Τελικά, τι μπορεί να περιέχει το πιθάρι του συγγραφέα; Ή, έχει πιθάρι ο συγγραφέας; Σε αυτό θέλει να απαντήσει η Μάρω Δούκα στο βιβλίο της "Ο πεζογράφος και το πιθάρι του" (εκδόσεις Πατάκη 2013, ενώ είχε αρχικά εκδοθεί το 1992 από τις εκδόσεις Καστανιώτη ).
Είναι κείμενα που έγραψε η συγγραφέας τη δεκαετία 1981-1991. Αυτοβιογραφικά, συχνά εξομολογητικά, με πλήθος από πρόσωπα να περνούν από μπροστά της, κι από μπροστά μας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Χατζής, Ταχτσής, Τσίρκας, Νιάρχος, Αξιώτη, Μαρωνίτης, Ιωάννου, Ρίτσος, Χάκκας, Παπαδιαμάντης, Αλεξάνδρου, Χειμωνάς, Λαμπρόπουλος, Καλλιανέση και πάλι Καλλιανέση. Κρίσεις για πρόσωπα που γνώρισε, στιγμές μαζί τους, με λόγο τρυφερό, ανθρώπινο, συχνά και αυτοκριτικό. Κείμενα επίσης για την Αριστερά, που δεν θα μπορούσαν να λείψουν, ήταν και κείνα τα χρόνια τόσο καθοριστικά για την Αριστερά στην Ελλάδα και για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση σε όλο τον κόσμο. Όπως δεν χάνει και την ευκαιρία να θυμηθεί παλιότερες σελίδες από την ιστορία με την αφορμή της ημερομηνίας ενός θανάτου, μιας συνάντησης.
Γράφει και είναι σα να μας συστήνεται. Ας ξεχωρίσω μερικά σημεία από τις προσωπικές της εξομολογήσεις.
Γράφει τον Ιούλιο του 1981 για το Δημήτρη Χατζή, "το δικό μας και αγαπημένο διηγηματογράφο", που στη διάρκεια της δικτατορίας το "διάβασες Χατζή;" ήταν "σύνθημα και παρασύνθημα τις νύχτες που πετούσαμε προκηρύξεις" και του οποίου τα βιβλία (θα συμπληρώσω εγώ) "Το τέλος της μικρής μας πόλης", "Το διπλό βιβλίο" και "Μαργαρίτα Περδικάρη" ήταν από τα αγαπημένα μας αναγνώσματα στα φοιτητικά χρόνια της δεκαετίας του 70:
"...Ο λυρικός και ρομαντικός της κοινωνίας που μας έθρεψε, ο εκφραστής της Ελλάδας που χάθηκε, ο Ηπειρώτης της γενιάς που ανέβηκε στα Βουνά. Ο απτόητος εξόριστος, ο αδιάφθορος επαναπατρισμένος.... Ο δάσκαλος της γλωσσικής λιτότητας και της οικονομίας της μορφής, ο εγκρατής του πάθους, ο επίμονος της καλοσύνης..."
Όμορφα λόγια έχει να πει για τη Τζένη Μαστοράκη, τη σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια, για την οποία μάλιστα έγραψε στο περιοδικό "το Δέντρο" το 1982 το διήγημα "Ουδέποτε φοβήθηκα τον Άλλαν Πόε". Ενώ, για τη μετάφρασή της στο έργο του Σάλιντζερ "Ο Φύλακας στη σίκαλη", τα ελληνικά της, γράφει, "είναι τα δραστικότερα ελληνικά που διάβασα ποτέ". (Εδώ, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η Μαστοράκη έχει ξαναμεταφράσει το ίδιο έργο δίνοντάς του, παραδόξως για μένα, νέο ελληνικό τίτλο "Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης").
