Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.



Έφυγε με τα ελάχιστα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, λίγες μόνο μέρες από την τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά εκπομπή που έκανε μαζί της η Φωτεινή Τσαλίκογλου και που, προς τιμήν της, μας παρουσίασε πάλι απόψε η ΕΡΤ2. Έφυγε σήμερα και λες κι ο στίχος του Εμπειρίκου «κι έκαναν τον φόβο του θανάτου, οίστρο της ζωής», που αποτελεί και μότο της σειράς "Το μαγικό των ανθρώπων", γράφτηκε γι' αυτήν. 

Μια τρυφερή στιγμή με τον μικρό Νικόλα στην αγκαλιά της (από την εκπομπή της ΕΡΤ2)

Μίλησε για τον φόβο του θανάτου και για τη ζωή που της λέει ευχαριστώ κι ας μην περιμένει τίποτα απ' αυτήν. Τραγούδησε το Άστα τα μαλλάκια σου και μίλησε για τον έρωτα και την αγάπη. Πήρε στην αγκαλιά της το εγγόνι της, τον μικρό Νικόλα, "δεν έκανα παιδιά", είπε, "απέκτησα όμως εγγόνι". Θα γινόταν η νονά του, θα του έδινε το όνομα Νικόλας, όπως ο δικός της νονός, ο Νίκος Καζαντζάκης. Πάντα αναφερόταν στον Καζαντζάκη, τον αγαπούσε, ήταν αυτός που της άνοιξε τα φτερά να πορευτεί στην ποίηση, αυτός που είπε πως το ωραιότερο ποίημα που είχε διαβάσει ήταν η Μοναξιά, το ποίημα που έγραψε στα δεκαεφτά της η Κατερίνα Αγγελάκη.

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.


Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.


Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.


Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.


Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.


Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;


Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος.
Μια θα ‘ναι η Νίκη:
αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε.
Μόνοι μας.


Και τελειώνοντας η εκπομπή ευχήθηκε: Να 'μαστε καλά.

Είχε γράψει:

Αν τουλάχιστον πίστευα στον Θεό
ο χωρισμός από το σώμα σου
-το σώμα μου-
Θα 'ταν προσωρινός
κι ο θάνατος δε θα 'χε
άλλες συνέπειες.


Η μοναξιά, ο φόβος, η ζωή και ο θάνατος είναι τα νοήματα που βρίσκει κανείς στην ποίησή της. Και όπως γράφει ο Μάνος Στεφανίδης,

"Ο συνειδητός ποιητής –και εν προκειμένω μια ποιήτρια υψηλών δυνατοτήτων όπως είναι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -γράφει αποκλειστικά για τον θάνατό του. Αν έχουν εν τω μεταξύ προκύψει θριαμβικοί έρωτες, πτώσεις με μακάρια μέθη, τύρβη ζωών αδαπάνητων, ταξίδια στο πραγματικό ή το ανύπαρκτο, σώματα που καίγονται από μυστικές φωτιές και ιστορίες με πρίγκιπες σε μικροσκοπικούς πλανήτες ή παράξενα ζώα σε κοραλλιογενή νησιά, τόσο το καλύτερο! "

Και αυτά υπάρχουν στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Οι φίλοι μας έφυγαν...δεν τους γνωρίσαμε

Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια˙
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια˙
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.  

Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μάς έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.



Οι φίλοι μας έφυγαν... δεν τους γνωρίσαμε. Πάνε σαράντα μέρες που έφυγε και η Γιάννα. "Κατερίνα μου σε ευχαριστώ πολύ για τα ωραία που μου λες", έγραφε στο τελευταίο της μήνυμα απαντώντας στο δικό μου. Πάει καιρός, αμελούσα να της στείλω κι άλλο μήνυμα, περίμενα τη γιορτή της, δεν πρόλαβα, αυτή η καθημερινότητα πώς μας προλαβαίνει, πώς μας κουμαντάρει τη ζωή. 


Η Γιάννα Μπώκου-Μανιάτη ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα, ένας άκακος, χαμηλών τόνων, άνθρωπος, με ήθος, καλλιέργεια, ευγένεια και κοινωνική ευαισθησία. Ήταν βιβλιοθηκονόμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από τους στυλοβάτες, τις στυλοβάτριες καλύτερα, του θεματικού καταλόγου της, που αποτελούσε και τον κατάλογο καθιερωμένων θεμάτων για τις ελληνικές βιβλιοθήκες (κυρίως για δημοτικές και δημόσιες). Ήταν συχνά τα τηλεφωνήματά της στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ (όπου είχα αντίστοιχη αρμοδιότητα τότε) εκεί στη δεκαετία του '80, ρωτώντας με με ποιους τεχνικούς όρους θα διατυπώσει καλύτερα τα θέματά της. Η δεκαετία εκείνη ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των βιβλιοθηκών και η Γιάννα ήταν παρούσα και δραστήρια.


