Καλησπέρα πάντες συνάδελφοι
ακούσατε τη σήμερον τη γιορτή.
Ακούσατε τη σήμερον τη χαρά
και την εορτή τη δεσποτικιά.
Σήμερον τα φώτα φωτίζονται
κι όλα τα νερά αγιάζονται.
Σήμερον βαπτίζεται ο Χριστός
εις τον Ιορδάνη τον ποταμό.
Άη Γιάννη Πρόδρομε σου ζητώ
ότι από σε θε να βαπτιστώ.
Έγινε στα δύο ο ποταμός
όταν ετελείωσε ο βαπτισμός.
Και το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε
και στην κεφαλή του εκάθισε.
Και πάνω εις τον ουρανό
κρέμονται δυο στεφάνια,
νοικοκυραίοι του σπιτιού
καλά σας Θεοφάνεια!
Αυτά είναι μέρος από τα κάλαντα των Φώτων που λένε στον Άη Μαθιά, χωριό της Νότιας Κέρκυρας. Τα είχε δημοσιεύσει το 2014 ο Χάρης Κουρής στην εφημερίδα "Αγιομαθίτικα" που εκδίδουν "οι εν Αθήναις Αγιομαθίτες"εδώ και κάποιες δεκαετίες. Έγραφε τότε στην επιφυλλίδα με τίτλο "Κάλαντα στο χωριό":
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και
Φώτα, η πιτσιρικαρία του χωριού, δεκαετία του ’50 και του ’60, γύρναγε
ανελλιπώς να πει τα Κάλαντα σε μεγάλες παρέες στυλ χορωδίας. Και ήταν θέμα ...
πρεστίζ το ακουστικό αποτέλεσμα να είναι τονάδο, οπότε αν στην παρέα ήταν
κάποιος φάλτσος, τραγούδαγε σιγά ή από μέσα του. Το φίλεμα, από τις νοικοκυρές
συνήθως, ήταν συκόπιτες, τζίτζιφα, φραγκοδίφραγκα και μισόφραγκα.
Η παρέα των πιτσιρικάδων δεν ξεχνούσε
να μνημονεύσει στα Κάλαντα το νοικοκύρη κάθε σπιτιού: «Κι αφέντη κύριε... Σπύρο
μου, ψηλό μου κυπαρίσσι...». Αν πάλι στο σπίτι υπήρχε παιδί που τελείωνε την
Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου του χωριού εκείνη τη χρονιά, ήταν απαραίτητο να
μνημονευθεί στα Κάλαντα: «... Καλό απολυτήριο, ο Θέος να του χαρίσει...».
Κάτι ακόμα: πριν το έθιμο αλλάξει
σαν επίδραση από την άλλη Ελλάδα, τα Κάλαντα τότε τα λέγαμε πάντα βράδυ, αλλά
και ανήμερα των γιορτών.
Στη γιορτινή αυτή τελετουργία
συμμετείχε – και απαραίτητα ενισχυόταν οικονομικά από σπίτια και μαγαζιά – και
η χορωδία του χωριού, που βέβαια, τα δικά της Κάλαντα ήταν ρεσιτάλ καλλιφωνίας
και δεσίματος των τενόρων με τους βαρύτονους. Μικρό παιδί εγώ, θυμάμαι ακόμα
εκείνο τον εκπληκτικό μπάσο της χορωδίας, τον αείμνηστο Γιάννη Βαραγγούλη –
Γανάρα.
Και μέσα στις "χαρές" των εορτών, ξεβράστηκαν πτώματα παιδιών (πάλι) στο Αιγαίο, αναζητούσαν απεγνωσμένα την καλύτερη τύχη, απεγνωσμένα πάλευαν να βγουν από την κόλαση του πολέμου, της φτώχειας και της δυστυχίας. Και τότε θυμήθηκα τα κρητικά φωτοκάλαντα που κατέγραψε ο Βλαστός κι όπου βρήκα να λένε:
Κι απηλογάται
ο Χριστός, τση Παναγιάς και λέει
-Δώσε
μου μάνα, τ’ αργυρά και τα χρυσά κλειδάκια,
ν’
ανοίξω τον Παράδεισο να βάλω τα παιδάκια,
να βγάλλ’
απού την κόλαση χιλιάδες και μυριάδες
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός...