγυπτο αλλά και τη μακρινή Αυστραλία. Συνάντησε στο πλοίο κάποιον που ήλθε "από το Σικάγον, εις τα βάθη της Αμερικής, όπου διέμενε επί δεκατέσσερα έη, άνευ ειδήσεων εξ Ελλάδος, επιστρέφει δε εις το χωρίον του διά να ίδη εάν η μήτηρ του ζή..."

Και παρακάτω, γράφει:

"Εκ των σημερινών φίλων μου άλλος, παντοπώλης εγκατεστημένος εις χωρίον της Αιγύπτου, - του οποίου δεν εγνώριζα, ούτε σύ, υποθέτω, γνωρίζεις την ύπαρξιν και το όνομα, - επανέρχεται εις την πατρίδα διά να νυμφευθή. Μετά τον γάμον θα επιστρέψη εις το παντοπωλείον του, αλλ' από καιρόν εις καιρόν εάν οι υποθέσεις το επιτρέπωσι, σκοπεύει να ταξειδεύη προς επίσκεψιν της νεαράς συζύγου του, ότε δ' αποκτήση τα ικανά του, θα παραιτήση τα ξένα και θα έλθη να διαβιώση εν τ ω μέσω της οικογενείας , την οποίαν εις το μεταξύ θ' αποκτήση κατά τας περιοδικάς του επισκέψεις εις την πατρίδα... Όλοι σχεδόν οι παντοπώλαι της Κωνσταντινουπόλεως, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου είναι Έλληνες εκ Πελοποννήσου ή της Ηπείρου...."

Μου θύμισε ένα δικό μου φίλο, το Φώτη, από ένα χωριό της Παραμυθιάς, που είχε φτιάξει ένα μικρό τοπικό μουσείο με αντικείμενα από συχωριανούς του που είχαν πάει στην Αίγυπτο και θυμάμαι τα ντεφτέρια με τα βερεσέδια και τα αντικείμενα από τα καταστήματά τους, τα παντοπωλεία που αναφέρει ο Βικέλας. Είχα τότε εντυπωσιαστεί πώς οι Ηπειρώτες είχαν βρεθεί στην Αίγυπτο!

Αναφέρεται στην κακή διοίκηση και σε πολλά σημεία κάνει λόγο για τον τρόπο λειτουργίας (ή μη λειτουργίας) της δικαιοσύνης. "Ενίοτε ο φυγόδικος υποβάλλεται εις προφυλάκισιν μακροτέραν της φυλακίσεως την οποίαν συνεπάγεται η καταδίκη. Εις οποίας δε φυλακάς κλείονται οι δυστυχείς!.."

Όταν φτάνει στην Ολυμπία, αναφέρεται στο Μουσείο που οικοδομείται επί της κορυφής λοφίσκου κοντά στον Πύργο, χάρι "στη γενναιοδωρία του κ. Συγγρού" (σήμερα, βέβαια, έχουμε πληρέστερη εικόνα για την προσωπικότητα του συγκεκριμένου ευεργέτη). Και για τα τοπικά μουσεία εκφράζεται: "Δεν αγνοώ τα λεχθέντα υπέρ και κατά της συστάσεως επαρχιακών μουσείων εν Ελλάδι, παραδέχομαι δ' εν μέρει το ορθόν όσων ενστάσεων προεκάλεσεν η ανέγερσίς των, ενόσω λαμβάνονται υπ' όψιν αι αξιώσεις μόναι των αρχαιολόγων και ενόσω πρόκειται περί αντικειμένων μικρού μεγέθους και σημασίας αποκλειστικώς επιστημονικής. Αλλά το ζήτημα δύναται να εξετασθή υπό ποικίλας επόψεις, φρονώ δε ότι έχει τις ν' αντιτάξη διάφορα επιχειρήματα εις τους θέλοντας την εις Αθήνας συγκέντρωσιν όλων των αρχαιολογικών θησαυρών της Ελλάδος..."

Θαυμάζει την τοποθεσία της Ολυμπίας που την περιγράφει ως "μέγιστον αμφιθέατρον", όπου "εν τω μέσω ετελείτο το θέαμα, οι πέριξ λόφοι αποτελούν τα βαθμίδας, οι θεαταί συνωθούμενοι υπό την σκιάν των δένδρων έβλεπον υψόθεν την λαμπράν τελετήν των αγώνων".

Στον Πύργο συναντούν θίασο "Καφέ - Αμάν", που ονομάζεται έτσι για να διακρίνεται από το "Καφέ - σαντάν". "Ο δεύτερος εκπροσωπεί τον πολιτισμόν της Δύσεως, δια του Καφέ - αμάν επιστρέφομεν, ή μάλλον, ειπείν, μένομεν εις την Ανατολή".

Περιγράφει τα μικρά παιδιά που στέλνονται στην Αθήνα να δουλέψουν και να στείλουν λεφτά στην οικογένειά τους, και τα οποία "αποτελούν τάξιν ιδίαν εις Αθήνας". Τα περισσότερα από αυτά κατάγονται από την Πελοπόννησο, όπως μας πληροφορεί. "Ο μικρός απέρχεται διά να καθαρίζη υποδήματα, ή να πωλή εφημερίδας, ή να μεταφέρη μηνύματα και μικρά βάρη, μακράν - πολύ μακράν της πατρίδος του. Ενίοτε ο πατήρ, ή η μήτηρ, ή και ο μικρός αυτός συνομολογούν συμβόλαιον μετ' εργολάβων μετερχομένων το επάγγελμα τούτο. Ο εργολάβος προκαταβάλλει ποσόν τι επί τω όρω του να φέρη προς αυτόν ο μικρός ό,τι κερδίσεη εντός της ημέρας, υποχρεωμένου του εργολάβου να παρέχη τροφήν, κατοικίαν και ενδυμασίαν εις τον παίδα. .."

Και αναφέρεται στις ενέργειες του Αθηναϊκού Συλλόγου Παρνασσός να προστατεύσει αυτά τα παιδιά συστήνοντας  "Σχολάς των απόρων παίδων".

Παρατηρεί ότι τον Μάιο δεν τελούνται γάμοι, χωρίς αυτό να υπαγορεύεται ούτε από το Νόμο ούτε από την Εκκλησία, όπως λέει (ο Σουρής νομίζω δεν είχε γράψει κάτι σχετικό στο Ρωμιό;).




Η πρώτη έκδοση του βιβλίου είχε γίνει το 1886 από τον Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων. Εδώ, το εξώφυλλο της επανέκδοσης του 1979
Αξίζει να διαβάσει κανείς το βιβλίο, ας είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, είναι ενδιαφέρον. Το είχα διαβάσει στην έκδοση του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, δανεισμένο από τη Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Ευγενίδη (στην έκδοση του 1979). Υπάρχει πάντως και νεώτερη έκδοση, του 1991, από τις εκδόσεις Εκάτη.

Υ.Γ. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η εξαιρετική δημοτική βιβλιοθήκη του Ηρακλείου Κρήτης ονομάζεται Βικελαία από τον Δημ. Βικέλα που δώρισε τη συλλογή του στο Δήμο Ηρακλείου για να δημιουργηθεί μια από τις καλύτερες βιβλιοθήκες της χώρας. Τόσο οι συλλογές της, όσο και οι εκδόσεις της είναι ανεκτίμητος πνευματικός θησαυρός.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Πάμε μια βόλτα στα Χανιά






Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει
δώσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά
τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.

Μοσχοβολούν οι γλάστρες,
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει κι η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά
Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

Το Σαββάτο το βράδυ φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.

Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις μες στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι κι υπήκοος πιστός

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.
Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει κι η αγάπη
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.

Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά
Πάμε βόλτα στα Χανιά στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.

Το τραγούδι το' γραψε το 1959 ο Μίκης Θεοδωράκης (στίχοι και μουσική)










Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Γυνακείες αφίσσες


"Για τη διεθνή ημέρα της γυναίκας", ΕΣΣΔ, 1977

"Ένα πρωί, στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού το 1870, οι κάτοικοι ξύπνησαν κι αντίκρυσαν μια πόλη σκεπασμένη από αφίσσες με λαμπερό πράσινο χρώμα που ζητούσαν τη δημιουργία 10 ταγμάτων από γυναίκες "χωρίς διάκριση κοινωνικής τάξης". Θα ονομάζονταν "Αμαζόνες". Παρόλο που ήταν πια συνηθισμένοι στη ρητορική της γαλλικής επανάστασης, οι παρισινοί έμειναν σαστισμένοι. Η ρητορική είναι το ένα, η πράξη τ' άλλο. Μερικοί θορυβήθηκαν τόσο που οργάνωσαν ομάδες από μετριοπαθείς γυναίκες και παρουσίασαν αμέσως αντιαφίσσες υπέρ των διαπραγματεύσεων και της ειρήνης. Αυτή η μάχη των αφισσών, παρακινημένη κι υποστηριγμένη από ένθερμες επαναστάτριες σαν τη Λουίζ Μισέλ, έγινε μια σημαντική μορφή πολιτικού διαλόγου στη διάρκεια της Κομμούνας. Από τότε δεν έλειψε ποτέ..."

Έτσι ξεκινά το κείμενό της "Κοινωνία και τέχνη στις γυναικείες αφίσσες" η Ντόρε Άστον στο εξαιρετικό λεύκωμα "Γυναικείες Αφίσσες" που εκδόθηκε το 1980 από τις εκδόσεις Οδυσσέας (μετάφραη κειμένων και λεζαντών Γιάννα Νικολίτσα). Το πρωτότυπο είχε εκδοθεί το 1978 στην Ιταλία στα 100 χρόνια από το Α' Συνέδριο Γυναικών, στο πλαίσιο σχετικής Έκθεσης που είχε διοργανώσει ο Δήμος Βενετίας τη χρονιά εκείνη.

Η αφίσσα αποτελεί μορφή της δημόσιας έκφρασης για κάθε ζήτημα που απασχολεί την εκάστοτε κοινωνία. "Οι αφίσσες είναι ένα βαρόμετρο των γεγονότων και των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, ένας καθρέφτης που αντανακλά τις διανοητικές και πνευματικές δραστηριότητες, καθώς και τις πρακτικές εκείνες δραστηριότητες που ο άνθρωπος έχει φέρει σε πέρας".

Οι αφίσσες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
  • Η μητέρα
  • Η οικογένεια
  • Η ηρωίδα
  • Η ψηφοφόρος
  • Η 8 Μαρτίου
  • Η φεμινίστρια

Προηγούνται τρία εξαιρετικά κείμενα που αναφέρονται τόσο στο ιστορικό των γυναικείων αγώνων από την εποχή της Κομμούνας μέχρι το σήμερα (1978) αλλά και με αναφορές σε παλαιότερες γυναικείες μορφές, όσο και στα χαρακτηριστικά των αφισσών ως έργων τέχνης και στο ρόλο τους στη δημιουργία και ανάγνωση των εικόνων και στην επικοινωνία:
  • Εκατό χρόνια γυναικείων αγώνων (Καμίλα Ραβέρα)
  • Κοινωνία και τέχνη στις γυναικείες αφίσσες (Ντόρε Άστον)
  • Η πολιτική των λόγων και των εικόνων (Τζούλιο Ιταλιάνι
Εδώ παρουσιάζω ενδεικτικά κάποιες από αυτές, όλες όμως είναι ενδιαφέρουσες γιατί μεταφέρουν το κλίμα (και την αίσθηση θα έλεγα) της εποχής τους και του τόπου τους, ενώ ξαναφέρνουν στο νου πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις που κάποτε έπαιζαν το δικό τους ξεχωριστό ρόλο και που πια τα πράγματα είναι τόσο διαφορετικά. Όλες προέρχονται από μουσεία, βιβλιοθήκες, πολιτικά κόμματα, επιστημονικούς συλλόγους ή και από ιδιωτικές συλλογές. Οι πληροφορίες στις λεζάντες είναι από το βιβλίο.

Μεγάλη Βρετανία, 1900. "Κατάδικοι και τρελοί δεν έχουν δικαίωμα ψήφου για το Κοινοβούλιο - Οι γυναίκες πρέπει να καταταγούν μεταξύ αυτών;"
Κέτε Κόλβιτς, Γερμανία, 1906. "Έκθεση για τη δουλειά της νοικοκυράς"

Γερμανία 8/3/1914. "Εμπρός για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες"
Γερμανία, 1924. "Γυναίκες! Σπάστε τις αλυσίδες του κεφαλαίου! Σκεφτείτε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ"

Γερμανία, SPD, 1932-33. "Γυναίκες για την ελευθερία και την ειρήνη"
Ιταλία, Χριστιανοδημοκρατία, 1948. "Μαμά, ψήφισε εναντίον τους και για μένα"
Χιλή 1971. "Ελευθερία για την Άντζελα Ντέιβις"
Emory, ΗΠΑ, Κόμμα Μαύρων Πανθήρων 1971. Γράφει: "Άκου αυτά τα γουρούνια που χτυπούν την πόρτα μου και μου ζητούν τα λεφτά για το νοίκι, αυτοί θά 'πρεπε να μου πληρώνουν το νοίκι".
Μοζαμβίκη, Φρελίμο (Απελευθερωτικό Μέτωπο). "Το αντίδοτο στην αποικιοκρατία είναι η ένοπλη επανάσταση - αυτός είναι ο μόνος τρόπος για ν' αποκτήσει κανείς πλήρη ανεξαρτησία".

Νορβηγία, 1977. "8 Μάρτη - Διαδήλωση - Πάλη κατά της καταπίεσης της γυναίκας"
Δανία, Άαρχους, 1977. "Ψάξε να βρεις 5 λάθη"
ΗΠΑ. "Η γυναίκα μου δε δουλεύει"
Η Ραβέρα καταλήγει:

"Αν στη διαδικασία αλλαγής μπει αληθινά η αυθεντική ιδιαιτερότητα κι ο πλούτος των γυναικών, η απελευθέρωση της γυναίκας θα γίνει μια γενική ανθρώπινη κατάσταση".

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Άσμα πένθιμο, εις μνήμην Σωτήρη Σιώκου

Η τζαμαρία της παραλίας έρημη πια·
μαύρα  καράβια στο λυκόφως αραγμένα
θρηνούν το άσμα σου.

Προσδένοντας πορφύρα και πένθος
την καλλιμάρμαρη όψη σου
τρεις άγγελοι εσκάλιζαν
σ' ένα κοχύλι τρόμου·
συλλογισμένα τ' άλογα, χλιμίντρισαν στο Λιβυκό
και χάθηκαν στο κύμα.

Εκεί βαθιά στο πέλαγος,
βαθιά στο άρμα της δύσης,
τα μυστικά χλωρών αιώνων αγναντεύεις
θρίβοντας δάκρυα, ρυθμούς
στης μνήμης μας τα τέμπλα.

Γαλήνιος στις τρικυμίες των καιρών,
τους χτύπους των νερών
μες στην ψυχή σου κυματίζεις·
στις μελωδίες χιλιάδων στραντιβάριους,
που χρόνια τώρα εγύρευες,
αθάνατος χορεύεις. 


Σκληρός ο θάνατος, και ακόμα πιο σκληρός ο αιφνίδιος θάνατος.
Όπως του Σωτήρη Σιώκου σήμερα το πρωί. Είναι λιγότερο από μήνας που τον ακούσαμε στις ημερίδες του Σύριζα για το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες. Υπεύθυνος ο ίδιος στον τομέα Πολιτισμού, διακριτικά και σύντομα τοποθετήθηκε  στο τέλος, αφήνοντας χώρο για συζήτηση ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. 

Τι άλλο να παραθέσω στη μνήμη του από ένα ποίημα της ίδιας της συντρόφου του Γιώγιας Σιώκου.
 Καλή δύναμη Γιώγια.

Σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια είχε φύγει και η Μελίνα!

(Το ποίημα και οι εικόνες είναι από την πρώτη ποιητική συλλογή της Γιώγιας Σιώκου "Ο εμπαιγμός των ειδώλων", έκδοση Δελφίνι 1994 με χαρακτικά του Γιάννη Γουρζή.)