Θα παραθέσω δύο μικρά αποσπάσματα από την εισήγηση που παρουσίασε μαζί με τον Γιώργο Μπώκο το 1984 στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων ("Βιβλιοθήκες - υπηρεσίες πληροφόρησης. Βάση για Εθνική ανάπτυξη"). Η εισήγησή τους είχε τίτλο "Συνεργασία μεταξύ των βιβλιοθηκών και συνεργασία με τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα. Προβλήματα και συνέπειες". (Να σημειώσω ότι ο Γιώργος Μπώκος, ο για πάνω από σαράντα χρόνια αγαπημένος σύντροφος της Γιάννας, είναι ο άνθρωπος που περισσότερο από τον καθένα και την καθεμιά στην Ελλάδα γνωρίζει τα ζητήματα γύρω από τις βιβλιοθήκες, την πληροφορία και την πληροφόρηση, αλλά και τα συναφή, τυποποίηση, τεχνολογίες, δίκτυα, αρχεία, πολιτικές κτλ.). Το κείμενό τους εκείνο αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο την υφιστάμενη, όχι καλή, κατάσταση στις ελληνικές βιβλιοθήκες αλλά και διατύπωνε ως ανάγκη και ως πολιτική πρόταση αυτό που επιχειρήθηκε (και επιχειρείται) στα επόμενα χρόνια˙ δεν είναι εξάλλου τυχαία τονισμένες από τη Γιάννα και το Γιώργο κάποιες συγκεκριμένες λέξεις του κειμένου.

[...] αυτό που ενδιαφέρει να αναλυθεί εδώ είναι ο βαθμός στον οποίο οι σημερινές ελληνικές βιβλιοθήκες έχουν πετύχει:
α) να αποτελούν σύστημα εξυπηρέτησης των ποικίλων δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, και
β) κατά πόσο έχουν πετύχει να ενταχθούν στις κοινότητες (λαϊκές, εκπαιδευτικές, επιστημονικές κλπ.) που οφείλουν να εξυπηρετήσουν και να αποτελέσουν ζωντανό συστατικό στοιχείο των μηχανισμών τους.
.....................................
Τελειώνοντας, αυτό που πρέπει για άλλη μια φορά να επισημανθεί εδώ είναι ότι η πραγμάτωση της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών, αλλά και της συνεργασίας των βιβλιοθηκών με τους λοιπούς κοινωνικούς φορείς είναι κάτι που οι ίδιοι οι βιβλιοθηκάριοι θα μπορούσαν να προωθήσουν σημαντικά.[...] Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν οι τεράστιες ευθύνες της Πολιτείας για τη μέχρι τώρα καθυστέρηση στα θέματα των βιβλιοθηκών και κυρίως στο θέμα της νομοθετικής ρύθμισης του δικτύου των ελληνικών βιβλιοθηκών [...]

Πώς το είπε ο ποιητής;

Οι φίλοι μας έφυγαν...
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.

------------------------------------------------------
Σημείωση: Αντέγραψα το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (Μυθιστόρημα Ε') από τη συλλογή Ποιήματα (Ίκαρος 1998).

,

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Και χίλιες έδειχν' ομορφιές


Οδός Χάληδων, έξω από τη Δημοτική Πινακοθήκη, 16 Οκτωβρίου 2018
Χίλιες ζουγράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου και χίλιες έδειχν' ομορφιές πάντα των αμματιώ μου, έβαλε στο στόμα της Ερωφίλης ο ποιητής Γεώργιος Χορτάτσης. Κι ο ίδιος βάστηξε το χέρι του μερακλή καλλιτέχνη να ζουγραφίσει τον τοίχο της Δημοτικής Πινακοθήκης.


Λενταριανά, 6 Ιανουαρίου 2020
Αυτοσχέδιος κηπάκος στην άκρη του επίσης αυτοσχέδιου χώρου στάθμευσης σε μια γειτονιά στα Λενταριανά. Ο κήπος αυτή την εποχή είναι φτωχός, το καλοκαίρι όμως έχει ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια, κολοκύθια, φασολάκια, βασιλικούς, ευτυχώς όμως το κάδρο του μερακλή κηπουρού μένει εκεί στη θέση του όλο τον καιρό.

Κουμ Καπί, 25 Ιανουαρίου 2018
Στων Χανίων τα σοκάκια δε χωράνε φασιστάκια, είχε γράψει ένας μερακλής Αεκτζής και μερακλής αντιφασίστας στο στενοσόκακο του Κουμ Καπί. Να υπάρχει άραγε ακόμη;

Χριστουγεννιάτικα στολισμένο, 5 Ιανουαρίου 2020

Με μεράκι και μερακλίδικη φαντασία στολίζει χριστουγεννιάτικα το σπίτι της η φίλη μας. Οι συλλογές της πλούσιες. Η ομορφιά παντού!

Ιδιωτικός λαογραφικός θησαυρός, 2 Ιανουαρίου 2020
Μερακλής συλλέκτης και τούτος ο φίλος, ανεκτίμητος ο λαογραφικός πλούτος που έχει συγκεντρώσει. Και χίλιες δείχνει ομορφιές...


Λίγες σκόρπιες φωτογραφίες από τις πολλές που έχω τραβήξει από την πόλη μου τα Χανιά. Έτσι, για την ομορφιά στις λεπτομέρειες της δικής μου ματιάς.

Χρόνια πολλά στους Αντώνηδες  και στις Αντωνίες!

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Here's to you, Τζόαν Μπαέζ



Σαν σήμερα, το 1941, γεννήθηκε η Τζόαν Μπαέζ, τραγουδίστρια, ακτιβίστρια για την ειρήνη, το περιβάλλον και τις ελευθερίες, ο θρύλος της δεκαετίας του '70. Δεν ήμουνα στο στάδιο του Μιλάνου στις 24 Ιουλίου του 1970 όταν έδωσε μια μεγάλη συναυλία, τυχαίνει όμως να έχω τον δίσκο βινυλίου από εκείνη τη βραδιά. Κι επειδή, "όλα τα βρίσκεις πια σ' αυτό το ίντερνετ", βρήκα στο youtube τη ζωντανή συναυλία από έναν θαυμαστή της που ήταν εκεί (https://www.youtube.com/watch?v=arZ-NfsOSAc), βρήκα και τις πληροφορίες του δίσκου (https://www.discogs.com/master/view/452471), αλλά και ολόκληρο τον δίσκο (https://www.youtube.com/watch?v=7m44zvXHyQ4). Απολαύστε πόσο ωραία τραγουδά την Αντζελίνα και τα άλλα κομμάτια.



Πάντως, δεν παύω ν' αγαπώ κι ακόμη περισσότερο το Here's to you, Nicola and Bart, για τους Ιταλούς αναρχικούς μετανάστες στην Αμερική τη δεκαετία του '20 Σάκο και Βαντσέτι οι οποίοι εκτελέστηκαν για εγκλήματα που δεν είχαν διαπράξει (προφανώς για τις ιδέες και την πολιτική δράση τους).

Here's to you, Nicola and Bart
Rest forever here in our hearts
The last and final moment is yours
That agony is your triumph.



(Και με την ευκαιρία, αν θέλετε να διαβάσετε για τους δύο αυτούς ήρωες, τη χρονιά που πέρασε κυκλοφόρησε η ζωή τους σε κόμικ από τις εκδόσεις Χαραμάδα. Πρόκειται για το βιβλίο  "Οι ζωές των Σάκο και Βαντσέτι" του Rick Geary, σε μετάφραση Μαρίας Χρίστου. Νομίζω αξίζει να διαβαστεί, εγώ τουλάχιστον το επέλεξα ως ένα από τα βιβλία που δώρισα στις γιορτές).

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Ο Αντώνης Μπαλωμενάκης πέταξε μακριά



Ποιος πόνος
ανεμίζει στο
χεράκι σου
φουρτούνες
ποιος άνεμος
διέρρηξε
το σώμα σου.

Απόκρημνα
τα μάτια σου
βλέμμα που άνοιξε
στο σκούρο.
Αλλού πετούσες
Κάποτε.

Τώρα
με κίτρινο νερό
λεκιάζεις τ’ απογεύματα
στάζουν οι φθόγγοι πυρετό
σκουριάζουν τα
ταξίδια σου.
…………………………..

