Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια...
Οδυσσέας Ελύτης, απονομή βραβείου Νόμπελ 8 Δεκεμβρίου 1979
Αυτή την αλήθεια θέλησαν να μας μεταφέρουν έξι άνθρωποι από το χώρο των γραμμάτων στην ανοικτή συζήτηση που έγινε το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στο κλείσιμο του 11ου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας και είχε ως θέμα "Γλώσσα και ορολογία στη λογοτεχνία". Συμμετείχαν κατά σειρά οι Τιτίκα Δημητρούλια, Κώστας Κουτσουρέλης, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Μαρία Παπαδήμα, Νίκος Σαραντάκος και Γιώργος Τράπαλης, ενώ στο τέλος παρουσίασα μερικές δικές μου σκέψεις "από την πλευρά μιας αναγνώστριας". Ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος συντόνιζε την εκδήλωση, προσπαθώντας και καταφέρνοντας να την οριοθετήσει στο πλαίσιο του δίωρου, το οποίο, βέβαια, αποδείχτηκε πολύ λίγο για να δοθεί ευκαιρία ευρύτερης συζήτησης και ανταλλαγής σκέψεων και απόψεων. Οι παρεμβάσεις των συνομιλητών, όλες πολύ ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες, ανέδειξαν, με περισσή ευγλωττία, τις διεργασίες με τις οποίες λειτουργούν οι συγγραφείς γράφοντας ή μεταφράζοντας ένα (ή για ένα) λογοτεχνικό έργο, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, αγγίζοντας με σεβασμό τις λέξεις και τα νοήματα, ώστε να φτάσει σ' εμάς όλους ως "εργαλείο μαγείας και φορέας ηθικών αξιών" (όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης).
Παρακάτω θα δώσω επιγραμματικά λίγα στοιχεία από τις ομιλίες, ενώ ολόκληρα τα κείμενα έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της ΕΛΕΤΟ.
Η Τιτίκα Δημητρούλια, αν. Καθηγήτρια ΑΠΘ, μεταφράστρια και Διευθύντρια της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, μίλησε με θέμα "Λογοτεχνία, ειδικές γλώσσες και τα πάθη του μεταφραστή" και αναφέρθηκε στις περιπτώσεις "που ένας συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει στο έργο του ειδική ορολογία, επιστημονική ή τεχνόλεκτα, είτε απλώς επειδή το θέμα του το απαιτεί είτε για να υπηρετήσει συγκεκριμένες ειδολογικές, θεματικές και δομικές σκοπιμότητες". Στην πρώτη περίπτωση, είπε, "έχουμε να κάνουμε με την απόδοση μεμονωμένων όρων, που ενδέχεται να παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, αλλά είναι τουλάχιστον εντοπισμένη", ενώ στη δεύτερη, "η δεδομένη δυσκολία της μετάφρασης πολλαπλασιάζεται εις την ν, καθώς στην έγνοια για την απόδοση του ύφους, του επιπέδου λόγου, των πολιτισμικών στοιχείων προστίθεται η ανάγκη όχι απλώς απόδοσης συγκεκριμένων όρων, αλλά κατανόησης και ανασύστασης ολόκληρου του πεδίου αναφοράς".
Με αφορμή μια σύγχρονη μεταφραστική της εμπειρία, μας μετέφερε με χαρακτηριστικό τρόπο τις διεργασίες που συντελούνται όταν καλείται να μεταφράσει το ποίημα «Άλογα της φωτιάς» («Chevaux de feu») του Jean-Baptiste Para. Οι προβληματισμοί της αφορούν την ιππική ορολογία και τις αποδόσεις στα ελληνικά ονομάτων αλόγων ανάλογα με το χρώμα τους, αλλά και σε συνδυασμό με την παράμετρο της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται το πρωτότυπο έργο. Μας ταξιδεύει από τον Ζαχαρία της Παλαιάς Διαθήκης στις Νεφέλες του Αριστοφάνη και από την Άννα Καρένινα σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου στην Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη και σε άλλα έργα, και ακόμη στον αλιτζέ, το ξανθότριχο ή πυρρόξανθο άλογο και στον ψαρή, για να μας περιγράψει τη βάσανο μέχρι να καταλήξει στη μετάφραση του τμήματος ενός στίχου που έλεγε "Alezans, rouans" και αναφέρεται σε δύο τύπους αλόγων, ως "Αλιτζέδες και ψαρήδες". Αντίστοιχους προβληματισμούς έχει όταν χρειάζεται να μεταφράσει αστυνομικό μυθιστόρημα ("Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ") με ορολογία κυνηγιού και μάλιστα με αντικείμενο το έφιππο αγγλικό κυνήγι! Για όλες τις περιπτώσεις, επισημαίνεται η απαίτηση μεγάλης έρευνας, η ανάγκη συνολικής κατανόησης του πεδίου, αλλά και η έλλειψη δίγλωσσων κειμένων και ειδικών λεξικών. Η ομιλήτρια έθεσε επίσης το ζήτημα των σημειώσεων στα ποιητικά και στα θεατρικά κείμενα, τα οποία έχουν, όπως είπε, πολλά κοινά, σημειώνοντας, πάντως, ότι η ίδια δεν συμφωνεί, εκτός αν πρόκειται για υπομνηματισμένη έκδοση.
Ο Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, ποιητής, μίλησε για το θέμα "Η σαφήνεια και η ασάφεια: Σκέψεις για την λογοτεχνική και την επιστημονική γλώσσα με αφετηρία ένα πρώιμο δοκίμιο του Κωστή Παλαμά". Αναφέρθηκε αρχικά στα "παιδαρέλια", όπως αποκάλεσε ο Αχιλλέας Παράσχος εκπροσωπώντας τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, όσους ακολουθούν "τις νέες ποιητικές τάσεις που φτάνουν στο Άστυ από τις όχθες του Σικουάνα" και που αργότερα θα ονομαστούν Γενιά του 1880. Ηγέτης και υπερασπιστής της γενιάς ο Κωστής Παλαμάς, θα απαντήσει σε επίθεση που γίνεται σε σονέτα του Ιωάννη Γρυπάρη, για τα οποία γράφει ο Κουτσουρέλης:
Γραμμένα στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα, έχουν λεκτικό και μορφή άκρως εκλεπτισμένα. Το κύριο χαρακτηριστικό τους όμως είναι ότι αποτελούν αναγνώσματα δύσκολα, θέλουν μελέτη επισταμένη και επίμονη, θέλουν το κλειδί τους το ερμηνευτικό, δεν παραδίδονται ευθύς στον αναγνώστη. Επόμενο είναι λοιπόν ότι το κοινό της εποχής, το εθισμένο στην συχνά δημοσιογραφικού τύπου "διαύγεια" των ρομαντικών, να αμηχανεί και να αντιδρά σφόδρα. Έτσι γίνεται λόγος περί θολότητος και ασαφείας αντιποιητικής, όπως περίπου και ο Ζαμπέλιος στην εποχή του μεμφόταν τον Διονύσιο Σολωμό για τον σκοτεινό και αλλοτύπωτο γερμανισμόν του. Και ο Παλαμάς παίρνει τον λόγο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και τιτλοφορεί το κείμενό του ακριβώς, ένα από τα δυνατότερα και ωραιότερα κριτικά δοκίμια της γλώσσας μας, και θεωρητικά αξεπέραστο έκτοτε, "Η σαφήνεια και η ασάφεια".
Και παραθέτει αποσπάσματα από το δοκίμιο του Παλαμά, όπου γράφει ανάμεσα στα άλλα: "Το κάλλος ποιητικών τινών αριστουργημάτων εκλάμπει διά της σαφηνείας. Αντιθέτως δε, το χαρακτηριστικόν στοιχείον του ύψους εξ ίσου ποιητικών αριστουργημάτων είναι η ασάφεια".
Αυτή η λογοτεχνική ασάφεια, ή λογοτεχνική πολυσημία όπως ονομάζεται στις μέρες μας, συνεχίζει ο ομιλητής, βρίσκεται στον αντίποδα της ορολογικής μονοσημίας που (πρέπει να) χαρακτηρίζει τις θετικές επιστήμες. Κι ενώ, είπε, αυτό το τελευταίο επιβάλλεται όταν πρόκειται να μιλήσουμε για τον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων, το διωνυμικό σύστημα του Λινναίου για τα έμβια είδη ή για την ονοματολογία των ουράνιων σωμάτων, ο ποιητής, στη διηνεκή προσπάθειά του να δώσει μορφή στο ατομικό του όραμα, "και την λέξη την μονόσημη ακόμη την απαλλοτριώνει, την ανανοηματοδοτεί και τη δημεύει, αναδιανέμοντάς την πλέον στους πολλούς ως λέξη διαφορετική, της δίνει άρωμα και γεύση και θερμοκρασία διαφορετική".
Ακολούθησε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, μαθηματικός - συγγραφέας - μεταφραστής, με την ομιλία "Φαντάσματα νεκρών όρων: ο εφιάλτης του μεταφραστή", τίτλο δανεισμένο από ένα κείμενο που δημοσίευσε το 1734 ο George Berkeley, ασκώντας κριτική στο νέο εργαλείο που είχε εισαγάγει ο Νεύτων με το όνομα fluxion. "Και τι είναι αυτές οι fluxions», αναρωτιέται ο Berkeley. «Μήπως πρέπει να τις ονομάσουμε φαντάσματα νεκρών ποσοτήτων;" Η συζήτηση πάντως για την έννοια που απέδωσε ως fluxions ο Νεύτων (που αρχικά προέρχεται από τη φυσική και σημαίνει ροές, αλλά εδώ αφορούσε την έννοια της παραγώγου στο πεδίο του απειροστικού λογισμού), διήρκεσε πολύ. Για την ίδια έννοια, ο Leibniz είχε χρησιμοποιήσει την απόδοση calculus differentialis (differential calculus στα αγγλικά),ενώ τότε στις αγγλικές εκδόσεις είχε χρησιμοποιηθεί και ο όρος calculus of differences. Αυτά συνέβαιναν τον 18ο αιώνα, ο σημερινός μεταφραστής όμως εκείνων των έργων θα πρέπει να είναι προσεκτικός γιατί σήμερα διαφορικός λογισμός (differential calculus) και λογισμός των διαφορών (calculus of differences) σημαίνουν διαφορετικά πράγματα.
Ο ομιλητής έδωσε και άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα νέων εννοιών και όρων που προέκυψαν από τις νέες επιστημονικές έρευνες, καταδεικνύοντας τη σχέση και την εξέλιξη της επιστημονικής οροδοσίας με την ιστορία των επιστημών. Αναφέρθηκε π.χ. στις περιπέτειες που "βίωσαν" οι αρνητικοί αριθμοί κατά τον 16ο και 17ο αιώνα διαδοχικά από τους "αναδόχους" Cardano, Stifel και Napier of Merchiston, οι οποίοι τους απέδωσαν ως numeri ficti, numeri absurdi και numeri defectivi, αντίστοιχα, εκφράζοντας ο καθένας την άποψή του "για αυτό το νέο αντικείμενο που η μαθηματική αναγκαιότητα του επιβάλλει να αποδεχθεί".
Τα παραδείγματα καταδεικνύουν ότι "ο Έλληνας μεταφραστής της επιστημονικής εκλαΐκευσης και της ιστορίας των επιστημών φέρει σήμερα ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αφήνει να εννοηθεί η λέξη που περιγράφει την ιδιότητά του". Και αναρωτιέται, καταλήγοντας:
"Έχει ο μεταφραστής το δικαίωμα (ή μήπως έχει την υποχρέωση) να επινοεί και να θεσμοθετεί όρους – ιδίως όταν οι όροι αυτοί στην πρωτότυπη γλώσσα τους είναι φορείς πολύ περισσότερης πληροφορίας από όση φέρει το εννοιολογικό της περιεχόμενο;"
Η Μαρία Παπαδήμα, Καθηγήτρια ΕΚΠΑ και μεταφράστρια, στην παρέμβασή της με θέμα "Ορολογία με άρωμα λογοτεχνίας", μετέφερε τη δική της μεταφραστική εμπειρία, κυρίως στην αρχή της καριέρας της, από τους χώρους των ειδικών τεχνικών κειμένων πέραν της λογοτεχνίας, σημειώνοντας ότι "υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό μεταξύ των δυο ειδών μετάφρασης, το οποίο θέτει τον μεταφραστή λογοτεχνίας εκτός της επικίνδυνης ζώνης της ορολογίας και τον μεταφραστή τεχνικών κειμένων εκτός λογοτεχνικών αναταράξεων". Και συνεχίζει: "Κι αν ο μεταφραστής τεχνικών κειμένων δεν θα κληθεί μάλλον να επιστρατεύσει λογοτεχνικές γνώσεις ή δεξιότητες, γιατί τα τεχνικά κείμενα δεν φημίζονται για τη λογοτεχνικότητά τους, πολύ εύκολα αποδεικνύεται ότι το αντίθετο, δηλαδή η απουσία της κάθε είδους ορολογίας από τη λογοτεχνία, δεν ισχύει".
Με χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρθηκε στα ζητήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη μετάφραση συγκεκριμένων έργων. Αναφέρω εδώ δύο από αυτά. Το ένα είναι το μυθιστόρημα Les Eblouissements του Βέλγου Pierre Mertens, που αναφέρεται στη ζωή του Γερμανού ποιητή Γκόντφριντ Μπεν και το οποίο έβριθε από όρους δερματολογίας καθώς και όρους και εργαλεία ανατομίας των αρχών του 20ου αιώνα, δεδομένου ότι ο εν λόγω ποιητής ήταν και γιατρός. Το άλλο είναι τα διηγήματα με τίτλο Histoires Napolitaines του Γάλλου ιταλικής καταγωγής Jean Noel Schifano, που ήταν βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες από τα αρχεία της Νάπολης του 14ου-16ου αιώνα, με ορολογία σε μεγάλο μέρος ενδυματολογική και σε θέματα που αφορούσαν ήθη και έθιμα εποχής, κυνήγι, όπλα, κτίρια, κτλ., για τα οποία μάλιστα δεν βρισκόταν εύκολα η αντιστοίχιση στην ελληνική πραγματικότητα της ίδιας εποχής. Οι ιδιαιτερότητες, μάλιστα, και οι δυσκολίες φαίνονται από τα αποσπάσματα που παραθέτει, όπως π.χ.:
Sur le même lit, il s’est trouvé une chemise d’homme, une fraise empesée, un panseron fuchsia tout balafré de crevés verts...
Πάνω στο ίδιο κρεβάτι ευρέθησαν ένα ανδρικό υποκάμισο, μια κολλαρισμένη τραχηλιά, ένα προγαστρίδιο χρώματος φούξια με πράσινες φάσες...
Τελειώνοντας, διατύπωσε προτάσεις για την ανάγκη σύνδεση των πεδίων της Ορολογίας και της Λογοτεχνίας σε επίπεδο σπουδών και επαγγελματικής πρακτικής.
Ο Νίκος Σαραντάκος, συγγραφέας, μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μίλησε με θέμα "Παροιμίες, παροιμιακές εκφράσεις και μετάφραση". Η κλιτότητα είναι ένα γνώρισμα που ξεχωρίζει την παροιμία από την παροιμιακή έκφραση. Έτσι, η αυτοτελής φράση "Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό" είναι παροιμία, ενώ η φράση "τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι" μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε ευρύτερες φράσεις. Άλλο γνώρισμα είναι η μεταφρασιμότητα. "Οι παροιμίες επιδέχονται μετάφραση κατά λέξη", λέει ο Σαραντάκος (π.χ. time is money, ο χρόνος είναι χρήμα), ενώ στις παροιμιακές εκφράσεις, ο μεταφραστής έχει δύο λύσεις: "αντίστοιχη παροιμιακή έκφραση ή κυριολεκτική μετάφραση".
Δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα από το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή και από τους Αθλίους του Ουγκό. Για το πρώτο, παραπέμπει στην αγγλική μετάφραση από τον Leslie Finer, ο οποίος αποδίδει π.χ. τη φράση "Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα" ως "At her age I was as bright as a button" και τη φράση "Έγινα μπαρούτι" ως "I was furious".
Εντυπωσιακές ήταν οι περιπέτειες που γνώρισε μια φράση από τους Αθλίους μέχρι να βρεθεί το πραγματικό της νόημα. Στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου, εκεί που μιλάει για τη Φαβουρίτα και τον πατέρα της, γράφει ο Ουγκό:
Son père était un vieux professeur de mathématiques brutal et qui gasconnait ; point marié, courant le cachet malgré l’âge. Ce professeur, étant jeune, avait vu un jour la robe d’une femme de chambre s’accrocher à un garde-cendre ; il était tombé amoureux de cet accident. Il en était résulté Favourite.
Ο πρώτος μεταφραστής των Αθλίων στα ελληνικά (το 1862) ήταν ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης ή Σκυλίτσης, ο οποίος απέδωσε την επίμαχη φράση "courant le cachet" ως "έτρεχεν εις τας παραλυσίας". Έκτοτε, πολλοί μεταφραστές (Αυγέρης, Κοτζιούλας, Αργυροπούλου, Λυκούδης κ.ά.) χρησιμοποίησαν αυτή τη σημασία έστω και με διαφορετική διατύπωση, μέχρι τη μετάφραση από τον Κώστα Κριτσίνη (εκδόσεις Ζαχαρόπουλου), ο οποίος το είπε "παρέδιδε μαθήματα" που τελικά είναι και το σωστό. Και .. έτσι ο γέρο καθηγητής αποκαταστάθηκε έστω και μετά από 150 χρόνια! (Σημειώνεται ότι για αυτά έχει γράψει ο Σαραντάκος στο ιστολόγιό του εδώ και εδώ).
