Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν ένας «ζηλωτής της γλώσσας»





Ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν ένας «ζηλωτής της γλώσσας»: λίγες αναφορές γι’ αυτόν [1]
 
«Είδα τον Κριαρά με τα ίδια μου τα μάτια!», αναφώνησε μια φοιτήτρια γεμάτη θαυμασμό  το Μάρτιο του 2001, όταν το  Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο  τίμησε στην Αθήνα  το  μεγάλο δάσκαλο.  Το αναφέρει ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, καθηγητής Γλωσσολογίας στο ΕΚΠΑ,  σε άρθρο του  στο Βήμα, υποστηρίζοντας ότι ο Εμμ. Κριαράς έχει καταστεί ένας θρύλος στη συνείδηση πολλών Νεοελλήνων.[2] 

Ο Εμμανουήλ Κριαράς, που έφυγε πλήρης ημερών τον περασμένο Αύγουστο,  έζησε όλες τις πολιτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και επιστημονικές εξελίξεις και μεταβολές στον αιώνα που πέρασε, μα  πρόλαβε να γευτεί και τις δυσκολίες που έφερε ο καινούριος αιώνας. Και αν αυτός ανήκε στην ομάδα των «τυχερών» νέων που ταξίδεψαν με το Ματαρόα το 1945 για καλύτερες μέρες στη Γαλλία, προέτρεπε πρόσφατα τους νέους της πατρίδας του να προσπαθήσουν να μείνουν και να αγωνιστούν. 

Και το έκανε με τη νηφαλιότητα που πάντα τον χαρακτήριζε και για την οποία ο Γιώργος Παπαναστασίου, διευθυντής  του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη,  σημειώνει: «Αυτή η νηφαλιότητα, νομίζω, τον συνδέει στενά και με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τον άνθρωπο από τον οποίο άντλησε σε μεγάλο βαθμό την έμπνευσή του για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί το γλωσσικό και το γενικότερο εκπαιδευτικό ζήτημα του τόπου. Η νηφαλιότητα του Κριαρά είναι συνέχεια της νηφαλιότητας του Τριανταφυλλίδη και την προϋποθέτει. Και νηφαλιότητα δεν σημαίνει έλλειψη αγωνιστικότητας - ίσα ίσα και οι δύο, ο διδάξας Τριανταφυλλίδης και ο διδαχθείς Κριαράς, υπήρξαν σε όλη τους τη ζωή μαχητικοί αγωνιστές. Με επιχειρήματα, με τη σιγουριά που δίνει η βαθιά γνώση και επίσης με όραμα, με συναίσθηση της υψηλής αποστολής τους, με σεβασμό προς το επιστημονικό τους αντικείμενο, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, αλλά και προς το υποκείμενο του αγώνα, τον φορέα της γλώσσας, τον άνθρωπο και κυρίως τις νεότερες γενιές, που γι' αυτές γίνεται κάθε φορά ο αγώνας.»[3]

Ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν ένας σπουδαίος φιλόλογος και νεοελληνιστής, ένας πρωτοπόρος λεξικογράφος, ένας βαθύς γνώστης της μεσαιωνικής γλώσσας και φιλολογίας, ένας ακάματος ερευνητής, ένας σοφός Δάσκαλος του Γένους. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Ερατωσθένης Καψωμένος, ήταν μια προσωπικότητα «που βρίσκεται στον αντίποδα των αγοραίων προτύπων της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας του σημερινού τηλεθεατή-καταναλωτή», ήταν ο άνθρωπος «που σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του, ενσάρκωσε ένα πρότυπο ισορροπίας και μέτρου, όπου εναρμονίζονταν, απλά και σαν αυτονόητα, η απόλυτη αφοσίωση στην επιστημονική έρευνα με την αγωνιστική κοινωνική εγρήγορση· τα μεγάλα οράματα και τα υπεράνθρωπα έργα με το σεμνό ήθος και την οικεία και φιλέταιρη συμπεριφορά· η ασκητική προσήλωση στην πνευματική δημιουργία με την αταλάντευτη κατάφαση στις αξίες της ζωής...»[4]

 Η συνεισφορά του ιδιαίτερα στα θέματα της γλώσσας, όχι μόνο στη λεξικογραφία αλλά και στην υποστήριξη και καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και του μονοτονικού συστήματος είναι τόσο σημαντική ώστε δίκαια να θέλουμε να τον αποκαλούμε ζηλωτή της γλώσσας, όπως τον χαρακτήρισε ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης στο παραπάνω άρθρο. Μάλιστα, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο με τίτλο «Μακράς ζωής αγωνίσματα», ο Εμμ. Κριαράς  περιγράφοντας τα φοιτητικά του χρόνια 1924-1929, ταξινομεί τους καθηγητές του ανάλογα με τις γλωσσικές τους αντιλήψεις, ενώ οι δικές του γλωσσικές αντιλήψεις φαίνεται να  διαμορφώθηκαν πολύ νωρίτερα κατά την περίοδο που ζούσε ως μαθητής στα Χανιά και από τα διαβάσματα που έκανε την περίοδο εκείνη.[5]

Για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο, ο Μ. Κριαράς  διαφωνούσε γιατί, όπως έλεγε «η ταυτόχρονη διδασκαλία νέων και αρχαίων ελληνικών στην πράξη προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να είναι γλωσσικά ακατάρτιστοι», ενώ «πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την αυτοτέλεια της  νέας μας γλώσσας από την αρχαία».

Άντιγράφω ένα απόσπασμα από το κείμενο του Ε. Καψωμένου σχετικά με τη συμβολή του Εμμ. Κριαρά στο γλωσσικό ζήτημα:

«Όπου οι νέες κοινωνικές συνθήκες το επιβάλλουν, πρωτοπορεί, προτείνοντας τολμηρές καινοτομίες τόσο στη χρήση της γλώσσας (γραπτής και προφορικής) όσο και στο γλωσσοεκπαιδευτικό σύστημα. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις σ’ αυτό το πεδίο από το 1976 και εξής έγιναν με τη συμμετοχή ή την υποστήριξη του Κριαρά. Και οι πιο ρηξικέλευθες λύσεις σε ζητήματα γλωσσικής ορθοέπειας ή λεξιλογικά, μορφολογικά και συντακτικά προβλήματα, ανήκουν στον Κριαρά. Σε όλα τα κρίσιμα προβλήματα που προέκυψαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες πήρε δημόσια και υπεύθυνη θέση. Πολλά απ’ αυτά εντόπισε στη γένεσή τους και έσπευσε να τα επισημάνει και να προτείνει για την αντιμετώπισή τους τρόπους ρεαλιστικούς αλλά και μοντέρνους. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Στο κρίσιμο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική γλώσσα, όπως αυτό εμφανίζεται στον τομέα της εκπαίδευσης, ο Κριαράς υποδείχνει το ορθό μέτρο: «η διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας και της αρχαίας γραμματείας είναι ανάγκη, κοντά στα άλλα, να εξυπηρετεί μιαν ουσιαστικότερη κατάκτηση της νέας μας γλώσσας». β) Ο Κριαράς έσπευσε από πολύ νωρίς (από τη δεκαετία του ’70) να επισημάνει τους κινδύνους από τις γλωσσικές ατασθαλίες των εκφωνητών των Μ.Μ.Ε. και να υπογραμμίσει την ανάγκη καθώς και τους τρόπους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. γ) Υπήρξε επίσης από τους λίγους που επισήμαναν και αντιμετώπισαν με σοβαρότητα το φαινόμενο της πληθωρικής και αναρχούμενης εισβολής ξένων λέξεων και εκφράσεων μέσω της τηλεόρασης και της διαφήμισης και περιέγραψε τις μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειές του.

Ο Κριαράς φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση ότι γλώσσα και πολιτισμός, γλώσσα και εθνική ταυτότητα είναι αλληλένδετα και αξεχώριστα. Η γλώσσα διαμορφώνει τον τρόπο αντίληψης και κατανόησης του κόσμου, την πολιτισμική ιδιοσυστασία ενός λαού και διαμορφώνεται απ’ αυτήν. Έξω απ’ αυτή τη διαλεκτική δεν μπορεί να υπάρξει ελληνικός πολιτισμός και ελληνική ταυτότητα. Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι η διδασκαλία της γλώσσας οφείλει να αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό τη νεοελληνική λογοτεχνία.»

Σημειώσεις

[1] Το παρόν σημείωμα αποτελεί την ελάχιστη συνεισφορά στην παρουσίαση μιας σπάνιας προσωπικότητας που πέρασε από τον τόπο μας και άφησε γνώση, μα επίσης ήθος, γλύκα και έρωτα για τη ζωή και τους ανθρώπους. Περισσότερα έχουν δημοσιευτεί σε πολλούς έντυπους και ηλεκτρονικούς τόπους.  Πλήρης ενημέρωση για το έργο του στον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας http://www.greek-language.gr/greekLang/portal/blog/archive/2014/08/25/5998.html.

[2]  Χαραλαμπάκης Χριστόφορος, Κριαράς Εμμανουήλ: ο ζηλωτής της γλώσσας, Το Βήμα, 1/11/2009,

[3] Παπαναστασίου Γιώργος, Ο Εμμανουήλ Κριαράς και ο 20ός αιώνας, Η Αυγή, 1/9/2014, http://www.avgi.gr/article/3832208/o-emmanouil-kriaras-kai-o-20os-aionas.

[4] Καψωμένος Ερατοσθένης, Το επιστημονικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά, Χανιώτικα Νέα, 27/8/2014, http://www.haniotika-nea.gr/epistimoniko-ergo-tou-emmanouil-kriara/. Το κείμενο δημοσιεύεται επίσης στον ιστότοπο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών http://www.eks-ik.eu/dimosieyseis-ekdoseis/arthra-meletes/128-emmanouil-kriaras-1906-2014-to-epistimoniko-tou-ergo, περιλαμβάνοντας και συμπληρωματική σχετική βιβλιογραφία.

[5] Κριαράς, Εμμανουήλ, 1906-2014, Μακράς ζωής αγωνίσματα, Οι Φίλοι του περιοδικού «Αντί»,  2009. Παρουσίαση του βιβλίου γίνεται από την δημοσιογράφο Μάρη Θεοδοσοπούλου στο ιστολόγιο ExLibris  http://maritheodo.blogspot.gr/2009/07/blog-post_6004.html.

------------------------------------------------------------
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο Ορόγραμμα, αρ. 128, Σεπτ. - Οκτ. 2014.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

"Ο άρχοντας των μυγών", του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ

Διάβασα τον Άρχοντα των Μυγών στην έκδοση του Καστανιώτη σε μετάφραση από τη Ρένα Χατχούτ

Το μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα Γουίλιαμ Γκόλντινγκ αναφέρεται στις περιπέτειες για τη διαβίωσή τους μιας παρέας παιδιών που είναι οι μόνοι επιζώντες όταν αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν έπεσε σ' ένα έρημο νησί. Τα παιδιά, ως μικροί Ροβινσώνες (αρχικά), πασχίζουν να οργανώσουν τη ζωή τους, αναζητούν τροφή και καταφύγιο. Ορίζεται ο αρχηγός, υπάρχουν διαδικασίες στις συναντήσεις, τηρούνται ιεραρχίες. Και στην πορεία, διαμορφώνονται σχέσεις ανταγωνισμού, εμφανίζονται συμπεριφορές όπως στους μεγάλους, με πολύ κακά αποτελέσματα. Η παιδικότητα εξαφανίζεται, ή μάλλον καλύπτεται από τις συμπεριφορές αυτές, αν και αρκετές φορές τα παιδιά αναπολούν στιγμές της "κανονικής" ζωής τους.

Σχηματίζονται φατρίες με ξεχωριστούς αρχηγούς, γίνονται "άγριοι" και βάφουν τα πρόσωπά τους λες και αντιγράφουν ταινίες που έχουν δει ή βιβλία που έχουν διαβάσει, κυνηγιούνται, χτυπιούνται, οδηγούνται σε φόνους και όλα αυτά αναζητώντας το θεριό, πού τι είναι, μια γουρουνοκεφαλή! Ανατριχιαστικό. Αναρωτιέμαι, πώς μπορούν τα παιδιά να φτάνουν σε τέτοιες σκηνές βίας! Η αλήθεια είναι ότι σήμερα παρατηρούνται σε μεγάλη έκταση καταστάσεις βίας ανάμεσα στα παιδιά, και τα αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις είναι τραγικά.

Όμως, το βιβλίο γράφτηκε το 1954, η τηλεόραση δεν είχε απλώσει τα πλοκάμια της ακόμη, ο κινηματογράφος δεν έδινε ταινίες βίας (τουλάχιστον σε σύγκριση με μερικές δεκαετίες αργότερα), όμως φαίνεται ο Παγκόσμιος πόλεμος που ήταν λίγα χρόνια πριν και οι "ψυχροί" και "θερμοί" πόλεμοι της δεκαετίας του '50 έκαναν κι αυτοί τη δουλειά τους. Ή μήπως ισχύει αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πει: «ο άνθρωπος παράγει το κακό όπως η μέλισσα παράγει το μέλι»; Θυμάμαι τις ίδιες πάνω κάτω σκέψεις είχα κάνει όταν πριν πολλά χρόνια διάβασα το "νεαρό Τέρλες" του Μούζιλ (εκεί βέβαια, αναδεικνύονται και άλλα στοιχεία της συμπεριφοράς των αγοριών πέραν της βίας). 

Πάντως, το βιβλίο έχει εντυπωσιακές περιγραφές, με λεπτομέρειες που λες κι ο συγγραφέας έζησε μια τέτοια εμπειρία και έζησε σε τόπο σαν αυτό που περιγράφει. Αξίζει να διαβαστεί. Και ο προβληματισμός παραμένει. Τα παιδιά αντιγράφουν τον κόσμο των μεγάλων, κι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος διχασμού και βίας;

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Για το Νίκο Πλουμπίδη: Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω, με μισθοφόρους και πραιτωριανούς...

Αρχείο οικογένειας Νίκου Πλουμπίδη, επιμέλεια: Αλέκος Π. Ζάννας, Μουσείο Μπενάκη, 2008

Το αρχείο του Νίκου Πλουμπίδη δόθηκε στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη το 2005 από τον γιο του Δημήτρη. Ήταν το αρχείο που φύλαγε η μητέρα του Ιουλία Παπαχρήστου - Πλουμπίδη μετά την εκτέλεσή του το 1954.

Όπως γράφει ο Ζάννας στην εισαγωγή, μέσα από τα έγγραφα διαφαίνεται η φροντίδα αλλά και "η αγωνία της οικογένειας για τη διάσωση του υλικού, που θα επέτρεπε την αποκατάσταση του ονόματός του". Αναφέρεται επίσης στις τρεις ξεχωριστές προσωπικότητες, Βελουχιώτη, Μπελογιάννη και Πλουμπίδη, για τους οποίους γράφει ότι ανήκουν "στο μεταπολεμικό πάνθεον των μαρτύρων της κομμουνιστικής αριστεράς" και ότι "στην προσωπική τους ιστορία εμφανίζεται στην πράξη αυτό που ονομάζουμε σταλινισμό".

Το βιβλίο περιέχει χρονολόγιο, περιγραφή του αρχείου και φωτογραφίες.


.....................................
Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.
Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς.

(από τα Τροπάρια για φονιάδες, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Ολόκληρος ο δίσκος εδώ

Σαν αύριο, 14 Αυγούστου, εκτελέστηκε ο Νίκος Πλουμπίδης, πριν από εξήντα χρόνια, στο Δαφνί. Νωρίτερα, πριν από δύο χρόνια, είχε προσπαθήσει να γλυτώσει το Νίκο Μπελογιάννη από την εκτέλεση. Ήταν μια εξαιρετική περίπτωση ανιδιοτελούς σύντροφου αγωνιστή.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Αγαπητέ μου Γιάννη... Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης.


Αγαπητέ μου Γιάννη... Τρία γράμματα. Γιάννης Τσαρούχης. Γιάννης Μόραλης. Ίκαρος, 1997



Μικρό βιβλίο, 66 σελίδων, περιλαμβάνει επιστολές που αντάλλαξαν οι Γιάννης Μόραλης και Γιάννης Τσαρούχης το 1958, όταν ο Τσαρούχης βρισκόταν στο Ντάλας του Τέξας για την παράσταση της Μήδειας με τη Μαρία Κάλλας.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η συζήτηση που περιέχεται στην αρχή του βιβλίου ανάμεσα στον Διονύση Φωτόπουλο και τον Γιάννη Μόραλη και που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο 1996 στο πατάρι του Ίκαρου. Ο Μόραλης θυμάται τα παιδικά του χρόνια, τα χρόνια στη σχολή, τη γνωριμία του με τον Τσαρούχη. Στην Αθήνα είχαν έρθει το 1927, ήταν 11 χρονών τότε. Θυμάται ότι τις Κυριακές, όταν ήταν 15 χρονών, πήγαινε με τον πατέρα του στο Πολυτεχνείο που είχε το “Κυριακάτικο Σχολείο” με καθηγητή τον Λάντζα. Δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Μετσόβιο, διηγούμενος τις εμπειρίες του εκείνες στο Φωτόπουλο: 

Στο κεντρικό κτίριο, μπαίνοντας, στο Αβερώφειο, κάνοντας αριστερά και αμέσως δεξιά, ήταν αίθουσες τις οποίες είχε η Σχολή Καλών Τεχνών, και μόνον όταν ήρθε ο πόλεμος μας τα πήρανε, και αυτός ήτανε ο καυγάς με το Πολυτεχνείο. Γιατί το ισόγειο, το μισό ήταν δικό μας, ο πάνω όροφος ήταν των αρχιτεκτόνων, ο μισός και δεξιά ήταν η Πινακοθήκη και στο βάθος το Ιστορικό Μουσείο. Στο ισόγειο, όπου το μισό αριστερά είχε η Σχολή Καλών Τεχνών, όπως σου είπα, το άλλο μισό δεξιά ήταν Πολυτεχνείο, Χημικοί Μηχανικοί. Λοιπόν εκεί, πώς ήταν τότε το μάθημα. Ήταν κάτι πάγκοι που καθόσουν και άλλος ένας πάγκος μπροστά σου, προς τον τοίχο, στον οποίο ήταν ακουμπισμένα διάφορα γύψινα εκμαγεία από άκανθες, από τμήματα αγαλμάτων, μέλη κλπ...”. 

Συνάντησε τον Νικολάου, τον Καπράλο, τον Διαμαντόπουλο, τον Εγγονόπουλο. Μιλά για τους καθηγητές που γνώρισε, τον Κεφαλληνό, τον Δημητριάδη, τον Παρθένη. Μιλάει όμορφα για τον Τσαρούχη με τον οποίο έκαναν πολλή παρέα. 

 
Τσαρούχης, Σπιτέρης, Σώχος, Μόραλης, στη Βενετία το 1958
Όταν μιλάγαμε με το Γιάννη, έτσι για αστειάκι και διαφωνούσαμε, έλεγε “Πάψε μικρέ”. Αλλά βέβαια, αυτός με εισήγαγε στα ρεμπέτικα και πηγαίναμε στην οδό Δούρου όπου ήτανε η Εσκενάζυ. Ήταν ένα στενό μαγαζί και είχε στο βάθος το πατάρι για τους μουσικούς, και στο μέσον ήταν η Εσκενάζυ και τραγουδούσε, και ήταν και μια σειρά τραπεζιών”. 

 
Ο φάκελος επιστολής του Τσαρούχη στο Μόραλη
Οι επιστολές ανταλλάχτηκαν το φθινόπωρο του 1958, όταν ο Τσαρούχης είχε μεταβεί στο Ντάλας για τα σκηνικά της παράστασης “Μήδεια” του Ευριπίδη με τη Μαρία Κάλλας, τον Αλέξη Μινωτή και την Teresa Berganza. Ο Μόραλης τον πληροφορούσε για τα νέα στην Αθήνα και για το σπίτι του, ενώ ο Τσαρούχης έδινε πληροφορίες για τις εργασίες κατασκευής των σκηνικών (και τις συνήθειες των εργαζομένων εκεί) και για την παράσταση στην οποία αποθεώθηκαν: 

Η Κάλλας έκλαιγε και μοίραζε από αμηχανία τα τριαντάφυλλα σε όλους τους συνεργάτες της. Ήταν μεγάλη όσο ο Γκρέκο, έδωσε την ιδιοφυία και την αξιοπρέπεια της φυλής, την πεμπτουσία αυτής της αξιοπρέπειας, για να ζωντανέψει ένα παλιό ξεχασμένο έργο και να το κάνει αγνώριστο...” 

 
Μινωτής, Κάλλας, Μόραλης, Ντάλας 1958
Κάνει όμως παρατηρήσεις και για την πόλη που έδωσαν την παράσταση, το Ντάλας: 

Νεοπλουτισμός και αντιθέσεις, δίπλα ένα κομμάτι από τη Νέα Υόρκη, ακριβώς δίπλα βλέπεις το Μοσχάτο με τα βενζινάδικα. Η Ελευσίνα με τα χαλασμένα τραίνα δίπλα στα τραίνα που πετάνε, όλο αλουμίνιο. Ωραία σπίτια νεοκλασικά να σε παίρνουν τα κλάματα από την ομορφιά. Μια ιδιοτυπία της Αμερικής, τα Μορτίσιανς. Μεγάλες πανέμορφες βίλες νεοκλασικές ή μοντέρνες, που είναι για τους πεθαμένους...”

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Σαν ένας κόμπος στο στήθος το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας της Νίκης Τρουλλινού...




"Κλείνω τα μάτια και βλέπω να περνούν από μπροστά μου σαν τρέιλερ ταινίας "προσεχώς" οι αφηγήσεις τους, ή μάλλον όχι, εικόνες που αναζητούν το δικό τους νόημα, συμπτώσεις - μασκαρεμένες επιθυμίες -, μικρές ιστορίες - μεταφυσικές ακροβασίες -, να παραδίδονται στην αγάπη της μνήμης και της γραφής: εδώ είναι το δικό μου λιμάνι, ο δικός μου αστρολάβος, το δικό μου χαμένο ρο."

Θα μπορούσε να είναι δικές μου οι παραπάνω σκέψεις, οι εντυπώσεις από τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού στην τελευταία της συλλογή "Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014). Είναι λόγια που βάζει στο διήγημα "Μεταφυσικές ακροβασίες", μα που περιγράφουν αυτό ακριβώς που κάνει ολόκληρο το βιβλίο. Μικρές ιστορίες για την Ιστορία, για τόπους και γεγονότα και ανθρώπους που σημάδεψαν το πέρασμα των λίγο παλιότερων χρόνων. Πινελιές από Χανιά και από Ηράκλειο - και τα δυό πατρίδες της εξάλλου - μα και από Αθήνα, ακόμη και η Βαστίλη και  το Κατίν υπάρχουν στις ιστορίες της. 

Εδώ ξεχωρίζω δύο διηγήματα του βιβλίου, μα όλα έχουν την ιδιαίτερη αναφορά και σημασία τους.

Στο διήγημα "Η φωτογραφία" περιγράφει όμορφα την Καλοβασίλαινα μέσα από μια φωτογραφία της που είναι στο σαλόνι ενός σπιτιού.

"... Άσπρο φόντο, μάλλον ασβεστωμένο ντουβάρι, ο φακός την έχει φυλακίσει από το στήθος και πάνω, τρόπος του λέγειν στήθος, βαθιά γεράματα φωνάζουν από παντού ... Τα χέρια έχουν ανέβει από τους διπλωμένους αγκώνες, βγαίνουν από τα μανίκια του ρούχου και ανηφορίζουν προς το πρόσωπο. Το δέρμα, σ' εκείνα ακριβώς τα σημεία που τα χέρια αποχωρίζονται το ύφασμα, στρίβουν σαν κορμός βασανισμένων μπονζάι, και, ακριβώς εκεί, συμβαίνειτο απρόσμενο: τα χέρια, της φύσης έργο, της ανάγκης απόκτημα, καλύπτουν παντελώς το πρόσωπο, είναι στραμμένα όμως προς τα έξω, οι παλάμες κλειστές και ανάποδες κοιτούν τον φωτογράφο, τακτοποιημένες η μια δίπλα στην άλλη, οι αντίχειρες μπλέκονται· η οικονομία της κίνησης, η βέρα στο μεσιανό δάχτυλο του δεξιού χεριού, χωμένη ως βαθιά στο δέρμα, ..., και πάλι ο χρόνος, τα σημάδια του στα κότσια των κοκάλων στις άκρες, η αρθρίτιδα ήρθε στην ώρα της να υπογραμμίσει τον μόχθο του ταξιδιού και το πένθος των άκλαυτων παιδιών..."

Δεν συγκρίνω, μα ευθύς θυμήθηκα τα χέρια που περιγράφει ο Μιχάλης Γκανάς στη συλλογή του "Γυναικών".

Η γάτα η Τόντο από το ομώνυμο διήγημα μου θύμισε τη δική μας Σούλα και όλη της την οικογένεια στο χωριό
Συγκλονιστική για μένα είναι η αναφορά (στο "Μεταφυσικές ακροβασίες") στο γιατρό παθολόγο Κώστα και στο γιο του ψυχίατρο Ανθούση και η περιγραφή της σκηνής όταν σέρνεται ο μικρός πάνω στο καράβι από τη μάνα του και από τη θεία του, την παιδίατρο Παρή, για να δει τους άντρες στο καίκι που πάει παράλληλα μ' αυτούς και που ήταν μαζί ο πατέρας του, που δεν τον είχε γνωρίσει, γιατί έλειπε στη θάλασσα, έτσι τούχανε πει, έλειπε σε νησί για να γιατροπορεύει τους αρρώστους. "Χαιρέτα, χαιρέτα", τούλεγε η θεία του.

"...Κοντά τους, σε μικρή απόσταση που όλο και λιγόστευε, μια μεγάλη βάρκα, ή ίσως πάλι να 'τανε καϊκι, άσπρο με γαλάζιο σιρίτι, η καμπίνα του καπετάνιου γαλάζια και τούτη, ύστερα τίποτα που να θυμίζει καράβι, ξύλινοι πάγκοι μόνο, και πάνω καθισμένοι κάμποσοι άντρες, μόνο άντρες, του φάνηκε  παράξενο, συνηθισμένος να ζει ανάμεσα σε γυναίκες συνεχώς, κάτι σαν βαλιτσούλες ξεδιάκρινε στα πόδια τους, ή μπόγους σκούρους, "χαιρέτα", να φωνάζει η μάνα, κι η θεία μαζί τώρα, "χαιρέτα", και καθώς ξεμάκραινε το καράβι τους από το καϊκι, τον σήκωσαν, τον έσερναν με βία, από την πλώρη στην πρύμνη η πορεία τους, παράλληλα με την πορεία του καϊκιού ... "χαιρέτα, να, βλέπεις; αυτός είναι ο μπαμπάς σου, Κώστα, Κώστα, ο Ανθούσης μας", κι ένας άντρας με θαλασσιά μάτια, δεν τα διέκρινε μα ήξερε από τότε πως μόνο θαλασσιά θα μπορούσαν να είναι τα μάτια του πατέρα του, σηκώθηκε από τον πάγκο κι άρχισε να κουνά και τα δυο χέρια, φτερούγες ίδιες, τα 'βλεπαν οι γλάροι κι ακολουθούσαν τ' απόνερα του πλεούμενου..."

Σαν απότιση φόρου τιμής στη μνήμη του Κώστα και του Ανθούση το κείμενο αυτό της Τρουλλινού. Και οι δυο πια δεν ζούν. Ο Κώστας είναι ο Χανιώτης αγωνιστής γιατρός Κώστας Χιωτάκης, ο γιατρός για τους φτωχούς της πόλης μας, όσο την κατοικούσε βέβαια, αφού έλειπε στη θάλασσα, σε άλλα νησιά, μικρά και αφιλόξενα. Πόσο όμορφα περιγράφει εκείνα τα θαλασσιά του μάτια, είναι σαν να τον βλέπω δίπλα μου, στητό, σοβαρό μα προσιτό και αγαπητό σε όλους...

Η συγγραφέας ξεκινά τα διηγήματα με έναν στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη από την ποιητική του συλλογή ΥΓ.:

 Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος…

Δείχνει να έχει ένα κόμπο στο στήθος όταν αφηγείται τις ιστορίες των ηρώων της, οι ιστορίες της είναι βιώματα, άλλωστε ο συγγραφέας είναι πλαστογράφος του εαυτού του, όπως διάβασα πρόσφατα από τον Κλαούντιο Μάγκρις. Γράφει ο Μάγκρις στο "Δούναβη"*: 

"Οποιοσδήποτε γράφει είναι ένας πλαστογράφος του εαυτού του, που κολλά με παθιασμένη ειλικρίνεια, αλλά και προβαίνοντας σε μια αυθαίρετη υποκατάσταση προσώπου, την αντωνυμία "εγώ" σε κάποιον άλλο, που στην πραγματικότητα βαδίζει τον δικό του δρόμο".

Αυτός ο κόμπος μπορεί να βρεθεί και στο δικό μας στήθος, κοινά βιώματα, γνώριμες φιγούρες και αγαπημένοι τόποι μας δένουν  με τις ιστορίες της, όταν οι περιγραφές είναι τόσο οικείες και τόσο δυνατές.
.........................................................................................
* Η μικρή αναφορά στον Δούναβη του Μάγκρις είναι μόνο γιατί έχω πολύ πρόσφατο το διάβασμά του, ελπίζω να αναφερθώ εκτενέστερα σε όλο το βιβλίο αργότερα, γιατί το αξίζει..

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Εμείς οι δυο θα κάνουμε τον κόσμο παραμύθι...




Μια φορά γιε μου κι έναν καιρό
βασιλιάς καλός όριζε τόπο μακρινό...


Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά
έτοιας λογής ν’ αρχίζει
και σε καιρούς αλλοτινούς
ο νους τση ν’ αρμενίζει.
 

 Να μου μιλεί σιργουλευτά
για κείνα και για τ’ άλλα
για μαγικά, για έρωτες,
για φονικά μεγάλα.

Για βασιλιάδες νιους καλούς
που κάστρα επατούσαν
τσι μάισσες και τα θεριά
σκοτώναν κι ενικούσαν.

Κι όντεν ο ύπνος ο γλυκύς
δόξευγε το μυαλό μου
στον κόσμο των παραμυθιών
γύριζ’ ο λογισμός μου.

Έσβησ’ ο χρόνος ο κακός
μαζί με τη χαρά μου
τσι ιστορίες τση γιαγιάς
από τα όνειρά μου.
 

 Κι έρχουντ’ απ’ τον παλιό καιρό
Θε μου να `ταν αλήθεια
ώρες αεροφύσημα
κείνα τα παραμύθια.
 

Μην κλαις μικρή μου και πληγές
ανοίγεις μου στα στήθη
εμείς οι δυο θα κάνουμε
τον κόσμο παραμύθι.



Κι ήτανε λέει μια φορά κι ένα καιρό έν' αγοράκι, και μια γιαγιά που του 'λεγε παραμύθια, και το αγοράκι μεγάλωσε και θυμόταν τα παραμύθια εκείνα, και τη γιαγιά μέσα από τα παραμύθια και τραγουδούσε όπως οι Χαϊνηδες όσα έγραψε ο Δημήτρης Αποστολάκης.

Κι η γιαγιά, λέει, θα ήμουν εγώ! Που και βέβαια θα λέω παραμύθια στον εγγονό μου, παραμύθια για βασιλιάδες και για μάγισσες, για καλούς και για κακούς ανθρώπους, θα του πω για την Κοκκινοσκουφίτσα και τον κακό το λύκο, που δεν είναι όμως και τόσο κακός, γι' αυτό θα του πω και τα άλλα που ξέρω για το λύκο (και είχα γράψει ήδη εδώ). Και για τα ταξίδια του Γκιούλιβερ θα του πω και για τον Τομ Σόγιερ και για τα τρόλς της Νορβηγίας. Και βέβαια θα του αφηγηθώ τα δικά μας παραμύθια. Αλλά βέβαια δεν θα παραλείψω για το δικό μου ήρωα να του μιλήσω, για τον Πινόκιο!

Μήπως να επιστρατεύσω τη βιβλιοθήκη μου; Έχω από ελληνικά μέχρι του κόσμου παραμύθια, έχω βιβλία της Ζωής Βαλάση, του Τζιάνι Ροντάρι και άλλων παραμυθολόγων. Πρέπει.

Πρέπει; Ο εγγονός μου είναι μόλις 9 ημερών! Ένα πανέμορφο παιδάκι, ένας γλυκός μικρός άνθρωπος, ένας καινούριος άνθρωπος! 

Ένας καινούριος άνθρωπος, σε μια καινούρια ζωή. Θα είναι και μια καινούρια κοινωνία άραγε;

Εγώ πάντως θα του λέω παραμύθια. Γιατί,όπως έγραψε ο Χρήστος Μπουλώτης, η αλήθεια φανερώνεται μόνο με παραμύθια!

(Σημ. Αντέγραψα την εικόνα από εδώ)

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

10ήμερο πολιτισμού στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγίας Παρασκευής - Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου




Για 10 βράδυα, και φέτος όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ο κήπος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής και του Μουσείου Αλέκου Κοντόπουλου γεμίζει ασφυκτικά από κόσμο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας έρχονται από νωρίς να πιάσουν θέση, με ολοφάνερη στα πρόσωπά τους την ανάγκη να ψυχαγωγηθούν, να τραγουδήσουν και να γελάσουν, να συναντηθούν και να συνομιλήσουν. Το άξιο προσωπικό της Βιβλιοθήκης, συνεχώς στο πόδι, πρόθυμοι όλοι και όλες να βοηθήσουν ώστε να μην δυσαρεστηθεί κανείς, να βρουν όλοι τη θέση τους στον κήπο.  Και βέβαια παντού ανάμεσά μας, η ψυχή του 10ήμερου, η Αθηνά Κοντοπούλου, κληρονόμος του Αλέκου Κοντόπουλου του οποίου το εργαστήριο - μουσείο στεγάζεται δίπλα στο χώρο που έχει παραχωρηθεί για τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Πρέπει ν' αναφερθώ επίσης στην Πρόεδρο και στα μέλη του Δ.Σ. της Βιβλιοθήκης που αντιμετωπίζουν θετικά, όπως φαίνεται, όχι μόνο τις εκδηλώσεις αυτές αλλά και συνολικά τη λειτουργία της Βιβλιοθήκης. Και αυτή είναι μια θετική εικόνα για τη δημοτική αρχή, και αυτή πρέπει να είναι η στάση κάθε δημοτικής αρχής.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την Παρασκευή με τη Σαββίνα Γιαννάτου τραγούδι και την Ευγενία Καρλαύτη στο πιάνο. Ήταν μια εξαιρετική βραδυά, η Σαββίνα είναι γνωστή και καταξιωμένη, όμως και η Ευγενία Καρλαύτη είναι μια αποκάλυψη, όχι μόνο στην τέχνη του πιάνου, αλλά και στα φωνητικά, και μάλιστα σε κομμάτια τζαζ ή με τζαζίστικο στυλ (δεν ξέρω αν είναι μουσικά σωστή αυτή η διατύπωση, όμως έτσι εισέπραξα τα ακούσματά της και μου άρεσαν πολύ). Πρέπει να πω ότι τις είχα ξανακούσει τον Απρίλιο στα Χανιά, όταν συμμετείχαν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Λεωνίδα Κακάρογλου "Μνήμη σχεδόν πλήρης". 

Η προχθεσινή βραδυά στον κήπο της Βιβλιοθήκης είχε και μία χαρούμενη εξέλιξη. Ενώ έφταναν προς το τέλος του πρώτου μέρους, στο οποίο μας χάριζαν εξαίρετες μελωδίες από τις χώρες της Μεσογείου και όχι μόνο, άρχισε να βρέχει, στην αρχή από λίγο, εκείνες έπαιζαν και τραγουδούσαν, όμως η βροχή δυνάμωνε, κι εκείνες συνέχιζαν να τραγουδούν και να παίζουν, και η βροχή δυνάμωνε, κάποιοι από τους θεατές είχαν προβλέψει να φέρουν ομπρέλλες, κι εκείνες συνέχιζαν, η Γιαννάτου τραγούδησε υπέροχα "Χάρτινο το φεγγαράκι" και "Πορνογραφία", και τραγουδούσε όλος ο κόσμος στη βροχή και έβαλε κάπου στη μέση "Singing in the rain" και συνέχιζαν... Βέβαια, δεν μπορούσε αυτό να κρατήσει άλλο, όμως η βραδυά τελείωσε τόσο όμορφα, τόσο ζεστά!

Η χθεσινή εκδήλωση του Σαββάτου ήταν με το Μίλτο Λογιάδη στο πιάνο και τον Χρήστο Ζερμπίνο στο ακορντεόν, που επίσης αποτελούσαν εγγύηση για μια όμορφη μελωδική βραδυά. Απόψε, οι τρείς νέοι ηθοποιοί Γιώργος Χατζηπαύλου, Χρύσα Κατσαρίνη και Διονύσης Ατζαράκης, σε νούμερα μορφής stand-up comedy, μας έκαναν για δύο περίπου ώρες να γελάμε συνεχώς με τα κωμικά, ευρηματικά και πολύ αληθινά τελικά νούμερα που μας πρόσφεραν με κέφι και αγάπη.

Θα ακολουθήσουν ο Παναγιώτης Μάργαρης  στην κιθάρα με το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο τραγούδι, η παρουσίαση του βιβλίου «Ένας κι ένας…» του Δημήτρη Γκιώνη , η μουσική κωμωδία «Δυο Τενόροι στα μπουζούκια» των αδερφών Τάκη και Γιάννη Φίνα, η θεατρική παράσταση «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» με τη Νένα Μεντή, παρουσίαση βιβλίου και συναυλία-αφιέρωμα για τον Γιώργο Ζαμπέτα, μουσική βραδυά με το Λουδοβίκο των Ανωγείων και τέλος η μουσική βραδυά «Από τον Τσιτσάνη στον Reinhardt» με τους Gadjo Dilo. Μπράβο για το τέλος, γιατί ο Reihardt ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, όπως και ο δικός μας ο Τσιτσάνης βέβαια.

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής είναι ένας ζωντανός οργανισμός μέσα στην πόλη. Μαζί με το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου και με το παράρτημα της βιβλιοθήκης στο Κοντόπευκο αποτελούν ζωντανές κυψέλες Παιδείας και Πολιτισμού, κι αυτό χάρη στους ανθρώπους που τα λειτουργούν. Εμείς, αυτό εισπράττουμε, και δεν είναι λίγο...

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Το γέλιο του δράκου και η κτηνωδία των πολέμων






Έχω συνδέσει το βιβλίο με τη σφαγή στα Καλάβρυτα. Γιατί εκεί, στο Μουσείο, πριν μερικά χρόνια, και όταν ο τότε δήμαρχος μας μίλησε και μας έδειξε τι έγινε στην πόλη του εκείνο το μαύρο Δεκέμβρη του 1943, ένας από την ομάδα μας σύστησε να διαβάσουμε  "Το γέλιο του δράκου" του Γάλλου συγγραφέα Πιέρ Πεζί (εκδ. Ποταμός 2007, σε μετάφραση Κατερίνας Δασκαλάκη). Το χαρακτήρισε μάλιστα ως ένα από τα συγκλονιστικότερα αντιπολεμικά και αντιφασιστικά βιβλία που έχει διαβάσει.

Από τότε, το έχω χαρίσει δώρο σε πολλούς φίλους. Το θεωρώ κι εγώ συγκλονιστικό στην περιγραφή και στην παρουσίαση των σκέψεων του συγγραφέα γύρω από τον πόλεμο και το φασισμό, γύρω από τις μνήμες και γύρω από τις εικόνες και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας. Τους τελευταίους μήνες όμως, από τότε που εντάθηκαν τα γεγονότα στην Ουκρανία, είχα ένα λόγο παραπάνω να επιστρέψω στο βιβλίο.

Ένας 16χρονος Γάλλος, ο Πωλ, φιλοξενείται από μια οικογένεια στο Κελστάιν της Γερμανίας το καλοκαίρι του 1963. Κι ενώ κάνει γνωριμίες με παιδιά της ηλικίας του και συμμετέχει στις εκδηλώσεις της μικρής πόλης, ένας θάνατος, μάλλον μια αυτοκτονία, έρχεται να ταράξει τα νερά. Δεν θα αναφέρω λεπτομέρειες από την ιστορία, όμως να πω ότι ο συγγραφέας γυρνά στο 41 και ξανά στη δεκαετία του 60 και ξανά στο '41 και στο '44 και έρχεται στα πιο πρόσφατα χρόνια αλλά μεταπηδά και στο μέλλον!

Τοποθετεί ένα καθοριστικό μέρος της ιστορίας του στην Ουκρανία του 1941, κατά την εισβολή των Ναζί στη Ρωσία, και περιγράφει τις θηριωδίες ενάντια στο ντόπιο πληθυσμό και κύρια ενάντια στους Εβραίους. Ο Λαφοντέν και ο Μόριτζ από το Κελστάιν, οι ήρωες της ιστορίας του Πεζύ εδώ στην Ουκρανία του '41. Φορτηγά με στοιβαγμένα παιδάκια οδηγούνται στο δάσος, για να εκτελεστούν. Ο δρόμος δύσβατος, τα εξαντλημένα παιδιά πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο καθώς οι κινητήρες ζορίζονται να προχωρήσουν. Αλλά πρέπει να περάσουν το ξέφωτο, να φτάσουν στον προορισμό, είναι εβραιάκια, σκέφτεται ο Μόριτζ!

"...Η αλήθεια είναι ότι νιώθει μόνο περιφρόνηση και αηδία γι' αυτούς τους κουρελιάρηδες πολιτοφύλακες που ανυπομονούν να ξεμπερδεύουν, στο χείλος του λάκκου που έχουν σκάψει. Θα πρέπει να περιμένουν μες  στη σιωπή, στο τραγούδι των πουλιών, στο βόμβο των εντόμων και στο θρόισμα των φύλλων της σημύδας..."

Οι Ουκρανοί πολιτοφύλακες έκαναν τη "βρώμικη" δουλειά. Είναι γνωστός εξάλλου ο ρόλος των Ουκρανών στη διάρκεια του πολέμου, κι έτσι η ανάληψη της εξουσίας τώρα από ακροδεξιά, φασιστικά στοιχεία δεν μπορεί παρά να φέρει, έστω και συνειρμικά, τέτοιες αντιστοιχίες αλλά και ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης (σε συνδυασμό με ανάλογες καταστάσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες).

Οι σκηνές που περιγράφει στις σελίδες αυτές είναι φρικτές, είναι συγκλονιστικές!
Δυό παιδάκια σφίγγουν τα χέρια του Μόριτζ, αυτός αναστατώνεται, δεν τα απωθεί, και προχωρούν μαζί προς τους σκαμμένους λάκκους:

"... Ξαφνικά, βλέπει τους πολιτοφύλακες και τα τουφέκια τους. Είναι περισσότεροι απ' ό,τι νόμιζε. Μαυριδεροί, ανήσυχοι. Βλέπει επίσης την τρύπα που χάσκει, για να θάψουν τα παιδιά. Βλέπει τον ουρανό πάνω απ' το ξέφωτο και τα πουλιά που φεύγουν ... ¨Επειτα, όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Ώσπου ν' αλλάξει δυο λόγια με τον αρχηγό της σπείρας, έναν μεγαλόσωμο θορυβώδη τύπο με σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος του και με χρυσά και κοκάλινα μπρελόκ, ο Μόριτζ ακούει στην πλάτη του την κλαγγή των τουφεκιών που οπλίζουν οι Ουκρανοί μουρμουρίζοντας... Ενας δράκος που το δειλινό σπάει τα χέρια των παιδιών προτού συντρίψει τα ωραία τους πρόσωπα..."

Ο Πωλ, μεγάλος πια και καλλιτέχνης, ταξιδεύει στο Βερκόρ, περιοχή στη νοτιοανατολική Γαλλία, γνωστή από τη Γαλλική Αντίσταση, εκεί όπου το καλοκαίρι του 1944 οι Γερμανοί της Βέρμαχτ εκτέλεσαν πάνω από 200 κατοίκους. Ο παχύσαρκος ιδιοκτήτης του πανδοχείου που βρίσκει στο δρόμο του, του περιγράφει τι έγινε τότε, από τότε που "ούτε μισός Γερμαναράς" δεν πέρασε από τα μέρη τους και που "το πρωί οι αντάρτες παρουσίαζαν όπλα και χαιρετούσαν τα γαλλικά χρώματα" μέχρι που κατέφτασαν οι Γερμανοί μια μέρα "απ' τον ουρανό, μες στη μαύρη νύχτα, σαν όρνια, σαν άγρια ζώα":

"... Η γκρίζα κάμπια προχωρούσε. Καταβροχθίζοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Ακόμα και τις αγελάδες. Και τα σκυλιά.  Παλούκωναν από δω. Κάρφωναν ζωντανά τα παιδιά στις πόρτες των αχυρώνων από κεί. Φωτιές παντού... Έτσι είναι αγόρι μου!...
Λοιπόν, μπορείς ωραιότατα να περπατήσεις στους δρόμους μας, να πας παντού πεζή, τα φαντάσματα δεν θα τα δεις ποτέ όλα. Δεν θα τα δεις καθόλου μάλιστα! Ο πόλεμος δεν είναι τόσο πολύ οι μάχες, όσο μια αφάνταστη ανθρώπινη κτηνωδία..."

Η κτηνωδία του πολέμου παντού. Και αποτυπωμένη, λαξευμένη σε μια μεγάλη πέτρα, σ' ένα γλυπτό από κομμάτια ανεπεξέργαστου βράχου, όπου κανείς "καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε σώματα βασανισμένα, ότι αγγίζει την οδύνη τους.... σώματα σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν ξύλα για τη φωτιά".

Ο δράκος κυνηγά παντού τον ήρωα (ή και το συγγραφέα;).  Κι όταν κατασκευάζει τους όγκους των αγαλμάτων για μια έκθεση στο Παρίσι, ονομάζει ένα έργο του, σε σκληρό ασβεστόλιθο, "το Γέλιο του δράκου". "Βλέπει κανείς τα μικρά λεία κεφάλια να γυαλίζουν ανάμεσα στα μπράτσα ή στις πτυχές της κοιλιάς αυτού του τέρατος που το κορμί του είναι αυλακωμένο, όπως ο φλοιός ενός γέρικου δέντρου".

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Χανιά, στο παλιό λιμάνι



Μια βόλτα στα Χανιά, στο παλιό λιμάνι, ένα σούρουπο του Ιούνη. Χθες, στους ίδιους χώρους, διαδηλώναμε ενάντια στα χημικά του πολέμου. Σήμερα το λιμάνι γεμίζει από κόσμο που κάνουν τη βόλτα τους. Γύρω από το ΚΑΜ (Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου) υπάρχει κινητικότητα. Στα σκαλάκια στο πλάι του Κέντρου, μια ομάδα δοκιμάζει μηχανήματα και σε λίγο θα ξεκινήσει η προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους για τη χρήση του δημόσιου χώρου στα Χανιά (εντάσσεται στο πρόγραμμα UiPS - Ο χρήστης στο δημόσιο χώρο, εδώ τμήμα της ταινίας). Μπροστά στην πλατεία Κατεχάκη, ετοιμάζονται για ένα πάρτυ. Πρόκειται για τις πρώτες εκδηλώσεις στο πλαίσιο τριήμερου φεστιβάλ που διοργανώνονται (όπως κάθε χρόνο) από την ομάδα p-public μαζί με το Σύλλογο αρχιτεκτόνων της πόλης και έχουν ως θέμα "δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του εμείς". Ενδιαφέρον θέμα στ' αλήθεια.



Και λίγες ακόμα εικόνες από το παλιό λιμάνι, σούρουπο Παρασκευής, λίγο πριν νυχτώσει για καλά, το κόκκινο στο βάθος τ' ουρανού προμηνύει μια ζεστή μέρα γι' αύριο.



Τώρα τα άλογα ειναι κάτι σαν τουριστική ατραξιόν. Κάποτε ήταν τα ταξί της πόλης.

Ο φάρος και αριστερά το φρούριο Φιρκά.

Περπατώντας στο πλακόστρωτο, αριστερά το Γυαλί Τζαμισί.

Το Σαντριβάνι, στο τέρμα της οδού Χάληδων και αρχή του λιμανιού. Απέναντι, η παλιά συνοικία Καστέλλι όπου ξεκινά η οδός Κανεβάρο, γνωστή από τα χρόνια των Ενετών ακόμα.

Χανιά
.......
Στους δρόμους σου έχουμε ξεχαστεί από καιρό

περιηγητές της παιδικής σου ηλικίας

ερασιτέχνες αλιείς εικόνων

με ήλιο και σκιά

φωτογράφοι της ζωής σου

πλανόδιοι, μικροπωλητές στα πανηγύρια

ηδονοβλεψίες της αβάσταχτής σου ομορφιάς.
............................
(με τα λόγια της Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη)
δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του “εμείς”
δημόσιος χώρος και η συμπεριφορά του “εμείς”

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Το κόκκινο μπαλόνι - Καλό μήνα!


Πρώτη του μήνα σήμερα. Πρώτη του καλοκαιριού.  Σα σήμερα μας εσκοτώσανε οι Γερμανοί, μου είπε πρωί πρωί η μάνα μου. Στο χωριό της, το Κυρτωμάδω, κάνουν σήμερα εκδήλωση όπως και κάθε χρόνο. Είναι ένα από τα χωριά του κάμπου της Κυδωνίας Χανίων που ξεκλήρισαν οι Γερμανοί εκείνες τις αποφράδες μέρες του '41. Κάνουν εκδηλώσεις για να θυμούνται. Όπως γίνονται και στ' άλλα χωριά εδώ γύρω. Όπως γίνονται στη Βιάννο, στην Κάνδανο, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Κομμένο... Για να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μην ξεχνούν, και για να μαθαίνουν οι νεότεροι, και να μην ξεχνούν. Άραγε, υπάρχει μνήμη; Φοβάμαι πως είναι ζητούμενο των καιρών...



Αλλά, για να ξεκινήσουμε όμορφα το μήνα και επειδή "Δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας", όπως πολύ όμορφα γράφει ο Θεόδωρος Τσελεπής στο χθεσινό Δρόμο της Αριστεράς, προτείνω να δούμε μια τρυφερή γαλλική ταινία του 1956.

Γιατί αριστερός, γράφει ο Τσελεπής, "πρώτα από όλα και πάνω από όλα, είναι αυτός που αγαπά τη ζωή και ζει με αισιοδοξία την κάθε της μέρα... [είναι αυτός] που ερωτοτροπεί με την ουτοπία, [...] που θέλει το αδύνατο, [...] που παλεύει καθημερινά να αλλάξει την μοίρα του...


Ενα μικρό αγόρι βρίσκει ένα κόκκινο μπαλλόνι και μ' αυτό τριγυρίζει στους δρόμους του Παρισιού. Η ταινία άρεσε τότε, είχε μάλιστα βραβευτεί στις Κάννες. Η διάρκειά της είναι λίγο παραπάνω από μισή ώρα. 


Ας απολαύσουμε λοιπόν τις περιπλανήσεις του μικρού στο Παρίσι της δεκαετίας του '50, την ίδια εποχή που η Αριστερά στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά Αξιωματική Αντιπολίτευση...