Από το πρώτο τεύχος του περιοδικού Λόγου & Τέχνης από την Κρήτη «Κεδρισσός»  (Ιανουάριος-Απρίλιος 2011) που εκδιδόταν στα Χανιά από τον Κώστα Νταντινάκη (και που δυστυχώς άντεξε λίγα τεύχη ακόμη), αντιγράφω το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα της Χανιώτισσας ποιήτριας Ελένης Μαρινάκη «Στο σκούρο».

Δίπλα άλλο ένα ποίημα της Μαρινάκη, το «Τραίνο μεταγωγής»:

Ένα χαρτί,
δος μου ένα
χαρτί
να γράψω
ό,τι δεν ξέρω
να σου πω.

Ζητώ τη σιωπή
της πένας
το απαλό της άγγιγμα
στις ράγες
στις γραμμές συρμού
που πρόκειται
να σταματήσει.

Τραίνο μεταγωγής
τα λόγια μου
αιχμάλωτες προτάσεις
χάνουν τους τόνους
υπογραμμίζουν τις
αμβλείες συλλαβές
τις δύσβατες στροφές
της μνήμης.
…………………………………

Στενεύουν τα περάσματα, έγραψα πριν από δυο μήνες, η ποίηση της Μαρινάκη με βρήκε τώρα. Μήτε να πώ μήτε να γράψω ξέρω, χάνουν τους τόνους οι σκέψεις μου, γίνονται δύσβατες  οι στροφές της  μνήμης μου· ο συρμός σταμάτησε· χτες ο Αντώνης Μπαλωμενάκης πέταξε μακριά. Αλλού πετούσε κάποτε. Ο σύντροφος Αντώνης, ο πρόεδρός μας στη ΦΕΚ, τη Φοιτητική Ένωση Κρητών, στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια,  ο μόνιμα και σταθερά αριστερός, ο ενεργός πολίτης στην πόλη μας τα Χανιά, ευαίσθητος, έντιμος, ανιδιοτελής, συνεσταλμένος, ένας σπουδαίος άνθρωπος με υποδειγματικό ήθος και μαχητικότητα. Με αυτό το ήθος και με ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, επαγγελματική ευσυνειδησία και ειλικρίνεια διαχειρίστηκε το τελευταίο διάστημα στην προηγούμενη Βουλή και τις εργασίες της Επιτροπής για τα σκάνδαλα στην υγεία και την υπόθεση Νοβάρτις.

Τα λόγια περιττεύουν, μόνο δυο εικόνες ανακαλώ από τα τελευταία χρόνια. Η μία ήταν στη Βουλή όπου βρέθηκα για επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη και είδα τον Αντώνη να τρέχει γρήγορα στο διάδρομο, «Αντώνη τι γίνεται;» τον ρωτώ και μου μίλησε πολύ γρήγορα για κάποιο πρόβλημα που προέκυπτε, δεν έχει σημασία ποιο, συγκράτησα την αγωνία του, τον πόνο στο πρόσωπο, σε όλο του το σώμα γιατί το κόμμα του ο Σύριζα πάλι είχε μπελάδες. Αυτή την αγωνία συγκράτησα και στη δεύτερη εικόνα, λίγο παλιότερη αυτή, ήταν στην προεκλογική συγκέντρωση του Σύριζα στα Χανιά στην πλατεία Νέων Καταστημάτων για τις εκλογές του ‘15· τα λόγια του σε άγγιζαν, συγκινήθηκα, δεν χειροκρότησα βέβαια, τέτοια λόγια δεν χρειάζονται το χειροκρότημα της πλατείας, στην πολιτική, σκέφτηκα τότε, ποιος είπε ότι δεν χρειάζεται συναίσθημα, όταν βέβαια έχει αλήθεια.

Αυτή την αλήθεια του θα θυμόμαστε, τον απλό του λόγο, που είχε όμως σιγουριά και πίστη.
Α ρε Αντώνη,
ποιος άνεμος διέρρηξε το σώμα σου.
Αλλού πετούσες κάποτε…

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

«Πλούτη, γέλοια και χαραίς και βαφή για ταις ψαραίς»: Και εις έτη πολλά!




Πέρασ’ ο χρόνος, πέρασαν τα ογδόντα δύο,
Πέρασαν τόσα βάσανα και δάκρυα και πίκραις,
Ας πούμε με μειδίαμα στο παρελθόν ADIO
Και σήμερ’ ας  γλεντίσωμε με φλάουτα με λύραις             

Έτσι ξεκινούσαν τις ευχές για τον καινούριο χρόνο του 1883 οι διανομείς  της κρητικής εφημερίδας «Πατρίς».