"...Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό, να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη τη μέρα, έτσι —όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι... να ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο τζάμι του παραθύρου που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο άνθρωπος που θα 'ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το φέρνει, και ν' ανεβαίνει τη σκάλα, ν' ανοίγει την πόρτα της καμάρας που κάθομαι και περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω χάμω, για να μην το ξαναγγίξω πια ποτέ..." (απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Δύσκολες νύχτες")
Καυστική στο άρθρο της "Αλλιώς, αλλιώς, αηδόνα μου" στο αφιέρωμα του περιοδικού "η λέξη" με θέμα "Διανοούμενοι και δικτατορία". Στηλιτεύει, βγάζει την πίκρα της και την αγανάκτησή της για τα μπουζούκια και τ' αλάτια και πιπέρια αλλά και την αγωνία της για το σήμερα (το εκείνο "σήμερα" του 1987, που όμως μας γεννά πολλές σκέψεις για το σημερινό "σήμερα" του 2015), "αυτό που διαφθείρει τις αξίες και απορροφά τις ιδεολογίες για να τις αποβάλει αναφομοίωτες"! Και αναρωτιέται "πόσο οι αγωνιστικές αναφορές μας σ' εκείνα τα χρόνια συμβάλλουν σε μια ουσιαστική αυτογνωσία και σε μια ακριβοδίκαιη αξιολόγηση". Και σαν καμπανάκι χωρίς ακροατές μου φαίνονται σήμερα οι προβληματισμοί της για την πλειοψηφία που κινούμενη "μέσα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λογικής αδιαφορεί για οτιδήποτε δεν έχει άμεση σχέση με τη βολή, την αγρανάπαυση και τα ερμάριά της". (Ίσως τέτοια κείμενα, διαβάζοντάς τα τώρα, μετά από 20-30 χρόνια από τότε που γράφτηκαν, να μπορούν να συμβάλουν σε κάποια αυτογνωσία, έστω και καθυστερημένα ...)
Σπαραχτικά και γεμάτα αγάπη τα κείμενα για τη Νανά Καλλιανέση, την εκδότρια του Κέδρου. Ήταν Μακρονησιώτισσα, μαζί με την Παϊζη και την Καραγιώργη. "Αριστερός είναι να είσαι άνθρωπος, τίποτε άλλο", έλεγε. Και διηγείται τη ζωή της με το Νίκο Καλλιανέση, "τον πιο τίμιο πλωτάρχη του ελληνικού ναυτικού".
Το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ "Για τον Κρόνο και τα παιδιά του" (1990) έχει δυστυχώς τόσες αλήθειες για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και για το πώς το Κόμμα αντιμετώπιζε την τέχνη. Αναφέρεται και με πικρία στον Κώστα Χιωτάκη, όταν "αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος, ο γιατρός Χιωτάκης από τα Χανιά, ο αριστερός, ο αγωνσιτής, που γιατροπόρευε τους φτωχούς στην πόλη που μεγάλωσα" έγραψε για το πρώτο της μυθιστόρημα "να απαλλάξουμε την ελληνική λογοτεχνία από τη σκουριά" (νομίζω κι ο ίδιος θα είχε μετανιώσει αργότερα γι' αυτό, για τον Χιωτάκη έχω γράψει εδώ).
Εξίσου εμβληματικό (και με ... πολλά στοιχεία επικαιρότητας) είναι το κείμενο που είχε δημοσιεύσει στο Ριζοσπάστη στις 30 Οκτωβρίου 1989 όταν υπέγραψε υπέρ του Συνασπισμού, γιατί φάνηκε η θέληση της Αριστεράς "να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις συμπληγάδες, δικό της δρόμο, ούτε παγόνι, ούτε στρουθοκάμηλος, ούτε αποδημητικό προς τα εκεί που θα τη βόλευε, αλλά εδώ, κοιτάζοντας μπροστά."
Αλλά το κείμενο με το οποίο συστήνεται πραγματικά η Μάρω Δούκα είναι το ομώνυμο της συλλογής: "Ο συγγραφέας και το πιθάρι του. Ο πεζογράφος δηλαδή και το καβούκι του ή ο πεζογράφος και οι αυταπάτες του". Για τη λογοτεχνία, δηλαδή την τέχνη του λόγου. Για τον πεζογράφο. Μα ποιος είναι ο Έλληνας πεζογράφος αναρωτιέται. "Μήπως είναι ο παράμερος ολιγαρκής παρατηρητής μάρτυρας μιας κοινωνίας παραπαίουσας;"
Για τον Κερκυραίο Κωνσταντίνο Θεοτόκη τον κορυφαίο. Για τον Μακρυγιάννη που τα Απομνημονεύματά του ξεφυλλίζει μια φορά τον χρόνο. Για τον Καραγάτση, τον Ξενόπουλο και τον Καζαντζάκη, τους τρεις παραμυθάδες, "παρηγορητές" της εφηβείας της. "Από τα δεκατρία ως τα δεκαοχτώ μεγάλωνα με τα βιβλία τους. Απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά". (Τι σύμπτωση, κι εγώ στα γυμνασιακά μου χρόνια, απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά. Διάβαζα για τα μαθήματα, είχαμε ησυχία, ο βιβλιοθηκάριος ήταν πολύ αυστηρός, δεν ανεχόταν κανένα ψίθυρο. Εκεί πρωτοδιάβασα Καζαντζάκη.)
Για τον Κοσμά Πολίτη και τον Σκαρίμπα. Για το Βασίλη Βασιλικό, το Μένη Κουμανταρέα, το Στρατή Τσίρκα, το Μάριο Χάκκα. Για τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό. Για τη Μέλπω Αξιώτη, στην οποία απολάμβανε τη λάμψη του πεζού λόγου, την αρχόντισσα της Μυκόνου που λίγοι τη συμπαθούσαν μα ο Ρίτσος τη συμβούελευε: "Μην τους ακούς... είναι σπουδαία".
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Γιώργο Χειμωνά. Και τελειώνει με το Γιάννη Μπεράτη, που με το βιβλίο του "Το πλατύ ποτάμι" έμαθε "για τον πλάγιο λόγο, για την περισυλλογή και τη νηφαλιότητα".
Νομίζω δεν έχω διαβάσει άλλον έλληνα λογοτέχνη να γράφει τόσα για άλλους έλληνες λογοτέχνες. Είναι κάτι που έχω εκτιμήσει σε ξένους, όπως στον Βίλα-Μάτας, στον Κούντερα, στον Καλβίνο κ.ά. Η αξία του πεζογράφου, λέει η Μάρω Δούκα, "θα κρίνεται πάντα από την ικανότητά του να ενδιαφέρεται για όλα γύρω του και όλα να επιμένει να τα ξαναδεί". Και καταλήγει:
"Ο πίθος των Δαναϊδων, αλλά και ο πίθος του Διογένη. Ο ένας σύμβολο καταδίκης, ο άλλος τρόπος ζωής".
Όμορφα λόγια έχει να πει για τη Τζένη Μαστοράκη, τη σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια, για την οποία μάλιστα έγραψε στο περιοδικό "το Δέντρο" το 1982 το διήγημα "Ουδέποτε φοβήθηκα τον Άλλαν Πόε". Ενώ, για τη μετάφρασή της στο έργο του Σάλιντζερ "Ο Φύλακας στη σίκαλη", τα ελληνικά της, γράφει, "είναι τα δραστικότερα ελληνικά που διάβασα ποτέ". (Εδώ, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η Μαστοράκη έχει ξαναμεταφράσει το ίδιο έργο δίνοντάς του, παραδόξως για μένα, νέο ελληνικό τίτλο "Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης").
Για τον Γιώργο Ιωάννου "που τον αγαπούσε από μακριά", έχει συχνές αναφορές. Θυμάται τότε το 1980 που μαζί και με τον Ταχτσή και τον Κοντό πήγαν στα διακστήρια ως μάρτυρες υπεράσπισης του Ηλία Πετρόπουλου (υποθέτω θα ήταν για το βιβλίο του τελευταίου "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" για το οποίο δικάστηκε όντως).
Και για τον Κώστα Ταχτσή έχει κάτι να μας πει. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1988, πριν προλάβει να του πάει μια γλάστρα με φόινικα στο καινούριο του σπίτι στον Κολωνό. Και γράφει ταυτόχρονα για τον Άρη Αλεξάνδρου. "Ο ένας περιπατητής, ο άλλος αναχωρητής, μοναχικοί και οι δύο, με ένα μυθιστόρημα-άθλο ο καθένας, Τρίτο στεφάνι και Κιβώτιο".