Τέλος, ο Γιώργος Τράπαλης, φιλόλογος, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη γλώσσα του Νίκου Καββαδία και έχει συντάξει και εκδόσει σχετικό γλωσσάριο, μίλησε για τις "Γλωσσικές ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στο έργο του Νίκου Καββαδία". Η ιδιαιτερότητα της γλώσσας του Καββαδία, είπε, έγκειται στο ότι "αποτελεί ένα μείγμα ετερόκλητων γλωσσικών στοιχείων που δημιουργούν μια πραγματική Βαβέλ", ενώ επίσης την χαρακτηρίζει "ο ελλειπτικός λόγος, οι ασυνέχειες, η έντονη προφορικότητα και η ιδιαίτερη χρήση γνωστών λέξεων". Περιέγραψε τα παρακάτω χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του, δίνοντας και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σε κάθε περίπτωση:
η γλώσσα των ναυτικών - η ναυτική αργκό με ιταλικά, ισπανικά, αραβικά, τουρκικά, ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά στοιχεία, π.χ. μπουλμές (εσωτερικό χώρισμα πλοίου), βατσιμάνης (ναύτης που κάνει βάρδια φύλαξης), φριγκορίφικο (πλοίο-ψυγείο), ιβιλάι (είδος σκοινιού), παταράτσο (είδος σκοινιού), σκανταγιάρω (βυθομετρώ).
ιδιωματικά στοιχεία - βρίσκονται περισσότερο στα πεζά, όπως στη Βάρδια, π.χ. με κεφαλλονίτικες βρισιές, όπως "Ρουφόλυμπες! Ούλες τση φωτιές τ’ άι-Γιάννη να πηδήξετε δε στεγνώνετε, ανασμίδες!"
ξένα γλωσσικά στοιχεία - διάσπαρτες ξένες λέξεις και φράσεις γραμμένες με λατινικούς ή με ελληνικούς χαρακτήρες, π.χ.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα, του κοριτσιού το φίλημα, που κόστισε ακριβά.
ονοματολογικά - πολλά τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια, τα οποία δημιουργούν ερευνητικό ενδιαφέρον για την ταυτοποίηση ορισμένων εξ αυτών (μας έδωσε ο ομιλητής παραδείγματα από δικές του έρευνες που επιβεβαίωσαν την ύπαρξή τους), αλλά επίσης ονόματα φαρμάκων και ασθενειών τα οποία δίνουν και πληροφορίες για γενικότερα, κοινωνικά και άλλα θέματα (π.χ. αναφορές στη σύφιλη, αλλά και στο υπερμαγγανικό κάλλιο - περμαγκανάτο - που χρησιμοποιούσαν οι πόρνες για τοπική αντισηψία).
αναφορές στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία - επισημαίνεται η διακειμενικότητα με τις συχνές άμεσες και έμμεσες αναφορές σε εικαστικά και λογοτεχνικά έργα, π.χ. "Από τον Giotto ίσαμε τον Dali, όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι ήταν οι χειρότεροι δάσκαλοι. Την αλήθεια την είπαν κάτι έμποροι που τους τριγύριζαν."
Αναμφίβολα, όλες οι εισηγήσεις ήταν ξεχωριστές· δεν είναι μόνο γιατί οι ομιλητές και οι ομιλήτριες μας μετέφεραν τα προβλήματα και τις μεταφραστικές και άλλες γλωσσικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους, αλλά, και ακόμη περισσότερο θα έλεγα, γιατί μας μετέφεραν αυτή την ομορφιά αναζήτησης της αλήθειας μέσα από τη γλώσσα.
(Ακολούθησε μια δική μου παρέμβαση "από την πλευρά μιας αναγνώστριας", που το κείμενό της θα μεταφέρω σε επόμενη ανάρτηση).
Διοργανώνεται αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα το 11ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ) για την Ελληνική Γλώσσα και την Ορολογία. Το συνέδριο πραγματοποιείται ανελλιπώς κάθε δύο χρόνια από το 1997, φέτος δηλαδή συμπληρώνονται είκοσι χρόνια! Στα συνέδρια αυτά παρουσιάζονται και συζητούνται θέματα που αφορούν τη γλώσσα γενικά και την ορολογία ειδικότερα, όπου ως Ορολογία ορίζουμε, με απλά λόγια, την επιστήμη που ασχολείται με την ειδική γλώσσα (δηλαδή τη γλώσσα των ειδικών θεματικών πεδίων, μαθηματικά, ιατρική, κατασκευές, νομικά κτλ.) και που μελετά τη δομή, τον σχηματισμό, την ανάπτυξη, τη χρήση και τη διαχείριση ορολογίων στα διάφορα θεματικά πεδία. (Στον ιστότοπο της ΕΛΕΤΟ μπορεί κανείς να βρεί πολλές πληροφορίες τόσο για την ίδια την Εταιρεία, όσο και για το αντικείμενο της Ορολογίας. Επίσης, οι εισηγήσεις όλων των προηγούμενων συνεδρίων της ΕΛΕΤΟ έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπό της, στη διεύθυνση http://www.eleto.gr/gr/conferences.htm.)
Κάθε συνέδριο είναι αφιερωμένο σε ένα πρόσωπο που είχε ιδιαίτερη συνεισφορά στον τομέα της γλώσσας ή της ορολογίας. Το φετινό συνέδριο είναι αφιερωμένο στον Κωστή Παλαμά, που ήταν δημοτικιστής και που με θάρρος διατύπωνε τις απόψεις του για τη γλώσσα παρά και τους διωγμούς που είχε υποστεί γι' αυτές (βλ. και πρόσφατη ανάρτηση).
Η εναρκτήρια εκδήλωση του φετινού Συνεδρίου θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 19μμ, στη Στοά του Βιβλίου, όπου η ομότιμη καθηγήτρια Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού θα μιλήσει με θέμα «Ο Παλαμάς και η γλώσσα».
Οι εργασίες του Συνεδρίου θα διεξαχθούν την Παρασκευή και το Σάββατο 10 και 11 Νοεμβρίου, στη συνεδριακή αίθουσα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Νίκης 4, Σύνταγμα, στον 1ο όροφο. Η προσκεκλημένη ομιλήτρια Αναστασία Χριστοφίδου θα μιλήσει με θέμα "Νεολογία και Ορολογία στην Ακαδημία Αθηνών". Το πρόγραμμα όλων των παρουσιάσεων βρίσκεται εδώ.
Θα ήθελα να αναφερθώ ειδικότερα στην Ανοικτή συζήτηση με θέμα «Γλώσσα και Ορολογία στη λογοτεχνία» που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο απόγευμα, στις 11 Νοεμβρίου και ώρες 5-7 (σημειώνεται ότι η παρακολούθηση στην Ανοικτή Συζήτηση είναι ελεύθερη).
Συντονιστής της εκδήλωσης θα είναι ο ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ Θεοδόσιος Τάσιος, ενώ θα παρουσιαστούν οι παρακάτω εισηγήσεις:
– Λογοτεχνία, ειδικές γλώσσες και τα πάθη του μεταφραστή. Τιτίκα Δημητρούλια, αν. Καθηγήτρια ΑΠΘ, μεταφράστρια
– "Η σαφήνεια και η ασάφεια": Σκέψεις για την λογοτεχνική και την επιστημονική γλώσσα με αφετηρία ένα πρώιμο δοκίμιο του Κωστή Παλαμά. Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας
– Φαντάσματα νεκρών όρων: ο εφιάλτης του μεταφραστή. Τεύκρος Μιχαηλίδης, μαθηματικός - συγγραφέας - μεταφραστής
– Ορολογία με άρωμα λογοτεχνίας. Μαρία Παπαδήμα, Καθηγήτρια ΕΚΠΑ, μεταφράστρια
Η λεβεντιά είναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει Θε μου και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει....
Έτσι τραγουδούν οι 200 κομμουνιστές του Χαϊδαρίου λίγο πριν τους φορτώσουν στα καμιόνια για το Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του '44. Είναι ίσως οι πιο συγκλονιστικές εικόνες από την τελευταία ταινία του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη "Το τελευταίο σημείωμα". Σα χορός του Ζαλόγγου διαδέχονται ο ένας χορός τον άλλο, έσυραν πρώτο το χανιώτικο συρτό, γύρισαν στο ποντιακό και συνέχισαν τους χορούς και τα τραγούδια απ' όλα τα μέρη του ελληνισμού.
Κι εκείνο το επιβλητικό Ιτζεδίν, "αι εγκληματικαί φυλακαί Καλαμίου", τόπος ιδανικός για εφαρμογή του Ιδιωνύμου στη δεκαετία του '30, τόπος εγκλεισμού για πολλές δεκαετίες ακόμη, τόπος μνήμης για πάντα. Εκεί έστησε το σκηνικό με τη γραφίδα του ο Γιάννης Φίλης κι έγραψε τη "Δικαίωση" (Μελάνι, 2011). Εκεί γυρίστηκαν οι "Μέρες του '36" του Αγγελόπουλου, εκεί τα "Πέτρινα χρόνια" του Βούλγαρη, και ξαναγύρισε τώρα ο ίδιος με την ιστορία του Σουκατζίδη και των υπόλοιπων κομμουνιστών του Χαϊδαρίου, φτιάχνοντας ένα σκηνικό με σεβασμό στην ιστορία και στη μνήμη των ανθρώπων που εκτελέστηκαν. Φιγούρες ανθρώπινες, πραγματικές, πέρασαν πολλές, να και η φιγούρα του δεκαεννιάχρονου Νίκου Γλέζου που δεν ήθελε να τον τουφεκίσουν μόνο του, να και η φιγούρα του Χανιώτη γεωπόνου Νίκου Μαριακάκη με τα φυτά και τα λουλουδένια του στεφάνια, να και η φιγούρα της Χαράς Λιουδάκη, της αρραβωνιαστικιάς του Ναπολέοντα (για την αδερφή της Μαρία, τη σπουδαία δασκάλα και λαογράφο, που εκτελέστηκε το '47 στον εμφύλιο, είχα γράψει παλαιότερα).
Και πώς συγκινήθηκα που είδα τη Βαγγελιώ Σερδάκη (Χιωτάκη) κάποια στιγμή ανάμεσα στους πολλούς κομπάρσους. Κι άλλες χανιώτικες φιγούρες. Η Καρυστιάνη είπε στη συνέντευξη που έδωσε μαζί με τον Βούλγαρη στο Δεύτερο Πρόγραμμα στις 26/10 ότι στο σκηνικό χρησιμοποίησαν έπιπλα από το σπίτι του Κώστα Χιωτάκη (1914-1981, πολύ γνωστού και αγαπητού στα Χανιά κομμουνιστή γιατρού και λογοτέχνη (μικρή αναφορά μου εδώ).
Τα περισσότερα λόγια περιττεύουν, δείτε την ταινία, έντονα συναισθηματική, βαθειά ανθρώπινη, βαθειά αληθινή.
Και στα δικά μας ΟΧΙ, άκουσα τη δημοσιογράφο να λέει το πρωί στο ραδιόφωνο του Κόκκινου, με αφορμή τη σημερινή μέρα.
Το διάβασα σαν παραμύθι, σαν ένα ύμνο για το νησί μας, σαν ένα παραμύθι που ακόμη και τα άσχημα τα φέρνει έτσι που σε μερεύει, εσένα που δεν αντέχεις τις ασχήμιες του γενέθλιου τόπου, μάλλον ... όχι του τόπου, κάποιων ανθρώπων του γενέθλιου τόπου. Ο λόγος για το Βασίλειο της Κρήτης. Μην φανταστείτε μεγαλοστομίες, ούτε βαυκαλήματα, ούτε λεβεντιές και άλλα τέτοια γλωσσικά χαριεντίσματα, νύξεις και σαρκασμός ίσως κάποιες φορές. Ο λόγος για το «Βασίλειο της Κρήτης» του Γιώργη Γιατρομανωλάκη (Άγρα 2016) με υπότιτλο «Γενικές πληροφορίες και χωριά», ένα βιβλίο που δεν είναι τουριστικός οδηγός έτσι όπως γνωρίζουμε τους οδηγούς, είναι ένας οδηγός του νησιού έτσι όπως ο συγγραφέας νιώθει τον τόπο του και όπως θέλει να μας τον γνωρίσει, επαναφέροντας στη μνήμη «την απόλυτη ωραιότητα της νήσου».
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος δίνει «Γενικές πληροφορίες περί του Βασιλείου», δηλαδή χλωρίδα και πανίδα του νησιού, έθιμα, τρόπος ζωής, γλώσσα, ιατρική, μουσική, ποτά, τροφές· και παρών ο λαός της Κρήτης, οι populus Cretensis κατά τους Λατίνους, οι άντρες και οι γυναίκες, και οι γυναίκες φορώντας στους λαιμούς τους περιδέραια από χρυσά νομίσματα, τις κολαΐνες. Κι εγώ να θυμάμαι, σε περίοπτη θέση στον τοίχο, την ασπρόμαυρη φωτογραφία της γιαγιάς Μαρίας και του παππού Μανούσου, εκείνη με τις πεντόλιρες κρεμασμένες στο λαιμό της. Τι όμορφη που ήταν!
Η γιαγιά Κουκουβιτομαρία με τις πεντόλιρες στον μπέτη
Η Κρήτη, λέει, φορεί τρία ζωνάρια, δηλαδή
έχει τρεις φύσεις, συνυφασμένες σε μία: την επιθυμητική, τη θυμοειδή και τη λογιστική. Αυτό δηλοί ότι το σώμα της Κρήτης είναι εργατικό/παραγωγικό, στρατιωτικό/ηρωικό και αρχοντικό/ηγεμονικό.
Όσο για τη γλώσσα, αν ένας κάτοικος της Κρήτης ρωτήσει έναν επισκέπτη από την άλλη Ελλάδα «Θέλεις ένα ποτήρι γάρα;», δεν θα καταλάβει, γιατί αυτός το ίδιο πράγμα το λέει γάλα. Όμως... τη λέξη ευγοράδα δεν την έχει καθόλου, θα πεί «θέα λαμπρότατη, πανοραμική». (Ψάχνοντας στο λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος του Ξανθινάκη δεν βρήκα την ευγοράδα - ο Γιατρομανωλάκης είναι από το Ηράκλειο – βρήκα όμως εβγοράδα και βγοράδα, που θα πεί ορατότητα, θέα, λέμε και όβγορο το μέρος με ορατότητα, με θέα και προέρχονται από τα εὖ και ὁρῶ).
Δίνει χρήσιμες πληροφορίες για το ζωικό βασίλειο της Κρήτης. Μιλά για τον σκατζόχοιρο, για τον αφορδακό, ένα είδος βατράχου, το βαθρακό που λέμε στα Χανιά, για τον κάτη, το γάτη της Κρήτης δηλαδή (ξεχνά ν’ αναφερθεί στο φουρόγατο, τον αγριόγατο). Μιλά για τις μύγες και τις χρυσόμυγες, τις σφήκες, τις μέλισσες, τα κουνούπια, μιλά και για τον μπούμπουρα, αυτόν που «στα ελληνικά λέγεται βόμβος» (και θυμήθηκα τη μακρά συζήτηση που είχαμε στην ΕΛΕΤΟ και στο Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας για την απόδοση του drone στα ελληνικά, υπήρχε ήδη η απόδοση κηφήνας, προτάθηκε η άλλη μέλισσα, ο μπούμπουρας, λόγω του βόμβου, τελικά επικράτησε η απόδοση δρόνος, βλέπε αναφορές από τις σχετικές συζητήσεις εδώ και εδώ και εδώ). Μιλά για όλα τα πετούμενα, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω πως λείπει ο γυπαετός, μοναδικός στην Ελλάδα.
Φουρόγατος ήταν και ο τίτλος εφημερίδας που εξέδιδε η Οικολογική Πρωτοβουλία Χανίων
Μιλά για τα φυτά, δίνει τις λατινικές ονομασίες τους και σε κάποια οι περιγραφές γίνονται ... αποκαλυπτικές μέχρι τολμηρές, όταν π.χ. τα χαρακτηρίζει επικίνδυνα κι ας δείχνουν ήμερα. «Είναι πανέξυπνα. Συμπεριφέρονται ξέφρενα και αφροδισιακά. Τα λένε και φυτά-επιδειξίες...». Όπως η μυρτιά, η μερθιά στα κρητικά. Ενώ ... η ταγή (η βρόμη δηλαδή, ταή την ήξερα) είναι απονήρευτη και οι βρούβες πετούν εδώ κι εκεί. Υπάρχουν και τα υπνοφόρα φυτά, «τα φανερά υπνοφόρα και τα κρυμμένα ή κρυφοφυτευμένα», στα φανερά ανήκει η μήκων η ροιάς, δηλαδή η παπαρούνα, ενώ γνωστότερο από τα κρυφά είναι το «ορεινόν δενδρύλλιον», αλλιώς και «κανναβόδενδρον».
Το δεύτερο μέρος επιγράφεται «Χωριά του Βασιλείου» και αποτελεί το ελληνικό παραμύθι για τις Αόρατες πόλεις της Κρήτης, αφού σε κάθε σελίδα του θυμίζει τον Ίταλο Καλβίνο να περιγράφει τις δικές του Αόρατες πόλεις.
Φανερή κι εδώ η αγάπη του συγγραφέα για το νησί, ακόμη κι όταν υπαινίσσεται τα στραβά και άσχημα των τόπων. Ψάχνεις σαν αναγνώστρια να συνδέσεις το παραμύθι με την πραγματικότητα, να εντοπίσεις το χωριό των μουσικών, το χωριό των μελαγχολικών, το χωριό των ερωτευμένων, το χωριό των ποιητών, το χωριό των σιωπηλών, το χωριό των ζωοκλεφτών, το χωριό του Μινώταυρου, μα δεν σ’ αφήνει, δεν το θέλει έτσι, θέλει να σου δείξει την Κρήτη του μέσα από τα είκοσι χωριά της όπως εκείνος τα έχει φανταστεί.
Πρώτο περιγράφει το χωριό των υφαντριών, απ’ όπου «φαίνεται να λαμπυρίζει και να φωτοβολά κάτω βαθιά όλος ο τόπος της Κρήτης».
Ο Ζήνας έβαλε τις υφάντριες ψηλά για να βλέπουν όλο το νησί και να το αποτυπώνουν στα υφαντά τους.
