Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

"Εν Αγίω Ματθαίω..." του Χαράλαμπου Κουρή: η Κέρκυρα των παιδικών του χρόνων κι ακόμη πιο πίσω...


... Έφαγε όλο το σπίτι ο Σπύρος για να επαληθεύσει τις υποψίες του. Και μάλιστα όχι τόσο στο πάνω πάτωμα, γιατί ο γέρος ήτανε πονηρός και μπορούσε να καταλάβει κι από τα παραμικρότερα τριξίματα του ξύλινου πατώματος, ότι ο γιος του κάτι χαλεύει. Εκεί που κυρίως έψαχνε ήταν το κατώι, όπου και πάτωμα δεν υπήρχε, αλλά και οι πιθανές κρυψώνες ήταν πολύ περισσότερες. Και τελικά τα ξετρύπωσε ένα μεσημέρι, που ο γέρος κοιμότανε αποκαμωμένος και ακουγότανε το ροχαλητό του σ’ όλο το σπίτι. Διπλοτυλιγμένα σε σκληρό στρατσόχαρτο κάμποσα κατοστάρικα και πεντακοσάρικα ήταν πατικωμένα από κάτω από το σκαφόνι, απάνω στο ξύλινο καβαλέτο που χρησίμευε σαν βάση, για να είναι το σκαφόνι υπερυψωμένο από το δάπεδο του κατωγιού. Ο Σπύρος ξανάβαλε το πάκο όπως ήτανε στη θέση του, χαμογελώντας ευχαριστημένος. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, είχανε κανονίσει να πάει στη Χώρα με το λεωφορείο, για να φέρει τα φάρμακα που έγραψε στον πατέρα του ο γιατρός...

Κι όταν ετοιμάστηκε ο Σπύρος για τη Χώρα κι αποχαιρέτησε τον πατέρα του, που περίμενε ν' ακούσει την εξώπορτα να κλείνει, κατεβαίνει στο κατώι και πάει κατ' ευθείαν να ψάξει για τον ... πολυπόθητο θησαυρό, δηλαδή ένα κατοστάρικο. Τότε, ακούγεται το σκούξιμο του γέρου από το απάνω πάτωμα:

 «Αγάλια – αγάλια, Σπύρο μου, μην το σκίσεις!!».        

Αγάλια - αγάλια ονομάζει την ιστορία του ο Χαρ. Κουρής, απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα. Ιστορία βγαλμένη από τη ζωή των ανθρώπων του χωριού του, όπως και όλες οι Αγιομαθίτικες ιστορίες στο καλαίσθητο, εξαιρετικά ενδιαφέρον και ευχάριστο στην ανάγνωση βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τον ίδιο.
Το χωριό είναι κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο και με απέραντους ελαιώνες που οι ρίζες τους φτάνουν στην εποχή της Ενετοκρατίας 
 Ο Άγιος Ματθαίος, ή Άη Μαθιάς, βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της Κέρκυρας, στους πρόποδες του βουνού του Παντοκράτορα του Χαμηλού ή Γαμήλιου όρους. Είναι κεφαλοχώρι, ήδη σήμερα έχει 1700 μόνιμους κατοίκους, κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο και με απέραντους ελαιώνες που οι ρίζες τους φτάνουν στην εποχή της Ενετοκρατίας. Η πολιτιστική δραστηριότητα του Άη Μαθιά είναι πλούσια και εντυπωσιακή. Διαθέτει φιλαρμονική από το 1964 με περίπου 70 ενεργούς μουσικούς, πολιτιστικό σύλλογο με χορωδία, θεατρική ομάδα και χορευτικό όμιλο, ενώ δραστήρια είναι και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, ο ΟΦΑΜ. Ο Χαράλαμπος Κουρής είναι πολιτικός μηχανικός και πρόεδρος της Ένωσης Αγιομαθιτών Αθήνας, ενός ζωντανού τοπικού συλλόγου, που φέτος μάλιστα γιόρτασε τα 50 χρόνια λειτουργίας του.

Αλλά, ας επιστρέψουμε στις Αγιομαθίτικες ιστορίες. Ο ίδιος ο τίτλος μας γυρίζει χρόνια πίσω, στα παλιά τα χρόνια, με ιστορίες που είτε θυμάται ο συγγραφέας, δεκαετίες '50 και '60, ή τούλεγε ο πατέρας του, ο Γιάννης Κουρής, δάσκαλος για πολλά χρόνια στον Άη Μαθιά. Στη μνήμη του πατέρα του εξάλλου και του πάππου του του Λάμπη αφιερώνει τούτο το βιβλίο. Κι έχει ιστορίες και για τους δυο. 

Άφησε όνομα στον Άη Μαθιά ο δάσκαλος ο Μπουρίτσης, έτσι είναι γνωστός, όλοι εξάλλου στην Κέρκυρα έχουν οικογενειακά παρατσούκλια, δεν μπορούν να συνεννοηθούν αλλιώς, τα επώνυμα σε κάθε χωριό επαναλαμβάνονται σε πολλές οικογένειες. Έμεινε στην ιστορία του χωριού ως ο  δάσκαλος του χωριού, αυστηρός, επιβλητικός, άτεγκτος στα θέματα πειθαρχίας. Και βρίσκει την ευκαιρία ο συγγραφέας να μας μεταφέρει όχι μόνο στοιχεία από την προσωπικότητα του πατέρα του και δασκάλου του χωριού, αλλά και στοιχεία από την κατάσταση των σχολείων και γενικότερα των συνθηκών ζωής των ανθρώπων στο χωριό εκείνα τα χρόνια. Και γράφει για το δάσκαλο:

…Σαν εκπαιδευτικός είχε εξαιρετική μεταδοτικότητα. Έκανε επίσης σωστή ιεράρχηση των διδασκόμενων μαθημάτων, αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο στα μαθήματα που ήταν χρήσιμα στα παιδιά, επιμένοντας σ’ αυτά που ήξερε ότι αργότερα θα τα βοηθήσουν στη ζωή τους. Η Αριθμητική, τα Μαθηματικά γενικότερα, η Γλώσσα, με ιδιαίτερη έμφαση στη σωστή άρθρωση, στην ορθογραφία και στη γραμματική, καθώς και η Ελληνική Ιστορία ήταν τομείς που ο Γιάννης ο Κουρής έδινε απόλυτη προτεραιότητα. Ακόμη η Ωδική, μάθημα στο οποίο έβγαζε όλη του την  αγάπη για τη μουσική, ξεχωρίζοντας από πολύ μικρούς τους μετέπειτα πρωταγωνιστές της χορωδίας του χωριού, για παράδειγμα στις τάξεις του 1961 – 62 τον Γιάννη Πετράκη και πολλούς άλλους πιο πριν. Αλλά πάνω απ΄ όλα ήξερε να μεταγγίζει στους μαθητές του την αγάπη του για το χωριό, την πανέμορφη φύση του, τις παραδόσεις του και τους απλούς ανθρώπους του…

Όμως, τότε οι δάσκαλοι πίστευαν ότι … το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο. Και πώς να μην το πιστεύουν, μπορεί και νάλεγε κανείς. Τριθέσιο το σχολείο στον Άη Μαθιά, τρεις οι δάσκαλοι, από 100 παιδιά ο καθένας. Πώς να τα βγάλουν πέρα. Ήταν λοιπόν ο δάσκαλος ο Μπουρίτσης που … κανόνιζε και για τους άλλους δύο. Οι γονείς βέβαια είχαν αντικρουόμενες απόψεις:

Έτσι οι δάσκαλοι άκουγαν από τους πατεράδες παροτρύνσεις του τύπου: «Βαρ’ του, δάσκαλε, βαρ’ του, γιατί έχει το διάολο μέσα του και δεν ακούει!», ενώ πίσω από την πλάτη τους τα σχόλια των μανάδων έδιναν κι έπαιρναν: «Το βάρησε πάλε  το κακομοίρικο που να τόνε κάψει ο Αη Σπυρίδωνας!».
90χρονος πια με παλιούς του μαθητές: "Θυμάσαι, δάσκαλέ μου, ξύλο που μου ‘χες ρίξει τότες που ‘χα τσακίσει σφεντονιές τα κεραμίδια του… Κουτσοκώστα;" "Τι λες αδερφέ; Και ποιος εχάθηκε από… σαράντα παλουκιές;"


Όμως, είπαμε, ήτανε καλός δάσκαλος.

Πράγματι, ο δάσκαλος ο Μπουρίτσης συνήθιζε να βάζει όλα τα παιδιά της τάξης μαζί, να διαβάζουν κάποιο κείμενο ή ποίημα, επιμένοντας σ’ αυτή την ηχητική εντύπωση, που εξασκούσε την άρθρωση και έδινε ακουστική εμπειρία της γλώσσας στα παιδιά, αφού τότε ούτε καν ραδιόφωνα δεν υπήρχαν.


Όμως, οι παραπάνω περιγραφές  γίνονται για να διηγηθεί μια ιστορία ο συγγραφέας. Ήταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν στην τάξη διάβαζαν το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ «Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου…». «Πώς μας θωρείς ακίνητος…», επιγράφει και την ιστορία, περιγράφοντας το πάθημα του δεκάχρονου ταραξία Σπύρου, ανηψιού του δάσκαλου, που ήρθε από την τάξη της δασκάλας,  για το … σχετικό συγύρισμα. Δεν τις γλύτωσε βέβαια…

Μαθητές του δημοτικού σχολείου το 1939. Διακρίνεται ο δάσκαλος Γιάννης Κουρής
Το ίδιο και στην άλλη ιστορία, τα «168 αυγά», μία από τις φορές που ο δάσκαλος έβαζε ασκήσεις με αριθμητικούς υπολογισμούς από μνήμης, χωρίς μολύβι και χαρτί και τη λύση τη βρήκε η Κατίνα Αβραμιώτη, μια μαθήτρια της Δ’ δημοτικού, ενώ … «κόντεψε να στείλει στο …απόσπασμα το ένα τέταρτο της τάξης».

Μας μεταφέρει στιγμές από την καθημερινή ζωή του χωριού. Θυμάται τη γαϊδουρίτσα τη Νιανιούρω, που αναγκάστηκαν να τη δώσουν όταν έφυγαν όλη η οικογένεια για την Αθήνα. Θυμάται την επίσκεψη της Φρειδερίκης στο χωριό, τέλη της δεκαετίας του ’50, τότε που αναγκάστηκε να φάει το «μισητό απογευματινό αυγό» που … στάθηκε η αιτία να του γίνει τόσο αντιπαθής για πάντα η "Μεγαλειοτάτη".

Θυμάται χαρακτηριστικές φιγούρες και τις περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, όπως

τους υπαίθριους πωλητές αγροτικών προϊόντων

«Μισό φράνκο το κομμάτι
Και χορταίνουν δυο νομάτοι!»

ή τους πωλητές των παυλόσυκων (είναι τα φραγκόσυκα  ή … παπουτσόσυκα, όπως τα λέμε εμείς στην Κρήτη),

τους κήρυκες


…Οι κήρυκες γυρνούσαν στους κεντρικούς δρόμους του χωριού, συνήθως απόγεμα ή βράδυ, βαδίζοντας αργά-αργά ανάμεσα στους χωριανούς, που σταματούσαν κι έκαναν ησυχία για ν΄ακούσουν και με στεντόρεια φωνή μεταβάλλονταν σε … κινούμενα μεγάφωνα, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ανακοίνωση που τους είχαν δώσει και είχαν αποστηθίσει…

τους πραματευτάδες «που γύρναγαν στις γειτονιές με ένα κοφίνι σε κάθε χέρι», 

τους «σταγκοπινιάτες», «βασικά σιδεράδες τροχιστές που τρόχιζαν ή επισκεύαζαν με καλάι τα μεταλλικά οικιακά σκεύη και μαχαιροπήρουνα», 

μα και τον υπαίθριο κουρέα, «που τριγυρνούσε ο καημένος μ΄ένα ξύλινο καφετί τετράγωνο βαλιτζάκι με τα απαραίτητα σύνεργα για κούρεμα και ξύρισμα υπαιθρίως, συνήθως έξω από τα καφενεία».



Και βέβαια έχει να διηγηθεί μια ιστορία που θυμάται, μια κουβέντα που έμεινε παροιμιώδης, ένα πάθημα, μια στιγμή που συνήθως φέρνει γέλιο.

Οι πιο πολλές ιστορίες φέρνουν γέλιο, έχουν στο αίμα τους άλλωστε οι Κερκυραίοι  την ευθυμία μαζί με το κογιονάρισμα. Και κάποιες κουβέντες σώζονται στο πέρασμα του χρόνου  και γίνονται ανέκδοτα. Όπως έγινε με την ιστορία "Στα μπάνια του Αλέκου", την ιστορία του μπάρμπα που πήγε στην πόλη να δει την κόρη του και όλοι μαζί πήγαν για μπάνιο στα «μπάνια του Αλέκου» (είναι μια παραλία μέσα στην πόλη, κάτω από το παλιό φρούριο). Όμως ο παππούς δεν είχε μπανιερό κι έτσι … «του δώσανε ένα παλιό μπανιερό του γαμπρού, που όμως τουρχότανε κάπως στενό, ένιωθε να τονε σπεδίζει και να τονε στενεύει στα παραδάγκαλά του». Τι να κάνει, το φόρεσε, κολύμπησε όπως-όπως  και βγαίνει έξω να ντυθεί. Ψάχνει να βρει μια γωνιά  να μην τον βλέπουν, ήταν και κοριτσοπαρέες ένα γύρω…


«Δε μ΄εδιαφέρει τίποτα», θα πρέπει να σκέφτηκε ο αγαθός μπάρμπας και, αποφασισμένος, γυρνάει καλού-κακού τα νώτα του προς την κυρίως πλάζ και ... τσούπ, βγάνει το διαολεμένο το μπανιερό και το παίρνει παραμάσκαλα.
Έχει αρχίσει ν΄ ασκώνει το κλιτσί του για να φορέσει το σώβρακό του, όταν ακούει πίσω του, καμιά δεκαριά μέτρα, ένα ομαδικό τρανταχτό χάχανο, κοριτσίστικα γέλια, φωνές  «εγιά, εγιά» και ξεχωρίζει μια γυναικεία στριγκλιά «ε, μπάρμπα!», που υποδέχονται την ... άλλη όψη της προσωπικότητάς του.

Ε, τότε πια δεν αντέχει άλλο. Γυρίζει σκασμένος, ολοκληρώνοντας, όμως, ταυτόχρονα τις ... αποκαλύψεις, για να τσου βάλει, επιτέλους, όλους στη θέση τους, δείχνοντας με το χέρι του προς την άλλη μεριά:  «Και γιατί, μάτια μου, δεν κοιτάζετε από κεί;;!!»

Στο Σκαφόνι" μας θυμίζει τη συνήθεια που είχαμε παιδιά να μαζεύουμε τις φωτογραφίες που ήταν κρυμμένες στα μπισκότα, να τις συγκεντρώνουμε σε άλμπουμ, να τις ανταλλάσσουμε, όχι χωρίς αντάλλαγμα βέβαια. 


Σπάνιες ή πρωτοεμφανιζόμενες φωτογραφίες στα χέρια κάποιου, γίνονταν αυτόματα το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» όλων των άλλων. Οι προσφορές ανταλλαγής έφταναν στα ύψη. Δέκα, είκοσι, ακόμη και πενήντα «παλιές» μπορούσαν να δοθούν για μια τέτοια φωτογραφία κι ας απεικόνιζε κάποια δευτεροκλασάτη ηθοποιό που δεν τη ξέρανε ούτε στη γειτονιά της.


Το μεγάλο γεγονός ήταν όταν στα χέρια ενός αγοριού έπεσε η φωτογραφία μιας πανέμορφης κοπέλας, φωτογραφημένης με μπικίνι, καθισμένης σε μια κούνια, κοτάζοντας το φακό ναζιάρικα κτλ κτλ. Ήταν η Ιταλίδα ηθοποιός που φαίνεται τότε να μεσουρανούσε, η Marisa Allasio!


Η Marisa Allasio στη φωτογραφία που έσπειρε τα δαιμόνια στον Άη Μαθιά!
Κι από κοντά η μουσική, κι όλα τ' άλλα ακολουθούσαν. Όπως τότε που πήγε ο Σπύρος στου κουμπάρου του να πάρει τη ραντιστική μηχανή κι άφηκε τη γυναίκα του να περιμένει στο δρόμο με τ' άλογο,  μα ο κουμπάρος, ερασιτέχνης βιολιτζής, όχι μόνο δε σταμάταγε την πρόβα, μα ... τον έβαλε και σε δουλειά:

 «Κουμπάρε μου, για χόρεψέ το λίγο, να δούμε αν το παίζω όπως πρέπει…»


Η Σταρ Ελλάς 1931 Χρυσούλα Ρόδη
Στις «Καντάδες», διηγείται νυχτερινές εξορμήσεις  με καντάδες, όπως στις αρχές δεκαετίας του ’30 στον Πόρο, όπου υπηρετούσε ναύτης ο πατέρας του κι έκαναν καντάδα κάτω από το μπαλκόνι της Σταρ Ελλάς του 1931 Χρυσούλας Ρόδη ή σαν την περιπέτεια με άδοξο τέλος στον Άη Μαθιά, όπου ο Γιάννης Κουρής και τρεις ακόμη φίλοι με δυο κιθάρες,


«… καταφθάνουν αθόρυβα και παίρνουν θέσεις στα σκοτεινά μπροστά σ' ένα πορτόνι σπιτιού. Ήταν ένα πορτόνι από κατώι του παλιού καιρού, πορτόνι αψιδωτό, ξύλινο, με κοτότρυπα στη βάση του, για να μπαινοβγαίνουν οι κότες του σπιτιού, που κατοικοεδρεύανε στο κατώι γύρω από τα σκαφόνια…»


Από τις ιστορίες για τη ζωή στο χωριό δεν θα μπορούσε να λείψει και η … αθλητική, δηλαδή ποδοσφαιρική δραστηριότητα. Με τρυφερότητα διηγείται στην «Καριέρα» τις ποδοσφαιρικές επιδόσεις στα μέσα της δεκαετίας του ’60 του φίλου του, γιατρού καρδιολόγου σήμερα, απευθυνόμενος μάλιστα στον ίδιο, σε δεύτερο πρόσωπο. Και μας μεταφέρει πληροφορίες για τα τεκταινόμενα στο χώρο του ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής, μας περιγράφει την γκρίζα Ζούνταπ, τη μηχανή που είχε ο μπαρμπα – Μήτσος, ο πατέρας του επίδοξου τερματοφύλακα με την οποία ήρθε στα ξαφνικά και τον άρπαξε, για να αναφωνήσει ο προπονητής το … αμίμητο:

«Είδες άνθρωπος; Να χαλάει του παιδιού την καριέρα του;»

(Και επειδή λέγεται συχνά ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, έχουμε εδώ την αντίθετη περίπτωση, που η ιστορία ... δικαιώνεται. Ο Άη Μαθιάς έχει εν ενεργεία ποδοσφαιριστή στην Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. Και είναι ακριβώς ο τερματοφύλακας της ομάδας, ο Ορέστης Καρνέζης!).

Είναι φανερό ότι περιγράφει υπαρκτά πρόσωπα του χωριού, άλλοτε χρησιμοποιώντας το πραγματικό τους όνομα, κι άλλοτε όχι,  που οι ντόπιοι βέβαια συχνά θα αναγνωρίζουν. Συλλογάται κανείς ότι οι ήρωες των ιστοριών αυτών κάποτε ζούσαν σ’ αυτό το χωριό. Ο τρόπος που τους περιγράφει ο συγγραφέας, κι όπως μεταφέρει τους διαλόγους τους, προκαλούν συχνά συγκίνηση και φαντάζομαι για τους ντόπιους μια νοσταλγία, ένα ξύπνημα της μνήμης γιατί θυμίζει τους γονιούς, τους φίλους, τους γειτόνους, ακόμη και τους ίδιους στα νιάτα τους. 
Το ... θρυλικό Αγγέλικα (είναι και αυτό με το οποίο ο Άντονυ Κουήν - Ζορμπάς ταξίδεψε στην Κρήτη)
Οι Κρητικοί θυμόμαστε το Αγγέλικα, σαν το πλοίο της γραμμής Χανιά - Πειραιάς. Κι όμως, πήγαινε και στην Κέρκυρα, μέσω του Ισθμού ακόμη τότε. Και δώ, έχει ιστορίες να μας διηγηθεί ο Χ. Κουρής.


Το τι κουβάλαγε μαζί του όλος αυτός ο κόσμος είναι αδύνατο να περιγραφεί. Εκτός από βαλίτσες και αποσκευές με ρούχα και προσωπικά είδη, μεταφέρονταν από τους ταξιδιώτες σακιά με πατάτες, κοφινίδες κλεισμένες και ραμμένες με πανί από πάνω, γεμάτες φρούτα και ζαρζαβατικά, άλλα καλάθια με κοκόρους και πουλερικά δεμένα από τα πόδια, που κακάριζαν ανήσυχα, βαρελάκια με κρασί, ντενεκέδες με λάδι και λαδοτύρι, μικροέπιπλα σε κουτιά, κιθάρες, φαγητά για το ταξίδι και ένα ετερόκλητο πλήθος από κάθε λογής συμπράγκαλα σε τσάντες και ταγάρια. Όλα αυτά φυσικά συνέθεταν μια εικόνα που χαρακτήριζε και την προέλευση των επιβατών από τα χωριά της Κέρκυρας.

Συγκινητική και η ιστορία "Ο τελευταίος Πρόεδρος", όπου τιμά τη μνήμη του Σπύρου Καπαγεωργόπουλου, του τελευταίου Προέδρου του χωριού στη δεκαετία του ΄60, που παύτηκε από τη δικτατορία του '67. Μας τον περιγράφει ως άνθρωπο δημοκρατικό, έντιμο και φιλομαθή.


Ο Σπύρος ο Καπαγεωργόπουλος, κρίνοντας με τα μέτρα της εποχής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βιβλιοφάγος. Σε μια εποχή που τα βιβλία που κυκλοφορούσαν, πέρα από τα σχολικά, ήταν πραγματικά πολύ λίγα, αυτός, άγνωστο πώς, ξετρύπωνε βιβλία ιστορικά, κοινωνιολογικά, γεωπονικά, τεχνολογικά, βιβλία συνήθως ογκώδη και διάβαζε. Πολύ-πολύ συνηθισμένη η εικόνα του Καπαγεωργόπουλου να σηκώνεται βιαστικά από την καρέκλα του, τσακίζοντας την άκρη της σελίδας του βιβλίου που διάβαζε και να μπαίνει στο μαγαζί για να εξυπηρετήσει κάποιο πελάτη, που είχε μπει από την άλλη πόρτα.

Με την ευκαιρία, μας μιλά για τα δημοκρατικά φρονήματα των ανθρώπων του Άη Μαθιά αλλά και όλης της Κέρκυρας, για τα κυνηγητά που γνώρισαν, για την πολιτική κατάσταση και τα εκλογικά αποτελέσματα στη δεκαετία του '60.

Η τελευταία αγιομαθίτικη ιστορία, που είναι και η μεγαλύτερη της συλλογής, έχει τον τίτλο "Στα παλιά τα χρόνια" και αναφέρεται στον παπού του συγγραφέα, τον Λάμπη τον Μπουρίτση. Ήρωας ο παπούς του, έμεινε χήρος το 1918, όταν η 38χρονη γυναίκα του πέθανε από την ισπανική γρίππη που θέριζε τότε την Ευρώπη. Έξι παιδιά του άφηκε η όμορφη Αγγελικιά (τόσα είχαν μείνει, 13 είχε προλάβει να γεννήσει κιόλας!), μα ήτανε και δουλευταράς και νοικοκύρης.


... Λουτρουβιό στο ισόγειο, αβέρτο το απάνου πάτωμα, είχανε κει σωρό τις πατάτες τους, τα κρεμμύδια τους, τα σακιά με το γέννημα και τα κουκιά, φιστίκια, αμύγδαλα κι όλα τους τα χρειαζούμενα...
...Ο Λάμπης εκτός από τα χτήματά του, τις ελιές του, τ’ αμπέλι του, που ήταν προίκα της μάνας του, κράταγε ακόμα ένα μαγαζί καφεπαντοπωλείο της εποχής και είχε και τη λίσα που έκανε μεταφορές, κυρίως λαδιού, από το χωριό για τη Χώρα...

Και περιγράφει τις δουλειές στο χωριό, και πώς φτιάχνανε τον καφέ και πώς παίζανε μπρούσκουλα στο καφενείο, και για τους καρόδρομους μέχρι την πόλη, ακόμη και για τους ληστές από την Ήπειρο κάνει λόγο, για το φόβο των Ρεντζαίων και του Τσιλιμάστορα, διαβόητων λήσταρχων της εποχής. 


Εδώ, στο πανηγύρι της Αγ. Ελένης προπολεμικά. (Με την ευκαιρία, να αναφέρω ότι οδοιπορικό στην Αγιαλένη Κέρκυρας περιγράφει η ερευνήτρια λαογράφος Ελένη Ψυχογιού εδώ)

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε όλες τις Αγιομαθίτικες ιστορίες του Χαρ. Κουρή, δεν είναι μόνο ότι οι ίδιες οι ιστορίες διαβάζονται ευχάριστα, αλλά ότι ξεχωρίζουν για τη γλώσσα και το ύφος που είναι γραμμένες, αλλά και για το ίδιο το περιεχόμενο. Δίνουν σημαντικές πληροφορίες γύρω από την ιστορία και τη γεωγραφία του τόπου και γύρω από τη ζωή, τις συνήθειες, τις έγνοιες, τις χαρές και τις λύπες των αθρώπων. Γίνεται ολοφάνερο ότι ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά όχι μόνο τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει ακόμη, αλλά και πώς να τα διατυπώσει, πώς να μας κάνει κοινωνούς, εμάς τους αναγνώστες, όλων αυτών που διηγείται και περιγράφει. Και βέβαια, ως γνήσιος Κερκυραίος, έχει πολύ καλή αντίληψη του χιούμορ και έτσι το μεταφέρει στις ιστορίες του.

Είναι ένας παραμυθάς (με την ... καλή έννοια, βέβαια) και ένας μάστορας της γλώσσας. Χρησιμοποιεί πολλές κουβέντες με το κερκυραϊκό ιδίωμα, ενώ έχει, σε κάθε ιστορία, υποσημειώσεις με τις επεξηγήσεις των ιδιωματικών λέξεων ή φράσεων που περιέχονται στο κείμενο. Στο τέλος του βιβλίου, όλες αυτές οι εκφράσεις παρατίθενται με αλφαβητική σειρά ως γλωσσάρι.


Τέλος, υπάρχουν φωτογραφίες από θέματα του βιβλίου που συμπληρώνουν την εικόνα της άλλης εποχής ...εν Αγίω Ματθαίω. 


Ο συγγραφέας λέει στο ... "κάτι σαν πρόλογό" του ότι η συλλογή αυτή δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες ούτε αποτελεί ιστοριογραφική κατάθεση, αλλά θέλει να βάλει ένα μικρό λιθαράκι στη λαογραφική αποτύπωση των ηθών και του πνεύματος της αγιομαθίτικης παράδοσης και να συμβάλει στη σύνδεση της νέας γενιάς με τις ρίζες της. Νομίζω ότι το βιβλίο πετυχαίνει, ενώ έχει τοπικό περιεχόμενο και ενδιαφέρον και αυτό έχει την ιδιαίτερη αξία του, να μπορεί επίσης να διαβάζεται και από τον καθένα μας, να το απολαμβάνουμε ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα με ποιότητα γραφής και περιεχομένου αλλά και μαζί να βλέπουμε εικόνες των δικών μας τόπων μέσα από όμοιες ή αντίστοιχες παραστάσεις. Κι αυτό έχει τόση αξία!


Καλοτάξιδο λοιπόν!



------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση. Πρέπει να σημειώσω ότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά και στη μορφή του βιβλίου και βέβαια αυτό οφείλεται επίσης στη Γιώτα Καζάζη που είχε την επιμέλεια της έκδοσης (η γραμματοσειρά που έχει επιλεγεί, τα πρωτογράμματα στην αρχή κάθε ιστορίας, το όλο στήσιμο είναι εξαιρετικά) και στην Έφη Παπαϊωάννου που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του εξωφύλλου.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

"Το αίνιγμα του Έλγκαρ", του Αλέξανδρου Ίσαρη



Είμαι το όνειρο μιας πεταλούδας
Που γέρνει στη σκιά ενός σπιτιού;

Η πεταλούδα μέσα στο όνειρο
Είναι άραγε αυτή που μ' ονειρεύεται;
Πετάει στο κεφάλι μου ολοπόρφυρη
Και η δύση σβήνει.
Η θάλασσα γυρίζει ανάποδα
Ο ουρανός σωριάζεται στη γη.
Μια παπαρούνα αιμορραγεί
Κάποιος κλαίει στο ξέφωτο.

Είμαι το αίμα μιας σπηλιάς
που μέσα της γεννιέται η ζωή;
Η αύρα ενός πρωινού στην Ιρλανδία;

Το βλέμμα μου γλιστράει στα νερά
Τρυπά τα τείχη, πέφτει στους γκρεμούς
Φτάνει στο πίσω μέρος.
Γυρίζουν οι οροσειρές, οι πόλεις
Σε μια δίνη αργυρή.
Αστράφτουνε οι άνθρωποι κι έπειτα λιώνουν.
Θαμποφέγγουν οι ζωές μέσα σε σιωπή.

Είμαι η λάμψη του καθρέφτη
Που βουλιάζει στη Σαχάρα;
Η πεταλούδα δεν υπάρχει πια;
Γι' αυτό μου είναι αδύνατον να δω;
Απ' τους καπνούς που σήκωσε η ψυχή της;

Από την ποιητική συλλογή του Αλέξανδρου Ίσαρη "Εγώ ένας ξένος", Κίχλη 2013.
Το παραπάνω ποίημα προφανώς εμπνευσμένο από το έργο "Παραλλαγές Αίνιγμα" του Εντουαρντ Έλγκαρ.





Για τους ξένους εκεί έξω στη βροχή...
Για τις ζωές που "θαμποφέγγουν μέσα σε σιωπή"...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Μητέρες και γιοί, του Θοδωρή Καλλιφατίδη


Θοδωρής Καλλιφατίδης, Μητέρες και γιοί, Γαβριηλίδης, 2007

Αυτοβιογραφικό αφήγημα. Ο συγγραφέας, κάτοικος στη Σουηδία εδώ και δεκαετίες, στα 68 του χρόνια, περνά ένα επταήμερο στην Ελλάδα, στη γειτονιά που μεγάλωσε στου Γκύζη, εκεί που ακόμα μένει η  92χρονη μητέρα του.

Όταν είδα το βιβλίο, ήρθαν στο νού μου δυο βιβλία που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια και μάλιστα στ’ αγγλικά. Το ένα ήταν το Sons and lovers (Γιοί και εραστές) του D.H. Lawrence και το άλλο ήταν το Fathers and Sons (Πατέρες και γιοί) του Ιβάν Τουργκένιεφ. Και τα δύο πολύ καλά,  τα συνιστώ για ανάγνωση.

Το βιβλίο του Καλλιφατίδη δεν είναι ένας ύμνος στη μάνα, ούτε λατρεία, ούτε θεωρητική ανάπτυξη της σχέσης μάνας και γιού. Είναι μια ήρεμη, γλυκειά περιγραφή μιας βδομάδας κοντά στη μάνα, μέρα με τη μέρα, και συνάμα είναι το ξεδίπλωμα της ζωής της οικογένειας του πατέρα του, που ξεκίνησε από τον Πόντο, την Τραπεζούντα, για να βρεθεί στην Πόλη κι από κεί στον Πειραιά κι από κεί στους Μολάους Λακωνίας κι από κεί στου Γκύζη στην Αθήνα. Διαβάζει τη διαθήκη-βιογραφία που άφησε ο πατέρας του για να μιλήσει έτσι στα παιδιά του, με ένα σημείωμα, για πράγματα που δεν τους είπε ποτέ. Ήταν δάσκαλος, "και των Τούρκων και των Ελλήνων" όπως έγραψε ο ίδιος. Και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τους αγώνες επιβίωσης των Ελλήνων του Πόντου, της Πόλης, του Πολέμου και της Κατοχής, του Εμφυλίου και των χρόνων που ακολούθησαν.

Βάσω Κατράκη, Μάνα, Χαρακτικό σε πέτρα. (Πηγή: http://www.vassokatraki.gr/to-ergo/xaraktika/petra.html#)
Γλαφυρό, ευχάριστο γράψιμο, ευχάριστη και η κουβέντα με τη μητέρα του. Σαν όταν του δίνει συμβουλές για το φαγητό:

"Τα λαχανικά τα βράζουμε σύντομα και δυνατά με το αλάτι μαζί, το κρέας αργά και ήπια, και βάζουμε το αλάτι στο τέλος, το ψάρι δεν το βράζουμε καν, το αφήνουμε σε καυτό νερό με αλάτι για λίγα λεπτά, ανάλογα με το ψάρι και το μέγεθος... 

Το πιο σημαντικό είναι ν' αγαπάς αυτούς που θα φάνε το φαί σου. Και μην ξεχνάς ότι πρέπει να χορεύεις μπροστά στην κατσαρόλα...

Δυστυχισμένοι μάγειροι και μαγείρισσες είναι η πιο συνηθισμένη αιτία για κακό φαγητό..."

Κι όταν η μητέρα του λέει λυπημένα ότι εκείνος εξαφανίστηκε στα ξένα γιατί δεν μπορούσαν να του δώσουν τίποτα οι δικοί του, αυτός της απάντησε: "Μου δώσατε ό,τι είμαι".

Κι άλλη όμορφη κουβένατ με τη μάνα του:

"Ο κόσμος παραπονιέται που η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια, αντί να χαίρεται που έχει τριαντάφυλλα. Αυτά είναι το θαύμα, όχι τ' αγκάθια."

Ο Καλλιφατίδης θυμάται τα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα, μιλά για τους φίλους του (κάνει μνεία στο Διαγόρα και στο Γιάννη, προφανώς αναφέρεται στους Διαγόρα Χρονόπουλο και Γιάννη Φέρτη), για τον αδερφό του, για τα διαβάσματά του. Έχει γλύκα ο λόγος του, γλύκα για τη ζωή, για τον τόπο, για τη μάνα, για τον αδερφό, για τον άνθρωπο δίπλα μας. Μιλά για την ιστορία του τόπου και των αθρώπων, για τον Πόντο απ' όπου ξεκίνησαν, για το κυνηγητό των Νεότουρκων, για τη ζωή στην Πόλη, για την καταστροφή του '22, για τη δικτατορία του Μεταξά, για τον Πόλεμο, τους χίτες και τους ταγματασφαλίτες, για τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις των "κομμουνιστών" όπως βάφτιζαν με μίσος όλους τους πατριώτες, για τα κυνηγητά και τις απολύσεις. Γράφει και για την "τρύπα". Και λέει η μάνα για την τρύπα:

"Ο φόβος κι ο τρόμος του κόσμου η τρύπα. Κανείς δεν ήξρερε πού βρισκόταν ακριβώς, μα λεγόταν ότι ήταν απύθμενη. Όποιον έριξαν εκεί μέσα δεν ξαναβρέθηκε ποτέ. Ήταν η πόρτα του κάτω κόσμου. Άλλο να πεθάνεις κι άλλο να μη σε ξαναβρούν. Είναι σα να μην έζησες ποτέ."

Κέτε Κόλβιτς, Μάνα με παιδί, 1933 (Πηγή: http://www.wikiart.org/en/search/kollwitz)
Την έβδομη μέρα, το πρωί της Κυριακής, ετοιμάζεται να φύγει, να γυρίσει στο σπίτι του στη Στοκχόλμη.

"- Θα προλάβω άραγε να διαβάσω αυτό το βιβλίο, είπε η μαμά.
 - Είπαμε, εσύ θα γίνεις εκατό.
 Πήρα τη βαλίτσα. Πάτησα το κουμπί του ανελκυστήρα. Την αγκάλιασα.
 - Πήγαινε στο καλό γιε μου.
 Είχε ένα χαμόγελο στα χείλη και δάκρυα στα μάτια. Στηριζόταν στο μπαστούνι της λίγο γερμένη.
 Ακούμπησα κάτω τη βαλίτσα και την αγκάλιασα ακόμα μια φορά. Μύριζε όπως πάντα λεμόνι."


Όταν έγραφε ο Θοδωρής Καλλιφατίδης το βιβλίο, άκουγε, όπως λέει ο ίδιος, τις Συμφωνίες του Αμβούργου του Καρλ Φιλιπ Εμμάνουελ Μπάχ, πατέρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν. Φέτος στη Γερμανία γιορτάζουν τα 300 χρόνια από τη γέννησή του (1714-1788). Εδώ, από τη συμφωνία αρ. 5 (https://youtube.googleapis.com/v/v5om22I21Oc&source=uds).


Σημείωση 1:
Με την ευκαιρία, υπάρχει ένα θεατρικό έργο με τίλτο "Mothers and sons" γραμμένο από τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Terrence McNally και το οποίο παιζόταν και φέτος στο  Broadway, κι αυτό αναφέρεται μέσα από άλλη ιστορία στη σχέση μητέρας-γιού. Να σημειώσω μάλιστα ότι ο McNally είναι και ο συγγραφέας του Corpus Christi, έργου που ανέβηκε το 2012 στην Αθήνα στο θέατρο  Χυτήριο, με τα γνωστά προβλήματα από τις παραθρησκευτικές οργανώσεις που, σε αγαστή συνεργασία με τη ναζιστική οργάνωση, ξυλοκόπησαν τους συντελεστές και  ανάγκασαν στο κατέβασμα της παράστασης.

Σημείωση 2:
Αφιερώνω την ανάρτηση στους δυο γιους μου και στον εγγονό μου. Και στον αδελφό μου και στη μάνα μου. Και στις πολλές φίλες μου που έχουν κι αυτές γιους!

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

"Μέτρησα τη ζωή μου με πάλιωμα βιβλίων": Στυλιανός Αλεξίου, ένας άνθρωπος των Γραμμάτων και της Κρήτης



Κλείνει μεθαύριο ένας χρόνος από τότε που έφυγε, στις 12 Νοεμβρίου 2013, ο Στυλιανός Αλεξίου, ένας σημαντικός και ξεχωριστός άνθρωπος των Γραμμάτων και της Κρήτης. Γεννημένος το 1921 στο Ηράκλειο της Κρήτης, ήταν γιος του Λευτέρη Αλεξίου, αδελφού της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Ο Στυλιανός Αλεξίου ήταν φιλόλογος και αρχαιολόγος, διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής γραμματείας όλων των εποχών. Υπήρξε, ανάμεσα στα πολλά άλλα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης.

Με την ευκαιρία, ξεφυλλίζω από τη βιβλιοθήκη μου μερικά δικά του γραφτά.








Το 1990 είχε κυκλοφορήσει από το Σύνδεσμο Τοπικών Ενώσεων Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης (και με την εκδοτική φροντίδα της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης) ένα βιβλιαράκι (ως προς το μέγεθος και μόνο η αναφορά του υποκοριστικού) με τίτλο "Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία". Το βιβλίο αυτό ήταν ενταγμένο στη σειρά "Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός" την επιμέλεια της οποίας είχε ο αείμνηστος Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (τον είχα αναφέρει και εδώ). Όλες οι εργασίες της σειράς έχουν κυκλοφορήσει και μαζί σε συγκεντρωτική δίτομη έκδοση.

Το ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό είναι ότι ο Αλεξίου κάνει μια σύντομη ανασκόπηση όλων των έργων που γράφτηκαν στην Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία, αφού βέβαια σημειώσει ότι και αυτά δεν ξεκινούν από τους πρώτους αιώνες της εγκατάστασης των Βενετών στο νησί, με δεδομένες τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις επαναστάσεις που προκάλεσε η έλευσή τους. Έτσι, δεν διαβάζουμε μόνο για τον Κορνάρο και τον Χορτάτση, ούτε μόνο για τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη, αλλά και για τον Λινάρδο Ντελλαπόρτα, για τον Μπεργαδή, για τον Μαρίνο Φαλιέρο, για τον Ανδρέα Σκλέντζα,  για τον Μάρκο Αντώνιο Φόσκολο, για τον Τζάνε Μπουνιαλή κ.ά. και για έργα όπως Διγενής Ακρίτης, Απόκοπος, Ριμάδα, Περί της ξενιτείας, Ζήνων, Βασιλεύς Ροδολίνος, Βοσκοπούλα, Φορτουνάτος και άλλα πολλά γραμμένα από επώνυμους αλλά και ανώνυμους Κρητικούς. Έχουν ενδιαφέρον οι αναφορές στις σχέσεις με τα Επτάνησα όπου κατέφευγαν για να γλυτώσουν από τη βενετική καταπίεση, καθώς και στις σχέσεις και επιδράσεις από την ιταλική λογοτεχνία της Αναγέννησης. Αναφέρεται επίσης στα γραμματολογικά χαρακτηριστικά των έργων αυτών και σημειώνει την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού ύφους και της γλώσσας στα οποία είναι γραμμένα και που δεν είναι άλλη από την ζωντανή γλώσσα που μιλιόταν στην Κρήτη.  Τελειώνοντας μάλιστα την παρουσίασή του, ο Αλεξίου σημειώνει τη στροφή στα θέματα παιδείας και γλώσσας που συντελέστηκε μετά την ανάπτυξη της τάξης των Φαναριωτών στην Κωνσταντινούπολη, όπου περιορίστηκε η διάδοση των κρητικών έργων πέραν της Κρήτης και των Επτανήσων (εδώ σημειώνεται η περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, τον οποίο μάλιστα ονομάζει "συνειδητό από ορισμένη άποψη συνεχιστή του Κορνάρου"). Και καταλήγει:


... Η ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, τέλος, μετά την Επανάσταση, η επίσημη τώρα εκπαίδευση, η καθιέρωση ως κρατικής γλώσσας της καθαρεύουσας, η έκδοση εφημερίδων γραμμένων στη γλώσσα αυτή και η διαμόρφωση μιας νέας λογοτεχνίας από την πρώτη ρωμαντική "σχολή των Αθηνών", καθώς και η μεγάλη διάδοση γαλλικών μυθιστορημάτων μεταφρασμένων επίσης στην καθαρεύουσα και η εισαγωγή μιας νέας μορφής του θεάτρου, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της κρητικής ποίησης που τη θεωρούσαν "λαϊκή"...






Με ανάλογο θέμα καταπιάνεται και στο άρθρο του με τίτλο "Στοιχεία ποιητικής του Ερωτόκριτου" που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα Ερωτόκριτος του περιοδικού "Διαβάζω" (τεύχος 454, 9/2004). Ανάμεσα στ' άλλα, σημειώνει για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο:


... Η ποιητική του Κορνάρου εισάγει , σε μεγάλη έκταση, για αισθητικούς λόγους, στον Ερωτόκριτο τη γλωσσική καθαρότητα. Ιταλικές λέξεις της καθημερινής πεζής ζωής και των συμβολαίων αποφεύγονται, ενώ οι στρατιωτικοί όροι μουράγια, ταμπούρλα, τρομπέτες εξελληνίζονται σε τειχιά, τύμπανα, σάλπιγγες....






Ο Στυλιανός Αλεξίου είχε ασχοληθεί βέβαια και με τα Ομηρικά έπη*. Λίγο πριν πεθάνει κυκλοφόρησε τη δική του μεταφραστική εκδοχή της Οδύσσειας, όπου δεν μεταφράζει ολόκληρο το ομηρικό έπος, αλλά επιλέγει την ανθολόγηση τμημάτων του πρωτοτύπου από όλες τις ραψωδίες, που ξεχωρίζουν ως αυτόνομα λυρικά ποιήματα, δίνουν όμως στο σύνολό τους την πλοκή ολόκληρου του έργου. Στα πολύ κατατοπιστικά εισαγωγικά κείμενα που παραθέτει, αναφέρεται αρχικά στις παλιότερες μεταφράσεις Πολυλά, Εφταλιώτη, Σίδερη, στη μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή, στη μετάφραση του Ψυχουντάκη τις οποίες αξιολογεί συνοπτικά για να διατυπώσει τη δική του οπτική στην τεχνική και στο ύφος που επιλέγει, ενώ συνεχίζει με αναφορές στο έργο "Οδύσσεια", στη γεωγραφία του και στη δομή του.

"τον πολυμήχανο ήρωα, τραγούδησέ μου, ω Μούσα,

τον άντρα που όταν κούρσεψε της Τροίας τ' άγιο κάστρο, 
περιπλανήθη στα πελάγη κι είδε ανθρώπων χώρες
και γνώρισε τη σκέψη τους, και πόνεσε η ψυχή του,
ζητώντας ο ίδιος να σωθεί, να σώσει τους συντρόφους.
Όμως αυτοί δεν γλύτωσαν, όσο κι αν το ποθούσε,
καταστραφήκαν οι άμυαλοι, απ' την αποκοτιά τους,
όταν του Ήλιου του Υπερίονα έφαγαν τα βόδια
κι εκείνος τους αρνήθηκε του γυρισμού τη μέρα.
Απ' όπου θέλεις άρχισε, θεά, του Δία κόρη."






Το 2012 κυκλοφόρησε και η ποιητική του συλλογή "Στίχοι επιστροφής", επιστροφή στο βίωμα και στην οργανωμένη μορφή του λόγου, όπως ο ίδιος σημειώνει στον Πρόλογο. Κάθε ποίημα είναι μια ανάμνηση από στιγμές που έζησε, από τόπους που επισκέφθηκε και από ανθρώπους που γνώρισε: 1940, Στον εκτελεσμένο συμμαθητή Ι.Σ., Κράσι 1937/1943, Θολωτοί τάφοι Λέντα, Κορνάρος 1610, Αθήνα '47, Αργυρούπολη Ρεθύμνης, Καστοριά, Ελβίρα, Ηράκλειο, Στιγμές, Μάταλα, Νυχτερινά ταξίδια, Απολογισμός ...


Απολογισμός
Μέτρησα τη ζωή μου
με σερβιτόρων ζωές σ' εστιατόρια επαρχίας·
με γέρασμα ηθοποιών του κινηματογράφου,
επιδερμίδες υπερφυσικές,
μάτια, μαλλιά σαν χαίτη ζώου ακμαίου,
που ασκήμισαν αργά, χρόνο με χρόνο.

Μέτρησα τη ζωή μου,
με πάλιωμα βιβλίων, ερείπωση σπιτιών,
παιδιά κι εγγόνια των παιδιών του '30.



Τέλος, η Αυγή είχε δημοσιεύσει στις 24 Νοεμβρίου 2013 ένα κείμενο του Αλεξίου που είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιδικό Παλίμψηστον της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης με τίτλο "Από την Οδύσσεια του Ομήρου"  (Τεύχ. 2, 1986). Το άρθρο στην εφημερίδα είχε τίτλο Ο Ομηρικός "οίνοψ πόντος" και αναφερόταν  στη σημασία της ομηρικής φράσης οίνοψ πόντος


"Κρήτη τις γαῖ’ ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ..." λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, κοκκινωπός είναι ο πόντος λέει ο Αλεξίου, όπως το κόκκινο κρασί, πέλαο κρασάτο κατά Καζαντζάκη-Κακριδή. Ο Αλεξίου ασχολείται με τα χρώματα που παίρνει η θάλασσα τις διάφορες εποχές του χρόνου και ιδιαίτερα το καλοκαίρι και αρχές του φθινοπώρου, τότε που το φως του ήλιου είναι έντονο. Παραθέτει αποσπάσματα από ποιήματα του Καβάφη και του Σεφέρη με τις δικές τους εκδοχές για το χρώμα του πελάγους, αναφέρεται στους αρχαίους κλασικούς και στις δικές τους πάλι εκδοχές, κάνει μια στάση στους μεταφραστές του Ομήρου, φτάνει στους παλιότερους λεξικογράφους, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, που φαντάστηκαν σκοτεινό το πέλαγος (das dunkle meer), παρουσιάζοντας έτσι μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη (ως προς το περιεχόμενο αλλά και τη μεθοδολογία) διερεύνηση της ορολογίας των χρωμάτων. (Εδώ θα ήθελα να σημειώσω την εργασία πάνω στην ορολογία χρωμάτων που είχε κάνει ο πολύ καλός και αγαπητός συνάδελφος και από τους πρωτεργάτες της ελληνικής ορολογίας Βασίλης Φιλόπουλος. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι κάνοντας την ομαδοποίηση των χρωμάτων ο Φιλόπουλος, στην ομάδα "μαύρο και παραπλήσιες αποχρώσεις" εντάσσει και το χρώμα κρασάτο.)


Πώς μετριέται η ζωή με πάλιωμα βιβλίων αλήθεια;

----------------------------------
 * Ο Στυλιανός Αλεξίου είχε προλογίσει μάλιστα την εκδοχή της Οδύσσειας όπως την είχε μεταφράσει ο Γιώργος Ψυχουντάκης στην κρητική διάλεκτο. (Ο Ψυχουντάκης ήταν ο περίφημος μαντατοφόρος του Πάτρικ Λη Φέρμορ στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Κρήτη, έχω διαβάσει το βιβλίο του: Psychoundakis, George. The Cretan Runner: His Story of the German Occupation. Patrick Leigh Fermor, tr. and intro. Annotated by the translator and Xan Fielding. London: John Murray, 1955). Σε εκπομπή της ΕΡΑ που άκουσα στις 27/7/2013 (ήταν σε επανάληψη, από τους απολυμένους της ΕΡΤ μετά το αντιδημοκρατικό κλείσιμο του Ιουνίου 2013) και ήταν παλιότερη συνέντευξη με το Νίκο Μαμαγκάκη (που είχε πεθάνει στις 24/7/2013 και κείνη τη μέρα γινόταν η κηδεία του στο Ρέθυμνο), ο μεγάλος συνθέτης είχε δηλώσει ότι ήθελε να μελοποιήσει την Οδύσσεια του Ψυχουντάκη, την οποία, είπε ο Μαμαγκάκης, ο Αλεξίου είχε θεωρήσει ως την καλύτερη μετάφραση. (Βέβαια, στην πραγματικότητα ο Αλεξίου κάνει μεν λόγο για το λαϊκό ταλέντο του Ψυχουντάκη, παρατηρεί όμως και πολλές αδεξιότητες και ασάφειες στη μετάφραση. Αυτά για την ιστορία.)

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Σιωπή... Ακούει κανείς; Με αφορμή ένα άρθρο του Γιώργου Κοκκινάκου


Ακούει κανείς; (Η εικόνα από το σημερινό φύλλο των Χ.Ν.)



Διάβασα στο σημερινό φύλλο των Χανιώτικων Νέων το παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Γιώργου Κοκκινάκου  "Για να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε" το οποίο αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα άρθρου που δημοσίευσε προ ημερών με τίτλο Για να μάθουμε να κουβεντιάζουμε”.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σιωπή είναι καναρίνι στο μικρόφωνο
Ν. Καρούζος

Ενα πολιτικό σχόλιο έγραψα προ ημερών με τίτλο “Για να μάθουμε να κουβεντιάζουμε”· για να γίνει αυτό προϋπόθεση είναι να μάθουμε να ακούμε, μου σχολίασε ένας φίλος. Και τον άκουσα.
Ο Πυθαγόρας στη σχολή του  έβαζε τους μαθητές του, όταν πρωτοπήγαιναν στη σχολή του, επί αρκετό διάστημα πίσω από μια κουρτίνα να ακούνε χωρίς να βλέπουν το δάσκαλο, χωρίς να λένε ούτε μια λέξη. Ηταν οι λεγόμενοι “ακουστικοί”. Διότι πίστευε ότι αν δεν μάθεις να σιωπάς, δεν μαθαίνεις να ακούς, να σκέπτεσαι και να μιλάς.
Ετσι είναι. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που επικρατεί σήμερα. Στο δημόσιο διάλογο, αλλά και στην καθημερινή επικοινωνία των πολιτών το ζητούμενο δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά η “επικράτηση” πάνω στον Άλλο. Αλλιώς στις συζητήσεις μας δεν θα ψάχναμε να βρούμε επιχειρήματα για να στηρίζουμε ακόμα και μία εμφανώς λανθασμένη άποψή μας.
Ακούω τον Άλλο, σημαίνει τον αποδέχομαι ως ύπαρξη, σημαίνει ότι ελέγχω τον εγωισμό μου, χωρίς να απειλούμαι ως οντότητα, σημαίνει ότι αποδέχομαι πως ο μισός εαυτός μου “κατοικεί” στον Άλλο. Μόνο τότε μπορείς να μπεις σε ένα δρόμο αναζήτησης της αλήθειας, σε ένα δρόμο αληθινής, βαθειάς και αυθεντικής επικοινωνίας.
Στη σιωπή, στη “βραδύτητα”, στην προσδοκία να μάθεις κάτι που δεν γνωρίζεις ευδοκιμεί η δημιουργική σκέψη. Αλλά δημιουργική σκέψη είναι να ακούς νέες ιδέες ξένες σε σένα και να έχεις την ικανότητα του μεταβολισμού τους για να προκύπτει το καινούργιο, το ρηξικέλευθο, το μελλοντικό. Η σιωπή είναι πάντα λαλέουσα, “δεξαμενή της ομιλίας”, όπως λέει ο ποιητής. Ο φωνασκός είναι κατά βάση ανασφαλής, αβέβαιος για τις κουβέντες του και περισσότερο θέλει να κρύψει κάτι παρά να δηλώσει. Φοβικός για την επαφή του με τον Άλλο, καταδικασμένος να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Αν δε μιλήσωμε για την πολιτική αντιμαχία, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ποιος θέλει να ακούσει ότι στην Ελλάδα έχομε την καλύτερη αναλογία ιατρών / κατοίκων 6,1 στους 1.000, με διαφορά πρώτοι απ’ όλους στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α.; Αλλά τη χειρότερη αναλογία γενικών ιατρών / ιατρών  4,5% μόνον, με διαφορά από όλες τις άλλες χώρες; Γερμανία 18%, Γαλλία 49%, Μ. Βρεττανία 29,8%.
Ποιος μπορεί να ακούσει ότι στην  Ελλάδα έχουμε 3,3 νοσηλευτές στους 1.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στον Ο.Ο.Σ.Α. είναι 8,4; Ποιος θέλει να ακούσει ότι στη  χώρα μας ο ετήσιος αριθμός αξονικών τομογραφιών για κάθε 1.000 κατοίκους είναι 320,4, πρώτη χώρα στον Ο.Ο.Σ.Α. με διαφορά από τη δεύτερη Η.Π.Α. 227,9; Ποιος θέλει και μπορεί να ακούσει ή ποιος πολιτικός μπορεί να πει ότι στην Ελλάδα εκτός από το πρόβλημα των μακροοικονομικών μας (χρέος, έλλειμμα, εμπορικό ισοζύγιο, ανεργία) έχουμε ένα πρόβλημα  απόλυτης στρέβλωσης της κοινωνίας, αλλά και του “εποικοδομήματος”;

(Γιώργος Κοκκινάκος, Χανιώτικα Νέα 4 Νοεμβρίου 2014)
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------



Για τον αγώνα επικράτησης κατά την αντιπαράθεση αξίζει να διαβάσει κανείς το έργο του Σοπενάουερ "Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο" (εκδ. Πατάκη, 2011, σε μετάφραση Μυρτώς Καλοφωλιά). Ένα ενδιαφέρον βιβλίο του 19ου αιώνα που ασχολείται με τα τεχνάσματα της διαλεκτικής, ή καλύτερα της αντιπαράθεσης, αφού, όπως ο ίδιος λέει, "διαλεκτική είναι απλά η τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση" και ακόμα είναι "η τέχνη του διαξιφισμού με σκοπό την επικράτηση σε μια αντιπαράθεση". 

Διαχωρίζει την αντικειμενική αλήθεια από τη φαινομενική και μας γυρίζει πίσω στους φιλοσόφους της αρχαιότητας, στους σοφιστές, στο Σωκράτη και τον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη για να μας παρουσιάσει τις θέσεις τους για τη λογική σε σύγκριση με τη διαλεκτική, την εριστική και τη σοφιστική, ορίζοντας μάλιστα τα τρία τελευταία ως εριστική διαλεκτική. Παρουσιάζει τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται κατά την αντιπαράθεση με σκοπό την επικράτηση χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για την αντικειμενική αλήθεια, π.χ. διεύρυνση του θέματος για να υπάρξει δυνατότητα διάψευσης του αντιπάλου, γενίκευση των συγκεκριμένων θέσεων του αντιπάλου, παρουσίαση ψευδών δεδομένων ως αληθινών ώστε τα συμπεράσματα να φαίνονται επίσης αληθή κτλ. Βέβαια, είναι εμφανής και ο πεσιμισμός του Σοπενάουερ, ο οποίος θεωρεί ότι όλα αυτά τα κακά οφείλονται "στην εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης" και "στην έμφυτη ματαιοδοξία των ανθρώπων" που μιλούν πριν ακόμη σκεφτούν.

Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή του A.C. Grayling, ο οποίος, αφού αναρωτιέται αν το ύφος του συγγραφέα είναι ειρωνικό ή αν πιστεύει αυτά που γράφει και παίρνοντας υπόψη το έργο του "Πάρεργα και Παραλειπόμενα" που εκδόθηκε όσο ζούσε (σε αντίθεση με το παρόν που εκδόθηκε μετά το θάνατό του), καταλήγει ότι ο Σοπενάουερ δεν ήταν Μακιαβέλι αλλά το έργο αυτό αποτελεί "σπουδή στην ειρωνεία".





Ο Κοκκινάκος αναφέρεται επίσης στη σιωπή. Ο λαός μας λέει "η σιωπή είναι χρυσός". Εμένα μου 'ρχεται στο νου το βιβλίο του George Steiner "Η σιωπή των βιβλίων" (Ολκός, 2009). Το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια μόλις εκδόθηκε, όμως εδώ θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε για το βιβλίο ο Νικόλας Σεβαστάκης σε άρθρο του  στην Ελευθεροτυπία (10/5/2008) και το οποίο βρήκα στον τόμο "Η τυραννία του αυτονόητου". Γράφει λοιπόν ο Σεβαστάκης:



"... η σιωπή της ανάγνωσης, η άσκηση της προσοχής, η προσωρινή αποκοπή του αναγνώστη από τα παιχνίδια της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών τείνει να θεωρηθεί νεκρός χρόνος, απολίθωση ή ανεπιθύμητο γήρας. Η ανάγνωση - περισυλλογή κοντεύει να γίνει το πιο επίπονο άθλημα, καθώς οι κοινωνίες μετατρέπονται σε ευδαιμονικά πληκτρολόγια που τα χειριζόμαστε με την ευκολία της αναπνοής. Η στοχαστική σχέση με τα πράγματα και ή ίδια η δυνατότητα της ονειροπόλησης υποκύπτουν σε άπειρα ακούσια σάουντρακ που δεν επιτρέπουν καμιά εσωτερικότητα..."

Μάλιστα, επικαλείται τον Τσέχο φιλόσοφο Γιάν Πάτοτσκα (αμετάφραστο στην Ελλάδα) που είπε ότι "απειλείται μία από τις πιο πολύτιμες πηγές ελευθερίας, η εσωτερική μας εμπειρία ως επιμέλεια ψυχής".


Ίσως και να ξεχώρισα το άρθρο του Κοκκινάκου από την τελευταία φράση του κειμένου του με την αναφορά στο εποικοδόμημα. Εντελώς συμπτωματικά, σε μήνυμα που έστειλα σήμερα το πρωί  σ' ένα φίλο έγραφα περίπου: "... πιστεύω στο ρόλο του εποικοδομήματος, ίσως δεν είναι ευθέως μαρξιστικό αυτό, δεν είναι ότι έχω εξασφαλίσει τα προς το ζην και επομένως δεν με νοιάζει, αλλά πιστεύω ότι αυτά συνδέονται πολύ..." κτλ. κτλ. Πολύ ωραία τα περιγράφει όμως ο Raymond Williams* στο Marxism and Literature ("Μαρξισμός και Λογοτεχνία", Oxford University Press, 1977) που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση του "Κουλτούρα και Ιστορία" (μαζί με το "Long Revolution", από τις εκδόσεις Γνώση, 1994, με μετάφραση και πολύ αναλυτική εισαγωγή από την Βενετία Αποστολίδου). Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω εδώ τον πλούτο των εννοιών που αναλύει ο Williams (άλλωστε δεν είμαι και ειδική στις λεγόμενες πολιτισμικές σπουδές και σίγουρα οι αναλύσεις μου δεν θα είναι οι καλύτερες), θα ήθελα όμως να σημειώσω την επιμονή του στην αντίληψη για το αδιάσπαστο των στοιχείων που σχετίζονται με τη βάση και το εποικοδόμημα, παραγωγικές δυνάμεις, οικονομικές συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, ανθρώπινος παράγοντας κτλ.


Σάρωση από Κατερίνα Τοράκη



*  Βρετανός  διανοητής της αριστεράς, κριτικός της λογοτεχνίας και θεωρητικός ζητημάτων κουλτούρας,  συγγραφέας των βιβλίων "Long Revolution", "Keywords", "Culture and Society" κ.ά. (στα ελληνικά "Κουλτούρα και Ιστορία), δάσκαλος του επίσης Βρετανού Terry Eagleton ("Η έννοια της Κουλτούρας", "Γιατί ο Μάρξ είχε δίκιο" κτλ.). Πληροφορίες επίσης εδώ:http://en.wikipedia.org/wiki/Raymond_Williams.




Υστερόγραφο 1:

Ο Κοκκινάκος χρησιμοποιεί το αφουγκράζομαι κι εγώ έβαλα στον τίτλο το ακούω. Σύμφωνα με το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη, αφουγκράζομαι θα πει προσπαθώ να ακούσω, ακούω με προσοχή, ενώ ακούω θα πει έχω την αίσθηση της ακοής, αντιλαμβάνομαι, πληροφορούμαι... Έχω την αίσθηση ότι κανείς μπορεί ν' ακούει αλλά να μην αφουγκράζεται. Μήπως ν' άλλαζα τον τίτλο της ανάρτησης; Πάντως, ο Κοκκινάκος σωστά το τοποθέτησε θαρρώ...

Υστερόγραφο 2:

Προ καιρού είχα αναφερθεί σε ένα ντόμινο ανάγνωσης με αφορμή κάποια διαβάσματα. Σήμερα, προέκυψε άλλο ένα ντόμινο. Νάναι καλά ο Γιώργος Κοκκινάκος και ο αστείρευτος σε περιεχόμενο λόγος του!

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

"Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα...": Τάσος Λειβαδίτης

Αλλά τα βράδυα

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο 
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος, 
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, 
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου.. 
Δως μου το χέρι σου..


Τάσος Λειβαδίτης (20/4/1922 - 30/10/1988)

Και τραγουδιστά με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε μουσική Γιώργου Τσαγγάρη

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Όταν οι λέξεις ταξιδεύουν με τον Εδουάρδο Γκαλεάνο



Μα μπορεί να ταξιδεύουν οι λέξεις; Μπορεί, με τον Εδουάρδο Γκαλεάνο, τον εμπνευσμένο ουρουγουανό συγγραφέα, που σαν γνήσιος λατινοαμερικάνος, μας ταξιδεύει με τις μικρές ιστορίες του για άλλη μια φορά σε κόσμους παραμυθιού και ονείρου. 

Είχα αναφερθεί σε παλιότερη ανάρτηση στο ταξίδι των εναγκαλισμών, που επίσης είχε ιστορίες, απόψεις και στοχασμούς του συγγραφέα πάνω σε διάφορα θέματα. Τώρα, στο βιβλίο του Οι λέξεις ταξιδεύουν: με τα χαρακτικά του Jose Borges, (εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση της Ισμήνης Κανσή) που στα ελληνικά εκδόθηκε το Δεκέμβριο 2013 αλλά στα ισπανικά πρωτοκυκλοφότησε το 1993, ο Γκαλεάνο μας αφηγείται τις ιστορίες απλών ανθρώπων με το δικό του ξεχωριστό, σουρεαλιστικό θάλεγα, τρόπο και παράλληλα βρίσκει πάλι την ευκαιρία να μας μιλήσει για τους μύθους και τις παραδόσεις της πατρίδας του της Λατινικής Αμερικής, αλλά και να στοχαστεί φωναχτά και να μιλήσει για μικρά και μεγάλα ζητήματα που τον απασχολούν. 

Το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου
Ανάμεσα στις ιστορίες του: Λίγα λόγια για τη λέξη, Η ιστορία με τον κροκόδειλο που είχε τη συνήθεια να τρώει τις γυναίκες του, Λόγια γραμμένα στους τοίχους, Η ανάσταση του παπαγάλου, Πώς ένας τσαγκάρης γλίτωσε από τους τοκογλύφους, Λίγα λόγια για τη μνήμη, Η ιστορία του άνδρα που ήθελε να γεννήσει, Λίγα λόγια για τη μουσική, Λίγα λόγια για την παγκόσμια ιστορία, Μια μέρα στο καφενείο κτλ. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί του ιδιαίτερου στυλ και περιεχομένου των ιστοριών αυτών.

Στην όχθη μιας άλλης θάλασσας, ένας άλλος αγγειοπλάστης αποσύρεται λόγω ηλικίας....
... Ο νέος αγγειοπλάστης δεν φυλάει το όμορφο κεραμεικό σκεύος για να το κοιτάζει και να το θαυμάζει, αλλά το πετάει στο πάτωμα να σπάσει, και μαζεύει τα αμέτρητα μικρά κομματάκια, που τα ανακατεύει μέσα στον δικό του πηλό.

[Λίγα λόγια για τη μνήμη (Ι)]




... Ο ποιητής Σαμπίνο, τροβαδούρος στις υπαίθριες αγορές, στα απομακρυσμένα από την ακτή χωριά, τραγουδούσε τις προφητείες της κόκκινης αγελάδας. Η αγελάδα, που στα όνειρά του πετούσε, του είχε πει ότι η έρημος θα γίνει θάλασσα, κι ότι θα πρασινίσουν τα βροχοτόπια, και πως εκείνοι που ήξεραν, γνώριζαν ότι θα έρθει ο καιρός που θα γεννιέσαι δίχως να πεθαίνεις, κι ότι όλες οι μέρες θα είναι Κυριακή....

[Η ιστορία της μοιραίας συνάντησης ανάμεσα στον ληστή της ερήμου και τον μετανιωμένο ποιητή]




"Στον τοίχο μιας ταβέρνας στη Μαδρίτη υπάρχει μια πινακίδα που λέει: "Απαγορεύεται το τραγούδι"
Στον τοίχο του αεροδρομίου του Ρίο ντε Ζανέιρο υπάρχει μια πινακίδα που λέει: "Απαγορεύεται να παίζετε με τα καροτσάκαι"
Με άλλα λόγια: υπάρχει ακόμα κόσμος που τραγουδά, και κόσμος που παίζει"

[Περί απαγορεύσεων]




Αλήθεια , οι λέξεις ταξιδεύουν; Και πού πάνε; Αναρωτιέται κι ο ίδιος ο συγγραφέας:

Ο Χαβιέρ Βιγιαφάνιε μάταια ψάχνει τη λέξη που του έφυγε λίγο πριν προλάβει να την πει. Πού να πήγε αυτή λέξη, που την είχε στην άκρη της γλώσσας του; Να υπάρχει άραγε κάποιο μέρος όπου συγκεντρώνονται οι λέξεις που κατάφεραν να το σκάσουν; Ένα βασίλειο με τις χαμένες λέξεις; Πού σε περιμένουν άραγε οι λέξεις που δεν κατάφερες ν' αρθρώσεις;

[Λίγα λόγια για τη λέξη (V)]



Συνοδοιπόρος και συνυπεύθυνος για το ταξίδι στις λέξεις και στους μύθους, ο καλλιτέχνης από ένα χωριό της βορειοανατολικής Βραζιλίας Χοσέ Μπόρχες. Κι αναρωτιέσαι αν οι ζωγραφιές του χαράκτη Μπόρχες περιγράφουν τις λέξεις του παραμυθά Γκαλεάνο ή το αντίθετο. Αλλά τι σημασία έχει;

Βρίσκεται στον ορίζοντα, λέει ο Φερνάντο Μπίρι. Πλησιάζω δυό βήματα, κι εκείνη απομακρύνεται δυο βήματα. Περπατώ δέκα βήματα, κι ο ορίζοντας κάνει πίσω άλλα δέκα. Όσο κι αν προχωρήσω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; Γι' αυτό ακριβώς: για να προχωράμε.

[Λίγα λόγια για την ουτοπία]