Εμβληματικό έργο το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου: "Η ιστορία θα μας προσπερνά, μα το Κιβώτιο θα έχει διά παντός ορίσει τον παραλογισμό της". Και γράφει παρακάτω για το ίδιο:
"Είναι ο κομματικός μηχανισμός που ενθαρρύνει και καλλιεργεί παρόμοιες κακώσεις και εκτροπές ή μήπως αυτή και μόνη η συμμετοχή, αυτή και μόνη η εκτίναξη προς τα έξω αποτελεί δοκιμασία των αξιών που οροθετούν την ανθρώπινη ύπαρξη;"
Για την Μέλπω Αξιώτη, της οποίας τα Άπαντα είχε επιμεληθεί στον Κέδρο (έργο για το οποίο κάνει αυτοκριτική γιατί ξέχασε λέει να συμπεριλάβει τα ποιήματά της, αλλά και την Κάδμω, το αριστούργημά της), γράφει: "Οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι ιδέες της, οι αναμνήσεις έγιναν ένα σώμα". Εντυπωσιάζεται από τις πρώτες λέξεις στο μυθιστόρημα της Αξιώτη "Δύσκολες νύχτες": "Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο". Μην ψάξετε σε λεξικά, δεν θα βρείτε το σουβριάλι πουθενά. Είναι απ' αυτά που, όπως λέει η Μάρω Δούκα "θα μπορούσαν ν' αποτελέσουν το στίχο για τα μυθικά ζητούμενα της παιδικής μας ηλικίας που συντηρούν αμείωτη και πεισματική της ανάγκης μας του ονείρου και του θάμβους".
Εξαιρετικό και το κείμενο του Νίκου Ξυδάκη για την Μυκονιάτισσα Μέλπω Αξιώτη στο ιστολόγιό του, "η σκοτεινή τρυγόνα, ο «κάβουρας», είναι η ψηλή ξερακιανή κυρία με τα φλογισμένα μάτια και τη μυτόγκα που ξεκρεμνούσε, το ολιγομίλητο ξωτικό με πανωφόρι κατακαλόκαιρα, είναι το ασημένιο σουβριάλι το ιδρυτικό" |
Καυστική στο άρθρο της "Αλλιώς, αλλιώς, αηδόνα μου" στο αφιέρωμα του περιοδικού "η λέξη" με θέμα "Διανοούμενοι και δικτατορία". Στηλιτεύει, βγάζει την πίκρα της και την αγανάκτησή της για τα μπουζούκια και τ' αλάτια και πιπέρια αλλά και την αγωνία της για το σήμερα (το εκείνο "σήμερα" του 1987, που όμως μας γεννά πολλές σκέψεις για το σημερινό "σήμερα" του 2015), "αυτό που διαφθείρει τις αξίες και απορροφά τις ιδεολογίες για να τις αποβάλει αναφομοίωτες"! Και αναρωτιέται "πόσο οι αγωνιστικές αναφορές μας σ' εκείνα τα χρόνια συμβάλλουν σε μια ουσιαστική αυτογνωσία και σε μια ακριβοδίκαιη αξιολόγηση". Και σαν καμπανάκι χωρίς ακροατές μου φαίνονται σήμερα οι προβληματισμοί της για την πλειοψηφία που κινούμενη "μέσα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λογικής αδιαφορεί για οτιδήποτε δεν έχει άμεση σχέση με τη βολή, την αγρανάπαυση και τα ερμάριά της". (Ίσως τέτοια κείμενα, διαβάζοντάς τα τώρα, μετά από 20-30 χρόνια από τότε που γράφτηκαν, να μπορούν να συμβάλουν σε κάποια αυτογνωσία, έστω και καθυστερημένα ...)
Μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει ολόκληρο το τεύχος από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ με τα ψηφιοποιημένα περιοδικά |
Σπαραχτικά και γεμάτα αγάπη τα κείμενα για τη Νανά Καλλιανέση, την εκδότρια του Κέδρου. Ήταν Μακρονησιώτισσα, μαζί με την Παϊζη και την Καραγιώργη. "Αριστερός είναι να είσαι άνθρωπος, τίποτε άλλο", έλεγε. Και διηγείται τη ζωή της με το Νίκο Καλλιανέση, "τον πιο τίμιο πλωτάρχη του ελληνικού ναυτικού".