Μέρα και νύχτα οι υφάντριες του Ζήνα σχεδιάζουν, ξομπλιάζουν, υφαίνουν το κορμί του Βασιλείου. Παίρνουν κλωστές μεταξένιες και βαμβακερές. Λινές από τα σπαρτά και τα λινάρια. Μάλλινες από τις κουρές των προβάτων. Τις βάφουν χρυσές. Τις βάφουν ασημένιες. Στο χρώμα των κρητικών υακίνθων. Στο χρώμα των μενεξέδων. Στις αποχρώσεις του λευκού κρίνου. Του κρίνου του μαύρου. Του κρίνου του ερυθρού και του κρίνου του αιματωμένου. Στις αποχρώσεις της μήκωνος της ροιάδος...
Τελευταίο αφήνει το χωριό των μεθυσμένων, όπου όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά είναι μεθυσμένοι, σκυλιά, γατιά, κοκόρια ολομέθυστα. Έστειλε ο βασιλιάς Μίνως Β6 ο Νηφάλιος τους Δώδεκα επιθεωρητές να ελέγξουν και να καταγράψουν τα συμβάντα. Και ...
Σαν ήπιαν και την Πέμπτη φλάσκα, άφησαν κατά μέρος τα σύνεργα της γραφής. Άφησαν τα κατάστιχα. Άφησαν τις δέλτους. Ενώθηκαν με τους άνδρες του χωριού των μεθυσμένων. Με τις γυναίκες. Με τις γριές και τους γέρους. Έλαβαν στις αγκάλες τους τα μωρά παιδιά και τα ενανούριζαν. Τα ηρεμούσαν φυσώντας στο πρόσωπό τους τη θεία μέθη τους. Και ως πήγαινε να ξημερώσει, ανέβηκαν επάνω στους φράκτες όλοι οι κόκορες του χωριού των μεθυσμένων. Έλαβαν θέση. Και ωσάν από μυστική εντολή κινημένοι, άφησαν τη λαλιά τους να φύγει όρθια προς τα επάνω, Και μαζί με τη γάργαρη λαλιά τους, ανέβαινε προς τον ουρανό, ως πρωινός ατμός, η απαράμιλλη μέθη του βασιλικού χωριού τους.-
Ο τίτλος του βιβλίου και το εξώφυλλο είναι παρμένα από τον ομώνυμο χάρτη που φιλοτέχνησε ο Ιταλός μηχανικός και χαρτογράφος Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα (Francesco Basilicata) την περίοδο 1618-1619. Διαβάζουμε από το θεματικό συσσωρευτή πολιτισμικών εκπαιδευτικών πόρων φωτόδεντρο τις παρακάτω πληροφορίες για τον χάρτη:
Πρόκειται για χάρτη της νήσου της Κρήτης, του πρώτου τετάρτου του 17ου αιώνα. Χρονολογείται το 1618 και φιλοτεχνήθηκε από τον Ιταλό χαρτογράφο και στρατιωτικό μηχανικό Francesco Basilicata. Είναι μέρος του ευρύτερου έργου του με τίτλο Cretae Regnum – «Το βασίλειον της Κρήτης». Ο «Άτλαντας» αυτός, που πρέπει να φιλοτεχνήθηκε στα 1618-1619, είναι αφιερωμένος στον Natale Donato, προβλεπτή του ιππικού στον Χάνδακα και συνοδεύτηκε από εκτενή έκθεση (Relazione) για την Κρήτη, όπου δίδεται έμφαση στις οχυρώσεις, στους τρόπους άμυνας, αλλά και στη φυσική γεωγραφία, την ιστορία, την αρχαιολογία, τη διοίκηση και την οικονομία του νησιού. Στους χάρτες του ο Basilicata, με επιδέξια χρήση των χρωμάτων, τονίζει την τοπογραφία και τη μορφολογία των περιοχών, ενώ ιδιαίτερη προσοχή δίνει στην αναπαράσταση κάθε λεπτομέρειας οικονομικής σημασίας, τόσο στις θαλάσσιες περιοχές όσο και στις στρατιωτικές θέσεις. Ο συγκεκριμένος χάρτης μας δίνει μια εικόνα του γεωφυσικού τοπίου του νησιού με τοπωνύμια εποχής. Μας δίνει και άλλες εικονογραφημένες πληροφορίες και ονομάζει τις θάλασσες που βρέχουν τα παράλια του νησιού. Ο χάρτης είναι καλλιτεχνικά φιλοτεχνημένος, με καλαίσθητες εναλλαγές χρωμάτων, ενώ εντυπωσιάζει για την αρμονική διάταξη των χώρων και την αγάπη στις λεπτομέρειες. Ο χάρτης της Κρήτης του Basilicata αναγνωρίστηκε ως ο ακριβέστερος της εποχής και χρησίμευσε ως πρότυπο και για τους M. Boschini και V.M. Coronelli.
"Δεν έμοιαζε με το δικό μας ψιλόβροχο στην Αγγλία, που αγγίζει μαλακά το χώμα· έπεφτε αδυσώπητα και είχε κάτι το τρομακτικό που σ' έκανε να διαισθάνεσαι τη μοχθηρία των πρωτόγονων δυνάμεων της φύσης. Θύμιζε κατακλυσμό εξ ουρανού και βροντούσε στην αυλακωτή λαμαρίνα της στέγης σταθερά επίμονα, εκνευριστικά..."
Αυτή η βροχή που πέφτει συνεχώς και θυμίζει κατακλυσμό και γεμίζει θλίψη και απελπισία τα πρόσωπα είναι το κεντρικό θέμα της νουβέλας "Βροχή" του Σώμερσετ Μώμ (Άγρα, 2017, σε πολύ καλή μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου). Ή μήπως τελικά, η προτελευταία φράση "Άντρες! Σιχαμερά, βρομερά γουρούνια! Όλοι ίδιοι είστε, όλοι. Γουρούνια! Γουρούνια!" , που αναφώνησε με αποστροφή στο βλέμμα και μίσος στα λόγια της η Σέηντι Τόμσον είναι το κύριο θέμα του έργου.
Ο Μώμ τοποθετεί με υποβλητικό τρόπο τη βροχή στο κέντρο της ιστορίας και πλέκει την ιστορία έτσι ώστε και η διάθεση των ηρώων να αντιστοιχεί στο βαρύ κλίμα που δημιουργεί η βροχή που πέφτει "αδιάκοπα, ανελέητα, με μια άγρια μοχθηρία, πολύ κοντινή στα ανθρώπινα πράγματα".
Ήρωες της ιστορίας του Μωμ δυο ζευγάρια, οι Μακφαίηλ και οι Ντέηβιντσον, που ταξιδεύουν για τα νησιά Σαμόα στο Νότιο Ειρηνικό. Ένας καλόκαρδος γιατρός ο Μακφαίηλ, ένας φανατικός, ηθικολόγος, άκαμπτος ιεραπόστολος ο Ντέηβιντσον. Το πλοίο αναγκάζεται να σταματήσει στο Πάγκο-Πάγκο γιατί υπάρχει υποψία επιδημίας χολέρας. Δύσκολες μέρες απραξίας, ανίας και αγριότητας, και η βροχή να μη σταματά "σε τούτο τον καταραμένο τόπο... η βροχή και μόνο αρκεί για να σου τσακίσει τα νεύρα".
Στο ίδιο καράβι ταξιδεύει και μια πολύ ζωηρή κοπέλα, η Σέηντι Τόμσον, που ο ιεραπόστολος θέλει να τη φέρει στον ίσιο δρόμο, και να τη στείλει στο Σαν Φρανσίσκο, δεν τη θέλει στο νησί, δεν είναι για τα ήθη τους. Και δεν είναι δύσκολο, όπως υποστηρίζει, "η ιεραποστολή μας ασκεί μια κάποια επιρροή στην Ουώσινγκτον..." Νύξεις για το ρόλο κάποιων λειτουργών της εκκλησίας στα μακρινά εκείνα μέρη. Συγκλονιστική εξέλιξη της ιστορίας, το ίδιο και η κατάληξη.
Και λίγη γεωγραφία στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού. Οι ήρωες ταξιδεύουν για την Άπια, την πρωτεύουσα των νησιών Σαμόα· Δυτική Σαμόα η προηγούμενη ονομασία, όταν ήταν κομμάτι της Νέας Ζηλανδίας, γιατί υπάρχει και η Αμερικανική Σαμόα που εποπτεύεται από τις ΗΠΑ με πρωτεύουσα το Πάγκο-Πάγκο.
Στο σύμπλεγμα των νησιών Σαμόα ανήκουν η Σαμόα (πρώην Δυτ.Σαμόα που ανεξαρτητοποιήθηκε το 1962 από τη Ν. Ζηλανδία) και η Αμερικανική Σαμόα που ελέγχεται από τις ΗΠΑ
Η Αμερικανική Σαμόα είναι όπως το νησί Γκουάμ, ελέγχεται δηλαδή από τις ΗΠΑ, με τη διαφορά ότι τα παιδιά της δεν γίνονται Αμερικανοί πολίτες κατά τη γέννησή τους, όπως γίνεται με τα νεογέννητα στο Γκουάμ, στο Πουέρτο Ρίκο και τις άλλες ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ περιοχές. Άλλη διαφορά επίσης, είναι ότι δεν τους έχει στοχοποιήσει ακόμη ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, όπως το Γκουάμ...
