Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Χάθηκε βελόνι, του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου

Τσίμπι-τσιμπιτόνι
χάθηκε βελόνι
πάω να το βρω
εχάθηκα κι εγώ.

Η ιστορία των ηρώων αρχίζει στο Δρεπένι της Αλβανίας, ένα επινοημένο χωριό, η Χειμάρα ίσως; δεν έχει σημασία. Η ιστορία μιας οικογένειας από το Δρεπένι μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Με ημερολογιακή καταγραφή η πορεία της στον χρόνο και στους τόπους, από τον Βασίλη το 1932 στον Παύλο κι ύστερα στη γυναίκα και στα παιδιά του Παύλου, κι από την Ελλάδα στην Αμερική, για την αναζήτηση μιας ρίζας που χάθηκε, ενός άπιαστου ονείρου, μιας ανάγκης για επιστροφή. 

Όλα μαζί αποτελούν στοιχεία που δένονται στην ιστορία μιας οικογένειας μεταναστών από την Αλβανία που αφηγείται ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος στο βιβλίο του «Χάθηκε βελόνι» (Μεταίχμιο, 2021).

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο («Πέτρος») με την εισαγωγή στην ιστορία της οικογένειας, το δεύτερο («τσιμπιτόνι»), που είναι και το πολύ δυνατό για μένα, με την ιστορία της οικογένειας από την Αλβανία στην Ελλάδα μέσα από την αφήγηση της μάνας και το τρίτο ("electric blue") με την αναζήτηση ενός εκ των παιδιών της οικογένειας που χάθηκε στα σύνορα.

Αφηγητής ο συγγραφέας, πρωταγωνιστής ο Αλέξανδρος, ένα από τα παιδιά της οικογένειας, ή μήπως ο ίδιος ο συγγραφέας; Δεν έχει σημασία, η ιστορία είναι  ιστορία των χιλιάδων μεταναστών που άφησαν τον τόπο τους εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 80 αρχές δεκαετίας του 90, πήραν τα παιδιά τους, πέρασαν χίλιες δυσκολίες κι έφτασαν σ' έναν τόπο άγνωστο σε άγνωστους ανθρώπους, συχνά καχύποπτους, βρήκαν ανοιχτές μα και κλειστές πόρτες, γέννησαν κι άλλα παιδιά στον καινούριο τόπο που έκαναν πλέον και δικό τους.

Πρώτος ήρωας ο παππούς Βασίλης που δεν του αρέσει ο τόπος που γεννήθηκε. Απρίλιος 1932:

Δεν του φαίνεται άσχημος, αλλά δεν μπορεί αυτός να γεννήθηκε σε έναν τόπο που σε κάθε του πέτρα δείχνει την περιφρόνησή του για τον άνθρωπο. Αυτός λαχταρά ισιώματα και πεδιάδες για να μπορούν να τριγυρνούν οι άνθρωποι όπου τους κάνει κέφι. [...] Περπατάει για ώρα και λαχάνιασε. Το μπλε κοντό παντελόνι που του έχει φέρει ο πατέρας από την Ιταλία έχει γεμίσει αγκαθάκια.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που του δίνει τον τίτλο «τσιμπιτόνι», η μάνα αφηγείται τη ζωή της από την Αλβανία μέχρι την Ελλάδα και μάλιστα στο βορειοηπειρώτικο ιδίωμα, πράγμα που κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον το μέρος αυτό του βιβλίου. Είναι συγκλονιστική η αφήγηση της μάνας, τις δυσκολίες στην Αλβανία, την απόφαση να φύγουν,

Μου ερχότανε να σηκωθώ και να πάγω στη μάνα μου, στον τάφο του τάτα μου, κι έβανα τα κλάματα μέχρι να με πάρει η μίσα.

Αλλά μπονόρα ήγλεπα τα παιδία κι έπαιρα τα ήπατα.

 τα σύνορα, την κατάσταση στο χωριό που εγκαταστάθηκαν, τις πρώτες δυσκολίες, τις σχέσεις με τους ντόπιους, όλα...

 εμείς γιατί τον αφήκαμε τον τόπο μας; Για τα παιδία τον αφήκαμε. Μπας και ζήσουν καλύτερα από του λόγου μας.

όχι πως ήταν εύκολο για όλους, ο πατέρας ήταν δάσκαλος, εδώ έψαχνε δουλειές του ποδαριού, στα χωράφια, όπου νάναι

Του Παύλου δεν του άρεσε όμως που δούλευε αργάτης σα χωράφια. Κείνος είχε μεγαλώσει άρχοντας. Σο σχολείο το Δρεπένι τα παιδία του φυλάγανε τα χέρια.

Καλή στη δούλεψή της η μάνα, τη θέλανε σ' όλα τα σπίτια, η δουλειά δεν της έλειπε. Τα παιδιά μεγαλώνουν, σιγά σιγά σκορπίζουν κι αυτή μένει μόνη με το θάνατο του Παύλου και γυρίζει στις ρίζες, στο χωριό της, στο σπίτι της

Α, εφύτεψα και μια ισκέα έξω, κει που ήτανε η παλαία. Τότση είναι, αλλά θα μεγαλώσει και θα μου δίνει κάτι σύκα τέτοια.

Μαύρα σαν τα μαλλία μου.

Στο τρίτο μέρος, ο ήρωας αναζητεί τον χαμένο αδελφό και ο συγγραφέας το νόημα των πραγμάτων, πάει στην Αμερική και περισσότερο συλλογάται κάνοντας πως παρατηρεί «μικροσκοπικές ίνες που με υπομονή και σύνεση υφαίνουν πλέγματα χειροπιαστού νοήματος χρήσιμου στον απλό καθημερινό κόσμο που αγωνιά για το ψωμί και το γάλα στο τραπέζι»

Βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει τον «αμερικανισμό», όταν η μύτη του «πλακώνεται από το θυμίαμα της κόκα κόλα και του σκέτου νερωμένου καφέ» και είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρησή του για τον αμερικανικό τρόπο σκέψης αλλά και με αιχμές γενικότερες προς άλλους αποδέκτες, όπως τουλάχιστον εγώ διαβάζω το παρακάτω κείμενο στη σελίδα 258:

Ναι, τώρα μόλις καταλαβαίνει ο Αλέξανδρος τι είναι αυτό που του έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στην Αμερική, τι είναι αυτό που δίνει ένα τόσο έντονα διαφορετικό στίγμα σε σχέση με τον αέρα της Ευρώπης: δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε το μεγαλείο ούτε ο πλούτος ούτε η εμμονή με την ατομική ελευθερία, είναι η απουσία ιστορίας που χάνεται στους αιώνες· φαντάζεται τη χώρα αυτή σαν ένα πλάσμα άφυλο που με κάποιον τρόπο δεν πέρασε παιδική ηλικία αλλά γεννήθηκε μονομιάς σχεδόν ενήλικο, κι έτσι, στερούμενο παρελθόντος, πορεύεται ανάλαφρα στο μέλλον, απαλλαγμένο από τη γελοία υποχρέωση της αναπόλησης και του αναμασήματος, χωρίς σπάγγους ή κισσούς να το δένουν με τα περασμένα, μόνο για την πορεία εμπρός μεριμνά και για τους τρόπους που θα μπορέσει να μεγαλώσει κι άλλο μέσα τους, μεγεθύνοντας τη δόξα εμπλουτίζοντας το μεγαλείο ...  [...]

Η ιστορία που αφηγείται ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος έχει ίσως αυτοβιογραφικά στοιχεία; Δεν έχει σημασία, έχει σίγουρα βιωματικά στοιχεία, αφού κι ο ίδιος γεννήθηκε στη Χειμάρρα και η οικογένειά του κάπου την ίδια εποχή κατηφόρισαν στην Ελλάδα, στη νότια Πελοπόννησο, για ένα καλύτερο μέλλον. Θα μπορούσε να είναι και η ιστορία μιας οικογένειας Σύρων, Αφγανών, Νιγηριανών, Ιρακινών, Πακιστανών, αλλά και μιας οικογένειας Ελλήνων μεταναστών στις δεκαετίες του '50 ή '60 (όπως ένας θείος μου που με την οικογένειά του πήγαν στη Γερμανία) ή στις δεκαετίες του '10 και του '20 του 20ου αιώνα (όπως ο πατέρας του θείου μου, ο παππούς μου, που νεαρός πήγε στην Αμερική).  

Βέβαια, χάρισμα του βιβλίου δεν είναι μόνο η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας και οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του θέματος που πραγματεύεται, αλλά και ο τρόπος που το κάνει, η ίδια η γραφή του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, με πλούσια και καθαρή αφηγηματική γλώσσα αλλά και εξίσου πλούσιο θεωρητικό λόγο μέσα από τον οποίο δεν χάνει ευκαιρία να περιγράψει, να σχολιάσει, να καυτηριάσει φαινόμενα και καταστάσεις.

Ένα τελευταίο αλλά πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό στοιχείο του βιβλίου που δεν θα ήθελα να παραλείψω είναι το γλωσσάρι, στο οποίο περιέχονται λέξεις, κυρίως από το δεύτερο μέρος με την αφήγηση της μάνας στο βορειοηπειρωτικό ιδίωμα. Όπως φαίνεται και στα παραδείγματα που παρέθεσα παραπάνω, μερικές φορές δυσκολεύεσαι να κατανοήσεις τις λέξεις. Συχνά αναγνωρίζεις τις ρίζες με στοιχεία και από άλλα τοπικά ιδιώματα ή άλλες γλώσσες (π.χ. ιταλικά, όχι τυχαία), αναγραμματισμούς, περικοπές των λέξεων κτλ. 

Είχα πρωτοδιαβάσει τη συλλογή διηγημάτων του «Τραμπάλα» (Μελάνι, 2016), ξεκινώντας από την περιέργεια ότι είχε σπουδάσει τοπογράφος μηχανικός (και μην μου πείτε περί ... συντεχνιακών καταστάσεων κτλ., αλλά έπαιξε ρόλο για αρχή), και μου άρεσαν, νομίζω ότι και με αυτό τώρα το μυθιστόρημα επιβεβαιώνει πως έχει πολλές δυνατότητες, έχει απόψεις, έχει εμπνεύσεις, έχει αφηγηματική ικανότητα, αναγνώστρια είμαι, βέβαια, όχι κριτικός,  ελπίζουμε να δώσει κι άλλα καλά (και ποιήματα επίσης, το πιο πρόσφατο βιβλίο του εξάλλου είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Αγόραζα πάντα διάφανες ομπρέλες» από τη Θράκα, ενώ για την πρώτη είχε πάρει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου). Και μην ξεχάσω, για το «Χάθηκε βελόνι» είναι υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2022.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Κλίμακα Μπόγκαρτ, της Μαρίας Φακίνου: μνήμη και διαχείριση του παρελθόντος

Να 'χες ένα όνομα να το 'δινες στην κλίμακα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα [...] παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, το βρασμό, το θυμό της μνήμης [..]

Έτσι, η συγγραφέας επινόησε μια τέτοια κλίμακα και της έδωσε το όνομα Μπόγκαρτ, από τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ που τον προτίμησε ίσως από τον Αλέν Ντελόν ή τον Μάρλον Μπράντο; Σημασία έχει ότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο βιβλίο που πραγματικά απόλαυσα διαβάζοντάς το.

Πρωτότυπη γραφή, μακροπερίοδος λόγος, χωρίς ή με ελάχιστα σημεία στίξης, όπου η αφήγηση της ιστορίας, σε δεύτερο πρόσωπο,  διακόπτεται με την παρεμβολή, σε πλάγια γραφή, μιας άλλης φωνής που ξεπροβάλλει λες για να συμπληρώσει ή να σχολιάσει, ενίοτε ειρωνικά, τα λόγια του αφηγητή.

[...] πούλησε η γυναίκα σου ένα μικρό χωράφι στο χωριό, την έβαλες και συνεταίρο

Κιμπάρης

γωνία Σόλωνος, τέσσερα τραπεζάκια όλα κι όλα, [...]

Ωραίες εικόνες στις λεπτομέρειές τους, σαν διαδοχικές σκηνές από ντοκιμαντέρ, όταν ας πούμε μιλά για τη ζωή στο χωριό και τη ζωή στο μικρό διαμέρισμα της πόλης

[...] κρύο και στο χωριό τα τζάκια φουντωμένα, οι δρόμοι λασπωμένοι, στο καφενείο έχουν μαζευτεί για να δουν το σήριαλ που βλέπει κι εκείνη, η γυναίκα σου, [...] 

στην πόλη μικρό διαμέρισμα, κεντρική θέρμανση, ο ακάλυπτος σκοτεινός, κάποια παράθυρα φωτίζονται τσαφ για μια στιγμή και μετά σκοτάδι πάλι, [...]

ή εικόνες ανάκατες με συλλογισμούς, όπως όταν μιλά για τις πλατείες

[...] οι πλατείες πάντα θυμίζουν σε κάποιον το χωριό του, ακόμα κι αν δεν έχει χωριό, το χωριό που κάποτε πήγε διακοπές, όλοι θέλουν να γυρίσουν στην πλατεία του χωριού τους [...]

Μα το σπουδαίο στο βιβλίο δεν είναι μόνο η τεχνοτροπία γραφής, ο τρόπος παρουσίασης της ιστορίας, αλλά και η ίδια η ιστορία, με κύριες αιχμές στη μνήμη του παρελθόντος και στον τρόπο που γίνεται η διαχείρισή της από τα διαφορετικά πρόσωπα - πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες του έργου που ως αναγνώστρια παρακολουθώ.

[...] η γυναίκα σου

Η άγια αυτή γυναίκα που ποτέ δεν έχωσε τη μύτη της πουθενά

που ήξερε αλλά ποτέ δεν σε αμφισβήτησε, σε φρόντιζε χωρίς ποτέ να σε ρωτήσει για τα χρόνια που ήσουν φαντάρος, όχι επειδή είχε μεγάλη καρδιά, που είχε, όχι από άγνοια ή αγαθοσύνη, ούτε επειδή πίστευε ότι το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν

Το παρελθόν σου σε ακολουθεί μια ζωή

αλλά επειδή,  [...] Τον άνθρωπό σου τον δέχεσαι με τα καλά του και με τα κακά του

Πρωταγωνιστούν η μάνα  - που ξέρει μα δε μιλά, η κόρη - που βρίσκει μια φωτογραφία του οικογενειάρχη πατέρα της όταν ήταν φαντάρος και ο πατέρας - ο καλός οικογενειάρχης, που έκανε φαντάρος - γραφέας υπασπιστηρίου το 1972. Ήταν

Ο οφθαλμός της επαναστάσεως

Παρακολουθούμε πώς οι τρεις αυτοί άνθρωποι διαχειρίζονται το χουντικό παρελθόν του ενός εξ αυτών. Σε κάποια συνέντευξή της, η συγγραφέας είπε ότι η ιδέα για το βιβλίο γεννήθηκε όταν πριν από λίγα χρόνια είχε διαβάσει πως στην Αργεντινή τα παιδιά των βασανιστών της χούντας του Βιντέλα είχαν δημιουργήσει σύλλογο για να αντιμετωπίσουν  το τραύμα από τη συγγένεια με τα πρόσωπα αυτά. Διαβάζοντας, θυμήθηκα και εκείνο το συγκλονιστικό θεατρικό έργο του Ariel Dorfman «Ο θάνατος και η κόρη» (The death and the maiden).*

Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήθελα να δώσω άλλα στοιχεία για την ιστορία του βιβλίου, αξίζει να διαβαστεί και να προβληματίσει για το ζήτημα που εύστοχα, λιτά, λογοτεχνικά, θίγει η Μαρία Φακίνου˙ είναι το ζήτημα της μνήμης του παρελθόντος και της διαχείρισής της όταν αυτή σχετίζεται με προσωπικά βιώματα, με στενές συγγενικές σχέσεις και ιδίως με τις σχέσεις γονιού με παιδί.

Είναι από τα πολύ ωραία και ιδιαίτερα βιβλία που διάβασα τη χρονιά που πέρασε.

--------------------------------------------------

* Το έργο αφορά τη συνάντηση μέσα στη νύχτα μιας γυναίκας με έναν άνδρα που χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της γιατί αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα˙ και ήταν μια απρόσμενη συνάντηση του θύματος με τον θύτη, ο άνδρας που ζήτησε τη βοήθειά της ήταν ο άνθρωπος που την είχε βασανίσει φριχτά στη διάρκεια της χούντας του Πινοσέτ στη Χιλή.  Έχει γυριστεί και σε ταινία, ενώ στην Ελλάδα έχει ανεβεί στο θέατρο με πρωταγωνίστρια τη Θέμιδα Μπαζάκα. Προσωπικά, ήρθα κοντά στο έργο με μια αξέχαστη παράσταση που είχα παρακολουθήσει το 1992 στο Λονδίνο. Γενικότερα, έχουν γραφτεί πολλά για τη διαχείριση της σχέσης με τους βασανιστές ενός καταπιεστικού καθεστώτος και για την αντιμετώπιση αυτού του τόσο βασανιστικού ζητήματος από τους ανθρώπους που βίωσαν τέτοιες καταστάσεις. Λίγα έχω γράψει σε τούτο το ιστολόγιο, ελάχιστη η συνεισφορά, όπως π.χ στην ανάρτηση Εξορίες γλώσσας και ναζισμός ή η γλώσσα μετά το Άουσβιτς με αναφορά στη γλώσσα ή σε δύο αναρτήσεις για έργα της Έρπενμπεκ ή σε άλλες αναρτήσεις με θέμα τη μνήμη κτλ.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Καλή καλύτερη χρονιά, λοιπόν, το 2023, με ελπίδα και δικαιοσύνη!

Ντωμιέ Ονορέ, «Συζυγική τρυφερότητα: Σκηνή οικειότητας κάθε Πρωτοχρονιά,
την ημέρα των δώρων της 1ης του έτους», 1852, 
Εθνική Πινακοθήκη
 

Τα δώρα στον εαυτό μου για τη φετινή Πρωτοχρονιά

Απαραίτητη η συνοδεία του ελληνικού καφέ

Καλή και καλύτερη χρονιά, λοιπόν, με χαρές, ελπίδες και αντοχές, με υγεία, ειρήνη και δικαιοσύνη. Κι αν αναρωτιόμαστε τι νόημα έχουν οι τόσες ευχές, αν δεν ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθούν ή αν ελπίζουμε πως μπορεί και να πραγματοποιηθούν, ας ακούσουμε τον Ηράκλειτο:

Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον

ή το ίδιο με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη*:

Χωρίς ελπίδα,
άπιαστο το ανέλπιστο,
πουλί φευγάτο.

Ξόβεργα η ελπίδα είναι
και καρδερίνα η ζωή.


Ελπίδα και δικαιοσύνη μαζί, εξάλλου ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ είναι η λέξη της χρονιάς που έφυγε, ελπίδα μαζί με δικαιοσύνη να είναι οι λέξεις της χρονιάς που ήρθε. Τις χρειαζόμαστε!

Το λεξοσύννεφο με τις λέξεις του 2022
(περισσότερα στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου)



Και με πολλά καλά διαβάσματα!
--------------------------------------------------------------------------------------

* Πρόκειται για ένα από τα σπαράγματα του Ηράκλειτου που απέδωσε ο Αργύρης Χιόνης σε μορφή χαϊκού και περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Η πολιτεία Λαβύρινθος & άλλες αθησαύριστες ιστορίες (εκδόσεις Κίχλη, 2020). Το παραπάνω είναι ένα από τα ποιήματα που συνοδεύουν την ιστορία με τίτλο «Τα ηρακλείτεια χαϊκού και τάνκα του Καμιμούρα Γιουτάκα», με τα οποία αποδίδει στα ελληνικά τα χαϊκού του Ιάπωνα ελληνιστή ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα, επηρεασμένα, όπως φαίνεται, από τον Ηράκλειτο. Ο Χιόνης ονομάζει τη συλλογή «Αγχιβασίη: Διά χειρός Ηρακλείτου, Καμιμούρα Γιουτάκα και Αργυρίου Χιόνη», σημειώνοντας ότι αυτός ήταν ο τίτλος και της ιαπωνικής συλλογής (προφανώς γνωρίζοντας ο Ιάπωνας ποιητής ότι η λέξη σημαίνει αμφισβήτηση, προσέγγιση). Αξίζει, πάντως, να διαβαστεί ολόκληρο το κείμενο του Χιόνη. (Για τα χαϊκού γενικότερα  βλ. επίσης εδώ και εδώ).