Το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ "Για τον Κρόνο και τα παιδιά του" (1990) έχει δυστυχώς τόσες αλήθειες για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και για το πώς το Κόμμα αντιμετώπιζε την τέχνη. Αναφέρεται και με πικρία στον Κώστα Χιωτάκη, όταν "αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος, ο γιατρός Χιωτάκης από τα Χανιά, ο αριστερός, ο αγωνσιτής, που γιατροπόρευε τους φτωχούς στην πόλη που μεγάλωσα" έγραψε για το πρώτο της μυθιστόρημα "να απαλλάξουμε την ελληνική λογοτεχνία από τη σκουριά" (νομίζω κι ο ίδιος θα είχε μετανιώσει αργότερα γι' αυτό, για τον Χιωτάκη έχω γράψει εδώ).
Εξίσου εμβληματικό (και με ... πολλά στοιχεία επικαιρότητας) είναι το κείμενο που είχε δημοσιεύσει στο Ριζοσπάστη στις 30 Οκτωβρίου 1989 όταν υπέγραψε υπέρ του Συνασπισμού, γιατί φάνηκε η θέληση της Αριστεράς "να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις συμπληγάδες, δικό της δρόμο, ούτε παγόνι, ούτε στρουθοκάμηλος, ούτε αποδημητικό προς τα εκεί που θα τη βόλευε, αλλά εδώ, κοιτάζοντας μπροστά."
Αλλά το κείμενο με το οποίο συστήνεται πραγματικά η Μάρω Δούκα είναι το ομώνυμο της συλλογής: "Ο συγγραφέας και το πιθάρι του. Ο πεζογράφος δηλαδή και το καβούκι του ή ο πεζογράφος και οι αυταπάτες του". Για τη λογοτεχνία, δηλαδή την τέχνη του λόγου. Για τον πεζογράφο. Μα ποιος είναι ο Έλληνας πεζογράφος αναρωτιέται. "Μήπως είναι ο παράμερος ολιγαρκής παρατηρητής μάρτυρας μιας κοινωνίας παραπαίουσας;"
Για τον Κερκυραίο Κωνσταντίνο Θεοτόκη τον κορυφαίο. Για τον Μακρυγιάννη που τα Απομνημονεύματά του ξεφυλλίζει μια φορά τον χρόνο. Για τον Καραγάτση, τον Ξενόπουλο και τον Καζαντζάκη, τους τρεις παραμυθάδες, "παρηγορητές" της εφηβείας της. "Από τα δεκατρία ως τα δεκαοχτώ μεγάλωνα με τα βιβλία τους. Απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά". (Τι σύμπτωση, κι εγώ στα γυμνασιακά μου χρόνια, απογεύματα αμέτρητα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου στα Χανιά. Διάβαζα για τα μαθήματα, είχαμε ησυχία, ο βιβλιοθηκάριος ήταν πολύ αυστηρός, δεν ανεχόταν κανένα ψίθυρο. Εκεί πρωτοδιάβασα Καζαντζάκη.)
Για τον Κοσμά Πολίτη και τον Σκαρίμπα. Για το Βασίλη Βασιλικό, το Μένη Κουμανταρέα, το Στρατή Τσίρκα, το Μάριο Χάκκα. Για τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό. Για τη Μέλπω Αξιώτη, στην οποία απολάμβανε τη λάμψη του πεζού λόγου, την αρχόντισσα της Μυκόνου που λίγοι τη συμπαθούσαν μα ο Ρίτσος τη συμβούελευε: "Μην τους ακούς... είναι σπουδαία".
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Γιώργο Χειμωνά. Και τελειώνει με το Γιάννη Μπεράτη, που με το βιβλίο του "Το πλατύ ποτάμι" έμαθε "για τον πλάγιο λόγο, για την περισυλλογή και τη νηφαλιότητα".
Νομίζω δεν έχω διαβάσει άλλον έλληνα λογοτέχνη να γράφει τόσα για άλλους έλληνες λογοτέχνες. Είναι κάτι που έχω εκτιμήσει σε ξένους, όπως στον Βίλα-Μάτας, στον Κούντερα, στον Καλβίνο κ.ά. Η αξία του πεζογράφου, λέει η Μάρω Δούκα, "θα κρίνεται πάντα από την ικανότητά του να ενδιαφέρεται για όλα γύρω του και όλα να επιμένει να τα ξαναδεί". Και καταλήγει:
"Ο πίθος των Δαναϊδων, αλλά και ο πίθος του Διογένη. Ο ένας σύμβολο καταδίκης, ο άλλος τρόπος ζωής".