Στην ιστορία του Μωμ, γραμμένη στις αρχές του 20ου αιώνα (πρωτοκυκλοφόρησε το 1921), υπάρχουν αναφορές για το καθεστώς των νησιών εκείνης της εποχής. Λέει σε κάποιο σημείο ο Ντέηβιντσον για τον Κυβερνήτη του πλοίου: "Είναι άνθρωπος διστακτικός, με ασθενή βούληση. Διατεινόταν ότι η παραμονή της εδώ δεν θα διαρκούσε παρά ένα δεκαπενθήμερο, και ότι αν στη συνέχεια αναχωρούσε για την Άπια, θα περνούσε στη δικαιοδοσία των Βρετανών, οπότε ο ίδιος δεν θα είχε λόγους να αναμιχθεί".
Και πολύς κινηματογράφος, ήδη από το 1932 με την Κρώφορντ, ακολούθησαν και άλλες ταινίες, ξεχωρίζω τη Χέηγουορθ, πάντα με κεντρικό πρόσωπο τη Σέηντι.
Η Ρίτα Χέυγουερθ πρωταγωνίστησε στην ταινία Miss Sadie Thomson το 1953. Σημειώνεται ότι αυτός ήταν ο πρώτος τίτλος του βιβλίου του Μωμ.
Παρακάτω, η ταινία Rain στην έκδοση του 1932 με πρωταγωνίστρια την Τζόαν Κρώφορντ (υπάρχει και εδώ).
Πώς γίνεται να καθυστερώ ανάρτηση για βιβλία για τα οποία θέλω πολύ να γράψω; Ίσως μια ανησυχία μην και δεν δώσω όλα αυτά που έχω στο μυαλό μου, μην και δεν μεταφέρω αυτά που ένιωσα διαβάζοντάς τα, ίσως η αμέλεια, ίσως - για τα καινούρια – και μια διάθεση να γράψω αφού έχει καταλαγιάσει ο πολύς «θόρυβος» της δημοσιοποίησης. Όλα μαζί θα έλεγα.
Έτσι έγινε και με το τελευταίο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού «Με θέα στο Λεβάντε» (Κέδρος, 2017) που το διάβασα μόλις κυκλοφόρησε λίγο μετά το Πάσχα. Ένα βιβλίο-εξομολόγηση για τις μακρινές – αλλοτινές; - πατρίδες της κοντινής Ανατολής, ένα βιβλίο-μαρτυρίες για τα όμορφα και τα άσχημα από τις περιπλανήσεις της ίδιας στα μέρη της Ανατολίας. Κι ένα ταξίδεμα στο χώρο και στο χρόνο... Όμορφο, παρατηρητικό, κάποτε νοσταλγικό, κάποτε πικρό, μα πάντα όμορφο. «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα», ομολόγησε η Μαριάννα Κορομηλά στο αξεπέραστο βιβλίο της με αυτό τον τίτλο, ευτυχισμένη και η Νίκη Τρουλλινού που περπάτησε και μύρισε και γεύτηκε τους ίδιους εκείνους τόπους, τυχεροί κι εμείς από τούτο το ταξίδεμα κι ας έχουμε κι ας μην έχουμε ξαναδιαβεί στα ίδια εκείνα μέρη.
«Ψυχικό λύσιμο και μαθητεία στον εαυτό», ονομάζει η ίδια τα 31 αφηγήματα, γραμμένα από το 1994 μέχρι το 2016. Το βιβλίο αποτελείται από μικρά κείμενα, αφηγήσεις και περιγραφές από τα μέρη που περπάτησε, συχνά έξω από τα καθιερωμένα τουριστικά «πρέπει», παρατηρώντας και μεταφέροντας εικόνες και στιγμές από «ασήμαντες» για κάποιους λεπτομέρειες. Και μαζί, μας μεταφέρει στοιχεία από την ιστορία και ιστορίες των τόπων και συνάμα λέξεις και εικόνες από διαβάσματα που έχει κάνει, λέξεις και λόγια του Σεφέρη (το Ημερολόγιο του Σεφέρη το κουβαλά πάντα μαζί της), αλλά και του Καβάφη, του Τσίρκα, της Κορομηλά, του Μααλούφ, του Οζ, του Βλαβιανού, του Λιοντάκη, του Χικμέτ και άλλων.
Το ταξίδι ξεκινά το Δεκέμβρη του 1994 στο Λίβανο, μέσα στον εμφύλιο, ερείπια, κατεστραμμένα κτίρια, καταφαγωμένη από σφαίρες πολυκατοικία, μπαλκόνι ετοιμόρροπο. Και η πρώτη εικόνα: ένας νεαρός άντρας να κρεμά το καθρεφτάκι στο καρφί του πληγωμένου τοίχου και ν’ απλώνει τα σύνεργα στην ποδιά του παραθύρου, πινέλο, σαπουνάκι και ξουράφι...
Σαν πας στη Βηρυτό, της είπαν, ν’ ακούσεις Φεϊρούζ. Και πήγε, και τη βρήκε στον πάγκο ενός Λιβανέζου. Και την άκουσε.
Να πώς περιγράφει τον τόπο:
Εδώ, στον ίδιο τόπο που οι φυλές του κόσμου τραγούδησαν τον Μπάαλ, τον Δία, τον Βάκχο, τον Ιησού και τον Μωάμεθ· εδώ, πάνω στα χνάρια των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων και των Περσών, των Μακεδόνων και των στρατιωτών του Αντωνίου Πίου, των Σταυροφόρων, των Μαμελούκων, των Σελτζούκων Τούρκων και των μωαμεθανών, των μισθοφόρων Γάλλων ...
Προχωρά στο νότιο Λίβανο και συναντά το ράφτη της Σιδώνας με τα ξακουστά μπακλαβαδωτά παπλώματα. Και θυμήθηκε το φούλι το ροδίτικο που κουβάλησε από το Λίβανο ο Σεφέρης στη Μαρώ το ’55. Κι αναρωτιέται: «Οι λέξεις και τα λουλούδια δένουν τους τόπους πιο πολύ από τους ανθρώπους; Εμφύλιο των λουλουδιών και των λέξεων δεν κατέγραψε καμιά Ιστορία».
Στην Καππαδοκία, δυο «αγόρια μαυροτσούκαλα» δείχνουν τον άγγελο πάνω στους τοίχους, στην εκκλησιά του Σουμπουλού. Κι εκείνη συλλογίζεται πως η εκκλησιά είναι του ζουμπουλιού, του υάκινθου, και συλλογίζεται πώς οι λέξεις μας ενώνουν (το ζουμπούλι, sombol και sümbül στα τούρκικα). Και να η μάχη του Ματζικέρτ (1071 μ.Χ.). Και να το ευχόδεντρο, φορτωμένο κουρελάκια, τσιμπίδια, βραχιόλια από χρωματιστά κορδόνια και το άλλο ευχόδεντρο, η μεγάλη βελανιδιά στο μοναστήρι του Κύκκου στην Κύπρο, και το πιο συγκλονιστικό ευχόδεντρο στη Βηρυτό, ένα «ξεραμένο δεντρί φορτωμένο κουρελάκια και λογής μπιχλιμπίδια... προσευχή στον άγνωστο θεό, μπορεί και στον αδίστακτο θεό του πολέμου...». Πώς μοιάζουνε και συναντιούνται οι άνθρωποι και οι τόποι...
Στα Βουρλά, στη μνήμη της γιαγιάς, στο Αϊντίν στη μνήμη του πατέρα, κι οι στίχοι του Βλαβιανού «Καλύτερα να σε τρυπάει το αγκάθι του πραγματικού / παρά να πλατσουρίζεις στο ροδόνερο του ιδεώδους». Και μας βάζει σε σκέψεις. Γιατί ταξιδεύουμε, τι ψάχνουμε; Στα ταξίδια αυτά, λέει, βλέπουμε αυτό που κουβαλάμε.
Κουσάντασι, Βουρλά, Χερσόνησος της Ερυθραίας, ο Οσμανάκης από την πλατεία Χουνκιάρ του Μεγάλου Κάστρου κι ο Καποκάκης από τα Νεροκούρου στα Χανιά. Πώς μοιάζουνε και συναντιούνται οι άνθρωποι και οι τόποι...
Δεν είναι το ρούχο που επιθυμείς, η αύρα της επιθυμίας είναι, η πολιτεία, το ταξίδι. Είναι το κρυφάκουσμα στην Ιστορία που σε φέρνει δίπλα στον έμπορα, πάνω από την πραμάτεια του, είναι αυτή η αίσθηση της αδιάκοπης συνέχειας της ανθρώπινης περιπέτειας...
Στο Νησί, στην Αγία Νάπα, στο Τρόοδος, στη Λευκωσία, στην Αμμόχωστο, αναζητά τα χνάρια που άφησαν οι λέξεις του Σεφέρη. Στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, αποτυπώματα από σφαίρες πάνω στους τοίχους· πίνει καφέ με τον κύριο Σελτζούκ, Κύπριο πάππου προς πάππου, που φεύγοντας τη χαιρετά λέγοντάς της: «Καληνύχτα, κόρη μ’, η διχοτόμηση έχει κιόλας αρχινήσει, μα το νησί μικρό για τόσα όπλα, για τόσο σύρμα...».
