Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Η Αφροδίτη των Οτεντότων και ο Σοπενάουερ


Γελοιογραφία εποχής που σατίριζε τη «Μαύρη Αφροδίτη» (Ελευθεροτυπία, 17-4-2011)



Παρακολούθησα πριν από χρόνια την ταινία του Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Αμπντελατίφ Κεσίς «Venus noire» ("Μαύρη Αφροδίτη").

Αφορά τη Σάαρτζι ή Σάρα Μπάρτμαν (Saartjie ή Sarah Baartman), μια νεαρή μαύρη γυναίκα που ανήκε στη φυλή Κχόι (Khoikhoi) ή φυλή των Οτεντότων (Hottentos), όπως υποτιμητικά την αποκαλούσαν οι Ολλανδοί άποικοι (στη λαϊκή ολλανδική «Οτεντότος» σημαίνει τραυλός και πνευματικά καθυστερημένος). Γεννήθηκε το 1789, έζησε στην περιοχή Vergaderingskop, Hankey, Eastern Cape, της Νότιας Αφρικής μέχρι το 1815 οπότε και πέθανε.

Η ταινία εξιστορεί τη βασανιστική ζωή της κατά το διάστημα 1810-1815 όπου εκτίθεται σε λαϊκά θεάματα σε Λονδίνο και Παρίσι, γίνεται αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής του Παρισιού και στο Μουσείο του Ανθρώπου και τελικά, πεθαίνει μόνη στο δρόμο. Η ταινία αποτελεί αφετηρία για προβληματισμό σχετικά με τη νοηματοδότηση που αποκτά το σώμα όταν αποκλίνει από τα κοινωνικά κανονιστικά πρότυπα. (από την ανάρτηση της ψυχολόγου Ελπίδας Μαρκοπούλου στα Ψυχογραφήματα).
Αντιγράφω παρακάτω την ανάλυση που κάνει ο Σπύρος Μανουσέλης στην Ελευθεροτυπία το Σάββατο 7 Μαϊου του 2011:
Η ταινία «Μαύρη Αφροδίτη» μάς διηγείται τη δραματική ιστορία της Σάαρτζι ή Σάρα Μπάρτμαν (Saart-Jie ή Sarah Baartman), μιας νεαρής μαύρης που ανήκε στη φυλή Κχόι ή φυλή των Οτεντότων (Hottentos), όπως υποτιμητικά την αποκαλούσαν οι Ολλανδοί άποικοι (στη λαϊκή ολλανδική «Οτεντότος» σημαίνει τραυλός και πνευματικά καθυστερημένος).
Με σκοπό να κερδίσει κάποια χρήματα η ίδια και πολύ περισσότερα ο κύριός της, η Σάρα μεταφέρθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα -αρχικά στην Αγγλία και κατόπιν στη Γαλλία- όπου και αναγκάστηκε να επιδεικνύει τα ιδιαιτέρως πληθωρικά ανατομικά της «προσόντα» σε κακόγουστες παραστάσεις.
Οπως και οι περισσότερες γυναίκες της φυλής Κχόι, η Σάαρτζι, το όνομα της οποίας σημαίνει «Μικρή Σάρα» (Saart-Jie), διέθετε δυσανάλογα ογκώδεις γλουτούς, μεγάλα στήθη και υπερμεγέθη γεννητικά όργανα. Ανατομικά χαρακτηριστικά που για τους Κχόι αλλά και για τις περισσότερες αφρικανικές φυλές αποτελούν σωματικές ενδείξεις μεγάλης θηλυκότητας και άρα γονιμότητας, ενώ για τους πολιτισμικά καταπιεσμένους και σεξοφοβικούς Ευρωπαίους της εποχής αποτελούσαν ένα οπτικό ερέθισμα για τις πιο διεστραμμένες ερωτικές τους φαντασιώσεις και, ταυτόχρονα, την απτή απόδειξη της σωματικής και πνευματικής ανωτερότητας του λευκού ανθρώπου σε σχέση με τις κατώτερες μαύρες φυλές με τα εμφανή «ζωώδη» χαρακτηριστικά.
Στην ταινία περιγράφεται με μεγάλη ευαισθησία η βασανιστική ζωή της Σάαρτζι στην Ευρώπη από το 1810 μέχρι τον πρόωρο θάνατό της, το 1815. Ωστόσο, η άτυχη κοπέλα θα γίνει ευρύτερα γνωστή και θα μείνει στην ιστορία ως η «Αφροδίτη των Οτεντότων». Μια μάλλον ειρωνική επωνυμία που, ενώ επινοήθηκε αρχικά από τους εκμεταλλευτές της για να διαφημίσουν ένα βάρβαρο λαϊκό θέαμα επιπέδου τσίρκου, κατόπιν θα υιοθετηθεί -καθόλου άκριτα, όπως θα δούμε- και από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής.
Περί ζωώδους ερωτισμού
Γιατί όμως η περίπτωση της Σάαρτζι (και των ομοίων της) παρουσιάζει, εκτός από κοινωνικό, ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον; Και γιατί, στις αρχές του 21ου αιώνα, ένας σύγχρονος σκηνοθέτης ένιωσε ότι ήταν σκόπιμο και οδυνηρά επίκαιρο να ασχοληθεί μαζί της;
Το κλειδί της απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα θα μπορούσε, πιστεύουμε, να αναζητηθεί στο διπλό νόημα που υποκρύπτεται στην «καλλιτεχνική» της επωνυμία «Αφροδίτη των Οτεντότων». Με άλλα λόγια, στη ρητή συσχέτιση -κατά τον 18ο και 19ο αιώνα- των μαύρων γυναικών της φυλής των Οτεντότων με τις ρατσιστικές φαντασιώσεις των ερωτικά καταπιεσμένων ανθρώπων της Δύσης, στις οποίες σαφώς παραπέμπει η επίκληση της Αφροδίτης, της παγανιστικής δηλαδή θεάς του έρωτα.
Η συσχέτιση του ζωικού, ηθικά αχαλίνωτου και κοινωνικά ανεξέλεγκτου ερωτισμού με τις μαύρες γυναίκες είχε ξεκινήσει στη χριστιανική Δύση από τον Μεσαίωνα. Ηδη από τις πρώτες ανακαλύψεις «εξωτικών» φυλών που ζούσαν στη νότια Αφρική, οι Ευρωπαίοι εξερευνητές αποκόμισαν και μετέφεραν στη Δύση μια εντελώς διαστρεβλωμένη εικόνα των ιθαγενών, οι οποίοι, υποτίθεται ότι «εκ φύσεως» επιδίδονταν ασταμάτητα, και χωρίς κοινωνικές αναστολές, στις πιο ζωώδεις σεξουαλικές δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος Γάλλος φυσιοδίφης του 18ου αιώνα, Ζορζ Λουί Μπιφόν, ήταν απολύτως πεπεισμένος για τις «ασυγκράτητες ερωτικές ορέξεις των μαύρων, που αρμόζουν σε πιθήκους», όπως γράφει ο ίδιος. Θα υποστηρίξει μάλιστα ότι τέτοιες ζωώδεις ερωτικές ορμές ωθούν τις νέγρες να ζευγαρώνουν ακόμη και με πιθήκους. Και θα ήταν σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι επιστημονικοφανείς απόψεις όπως αυτές του Μπιφόν αποτελούσαν εξαίρεση ή μειοψηφία στο πλαίσιο της δυτικής σκέψης κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Περιττό βέβαια να τονίσουμε ότι, όπως αποκάλυψαν πολύ μετέπειτα σοβαρότερες ανθρωπολογικές και εθνογραφικές έρευνες, οι «επιστημονικές» απόψεις εκείνης της εποχής μάς λένε πολύ περισσότερα για τα σεξοφοβικά ήθη και τους περιορισμούς των Δυτικών παρατηρητών παρά για την πραγματική ερωτική συμπεριφορά των ιθαγενών, η οποία, όντας εντελώς ακατανόητη τότε, θεωρήθηκε εσφαλμένα ως απολύτως ανορθολογική ή και... ζωώδης.
Είναι πάντως αξιοπερίεργη η εμμονή της δυτικής σκέψης σε αυτή την πολιτισμική προκατάληψη απέναντι στους «άλλους», τους «διαφορετικούς» από εμάς: μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ο «ζωώδης» ερωτισμός των νέγρων υπήρξε αναμφίβολα ένα από τα πιο δημοφιλή μυθεύματα που επινόησαν οι λευκοί άνθρωποι!
Υπάρχει άραγε κάποια επιστημονική εξήγηση ή, έστω, εμπειρική επιβεβαίωση που να ενισχύει τέτοιες εξόφθαλμα ρατσιστικές προκαταλήψεις; Εκτός από τις επιφανειακές ανθρωπολογικές και εθνογραφικές παρατηρήσεις των πρώτων εξερευνητών-κατακτητών, μόνο κατά τον 19ο αιώνα επιχειρήθηκε να τεκμηριωθούν ανατομικά οι διαφορές μεταξύ μαύρων και λευκών ανθρώπων.
Μάλιστα, μια από τις πρώτες ανατομικές μελέτες πραγματοποιήθηκε πάνω στο πολύπαθο σώμα της «Αφροδίτης των Οτεντότων». Πράγματι, μετά το θάνατό της στο Παρίσι το 1815, σε ηλικία μόλις 25 ετών από μολυσματική ασθένεια, το πτώμα της Σάαρτζι Μπάρτμαν υποβάλλεται σε εξονυχιστική έρευνα από τον Γάλλο ανατόμο Ντε Μπλενβίλ (Henri Marie de Blainville) και κατόπιν από τον Ζορζ Κιβιέ (Georges Cuvier), τον πιο διάσημο Γάλλο ανατόμο, παλαιοντολόγο και φυσιοδίφη της εποχής.
Τα συμπεράσματα του Κιβιέ δημοσιεύτηκαν σε μια ειδική μονογραφία το 1817. Συγκρίνοντας κάποια ανατομικά χαρακτηριστικά της Σάαρτζι με αυτά των ουραγκοτάγκων, ο επιφανής ανατόμος κατέληξε στο προβλέψιμο συμπέρασμα ότι τόσο η πεπλατυσμένη μύτη, ο σχετικά μικρός εγκέφαλος, κυρίως όμως οι ογκώδεις γλουτοί (στεατοπυγία) και τα υπερμεγέθη προεξέχοντα εξωτερικά γεννητικά της όργανα υποδείκνυαν μια στενότερη συγγένεια με τα ανώτερα πρωτεύοντα (όπως οι ουραγκοτάγκοι) παρά με τους ανθρώπους.
Αυτοψία της ψευδοεπιστήμης
Κοντολογίς, σύμφωνα με τον Κιβιέ και τους συναδέλφους του, η «Αφροδίτη των Οτεντότων» βρισκόταν στο κατώτερο σκαλοπάτι της εξελικτικής κλίμακας που οδηγεί από τον πίθηκο στον άνθρωπο. Και μολονότι εμφανώς διέθετε ανθρώπινη συνείδηση, συναισθήματα και ικανότητα λόγου, ελάχιστα μόνο διέφερε από τους πιθήκους, σύμφωνα με τον διαπρεπή επιστήμονα!
Πώς εξηγείται ένα τόσο προκλητικό και καταφανώς εσφαλμένο συμπέρασμα; Την εποχή που πραγματοποιούνται αυτές οι ανατομικές έρευνες, οι νέγροι θεωρούνται, τόσο ως προς την εξωτερική τους εμφάνιση όσο και ως προς την ατομική και την κοινωνική τους συμπεριφορά, το άκρως αντίθετο του κυρίαρχου λευκού ανθρώπου.
Επομένως, αν οι ειδικοί κατάφερναν να βρουν κάποιες εμφανείς ανατομικές διαφορές μεταξύ μαύρων και λευκών, θα μπορούσαν ίσως να αποδείξουν τη βιολογική ανωτερότητα των λευκών επί των μαύρων, και έτσι να εξηγήσουν «επιστημονικά» την διαρκώς αυξανόμενη εκμετάλλευση των τελευταίων.
Η Σάαρτζι, ως θηλυκή Οτεντότος, αποτελούσε την καλύτερη «απόδειξη» των πολυπόθητων ανατομικών, νοητικών και εξελικτικών διαφορών τις οποίες εναγωνίως αναζητούσε η επιστήμη της εποχής για να δικαιολογήσει τις ανισότητες ανάμεσα στις φυλές του ανθρώπινου είδους. Καμία έκπληξη λοιπόν, που στα ογκώδη και προκλητικά της οπίσθια και στα διογκωμένα χείλη του αιδοίου της οι ανατόμοι της εποχής «εντόπισαν» τελικά τα «ανώμαλα» σημάδια ενός ζωώδους σεξουαλικού ταμπεραμέντου, ανάξιου του ανθρώπινου είδους.
Είναι, ελπίζουμε, πλέον σαφές το γιατί η επιστήμη εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν υποχρεωμένη να βρει ή, ακριβέστερα, να επινοήσει το κατάλληλο βιολογικό πρότυπο που θα δικαιολογούσε «επιστημονικά» και, κατ' αυτόν τον τρόπο θα νομιμοποιούσε κοινωνικά, την απίστευτη βία και εκμετάλλευση που ο λευκός άνθρωπος ασκούσε και εξακολουθεί να ασκεί πάνω στους «έγχρωμους» συνανθρώπους του.
Και αυτό ακριβώς το αποκλειστικά βιολογικό πρότυπο εξήγησης των φυλετικών ανισοτήτων οικοδομήθηκε πάνω στις ανατομικές ιδιαιτερότητες των γλουτών και των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της «Αφροδίτης των Οτεντότων». Ανατομικές ιδιαιτερότητες που εσφαλμένα, όπως αποδεικνύεται σήμερα, περιγράφηκαν τότε ως «ανωμαλίες», δηλαδή ως τα ζωώδη κατάλοιπα ενός υπανθρώπινου είδους, που όλως τυχαίως είχε μαύρο δέρμα.


Αποτέλεσμα εικόνας για μαυρη αφροδιτη ταινια


Με την ευκαιρία, μια γλωσσολογική σημείωση στη λεξιλογία από το μακρινό 2008: 

Οι Οτεντότοι, αν δεν τους ξέρετε, είναι μια φυλή πυγμαίων της Νότιας Αφρικής που τους ονόμασαν έτσι (Hottentot στα αγγλικά) από την ολλανδική λέξη Huttentut — λέξη που, σύμφωνα με τους χρονικογράφους του 17ου αιώνα, χρησιμοποιούσαν οι Ολλανδοί για τους τραυλούς, επειδή οι Χοϊχόι (έτσι τους λένε σήμερα) μιλούν με εκείνο το περίεργο πλατάγισμα της γλώσσας (click language, σχετικό βιντεάκι στο τέλος, αλλά ας μην το δουν όσοι πιστεύουν ότι ο πρώτος άνθρωπος ήταν Έλληνας).

Η ορθογραφία της λέξης, πριν από την απλοποίηση, ήταν Ὁττεντότοι, με μια δασεία νά! Και καθώς την επιβεβαίωνα στον Δρανδάκη έπεσα πάνω στο αριστουργηματικό (φροϊδικό) λήμμα οτττεντοτισμός για είδος τραυλισμού. Ναι, έτσι, με τρία ταυ (και δασεία, πάντα).


Και εδώ, να αιτιολογήσω τον τίτλο της ανάρτησης αλλά και την ευκαιρία που βρήκα να θίξω, μέσα από την αναφορά στην ταλαιπωρημένη και καταπιεσμένη αυτή γυναίκα του 19ου αιώνα, μια μορφή νοηματοδότησης του γυναικείου σώματος πέρα από τη θέληση και την αξιοπρέπεια της ίδιας της γυναίκας. Ο λόγος, λοιπόν, ήταν η ανάγνωση του Δοκιμίου για τις γυναίκες του Σοπενάουερ (Ροές, 2009, σε μετάφραση Αλέξανδρου Βέλιου), ο οποίος γράφει:

Σε όλους τους λαούς της γης, αρχαίους και νέους, ακόμη και στους Οτεντότους, η ιδιοκτησία μεταβιβάζεται από άνδρα σε άνδρα.



Ήταν, λοιπόν, οι Οτεντότοι για τον Γερμανό Σοπενάουερ, όπως και για τους Ολλανδούς άποικους, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού. Αυτή η αναφορά μου φερε στη μνήμη την ταινία για τη γυναίκα από τη φυλή των Οτεντότων. 

Όσο για το συνολικό δοκίμιο για τις γυναίκες, δεν νομίζω να έχω διαβάσει άλλο πιο μισογύνικο κείμενο. Όπως σημειώνει ο μεταφραστής στον Πρόλογο, το Δοκίμιο "αποτελεί μια πιστή αναγωγή των συγκρούσεων που είχε ο Σοπενχάουερ με τη δική του μητέρα". Οι γυναίκες, γράφει ο Γερμανός φιλόσοφος, έχουν ελαττώματα, έχουν νοητική αδυναμία, οι γυναίκες πρέπει να σιωπούν στην εκκλησία και να σιωπούν στο θέατρο, "οι γυναίκες, λόγω της ψυχρότητας και της υγρασίας του φύλου τους, δεν δύνανται να φτάσουν σε κανένα πνευματικό βάθος", οι γυναίκες "προφανέστατα" είναι εκ φύσεως πλασμένες για να υπακούνε. Ακόμα, οι γυναίκες, γράφει, "είναι πλασμένες αποκλειστικά για τη διάδοση του είδους και όλος τους ο προορισμός επικεντρώνεται στο σημείο αυτό". 

Κι επειδή οι συνειρμοί δεν τελειώνουν, σκέφτηκα ότι το καλοκαίρι του 2019 η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων μετονομάστηκε σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων

Οι συνειρμοί επιτρέπονται...

Θα έρθει μια μέρα που όλες εμείς
θα δουλεύουμε στην ελευθερία


τραγουδούσαν  λίγες δεκαετίες αργότερα οι γυναίκες της Βόρειας Ιταλίας που δούλευαν στις φυτείες ρυζιού γύρω από τον ποταμό Πάδο, την περιοχή που τώρα τόσο δοκιμάζεται.

Bella Ciao...

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Τις Απόκριες μια φορά...



Τώρα που τέλειωσαν και οι φετινές Απόκριες, έρχονται στο νου μου τι γινόταν "στα παλιά τα χρόνια", εντάξει όχι και τόσο πολύ παλιά, στα παιδικά μου χρόνια, στα Χανιά, στη Νέα Χώρα. Εγώ δεν ντυνόμουν, ντρεπόμουν. Και μια φορά που μου 'φτιαξε η μάνα μου την αποκριάτικη στολή, τη φόρεσα, βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο, δεν προχώρησα παραπέρα μα γύρισα πίσω και την έβγαλα. Αυτό ήταν. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά πολλά χρόνια για να ξαναντυθώ. 

Ντύθηκα γριά. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που κάθε χρόνο έβαζε τα ρούχα της γιαγιάς μου, μια ζωή στα μαύρα τη θυμάμαι, έκρυβε το πρόσωπο και το κεφάλι με το μαντήλι και τις κάλτσες της, μακριά φούστα πάντα η γιαγιά, δεν είχε και ύψος ο πατέρας μου, οπότε μια χαρά του 'ρχόταν  η στολή. Έπαιρνε και την κατσούνα της και γύριζε στη γειτονιά. Γνήσιος κουκούγερος, έτσι λέγαμε τους μασκαράδες. 

Η κατσούνα ήταν το απαραίτητο χρειαζούμενο για κάθε μασκαρά. Μ' αυτό πείραζε τον κόσμο. Γύριζαν τότε οι κουκουγέροι, παρέες παρέες, στα σπίτια, άνοιγε ο κόσμος τις πόρτες και τους δεχόταν. Φυσικά δεν τους αναγνωρίζαμε. Κάθονταν στις καρέκλες στη σειρά, δεν μιλούσαν μόνο μας κοίταζαν, δηλαδή βλέπαμε κάτι μορφές να μας κοιτάζουν με χαμόγελο, με γκριμάτσες, ανάλογα με τη μάσκα. Εμείς από απέναντι, μικροί μεγάλοι, να προσπαθούμε να μαντέψουμε ποιοι άραγε να είναι πίσω από αυτές τις περίεργες, συχνά αστείες, φιγούρες. Αυτοί στο μεταξύ πείραζαν, κυνηγούσαν τα παιδιά με την κατσούνα, σήκωναν τη φούστα στις γυναίκες ή τους έπιαναν τα βυζιά, όλα επιτρέπονταν, η χαρά του παιχνιδιού. Κι αλίμονο αν προσπαθούσαμε να τραβήξουμε τη μάσκα, οι κατσουνιές θα μας επανέφεραν στην τάξη. Πότε πότε, αναφωνούσαμε είναι η τάδε είναι ο δείνα, αν πετυχαίναμε, έβγαζε τη μάσκα. Δεν αποκαλύπτονταν όμως πάντα, μερικές φορές έφευγαν όπως είχαν έρθει, χωρίς αποκάλυψη, είχαν πάρει το κέρασμα και προχωρούσαν για το διπλανό σπίτι και το διπλανό και όλη τη νύχτα αυτό γινόταν. Ένα παιχνίδι που συμμετείχε όλη η γειτονιά.

Αργότερα, όταν ήρθα στην Αθήνα, θυμάμαι πηγαίναμε το τελευταίο βράδυ στην Πλάκα, κόσμος πολύς, καραμούζες, κεφαλιές, μασκαράδες στους δρόμους, αστεία πολλά, φασαρία πολλή. Πάνε χρόνια που δεν έχω πάει.

Και του χρόνου με υγεία. 
Κι έρχονται κατά χιλιάδες οι ταλαίπωροι από ανατολικά, και οι Δυτικοί συμπάσχουν, λένε, σιγά, τι τους κοστίζει να το πουν. Όλοι σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν, που έλεγε και ο Σουρής:

Όλοι σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν,
Ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
Οι μοίρες μας μουτσούνες εγινήκαν,
Δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Όπ! Όπ! στο γύρο όλοι… τραλαλό… 

Κι εγώ μασκαρεμένος σας γελώ.
Όλοι σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν

.......................................

.... .......................................................
Σημ. Για τις Απόκριες, με αναφορά σε γλωσσικά ζητήματα και στον Παπαδιαμάντη, είχα γράψει εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2016/03/blog-post_13.html, αλλά και εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2012/02/blog-post_26.html με αναφορά στο Καλυβιανό Καρναβάλι.



Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Μια γυναίκα απ' τη Λιβύη κάποιο Φλεβάρη στα Χανιά



Από τον Άγιο Φεβρουάριο μέχρι τον Φλεβάρη του 1848 της γαλλικής επανάστασης που πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη (όπου πήρε μέρος και ο Ρώσος αναρχικός Μπακούνιν και μας τον θύμισε η Μάρω Δούκα στο "Ελα να πούμε ψέματα"), ο Φεβρουάριος είναι ίσως ο μήνας που έχει τραγουδηθεί περισσότερο από τους άλλους.

Όπως διαβάζουμε στα λεξικά, η ελληνική λέξη Φεβρουάριος προέρχεται από τη λατινική februarius που παράγεται από το επίθετο februus «καθαρτικός», επειδή κατά τη διάρκεια του μήνα αυτού (που ήταν ο τελευταίος του ρωμαϊκού ημερολογίου) γίνονταν γιορτές εξαγνισµού. Στην καθημερινή γλώσσα λέγεται και Φλεβάρης, γι' αυτό και η παρετυμολογία ότι προέρχεται από τη φλέβα, δηλαδή τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν από τις πολλές βροχές αυτού του μήνα. Ας μας μείνει το όμορφο τραγούδι για τον Φλεβάρη των φλεβών).

Φλεβάρης ήταν κι όταν έφτασε μια νύχτα στα Χανιά από τη Λιβύη η χαρτορίχτρα η Αμινά:



Η χαρτορίχτρα η Αμινά
φάνηκε απ' το πουθενά
χώρεσε μέσα στη σιωπή
κι αν τη ρωτούσες τι να πει
είχε στερέψει
Λένε πως ήρθε απ' τη Λιβύη
μετά από μια καταστροφή
που ‘χε προβλέψει

Έφτασε νύχτα στα Χανιά
Φλεβάρη του πενήντα εννιά
σ' ένα λιμάνι
άλλαξε ρούχα και θωριά
και πήρε σβάρνα τα χωριά
μ' ένα φλιτζάνι

Η χαρτορίχτρα η Αμινά
χάθηκε πάνω στα βουνά
την έβλεπαν καμιά φορά
πριν από κάθε συμφορά
με τη μεταξωτή στολή
να βλέπει την Ανατολή

(Στίχοι, μουσική από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, τραγουδά η Λιζέτα Καλημέρη. Αντιγραφή από https://kithara.to/stixoi/MjQ4NDUzNjg0/xartorixtra-kalimeri-lizeta-lyrics).


Για τη γυναίκα από τη Λιβύη (Πηγή: Κεδρισός, τεύχος 2, Μάιος-Αύγ. 2011)

Όμως, αιώνες πριν από την Αμινά, γύρω στον 3ο μ.Χ. αιώνα, στο νησί έφτασε μια άλλη γυναίκα από τη Λιβύη, η Συμφέρουσα, κι έζησε στην κοντινή πόλη της Απτέρας. Μας λέει γι' αυτήν ο Νείκων, ο άντρας της, στην επιτύμβια στήλη που υπάρχει στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Χανίων πως πέθανε πολύ νέα, μόλις στα τριάντα της,  και πως την ξεπροβόδισαν οι άνθρωποι από τον Δήμο Απτεραίων που την είχαν αγαπήσει για τη σωφροσύνη και τους καλούς της τρόπους.

Κι έχει προμετωπίδα στο άρθρο του για τη Συμφέρουσα ο Κώστας Νταντινάκης, ο εκδότης του περιοδικού Κεδρισός απ' όπου πήρα το παραπάνω, το σύνθημα σε μια αφίσα του 2011:

Κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος!

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους ...






Υμνώ τη μικρή σειρήνα του πελάγους που σου τραγουδά,
ανεβασμένη σ' ένα ποδήλατο από κοράλια και κοχύλια.

(Από την Ωδή στον Σαλβατόρ Νταλί του Λόρκα*)


Μ' έπιασε πάλι σήμερα να ψαχουλεύω τα χαρτιά μου, φακέλους που είχα χρόνια ν' ανοίξω, μνήμες ξεχασμένες. Και τί δε βρήκα! Σε δυο φακέλους βρήκα ποιήματα που είχα αντιγράψει για διάφορες περιστάσεις. Ξεχώρισα ένα αφιέρωμα στο ποδήλατο. Δεν έχει ημερομηνία, πρέπει να ήταν γύρω στο 2007 και να γράφτηκε με αφορμή την έκδοση από το ΤΕΕ του βιβλίου με τίτλο "Ποδήλατο: οδηγός σχεδιασμού και αξιολόγησης δικτύων" των Θάνου Βλαστού, Νίκου Μπαρμπόπουλου και Δημήτρη Μηλάκη. Ο Θάνος Βλαστός, καθηγητής ΕΜΠ, είναι γνωστός για τις πρωτοβουλίες του να ενταχθεί το ποδήλατο στη ζωή των πόλεων, πράγμα που υλοποίησε αρχικά στην Καρδίτσα την πόλη πρότυπο για το ποδήλατο ως μέσο μεταφοράς.

Αντιγράφω τα ποιήματα με αναφορά στο ΄ποδήλατο που είχα σ' εκείνο το σημείωμα.

Η μνήμη σου μέσα μου είναι μόνον
ένας ανάλαφρος ήχος από ποδήλατα

που ήσυχα πηγαίνουν εκεί όπου
το ύψος του απομεσήμερου κατηφορίζει
στο πιο φλογερό σούρουπο
ανάμεσα σε κιγκλιδώματα και σπίτια
και κατωφέρειες γεμάτες στεναγμούς
από παράθυρα ξανανοιγμένα στο καλοκαίρι.
Του εαυτού μου επιμένει μόνον
ένα μακρινό κλάμα από τρένα,
ψυχών που απομακρύνονται.

Κι εκεί πανάλαφρη πετάς,
χάνεσαι μες στο βράδυ.


("Η μνήμη σου μέσα μου" του Vittorio Sereni, σε μετάφραση Σωτήρη Παστάκα).


Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ' επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους...


("Αφρός" του Ανδρέα Εμπειρίκου από την "Ενδοχώρα", εκδ. Άγρα 2003, σελ. 21)


Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα 
που `κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα. 

Βρήκα τα φρούτα που `χε στο πανέρι της,
το δαχτυλίδι που `πεσε απ’ το χέρι της. 

Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της, 
τις ρόδες, το τιμόνι, το πεντάλι της. 

Τη ζωνη της, τη βρήκα σε μιαν άκρη, 
μια πέτρα διάφανη που `μοιαζε με δάκρυ. 

Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα 
κι έλεγα πού `ναι πού `ναι η ποδηλάτισσα. 

Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα, 
την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα. 

Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της, 
στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της.

("Η ποδηλάτισσα" του Οδυσσέα Ελύτη)





Κι αφού πάλι παραπέμπω στον Εμπειρίκο που παρομοίασε την ποίηση ως "ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου"**, συνεχίζω:

"[...] διαβάζω ποιήματα που έχουν αναφορά στο ποδήλατο, ίσως για να βγάλω και το δικό μου απωθημένο μιας και δεν κατάφερα ποτέ να ισορροπήσω πάνω σ' αυτό. Κι έτσι, περπάτησα το δρόμο πλάι στη θάλασασα, όπως η ποδηλάτισσα του Οδυσσέα Ελύτη. Και ομολογώ ότι ζήλεψα την αεράτη κοπέλα πάνω στο ποδήλατο από την εικόνα με την γκραβούρα του 1869 στο πόνημα των Βλαστού, Μηλάκη και Μπαρμπόπουλου.
...
Μου 'ρχονται οι εικόνες από την Κοπεγχάγη που χρησιμοποιούν το ποδήλατο μέσα στην πόλη σε ειδικές διαβάσεις και που κανένας θόρυβος δεν ακούγεται και ήταν όμορφη η εικόνα να κουβαλάνε τα μωρά τους με το ποδήλατο. Και ύστερα η εικόνα στην Οξφόρδη πριν από χρόνια, όπου φτάνω με το τρένο κι ένα λεφούσι γραβατωμένων πηγαίνουν στον ειδικό χώρο στάθμευσης για να πάρουν το δικό τους ποδήλατο και να κατευθυνθούν προς τη δουλειά τους [...]"

Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα που ’κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα Βρήκα τα φρούτα που ’χε το πανέρι της το δαχτυλίδι που ’πεσε απ’ το χέρι της Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της τις ρόδες, το τιμόνι, το πεντάλι της Τη ζώνη της τη βρήκα σε μιαν άκρη μια πέτρα διάφανη που ’μοιαζε δάκρυ Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα κι έλεγα πού ’ναι πού ’ν ’ η ποδηλάτισσα Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της στους ουρανούς ανάψαν τα φανάρια της.

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-bike/ ]
Ευχήθηκα τότε νάχουμε κι άλλες Καρδίτσες. Και ναι, υπάρχει κάποια αύξηση στη χρήση των ποδηλάτων, υπάρχουν κάποιοι ποδηλατόδρομοι, όμως βλέπουμε συχνά να είναι κατειλημμένοι από αυτοκίνητα!

.........................................................................................................................

* Αυτοί οι στίχοι είναι αντιγραμμένοι από βιβλίο αγορασμένο το 1993. Κυκλοφόρησε το 1991 από το εκδοτικό "Δημιουργία" σε μετάφραση της Ράνιας Τζεν, είναι τρίγλωσσο (ισπανικά, γαλλικά, ελληνικά), ενώ περιέχει και 12 ζωγραφικά έργα των Νταλί και Λόρκα. Το βιβλίο έχει εξαντληθεί. Να πώς βρήκα μεταφρασμένους του ίδιους στίχους από τον Γιώργο Κεντρωτή (το αντιγράφω από ανάρτηση του 2011 στο ιστολόγιό του):

Υμνώ την πελαγίσια τη μικρή σειρήνα που σε υμνεί
καβάλλα σε ποδήλατο φτιαγμένο από κοράλλια και κοχύλια.


** Από την Ενδοχώρα, ενότητα "Ο πλόκαμος της Αλταμίρας", σελ. 117).

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.



Έφυγε με τα ελάχιστα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, λίγες μόνο μέρες από την τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά εκπομπή που έκανε μαζί της η Φωτεινή Τσαλίκογλου και που, προς τιμήν της, μας παρουσίασε πάλι απόψε η ΕΡΤ2. Έφυγε σήμερα και λες κι ο στίχος του Εμπειρίκου «κι έκαναν τον φόβο του θανάτου, οίστρο της ζωής», που αποτελεί και μότο της σειράς "Το μαγικό των ανθρώπων", γράφτηκε γι' αυτήν. 

Μια τρυφερή στιγμή με τον μικρό Νικόλα στην αγκαλιά της (από την εκπομπή της ΕΡΤ2)

Μίλησε για τον φόβο του θανάτου και για τη ζωή που της λέει ευχαριστώ κι ας μην περιμένει τίποτα απ' αυτήν. Τραγούδησε το Άστα τα μαλλάκια σου και μίλησε για τον έρωτα και την αγάπη. Πήρε στην αγκαλιά της το εγγόνι της, τον μικρό Νικόλα, "δεν έκανα παιδιά", είπε, "απέκτησα όμως εγγόνι". Θα γινόταν η νονά του, θα του έδινε το όνομα Νικόλας, όπως ο δικός της νονός, ο Νίκος Καζαντζάκης. Πάντα αναφερόταν στον Καζαντζάκη, τον αγαπούσε, ήταν αυτός που της άνοιξε τα φτερά να πορευτεί στην ποίηση, αυτός που είπε πως το ωραιότερο ποίημα που είχε διαβάσει ήταν η Μοναξιά, το ποίημα που έγραψε στα δεκαεφτά της η Κατερίνα Αγγελάκη.

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.


Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.


Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.


Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.


Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.


Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;


Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.


Και τελειώνοντας η εκπομπή ευχήθηκε: Να 'μαστε καλά.

Είχε γράψει:

Αν τουλάχιστον πίστευα στον Θεό
ο χωρισμός από το σώμα σου
-το σώμα μου-
Θα 'ταν προσωρινός
κι ο θάνατος δε θα 'χε
άλλες συνέπειες.


Η μοναξιά, ο φόβος, η ζωή και ο θάνατος είναι τα νοήματα που βρίσκει κανείς στην ποίησή της. Και όπως γράφει ο Μάνος Στεφανίδης,

"Ο συνειδητός ποιητής –και εν προκειμένω μια ποιήτρια υψηλών δυνατοτήτων όπως είναι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -γράφει αποκλειστικά για τον θάνατό του. Αν έχουν εν τω μεταξύ προκύψει θριαμβικοί έρωτες, πτώσεις με μακάρια μέθη, τύρβη ζωών αδαπάνητων, ταξίδια στο πραγματικό ή το ανύπαρκτο, σώματα που καίγονται από μυστικές φωτιές και ιστορίες με πρίγκιπες σε μικροσκοπικούς πλανήτες ή παράξενα ζώα σε κοραλλιογενή νησιά, τόσο το καλύτερο! "

Και αυτά υπάρχουν στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Οι φίλοι μας έφυγαν...δεν τους γνωρίσαμε

Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια˙
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια˙
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.  

Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μάς έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.



Οι φίλοι μας έφυγαν... δεν τους γνωρίσαμε. Πάνε σαράντα μέρες που έφυγε και η Γιάννα. "Κατερίνα μου σε ευχαριστώ πολύ για τα ωραία που μου λες", έγραφε στο τελευταίο της μήνυμα απαντώντας στο δικό μου. Πάει καιρός, αμελούσα να της στείλω κι άλλο μήνυμα, περίμενα τη γιορτή της, δεν πρόλαβα, αυτή η καθημερινότητα πώς μας προλαβαίνει, πώς μας κουμαντάρει τη ζωή. 


Η Γιάννα Μπώκου-Μανιάτη ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα, ένας άκακος, χαμηλών τόνων, άνθρωπος, με ήθος, καλλιέργεια, ευγένεια και κοινωνική ευαισθησία. Ήταν βιβλιοθηκονόμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από τους στυλοβάτες, τις στυλοβάτριες καλύτερα, του θεματικού καταλόγου της, που αποτελούσε και τον κατάλογο καθιερωμένων θεμάτων για τις ελληνικές βιβλιοθήκες (κυρίως για δημοτικές και δημόσιες). Ήταν συχνά τα τηλεφωνήματά της στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ (όπου είχα αντίστοιχη αρμοδιότητα τότε) εκεί στη δεκαετία του '80, ρωτώντας με με ποιους τεχνικούς όρους θα διατυπώσει καλύτερα τα θέματά της. Η δεκαετία εκείνη ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των βιβλιοθηκών και η Γιάννα ήταν παρούσα και δραστήρια.


Θα παραθέσω δύο μικρά αποσπάσματα από την εισήγηση που παρουσίασε μαζί με τον Γιώργο Μπώκο το 1984 στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων ("Βιβλιοθήκες - υπηρεσίες πληροφόρησης. Βάση για Εθνική ανάπτυξη"). Η εισήγησή τους είχε τίτλο "Συνεργασία μεταξύ των βιβλιοθηκών και συνεργασία με τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα. Προβλήματα και συνέπειες". (Να σημειώσω ότι ο Γιώργος Μπώκος, ο για πάνω από σαράντα χρόνια αγαπημένος σύντροφος της Γιάννας, είναι ο άνθρωπος που περισσότερο από τον καθένα και την καθεμιά στην Ελλάδα γνωρίζει τα ζητήματα γύρω από τις βιβλιοθήκες, την πληροφορία και την πληροφόρηση, αλλά και τα συναφή, τυποποίηση, τεχνολογίες, δίκτυα, αρχεία, πολιτικές κτλ.). Το κείμενό τους εκείνο αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο την υφιστάμενη, όχι καλή, κατάσταση στις ελληνικές βιβλιοθήκες αλλά και διατύπωνε ως ανάγκη και ως πολιτική πρόταση αυτό που επιχειρήθηκε (και επιχειρείται) στα επόμενα χρόνια˙ δεν είναι εξάλλου τυχαία τονισμένες από τη Γιάννα και το Γιώργο κάποιες συγκεκριμένες λέξεις του κειμένου.

[...] αυτό που ενδιαφέρει να αναλυθεί εδώ είναι ο βαθμός στον οποίο οι σημερινές ελληνικές βιβλιοθήκες έχουν πετύχει:
α) να αποτελούν σύστημα εξυπηρέτησης των ποικίλων δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, και
β) κατά πόσο έχουν πετύχει να ενταχθούν στις κοινότητες (λαϊκές, εκπαιδευτικές, επιστημονικές κλπ.) που οφείλουν να εξυπηρετήσουν και να αποτελέσουν ζωντανό συστατικό στοιχείο των μηχανισμών τους.
.....................................
Τελειώνοντας, αυτό που πρέπει για άλλη μια φορά να επισημανθεί εδώ είναι ότι η πραγμάτωση της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών, αλλά και της συνεργασίας των βιβλιοθηκών με τους λοιπούς κοινωνικούς φορείς είναι κάτι που οι ίδιοι οι βιβλιοθηκάριοι θα μπορούσαν να προωθήσουν σημαντικά.[...] Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν οι τεράστιες ευθύνες της Πολιτείας για τη μέχρι τώρα καθυστέρηση στα θέματα των βιβλιοθηκών και κυρίως στο θέμα της νομοθετικής ρύθμισης του δικτύου των ελληνικών βιβλιοθηκών [...]

Πώς το είπε ο ποιητής;

Οι φίλοι μας έφυγαν...
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.

------------------------------------------------------
Σημείωση: Αντέγραψα το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (Μυθιστόρημα Ε') από τη συλλογή Ποιήματα (Ίκαρος 1998).

,

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Και χίλιες έδειχν' ομορφιές


Οδός Χάληδων, έξω από τη Δημοτική Πινακοθήκη, 16 Οκτωβρίου 2018
Χίλιες ζουγράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου και χίλιες έδειχν' ομορφιές πάντα των αμματιώ μου, έβαλε στο στόμα της Ερωφίλης ο ποιητής Γεώργιος Χορτάτσης. Κι ο ίδιος βάστηξε το χέρι του μερακλή καλλιτέχνη να ζουγραφίσει τον τοίχο της Δημοτικής Πινακοθήκης.


Λενταριανά, 6 Ιανουαρίου 2020
Αυτοσχέδιος κηπάκος στην άκρη του επίσης αυτοσχέδιου χώρου στάθμευσης σε μια γειτονιά στα Λενταριανά. Ο κήπος αυτή την εποχή είναι φτωχός, το καλοκαίρι όμως έχει ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια, κολοκύθια, φασολάκια, βασιλικούς, ευτυχώς όμως το κάδρο του μερακλή κηπουρού μένει εκεί στη θέση του όλο τον καιρό.

Κουμ Καπί, 25 Ιανουαρίου 2018
Στων Χανίων τα σοκάκια δε χωράνε φασιστάκια, είχε γράψει ένας μερακλής Αεκτζής και μερακλής αντιφασίστας στο στενοσόκακο του Κουμ Καπί. Να υπάρχει άραγε ακόμη;

Χριστουγεννιάτικα στολισμένο, 5 Ιανουαρίου 2020

Με μεράκι και μερακλίδικη φαντασία στολίζει χριστουγεννιάτικα το σπίτι της η φίλη μας. Οι συλλογές της πλούσιες. Η ομορφιά παντού!

Ιδιωτικός λαογραφικός θησαυρός, 2 Ιανουαρίου 2020
Μερακλής συλλέκτης και τούτος ο φίλος, ανεκτίμητος ο λαογραφικός πλούτος που έχει συγκεντρώσει. Και χίλιες δείχνει ομορφιές...


Λίγες σκόρπιες φωτογραφίες από τις πολλές που έχω τραβήξει από την πόλη μου τα Χανιά. Έτσι, για την ομορφιά στις λεπτομέρειες της δικής μου ματιάς.

Χρόνια πολλά στους Αντώνηδες  και στις Αντωνίες!

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Here's to you, Τζόαν Μπαέζ



Σαν σήμερα, το 1941, γεννήθηκε η Τζόαν Μπαέζ, τραγουδίστρια, ακτιβίστρια για την ειρήνη, το περιβάλλον και τις ελευθερίες, ο θρύλος της δεκαετίας του '70. Δεν ήμουνα στο στάδιο του Μιλάνου στις 24 Ιουλίου του 1970 όταν έδωσε μια μεγάλη συναυλία, τυχαίνει όμως να έχω τον δίσκο βινυλίου από εκείνη τη βραδιά. Κι επειδή, "όλα τα βρίσκεις πια σ' αυτό το ίντερνετ", βρήκα στο youtube τη ζωντανή συναυλία από έναν θαυμαστή της που ήταν εκεί (https://www.youtube.com/watch?v=arZ-NfsOSAc), βρήκα και τις πληροφορίες του δίσκου (https://www.discogs.com/master/view/452471), αλλά και ολόκληρο τον δίσκο (https://www.youtube.com/watch?v=7m44zvXHyQ4). Απολαύστε πόσο ωραία τραγουδά την Αντζελίνα και τα άλλα κομμάτια.



Πάντως, δεν παύω ν' αγαπώ κι ακόμη περισσότερο το Here's to you, Nicola and Bart, για τους Ιταλούς αναρχικούς μετανάστες στην Αμερική τη δεκαετία του '20 Σάκο και Βαντσέτι οι οποίοι εκτελέστηκαν για εγκλήματα που δεν είχαν διαπράξει (προφανώς για τις ιδέες και την πολιτική δράση τους).

Here's to you, Nicola and Bart
Rest forever here in our hearts
The last and final moment is yours
That agony is your triumph.



(Και με την ευκαιρία, αν θέλετε να διαβάσετε για τους δύο αυτούς ήρωες, τη χρονιά που πέρασε κυκλοφόρησε η ζωή τους σε κόμικ από τις εκδόσεις Χαραμάδα. Πρόκειται για το βιβλίο  "Οι ζωές των Σάκο και Βαντσέτι" του Rick Geary, σε μετάφραση Μαρίας Χρίστου. Νομίζω αξίζει να διαβαστεί, εγώ τουλάχιστον το επέλεξα ως ένα από τα βιβλία που δώρισα στις γιορτές).

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Ο Αντώνης Μπαλωμενάκης πέταξε μακριά



Ποιος πόνος
ανεμίζει στο
χεράκι σου
φουρτούνες
ποιος άνεμος
διέρρηξε
το σώμα σου.

Απόκρημνα
τα μάτια σου
βλέμμα που άνοιξε
στο σκούρο.
Αλλού πετούσες
Κάποτε.

Τώρα
με κίτρινο νερό
λεκιάζεις τ’ απογεύματα
στάζουν οι φθόγγοι πυρετό
σκουριάζουν τα
ταξίδια σου.
…………………………..

Από το πρώτο τεύχος του περιοδικού Λόγου & Τέχνης από την Κρήτη «Κεδρισσός»  (Ιανουάριος-Απρίλιος 2011) που εκδιδόταν στα Χανιά από τον Κώστα Νταντινάκη (και που δυστυχώς άντεξε λίγα τεύχη ακόμη), αντιγράφω το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα της Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη «Στο σκούρο».

Δίπλα άλλο ένα ποίημα της Μαρινάκη, το «Τραίνο μεταγωγής»:

Ένα χαρτί,
δος μου ένα
χαρτί
να γράψω
ό,τι δεν ξέρω
να σου πω.

Ζητώ τη σιωπή
της πένας
το απαλό της άγγιγμα
στις ράγες
στις γραμμές συρμού
που πρόκειται
να σταματήσει.

Τραίνο μεταγωγής
τα λόγια μου
αιχμάλωτες προτάσεις
χάνουν τους τόνους
υπογραμμίζουν τις
αμβλείες συλλαβές
τις δύσβατες στροφές
της μνήμης.
…………………………………

Στενεύουν τα περάσματα, έγραψα πριν από δυο μήνες, η ποίηση της Μαρινάκη με βρήκε τώρα. Μήτε να πώ μήτε να γράψω ξέρω, χάνουν τους τόνους οι σκέψεις μου, γίνονται δύσβατες  οι στροφές της  μνήμης μου· ο συρμός σταμάτησε· χτες ο Αντώνης Μπαλωμενάκης πέταξε μακριά. Αλλού πετούσε κάποτε. Ο σύντροφος Αντώνης, ο πρόεδρός μας στη ΦΕΚ, τη Φοιτητική Ένωση Κρητών, στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια,  ο μόνιμα και σταθερά αριστερός, ο ενεργός πολίτης στην πόλη μας τα Χανιά, ευαίσθητος, έντιμος, ανιδιοτελής, συνεσταλμένος, ένας σπουδαίος άνθρωπος με υποδειγματικό ήθος και μαχητικότητα. Με αυτό το ήθος και με ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, επαγγελματική ευσυνειδησία και ειλικρίνεια διαχειρίστηκε το τελευταίο διάστημα στην προηγούμενη Βουλή και τις εργασίες της Επιτροπής για τα σκάνδαλα στην υγεία και την υπόθεση Νοβάρτις.

Τα λόγια περιττεύουν, μόνο δυο εικόνες ανακαλώ από τα τελευταία χρόνια. Η μία ήταν στη Βουλή όπου βρέθηκα για επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη και είδα τον Αντώνη να τρέχει γρήγορα στο διάδρομο, «Αντώνη τι γίνεται;» τον ρωτώ και μου μίλησε πολύ γρήγορα για κάποιο πρόβλημα που προέκυπτε, δεν έχει σημασία ποιο, συγκράτησα την αγωνία του, τον πόνο στο πρόσωπο, σε όλο του το σώμα γιατί το κόμμα του ο Σύριζα πάλι είχε μπελάδες. Αυτή την αγωνία συγκράτησα και στη δεύτερη εικόνα, λίγο παλιότερη αυτή, ήταν στην προεκλογική συγκέντρωση του Σύριζα στα Χανιά στην πλατεία Νέων Καταστημάτων για τις εκλογές του ‘15· τα λόγια του σε άγγιζαν, συγκινήθηκα, δεν χειροκρότησα βέβαια, τέτοια λόγια δεν χρειάζονται το χειροκρότημα της πλατείας, στην πολιτική, σκέφτηκα τότε, ποιος είπε ότι δεν χρειάζεται συναίσθημα, όταν βέβαια έχει αλήθεια.

Αυτή την αλήθεια του θα θυμόμαστε, τον απλό του λόγο, που είχε όμως σιγουριά και πίστη.
Α ρε Αντώνη,
ποιος άνεμος διέρρηξε το σώμα σου.
Αλλού πετούσες κάποτε…

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

«Πλούτη, γέλοια και χαραίς και βαφή για ταις ψαραίς»: Και εις έτη πολλά!




Πέρασ’ ο χρόνος, πέρασαν τα ογδόντα δύο,
Πέρασαν τόσα βάσανα και δάκρυα και πίκραις,
Ας πούμε με μειδίαμα στο παρελθόν ADIO
Και σήμερ’ ας  γλεντίσωμε με φλάουτα με λύραις             

Έτσι ξεκινούσαν τις ευχές για τον καινούριο χρόνο του 1883 οι διανομείς  της κρητικής εφημερίδας «Πατρίς».

Ξεφυλλίζω το «Κρητικό Ημερολόγιο 2000» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη (έκδοση Φιλιππότη), στο οποίο υπάρχουν, πέραν των χρηστικών πληροφοριών όπως σε κάθε ημερολόγιο, πολλά ενδιαφέροντα κείμενα για την Κρήτη (ιστορία, λαογραφία, ποίηση, μουσική κτλ.). Τα σκίτσα στην παρουσίαση κάθε μήνα έχει κάνει ο σπουδαίος Χανιώτης σκιτσογράφος Σπύρος Ορνεράκης, τα οποία μάλιστα συνοδεύονται από δίστιχα σε μορφή μαντινάδας του Γιώργου Καράτζη.




Στο κείμενό της με τίτλο «Ευχές από τα περασμένα», η  Ζαχαρένια Σημανδηράκη (τότε προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης) δίνει πληροφορίες για τις ευχές που απηύθυναν «προς τους κυρίους κυρίους συνδρομητάς» οι διανομείς των τοπικών εφημερίδων και οι ταχυδρομικοί της Κρητικής Πολιτείας. Στα κείμενα αυτά ζητούν με σοβαρό ή σκωπτικό ύφος την «καλή χέρα»* από τους συνδρομητές, ταυτόχρονα όμως εκφράζουν και την αγωνία τους να ελευθερωθεί το νησί από την τουρκική κυριαρχία.

Παραθέτω εδώ ολόκληρο το κείμενο από το ευχετήριο δελτάριο του διανομέα της εφημερίδας «Άμυνα» (διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού):

Ταίρι νιόνυμφο προβαίνει
Ο Γενάρης κ’ η Αυγή,
Να το στρώση, το προσμένει
Νυφικό κρεββάτ’ η γη

Ο Γενάρης σκουντουφλιάρης
στέκει δίπλα στην αυγή,
και σαν γέρος αρωστάρης
φανερόνεται στη γη

Και η γη φτιασιδωμένη
με τα χιόνια του βουνού,
απ’ το ταίρι περιμένει
καλή χέρα τ’ ουρανού.

Τι θα είναι δα τα δώρα,
γέλια, δάκρυα, καϋμοί;
θα τα ίδη κάθε χώρα
όταν έρθη η στιγμή.

Εγώ εύχομαι να ήνε
πλούτη, γέλοια και χαραίς
τριαντάφυλλα μυρσίναι
και βαφή για ταις ψαραίς

Δαχτυλείδια και στεφάνια
θέλω όλα να βρεθούν,
και βεζυρικά φιρμάνια
γέροι νειοί να ‘πανδρευθούν.

Και η γράδες να ζηλεύουν
και να θέλουν παντρειά,
να φορέσουν να γυρεύουν
την ουρά τη μακρυά.

Τώρα ήλθεν η σειρά μου
ένα λόγο να ειπώ
για τη τζέπη τη κυρά μου
ένα λόγο χαρωπό.

Ως το βράδυ να γεμίση
από λίραις Αγγλικαίς
και να ιδώ να ξεχειλίση
σαν τσουκάλι με φακαίς.

Κι ο Θεός ν’ ανταποδώση
τη γενναία δωρεά
εις εκείνον όπου δώση
περισσότερο παρά.
και εις έτη πολλά.

Και επιστρέφοντας στον διανομέα της «Πατρίς», να πώς τελειώνει τις ευχές του:

Χαρά Σας και να ζήσετε να ‘δήτε μιάν ημέρα,
Να ανατείλη ευτυχής, την λύρα θα σας παίζω,
Κι ‘εγώ για να χορεύητε, με την δεξιά μου χέρα
Όλο τον χρόνο γελαστό
Εις της «Πατρίδος» τον χορό.
Δώστε και Σείς ένα παρά εις τον πτωχόν ΚΙΝΕΖΟ
Διανομέα της «Πατρίδος».

Και εις έτη πολλά!


……………………………………………………………………………..

*Η καλή χέρα είναι ένα χρηματικό ποσόν που δινόταν (ή και δίνεται ακόμη) ως δώρο με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι, κάθε παραμονή ή ανήμερα Πρωτοχρονιάς, ο μπαμπάς μας έδινε πάντα ένα μικρό χαρτζιλίκι για την καλή του χέρα. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για μας τα παιδιά τότε και είχε πολλή αξία.