Ξεφυλλίζω το «Κρητικό Ημερολόγιο 2000» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη (έκδοση Φιλιππότη), στο οποίο υπάρχουν, πέραν των χρηστικών πληροφοριών όπως σε κάθε ημερολόγιο, πολλά ενδιαφέροντα κείμενα για την Κρήτη (ιστορία, λαογραφία, ποίηση, μουσική κτλ.). Τα σκίτσα στην παρουσίαση κάθε μήνα έχει κάνει ο σπουδαίος Χανιώτης σκιτσογράφος Σπύρος Ορνεράκης, τα οποία μάλιστα συνοδεύονται από δίστιχα σε μορφή μαντινάδας του Γιώργου Καράτζη.




Στο κείμενό της με τίτλο «Ευχές από τα περασμένα», η  Ζαχαρένια Σημανδηράκη (τότε προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης) δίνει πληροφορίες για τις ευχές που απηύθυναν «προς τους κυρίους κυρίους συνδρομητάς» οι διανομείς των τοπικών εφημερίδων και οι ταχυδρομικοί της Κρητικής Πολιτείας. Στα κείμενα αυτά ζητούν με σοβαρό ή σκωπτικό ύφος την «καλή χέρα»* από τους συνδρομητές, ταυτόχρονα όμως εκφράζουν και την αγωνία τους να ελευθερωθεί το νησί από την τουρκική κυριαρχία.

Παραθέτω εδώ ολόκληρο το κείμενο από το ευχετήριο δελτάριο του διανομέα της εφημερίδας «Άμυνα» (διατηρείται η ορθογραφία του αρχικού):

Ταίρι νιόνυμφο προβαίνει
Ο Γενάρης κ’ η Αυγή,
Να το στρώση, το προσμένει
Νυφικό κρεββάτ’ η γη

Ο Γενάρης σκουντουφλιάρης
στέκει δίπλα στην αυγή,
και σαν γέρος αρωστάρης
φανερόνεται στη γη

Και η γη φτιασιδωμένη
με τα χιόνια του βουνού,
απ’ το ταίρι περιμένει
καλή χέρα τ’ ουρανού.

Τι θα είναι δα τα δώρα,
γέλια, δάκρυα, καϋμοί;
θα τα ίδη κάθε χώρα
όταν έρθη η στιγμή.

Εγώ εύχομαι να ήνε
πλούτη, γέλοια και χαραίς
τριαντάφυλλα μυρσίναι
και βαφή για ταις ψαραίς

Δαχτυλείδια και στεφάνια
θέλω όλα να βρεθούν,
και βεζυρικά φιρμάνια
γέροι νειοί να ‘πανδρευθούν.

Και η γράδες να ζηλεύουν
και να θέλουν παντρειά,
να φορέσουν να γυρεύουν
την ουρά τη μακρυά.

Τώρα ήλθεν η σειρά μου
ένα λόγο να ειπώ
για τη τζέπη τη κυρά μου
ένα λόγο χαρωπό.

Ως το βράδυ να γεμίση
από λίραις Αγγλικαίς
και να ιδώ να ξεχειλίση
σαν τσουκάλι με φακαίς.

Κι ο Θεός ν’ ανταποδώση
τη γενναία δωρεά
εις εκείνον όπου δώση
περισσότερο παρά.
και εις έτη πολλά.

Και επιστρέφοντας στον διανομέα της «Πατρίς», να πώς τελειώνει τις ευχές του:

Χαρά Σας και να ζήσετε να ‘δήτε μιάν ημέρα,
Να ανατείλη ευτυχής, την λύρα θα σας παίζω,
Κι ‘εγώ για να χορεύητε, με την δεξιά μου χέρα
Όλο τον χρόνο γελαστό
Εις της «Πατρίδος» τον χορό.
Δώστε και Σείς ένα παρά εις τον πτωχόν ΚΙΝΕΖΟ
Διανομέα της «Πατρίδος».

Και εις έτη πολλά!


……………………………………………………………………………..

*Η καλή χέρα είναι ένα χρηματικό ποσόν που δινόταν (ή και δίνεται ακόμη) ως δώρο με την ευκαιρία της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι, κάθε παραμονή ή ανήμερα Πρωτοχρονιάς, ο μπαμπάς μας έδινε πάντα ένα μικρό χαρτζιλίκι για την καλή του χέρα. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για μας τα παιδιά τότε και είχε πολλή αξία.