Και στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά! «Οι ταξιδιώτες σπανίζουν πια, περισσεύουν οι τουρίστες, το νιώθεις όλο και πιο πολύ, κάθε φορά στην Ιστανμπούλ, σαν περιφέρονται στον Ιππόδρομο, Ατ Μεϊντάν στη γλώσσα των Οθωμανών».
Κι εκείνη πάγωσε με το αχανές του ναού και τα επιφωνήματα των επισκεπτών. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο κατώφλι:
Κάποτε από ακριβό άσπρο μάρμαρο, στην εντέλεια δουλεμένο, στις άκρες του γωνιασμένο με κάθε δυνατή κι αδύνατη ακρίβεια, με το αλφάδι να έχει άπειρες φορές πάνω του ακουμπήσει. Τώρα, κοίλο, φαγωμένο. Είναι τα δεκάδες εκατομμύρια πόδια που το πάτησαν ... το έτριψαν... το μετέτρεψαν από έργο Τέχνης σε έργο Ζωής, δηλαδή Τέχνης πάλι... πόδια αυτοκρατόρων, πασάδων, βεζίρηδων, πριγκήπων, πατριαρχών και χαλίφηδων, ιμάμηδων και ιερέων, λεβαντίνων καλογέρων και μισιονάριων, Σταυροφόρων και φθονερών Δάνδολων, Αλανών, Αβάρων, Σκύθρων και δόλιων Φράγκων...
Κι όταν, εκεί, στη θέα του Βοσπόρου, βρίσκει το εστιατόριο του Κόνιαλη, ο νους της γυρίζει πίσω, στα παιδικά τα χρόνια, στη γενέθλια πόλη (μας) στα Χανιά, στο ζαχαροπλαστείο του Κόνιαλη πάνω από το Κουμ Καπί, πρόσφυγας ο Κόνιαλης, ονομαστός για τα κανταϊφια και τα άλλα σιροπιαστά.
Μα η μνήμη κάνει κι άλλα σκέρτσα, και γυρνά πάλι στα Χανιά, στα σοκάκια πίσω από τη Σπλάντζια και στον Άγιο Ρόκκο και στο πηγάδι του Τούρκου και στον Τοπανά και στην Οβριακή, κι ύστερα πάει στο Ηράκλειο, στο Χάνδακα άλλοτε, στο Μπεντενάκι-Ξύλινη Ντάπια.
Τελευταία στάση στο Ισραήλ, Τελ-Αβίβ η Λευκή Πόλη, η Σοά, ο πόλεμος και η κατάσταση μακράς αναμονής. Η σκέψη στον Άπελφελντ, στον Κανιούκ και στον Γεοσούα· η λογοτεχνία η πιο δυνατή και ανθεκτική στο μίσος γέφυρα. Φλεβάρης του 2016 και το βλέμμα του κόσμου στραμμένο στο νέο Ολοκαύτωμα, στον πόλεμο της Συρίας...
Μάθημα γεωγραφίας, μάθημα ιστορίας και μάθημα μνήμης και ομορφιάς το βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού. Η δεύτερη ανάγνωση για τούτη την ανάρτηση ήταν και για μένα μια μαθητεία· άξιζε! Καμιά φορά σκεφτόμουνα μήπως θα ήταν καλό να έχω και μια φωτογραφία, από ένα ευχόδεντρο, από το κατώφλι της Αγιά Σοφιάς, από τον παπλωματά της Σιδώνας, κι όμως, έφτιαξα τις εικόνες στο μυαλό μου, τις έφτιαξα όπως ήθελα με οδηγό τις λέξεις, τις περιγραφές με λέξεις, και νομίζω οι εικόνες αυτές δε σβήνουν.
Η συγγραφέας τελειώνει το σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου, προτρέποντάς μας ν’ αναζητήσουμε την πηγή της ανάγκης των ταξιδιών αυτών στα ποιήματα του Καβάφη, στα κείμενα του Σεφέρη για τη Μέση Ανατολή, την Κύπρο και την Ανατολία, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα. Κι έτυχε χτες βράδυ να δω στην ΕΡΤ2 το ντοκυμαντέρ του Ανδρέα Πάντζη «Ο Σεφέρης στη χώρα της έκλειψης», ένα σημερινό (στην πραγματικότητα πριν από 10 χρόνια, στην εκπομπή DOConΕΡΤ) οδοιπορικό στα ίδια εκείνα μέρη της Κύπρου που είχε επισκεφθεί ο Σεφέρης ως πρέσβης το διάστημα 1953-1954, ήταν τότε αποικία των Άγγλων όλο το νησί, τώρα τα μέρη εκείνα (Αμμόχωστος, Μόρφου κτλ.) ανήκουν στα κατεχόμενα ή έχουν ερημώσει (σα νεκρόπολη έδειχνε το κομμάτι της Αμμοχώστου...).
Το ερώτημα της Νίκης Τρουλλινού «Ο κόσμος δεν αλλάζει, Κεμάλ;» διαπερνά όλες τις ιστορίες της, γίνεται και δική μας σκέψη και ανησυχία κι ένας κάποιος φόβος. Και τότε θυμάμαι μια συναυλία για τον Μάνο Χατζηδάκι, πριν από χρόνια στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην Πλάκα, που τραγουδούσε ο Βασίλης Λέκκας, και στο τελείωμα αυτού του τραγουδιού, μ’ εκείνο το ιδιαίτερο πάθος του, κατέληξε «Αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει, Κεμάλ»...
Το βιβλίο η συγγραφέας το αφιερώνει «στις γυναίκες που, με ή χωρίς μαντήλα, διαπλέουν τα νερά του Αιγαίου και οδοιπορούν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, γυρεύοντας γη χωρίς πόλεμο». Κι εγώ σκέφτομαι σήμερα, την επομένη των γερμανικών εκλογών, ότι στη Γερμανία ένα ρατσιστικό, ακροδεξιό, κρυφο- ή όχι - ναζιστικό κόμμα πήρε τα πάνω του κι ότι εδώ στον τόπο μας ουρλιάζουν φωνές που λένε πως γι' αυτό φταίνε οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες, και φταίνε και όσοι τους ανέχονται, τους υποδέχονται... Τελικά, κι εγώ αναρωτιέμαι: «Ο κόσμος δεν αλλάζει, Κεμάλ;»
Άλλη μια ποιητική συλλογή του Λεωνίδα Κακάρογλου γεμάτη με εικόνες και γεμάτη μνήμες. Ο χρόνος και οι μνήμες διαπερνούν όλο το έργο του, ο χρόνος και οι μνήμες κι εδώ, σα φαντάσματα που νανουρίζουν τις τίγρεις των δωματίων (Εστία, 2017).
... Το αεράκι που μου χαϊδεύει τα μαλλιά
Στέλνει την μνήμη
Στα αζήτητα
Και δεν θυμάμαι
Τι νούμερο παπούτσια
Φόραγες
Για να ταιριάζω τις πατημασιές
Της σκόνης
Στα πόδια σου
Κάποια ποιήματα είναι αφιερωμένα, στον Γιώργη Μανουσάκη, στον Χρίστο Βακαλόπουλο, στον Γιώργο Ίκαρο Μπαμπασάκη, στον αδελφό του. Το ποίημα Περιπέτεια το αφιερώνει στη Μαρία Σερβάκη, την ποιήτρια από την Κρήτη που πέθανε πριν από δυο χρόνια στα 85 της.
Τα βράδια περνώ από το σπίτι σου
Σκοτεινό θηρίο που τρομάζει τους περαστικούς
Δεν χτυπώ το κουδούνι
Εκ άλλου ποιος θα τ' ακούσει
Όλοι κοιμήθηκαν
Οι γάτες περιφέρονται στην αυλή
Ψάχνουν να βρουν πού χάθηκες...
Μνήμες και μοναξιά
...Κι άλλο φθινόποωρο
Δεν άνοιξα
την καγκελόπορτα του κήπου
Τα φύλλα απάτητα στις περασιές...
και νοσταλγία
Καμιά φορά ονειρεύομαι
Μιαν όμορφη νύχτα
Που θα 'μαστε πάλι όλοι μαζί...
και εικόνες
Στο μισοφωτισμένο δωμάτιο
Βλέπω τα μηρμύγκια
Που διασχίζουν το τραπέζι με τα βιβλία
Το σαμιαμίδι...
και προσπάθεια για λίγη χαρά μέσα από τις μνήμες
Σ' άλλες μέρες χαρούμενες θα προστρέξω
Δεν θ' αφεθώ να γονατίσω
Στο λυπημένο απόβροχο...
Πήρε την ιδέα για τον τίτλο της συλλογής και για το ομώνυμο, τελευταίο στη σειρά, ποίημα "Οι τίγρεις των δωματίων" από το ποίημα Η τίγρη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί παραθέτοντας ένα απόσπασμα. Το αντιγράφω ολόκληρο από τη σελίδα του ποιείν (με εντονότυπα οι στίχοι που παραθέτει ο Λεωνίδας):
Την τίγρη ακολουθήσαμε στη φωλιά της νυχιές στο χώμα και τις στάλες βροχής απ΄τη μουσούδα της. Όπως σηκώνει το πόδι και διαλέγει το φύλλο ή σκύβει στο ζώο το συντροφεύει ως την εξαφάνιση και φοβάται το φως - τοπία ξεχασμένα πίσω απ΄τις φωνές της λείας και του έρωτα - την τίγρη τη νυχτερινή τη μάνα πώς ελαφροπατεί και την ημέρα σε λήθαργο ονειρεύεται τ αστέρια… Η πλάτη της ξεδιπλώνει όπως ο νοτιάς. Άγνωστη η θάλασσα στην τίγρη κι όμως ωραία τής μοιάζει στην κίνηση, στα μάτια που έρχονται πάντα από πέρα. Το φεγγάρι! Και τινάχτηκε. Όλο και πιο πολύ κατεβαίνει στα μυστικά… Βρίσκει τη σιωπή τη σηκώνει με το νύχι την τοποθετεί σε ό, τι αγγίζει. Τι τρυφερή η τίγρη στη σιωπή! Ποια μουσική ακούει με το τέταρτο πόδι στον αέρα… Σταματά το χρόνο μπρος στην πεταλούδα πηδάει έπειτα στη μέση του κύκλου δροσιά, μεσάνυχτα δίψα και ξημερώματα.
Όταν τον Απρίλιο του 1935 τα κεντρικά γραφεία του Κ.Κ. Γαλλίας έλαβαν εντολή από τη Μόσχα να φέρουν στη Γιορτή της Ειρήνης, που προβλεπόταν για το καλοκαίρι, έναν εκπρόσωπο από κάθε λαό ο οποίος στέναζε υπό την καταπίεση του γαλλικού ιμπεριαλισμού, στο Κόμμα επικράτησε πλήρης αμηχανία...
Έτσι ξεκινά η ιστορία του Λουτσιάνο ντι Λαμερμούρ, του "ηθοποιού και καλλιτέχνη του μιούζικ χωλ", που εκπροσώπησε τους Αφρικανούς κομμουνιστές από τις γαλλικές αποικίες της Μαύρης Ηπείρου. Μιλάμε για το μικρό αφήγημα "Ο κομμουνιστής της Μονμάρτρης", του Γερμανού συγγραφέα Michael Kleeberg (Άγρα, 2017, σε ωραία μετάφραση από τη Βάνα Χατζάκη).
Ως Λαμερμούρ, λοιπόν, συστήθηκε στον αρμόδιο από το Κόμμα να οργανώσει τη γαλλική αποστολή, Γκασπάρ Μοράν.
"Είμαι καλλιτέχνης", λέει ο Μαύρος με το πλατύ χαμόγελο που μπήκε στο γραφείο του Μοράν με βήμα πηδηχτό, φορώντας κίτρινο καρώ κοστούμι, πολύχρωμες τιράντες και κόκκινη γραβάτα. Δυό σκέψεις έκανε ο Μοράν: "Δόξα τω Θεώ, είναι Μαύρος" και "Χριστέ και Κύριε, είναι αδελφή".
Ως Λαμερμούρ συστήθηκε, μα ... Watake N' Komo ήταν το πραγματικό του όνομα, που αναγκάστηκε ν' αποκαλύψει για τη βίζα που θα τον έστελνε εκπρόσωπο στη Μόσχα. Και αφού πήρε εντατικά μαθήματα μαρξισμού-λενινισμού, πήγε στη Μόσχα και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις!
Ας μην αποκαλύψω άλλα στιγμιότυπα. Είναι μια χαρούμενη ιστορία, με λεπτό χιούμορ και ωραίες περιγραφές στις λεπτομέρειες. Δεν ειρωνεύεται πολιτικές ή προσωπικές συμπεριφορές, μάλλον παρατηρεί κι αφήνει τον αναγνώστη να χαμογελά γι' αυτές. Εξάλλου, ο Λαμερμούρ, γυρνώντας από το ταξίδι, λέει στον Μοράν:
Ξέρεις, σύντροφε,[...] αυτός ο αγώνας σας για μια καλύτερη ζωή αξίζει τον κόπο να ενισχυθεί. Εν πάση περιπτώσει, αυτά που είδα στη Μόσχα, αυτοί οι γκρίζοι δρόμοι, τα γκρίζα πρόσωπα, αυτή η δυστυχία, αυτή η θλίψη, μ' έπεισαν οριστικά: Θέλω να συνεισφέρω αν μπορώ για να γίνει η ζωή τους πιο χρωματιστή, και πιο χαρούμενη...
Έτσι, ο κύριος Λουτσιάνο ντι Λαμερμούρ μας μεταφέρει στην εποχή του μεσοπολέμου, στους λόφους και τα καμπαρέ της Μονμάρτης (ή σωστότερα Μονμάρτρης κατά το γαλλικό Montmartre), να τραγουδήσουμε μαζί το Je cherche un Millionaire όπως η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια της εποχής εκείνης Μιστινγκέτ ή το Où est-il mon Moulin d’la Plac’ Blanche ? σαν την άλλη περίφημη Φρέελ της ίδιας εποχής. Και να θυμηθούμε τον Μωρίς Σεβαλιέ, όταν ο Φρανσουά, κομμουνιστής, εργαζόμενος στη Σιτροέν, τραγουδά το Prosper και "σε κάθε γιούπ-λα-μπουμ... προχωρούσε προτάσσοντας τη λεκάνη του..."
Σημείωση
Όχι τυχαία, νομίζω, αν και δεν αναφέρεται, ο Μαύρος καλλιτέχνης έχει το όνομα Λουτσιάνο ντι Λαμερμούρ. Λουτσία ντι Λαμερμούρ είναι η ηρωίδα στην ομώνυμη όπερα του Ντονιτσέτι, γραμμένη το 1835. Το Μάρτιο που μας πέρασε είχε ανεβεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τις χωρωδίες της ΕΡΤ και του Δήμου Αθηναίων και με σπουδαίους συντελεστές όπως τη Βασιλική Καραγιάννη και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο.
Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα θέλει να παίξει ακόμα με τ’ άστρα τ’ ουρανού πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι, του κλέβουν το τραγούδι...
Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του σωστό παληκαράκι τρυγάει τ’ αμπέλι του στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης φυσάει ο απηλιώτης...
Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει, η νύχτα μεγαλώνει... (Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης, Μουσική, τραγούδι Παντελής Θαλασσινός).
11 Σεπτέμβρη 2017, ανοίγουν τα σχολεία και ... τι να πρωτοθυμηθώ από τη διδασκάλισσά μου, όπως έλεγε το ποίημα που απάγγειλα στο τέλος της πρώτης τάξης. Δασκάλα μου τότε ήταν η κυρία Τερψιχόρη. Ήμουν στο 5ο Δημοτικό Χανίων, στη Νέα Χώρα. Λίγα χρόνια ύστερα, ακριβώς πριν από 50 χρόνια, 10 Σεπτεμβρίου του 1967, μετακομίσαμε στα Λενταριανά, τη συνοικία των Λεντάρηδων, αυτοί φαίνεται να κατείχαν όλη την περιοχή. Λίγα τα κτίσματα τότε, εκτός σχεδίου για χρόνια πολλά κι ας είναι δυό βήματα από το κέντρο της πόλης, αυθαίρετα όλα, και με τη βούλα της Πολιτείας. Παλιά μου τέχνη...
11 Σεπτέμβρη 2001, οι δίδυμοι πύργοι, το αναπάντεχο, το απίστευτο, πριν από ένα χρόνο, το 2000, είχα επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη (μοναδική φορά), τους είδα και τους καμάρωσα, είχα δει τότε και το χρυσοποίκιλτο Μέγαρο Τραμπ και ξεκαθάρισα την έννοια του κιτς. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είπε σήμερα ότι "η Αμερική δεν λυγίζει" μιλώντας για την 11η Σεπτέμβρη του 2001 και τους 184 νεκρούς. Κι εγώ σκέφτομαι πόσο άδικος και πόσο βάρβαρος ήταν ο χαμός τους. Και σέβομαι τη μνήμη τους. Και το ίδιο σκέφτομαι τους χιλιάδες που χάνονται χωρίς να μιλά κανείς γι' αυτούς, τους χιλιάδες από Ιράκ, από Συρία, από Αφγανιστάν, από Υεμένη, από Λιβύη, από... από... από Χιλή...
11 Σεπτέμβρη 1973, το πραξικόπημα στη Χιλή, η Αριστερά στην εξουσία, ποια εξουσία, ας πούμε στην Κυβέρνηση, μα κάνουν τ' αδύνατα δυνατά να τη ρίξουν, και το κατάφεραν, ο ρόλος της Αμερικής, τα συγχαρητήρια της Θάτσερ... Και θυμάμαι εκείνη την καταπληκτική παράσταση που είχα δει στο Λονδίνο το 1992 "Death and the Maiden" του Ariel Dorfman (ανέβηκε αργότερα και στην Αθήνα με τίτλο "Ο θάνατος και η κόρη).
11 Σεπτέμβρη 2001, μόλις είχε γυρίσει από το ταξίδι της στη Νέα Υόρκη η πολύ καλή μου φίλη Μαίρη Παπαδάκη. Και στις 27 Σεπτέμβρη έφυγε μα δεν ξαναγύρισε...
Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος...