Τρίτη 28 Μαΐου 2013

"Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου" της Χριστίνας Μπάνου: μια εξαιρετική αποτύπωση της εκδοτικής κατάστασης στην Ελλάδα διαχρονικά και στην εποχή της κρίσης


Πολύς λόγος γίνεται για το βιβλίο, μόλις που τελείωσε η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και μόλις που ανακοινώνεται το κλείσιμο οργανισμών και μαζί μ' αυτούς και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, γιατί κατά τον αρμόδιο υπουργό δεν φαίνεται να έχει λόγο ύπαρξης (τον είπαν και υπουργό της καταστροφής).

Σήμερα ακούσαμε για 46 δημόσιες βιβλιοθήκες που θα συγχωνευθούν (για να δοθεί ευκαιρία, λέω εγώ και όχι μόνο εγώ, να απολυθούν εργαζόμενοι), προ καιρού έκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο της Εστίας, ακούμε κατά καιρούς για εκδοτικούς οίκους και για βιβλιοπωλεία που δεν πάνε καλά, κάποια ιστολόγια πήραν πρωτοβουλία και διεκδίκησαν μείωση της τιμής του βιβλίου, οι βιβλιοθήκες δυσκολεύονται ή δεν αγοράζουν καθόλου νέα βιβλία, για σχολικές βιβλιοθήκες ούτε λόγος, οι ακαδημαϊκές στενάζουν, πολιτική καλλιέργειας της αγάπης στο βιβλίο και στην ανάγνωση δεν υπάρχει, πολιτική βιβλίου γενικότερα δεν υπάρχει. Ποικίλα τα προβλήματα, λοιπόν, στο χώρο του βιβλίου.

Στο βιβλίο της  "Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου: Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα" (εκδόσεις Παπαζήση 2012), η Χριστίνα Μπάνου αποπειράται και επιτυγχάνει να καλύψει, να αποκαλύψει, να περιγράψει και να ερμηνεύσει το χώρο του βιβλίου, κυρίως από την πλευρά των εκδοτών, δίνοντας στους αναγνώστες πολύτιμες πληροφορίες και στοιχεία.

Το θέμα του βιβλίου ανήκει στα επιστημονικά και ερευνητικά ενδιαφέροντα της συγγραφέως (είναι επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχειονομίας - Βιβλιοθηκονομίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου), ενώ η παρούσα έκδοση μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της "Διαχρονικά γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας στον δυτικό πολιτισμό" (Κότινος 2008), το οποίο ασχολείται με τη διαμόρφωση και τα γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας από τον Άλδο Μανούτιο και τον Le Breton μέχρι σήμερα, όπως χαρακτηριστικά γράφει η ίδια.


Το παρόν βιβλίο ασχολείται με την κατάσταση της εκδοτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Ξεκινά με σύντομη καταγραφή της αντίστοιχης εικόνας διεθνώς, γύρω από το εκδοτικό σκηνικό και τις σχέσεις ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς εκδοτικούς οίκους (κυριαρχία, εξάρτηση, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αλυσίδες, πολιτική προώθησης, ευπώλητα κτλ.), βιβλιοπαραγωγή, βιβλιοπωλεία, νέες τεχνολογίες, επίδραση της οικονομικής ύφεσης.

Όλα τα παραπάνω ζητήματα μεταφέρονται και στη συζήτηση για τα γνωρίσματα της ελληνικής εκδοτικής βιομηχανίας. Τα στοιχεία που δίνει η συγγραφέας είναι πολλά, βασίζονται σε έρευνες που έχει κάνει η ίδια στο πλαίσιο των διδακτικών και ερευνητικών της δραστηριοτήτων, αλλά και σε αναφορές από πληθώρα ελλήνων και ξένων ειδικών. Εξάλλου, είναι εντυπωσιακά πολλές οι αναφορές σε δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων για τα θέματα αυτά (πράγμα που μαρτυρεί τη συνεπή παρακολούθηση του τύπου πέραν της επιστημονικής βιβλιογραφίας), ενώ πρέπει να επισημάνω και τον  τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται οι αναφορές αυτές, δίνοντας το λόγο σε εκδότες, συγγραφείς ή δημοσιογράφους να μιλούν, στο κατάλληλο σημείο, επανειλημμένα και εναλλακτικά, για τα διάφορα και πολλά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται.

Σημαντικό συστατικό της εργασίας είναι ότι για κάθε ζήτημα, πέραν της αναλυτικής παρουσίασης των στοιχείων μέσα στο κείμενο (όπου βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την παράθεση κάθε φορά των κριτηρίων ή των παραγόντων επίδρασης, στοιχεία που δίνουν τροφή για περαιτέρω ανάλυση και διερεύνηση), στη συνέχεια ανακεφαλαιώνει εκθέτοντας συνοπτικά τα προηγουμένως λεχθέντα, ενώ επίσης πολύ συχνά χρησιμοποιεί πίνακες για την παρουσίαση κριτηρίων, εναλλακτικών περιπτώσεων, δυνατών και αδύνατων σημείων κατά περίπτωση κτλ.
Στον παραπάνω πίνακα αναλύονται τα κριτήρια με βάση τα οποία οι έλληνες εκδότες επιλέγουν κείμενα για έκδοση

Είναι δύσκολο να αναφερθώ διεξοδικά στα περιεχόμενα του βιβλίου, μπορώ όμως να επισημάνω μερικά σημεία. Κατ' αρχήν, όσον αφορά τα περιεχόμενα συνολικά, το βιβλίο ασχολείται με ζητήματα που διαμορφώνουν την ταυτότητα των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα τις αρχές του 21ου αιώνα, όπως: βιβλιοπαραγωγή, αριθμός και οργάνωση των εκδοτικών οίκων, γνωρίσματα μικρών, μεσαίων και μεγάλων, διαφορές, ρόλος του εκδότη και του επιμελητή, κριτήρια επιλογής κειμένων για έκδοση, μηχανισμοί παραγωγής και ανάδειξη βιβλίων-επιτυχιών ("ευπώλητων"), τιμή βιβλίου, νέες τεχνολογίες, αναγνωστική συμπεριφορά, ρόλος του κράτους, αισθητική ταυτότητα εκδοτικού οίκου, προώθηση και διαφήμιση, πανεπιστημιακά συγγράμματα, επίδραση της οικονομικής κρίσης. Για να φτάσει στο σήμερα, κάνει μια αναδρομή, από τα τέλη του 19ου αιώνα, στους σταθμούς της εκδοτικής παραγωγής με τα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου: πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 (πολύ χρήσιμη η συσχέτιση με την σημερινή κρίση ως προς τις δυνατότητες ερμηνείας αντίστοιχων ζητημάτων), δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, δεκαετίες 1950 και 1960, δικτατορία, πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεκαετία 1980 μέχρι σήμερα.

Πώς είναι η βιβλιοπαραγωγή στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια και ποια μεταβολή παρατηρείται στα χρόνια της κρίσης; Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν οι εκδοτικοί οίκοι, στην πλειονότητά τους οικογενειακές επιχειρήσεις, τι απόψεις εκφράζουν γύρω από τα κριτήρια επιλογής, το οικονομικό όφελος, την παραγωγή μεγάλου ή μικρού αριθμού τίτλων ετησίως, τα "ευπώλητα" (best-sellers) και τα μακράς πνοής (long-sellers), τη νέα τεχνολογία, την αισθητική, τις μεταφράσεις, τις σχέσεις με τους συγγραφείς, την τιμή του βιβλίου. Πώς εντοπίζεται και πώς αντιμετωπίζεται το αναγνωστικό κοινό και τι σημαίνει ο όρος "δημιουργία και επινόηση του κοινού"; Τι γίνεται με τα βιβλιοπωλεία, τις αλυσίδες και τα παραδοσιακά; Τι γίνεται με τις βιβλιοθήκες, αν και πώς στηρίζουν τους εκδοτικούς οίκους και ασκούν αναγνωστική πολιτική; (Δεν έχουν κατορθώσει να διαδραματίζουν τέτοιο ρόλο στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες, αλλά ούτε και οι λέσχες ανάγνωσης, υποστηρίζει η συγγραφέας, και συμφωνώ μαζί της, όμως αν αυτό δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, πολύ περισσότερο τώρα που δεν υπάρχει μέριμνα και πολιτική, κατ' αρχήν από το κράτος).

Ποιος είναι ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης; Αναφέρονται προβλήματα ρευστότητας, μείωση παραγωγής, πτωχεύσεις, επαναπροσδιορισμός πολιτικών, μείωση προσωπικού (υπάρχουν εκδότες που τυπώνουν στο εξωτερικό, ενώ συχνά προτιμάται η διεκπεραίωση κάποιων εργασιών με εξωτερικούς συνεργάτες).

Η εκδοτική βιομηχανία είναι "υψηλού ρίσκου", αλλά και "υψηλού επιπέδου", ασχολούμενη με ένα "ιδιαίτερο" και "εύθραυστο" προϊόν, όπως είναι το βιβλίο. Έτσι, και όποιος ασχολείται με τα ζητήματα αυτά, χρειάζεται να τα προσεγγίσει με γνώση, με ιδιαίτερο σεβασμό και ευαισθησία. Νομίζω αυτό κάνει η Χριστίνα Μπάνου. Εγώ, πέραν των χρήσιμων στοιχείων που πήρα, πέραν της αναγνωστικής απόλαυσης που πραγματικά εισέπραξα διαβάζοντας το βιβλίο, σημείωσα και πολλές αναφορές που θα αναζητήσω για ανάγνωση (εκτός βέβαια από το πολύ καλό βιβλίο του Λουκά Αξελού που ήδη έχω κι έχω διαβάσει "Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα", Στοχαστής, 2008). Νιώθω επίσης την ανάγκη να διαβάσω ένα βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν το έχω ακόμη διαβάσει και στο οποίο αναφέρεται συχνά: "Οι μέλισσες και η σφήκα" του François Maspero (Σοκόλη 2005).

Αξίζει επίσης να αναφέρω ότι αναφέρεται συχνά στη συμβολή του ΕΚΕΒΙ στην καλλιέργεια και προώθηση του βιβλίου και της αναγνωστικής πολιτικής, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιεί στοιχεία από έρευνές του για να στηρίξει και να ερμηνεύσει τις δικές της τοποθετήσεις. Αναφέρεται επίσης σε σχετικές έρευνες της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.

Αναμφισβήτητα το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να δει πώς συγκροτείται και πώς λειτουργεί ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα. Παράλληλα όμως, με τον πλούτο των ζητημάτων που ανοίγει, μπορεί να λειτουργήσει ως ένας οδηγός ερευνητικών εργασιών γύρω από τα θέματα του βιβλίου, της ανάγνωσης, της συγγραφής, των βιβλιοθηκών, του πολιτισμού κτλ. Και μία πρόταση. Το βιβλίο ασχολείται κυρίως με εκδοτικούς οίκους - ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάνει μικρή αναφορά σε οργανισμούς, θα είχε ενδιαφέρον η αντίστοιχη λεπτομερής αποτύπωση. Θα ... περιμένουμε.

Και τελικά, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου; Η συγγραφέας, αφού συνδέει την εκδοτική βιομηχανία με την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση, κάνει προβλέψεις, μιλά για την αναγκαία αυτο-κριτική του κλάδου και κάνει λόγο για το άμεσο στοίχημα που είναι "η οικονομικότερη μορφή και η χαμηλότερη τιμή του βιβλίου, καθώς και οι απ' ευθείας πωλήσεις". Και αναφερόμενη στη λέξη "επανάσταση" σχετικά με το βιβλίο, τη θεωρεί πως έχει πάντα νόημα, τη συνδέει με την επανάσταση της πληροφόρησης, συνδέει το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με τη μνήμη, τη δική μας την προσωπική και τη μνήμη της ανθρωπότητας και καταλήγει, χρησιμοποιώντας και φράση του Μπόρχες :

Συνεπώς, το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου - ούτως ή άλλως σημαντικό και κατ' αρχήν κάπως μετέωρο σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον - όπως το προσδιορίζει η διαδοχή των επαναστάσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ένα βήμα κατάφασης στις βεβαιότητες του εντύπου, που θα οδηγήσει στη "φιλική βαρύτητα του βιβλίου", γιατί το "βιβλίο αποτελεί μια από τις δυνατότητες ευτυχίας που έχουμε εμείς οι άνθρωποι".


Στο συλλογικό έργο "Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο" (Μεταίχμιο 2008) με κείμενα ειδικών στην ανάγνωση επιστημόνων, η Χριστίνα Μπάνου έχει κάνει την επιμέλεια

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Καλῶς τονε τὸν Μάη μὲ τοὺς γλυκοὺς ζεφύρους... μὰ ζήτω κι' ἡ Εὐρώπη, ὁποὺ γιὰ μᾶς ἐκόπη...



Καλῶς τονε τὸν Μάη μὲ τοὺς γλυκοὺς ζεφύρους,
μὲ τὰ κουκιὰ τὰ φρέσκα, τοὺς μυρωδάτους τσίρους,
μὲ τ' ἄνθη, μὲ τὰ ρόδα, μὲ τὰ χλωρὰ γρασίδια,
μὲ μουσικαῖς, τραγούδια, ἐρωτικὰ παιχνίδια,
γέλοια, φωναῖς, μεθύσια...
ψυχή μου, στὰ Πατήσια.


Μόλις, τρελλέ μου Μάη, ἡ μούρη σου προβάλλει,
τῆς Πλάκας οἱ τενόροι σοῦ ἐξυμνοῦν τὰ κάλλη,
καὶ μὲ αὐτοὺς ἀρχίζει τῶν ποιητῶν ἡ λύρα
τὸ πιὸ βαθὺ ρομάντσο γιὰ τἄφθονά σου μύρα,
καὶ ὅσαις ὠμορφάδες
σκορπᾶς καὶ πρασινάδαις.


Γιὰ δέτε τί μαγεία στῶν Πατησιῶν τὸ μέρος!
Ἐδῶ σὰν πεταλοῦδα κρυφοπετᾶ ὁ ἔρως,
ἐδῶ ἡ Μούσαις ὅλαις, ἐδῶ ἡ Ἀφροδίτη,
ἐδῶ ἡ Θεσσαλία, ἡ Ἤπειρος κι' ἡ Κρήτη.
Ἐδῶ κι' ἡ κάθε Χάρις,
ὁ Βάκχος καὶ ὁ Ἄρης.


Ἴτε, Ἑλλήνων παῖδες, στοῦ Μάη τὸ τσιμποῦσι,
ἴτε, Ἑλλήνων παῖδες, καὶ κάνετε γιουροῦσι
στὰ τόσα περιβόλια, στοὺς Μάηδες, στοὺς τσίρους,
στὴν ἀγγουροσαλάτα καὶ εἰς τοὺς ποδογύρους,
καὶ ψάλλετε ὀλίγα
πολεμικὰ τοῦ Ρήγα.


Ἐδῶ σπαθὶ δὲν παίζει, οὔτε βροντᾶ τουφέκι,
Κιρκάσιοι δὲν εἶναι ἐδῶ καὶ Ζεϊμπέκοι,
ποὺ μόλις τοὺς κυττάξῃς τουρτούρισμα σὲ πιάνει,
ἐδῶ τοῦ Ἄγγλου Χόβαρτ ἡ μπάλα δὲν μᾶς φθάνει,
καὶ οὔτε μία σφαῖρα
σφυρίζει στὸν ἀέρα.


 Ζήτω λοιπὸν καὶ πάλιν ὁ πόλεμος, ὦ φίλοι!
Αὐτὸ ἂς ποῦμε ὅλοι μὲ γέλοιο εἰς τὰ χείλη.
Ζήτω ὁ Στάφορδ Νόρθκοτ, ζήτω καὶ τόσοι ἄλλοι,
ποὺ προσπαθοῦν νὰ γίνῃ ἡ χώρα μας μεγάλη,
καὶ σκούζουν τόσο χρόνο
γιὰ τὴν Ἑλλάδα μόνο.


 Ζήτω ὁ νέος Μάης, τὸ ζεῦκι, τὸ κρεμμύδι,
τὸ τρυφερὸ ἀγγοῦρι μὲ λάδι καὶ μὲ ξύδι,
ἡ μπύρα, ἡ ρετσίνα, τ' ὀρεκτικὸν τὸ σκόρδον,
ὁ Βήκονσφηλδ, οἱ Ἄγγλοι, καὶ ἡ Βουλὴ τῶν Λόρδων.
Μὰ ζήτω κι' ἡ Εὐρώπη,
ὁποὺ γιὰ μᾶς ἐκόπη.


 Ἐμπρὸς λοιπὸν στοῦ Μάη αὐτὸ τὸ πανηγύρι
ἂς πιοῦμε στὴν ὑγειά των ὁλάκερο ποτῆρι,
καὶ πλέκοντας στεφάνια μὲ ἀγκινάρας φύλλα,
ἂς πᾶμε στὸν Σουλτᾶνο μὲ ρόπαλα καὶ ξύλα,
νὰ τοῦ εἰποῦμε ὅλοι:
«Σικτὶρ ἀπὸ τὴν Πόλι».



Το παραπάνω είναι το ποίημα "Ο Μάης" του Γεωργίου Σουρή που το έγραψε το 1878.  Μετά από 15 χρόνια γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα. πρωτοστάτησε ο Σταύρος Καλλέργης, ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές.

Αντέγραψα το ποίημα από το σχετικό λήμμα στη Βικιθήκη.

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Σήμερα γιορτάζει το βιβλίο


Η ανάρτηση στη μνήμη της θείας μου Ελισάβης, αδερφής του πατέρα μου, που με παρακίνησε, κάπου στα έντεκά μου, να διαβάζω βιβλία και με συμβούλεψε να κάνω την αρχή αγοράζοντας τεύχη που κυκλοφορούσαν τότε. Κι έτσι απέκτησα τα πρώτα μου βιβλία, την "¨Ανακάλυψη της Γης" και το "Αιγαίο-Κνωσσός-Μυκήνες" (είχα ξαναγράψει εδώ).

Δεν ήταν σπουδαγμένη η ίδια.

Αύριο θα γιόρταζε.

Και σήμερα γιορτάζει το βιβλίο. Τι σύμπτωση...

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

21 Απριλίου 1967: Θυμάμαι τη δασκάλα που έκλαιγε


Πήγαμε πρωί πρωί στο σχολείο, ήμουν μαθήτρια της έκτης τάξης στο 6ο δημοτικό Χανίων στη Νέα Χώρα. Δάσκαλο είχα τον Βασίλη Ιγγλεζάκη (κάποια στιγμή θα γράψω για τον ωραίο αυτό άνθρωπο). Κάτι περίεργο έδειχνε να συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, συγκεντρωθήκαμε για την πρωινή προσευχή, οι δάσκαλοι παραταγμένοι ως συνήθως. Μα πάλι, όχι, δεν ήταν "ως συνήθως", ένα μούδιασμα υπήρχε, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας την εικόνα τους μπροστά μου, ναι, δεν ήταν η συνήθης εικόνα ούτε του κυρίου Ιγγλεζάκη, ούτε της κυρίας Ιπποδάμειας, ούτε των υπόλοιπων δασκάλων.

Αλλά η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η εικόνα μιας άλλης δασκάλας, της κυρίας Γουλιέλμου, που έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε φανερά και μεις δεν καταλαβαίναμε γιατί.

Τι ν' απόγινε άραγε, δεν έμαθα ποτέ.

Μας είπαν ότι δεν θα γίνει μάθημα και μας έστειλαν στα σπίτια μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά χάρηκαν τη ... νόμιμη κοπάνα εκείνη τη μέρα.

Εγώ γύρισα σπίτι μου, η μάνα μου έψαχνε Αυγές παρατημένες κάτω από το στρώμα για να τις εξαφανίσει και το απόγευμα καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού,  περιμένοντας με αγωνία τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά, υπήρχε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο τόπος έμπαινε στο γύψο.

Και θυμάμαι, όταν περνούσαμε από το σπίτι του Μιχελουδάκη (στελέχους της αριστεράς), η μάνα μου καλημέριζε μια ηλικωμένη γυναίκα, μονίμως δακρυσμένη, και ρώταγε τα νέα του, ήταν η μάνα ή η πεθερά του, εκείνος ήταν εξορία και η γυναίκα του έγκυος. Αργότερα στο γυμνάσιο είχε έλθει ως φιλόλογος ο αδελφός του.

Ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια χούντα, πώς να το πούμε να το καταλάβουν και αυτοί που γεννήθηκαν πολύ αργότερα. Γιατί... όσοι ήταν γεννημένοι, ε, δεν συγχωρούνται, πώς να το κάνουμε. Όλο και κάτι θα είχαν ακούσει, όλο και κάποιον θα είδανε να κλαίει, στα φανερά ή στα κρυφά!

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Κάρολος Δαρβίνος - μια αυτοβιογραφική αφήγηση και πληροφορίες για την οργάνωση και την τεκμηρίωση της ανάγνωσης


Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη η Αυτοβιογραφία του Κάρολου Δαρβίνου (μετάφραση Κατερίνας Χαλμούκου), συνοδευόμενη από δύο παραρτήματα που περιλαμβάνουν κείμενα του γιού του sir Francis Darwin με αναμνήσεις απο τον πατέρα του και με πληροφορίες σχετικά με τις θρησκευτικές του αντιλήψεις. 

Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον, η γραφή είναι γλαφυρή και απλή, άλλωστε το αυτοβιογραφικό κομμάτι προοριζόταν, όπως λέει ο γιος του στην εισαγωγή, να διαβαστεί από τα παιδιά του. Μέσα από την αφήγηση λεπτομερειών της καθημερινής του ζωής, μπορεί κανείς, μαζί με την ευχαρίστηση της ίδιας της ανάγνωσης, να μάθει πράγματα για την εποχή εκείνη (19ο αιώνα) αλλά επίσης να γνωρίσει και να εκτιμήσει την προσωπικότητα του σπουδαίου Άγγλου επιστήμονα. 

Έτσι διαβάζουμε για τον άνθρωπο Δαρβίνο, που ήταν απλός, μόνιμα ασθενικός, αγαπούσε τη μουσική χωρίς να έχει μουσικό αυτί, φώναζε όταν έπαιζε χαρτιά με τη γυναίκα του (για να μην ... ξεχνιόμαστε ότι οι άνθρωποι παντού και πάντα είναι ίδιοι...), χρησιμοποιούσε απλό μικροσκόποιο και απλές τεχνικές στη δουλειά του, καθόταν σε περιστρεφόμενη καρέκλα. Είχε ... περίεργο σχήμα μύτης, πράγμα που παραλίγο να του στοιχίσει το ταξίδι με το Μπιγκλ γιατί ο πλοίαρχος θεωρούσε ότι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου καθορίζουν ή έστω αναγνωρίζουν το χαρακτήρα του! Ευτυχώς δεν επέμεινε, αυτό το ταξίδι ήταν, όπως λέι ο ίδιος, το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του. Πήγε σε Νότια Αμερική, Βραζιλία, Ισημερινό, νησιά Γκαλαπάγκος, όπου είδε και περιέγραψε τη χλωρίδα και την πανίδα των νησιών του αρχιπελάγους (ένα από τα οποία είναι και τα ... Φώκλαντ) με τις γλυκοπατάτες, τις μπανάνες, τα αγριογούρουνα, τις σαύρες και τις τεράστιες χελώνες (πολύ όμορφη περιγραφή γίνεται σ' ένα μικρό βιβλιαράκι του με τίτλο "Αρχιπέλαγος Γκαλαπάγκος" που κυκλοφόρησε το 1996 από τις εκδόσεις Λεβιάθαν σε μετάφραση του Γιώργου Μερτίκα).

Οι σχέσεις τους ήταν διαρκώς τεταμένες. Σε κάποια φάση μάλιστα, διηγείται ο Δαρβίνος, πηγαίνοντας για τη Βραζιλία, όταν ο πλοίραχος "μίλησε με εγκωμιαστικά λόγια για τη δουλεία την οποία απεχθανόμουν" και όταν είπε τάχα ότι ερωτώμενοι οι σκλάβοι κάποιου γνωστού του αν θα επιθυμούσαν να είναι ελεύθεροι εκείνοι απάντησαν όλοι μαζί  Όχι, τον ρώτησε "με κάπως σαρκαστικό ύφος, αν θεωρούσε πως η απάντηση που έδωσαν οι σκλάβοι ενώπιον του αφέντη τους είχε καμιά αξία", πράγμα βέβαια που προκάλεσε το θυμό του πλοιάρχου.

Ξεχωρίζω τις αναφορές του για τα βιβλία και το διάβασμα και κυρίως για την οργάνωση της ανάγνωσης και για την τεκμηρίωση του υλικού που ενδιαφέρει. Χαίρεται όταν πληροφορείται το σύστημα με το οποίο συλλέγει δεδομένα ο Άγγλος ιστορικός Henry Thomas Buckle τον οποίο συνάντησε σε κάποιο σπίτι και συζήτησαν :

"...Μου είπε ότι ότι έχει αγοράσει όλα τα βιβλία που έχει διαβάσει και έχει φτιάξει ένα πλήρες ευρετήριο για καθένα από αυτά, με τα δεδομένα που θεωρούσε πως θα μπορούσαν να του χρησιμεύσουν, και ότι μπορούσε πάντα να θυμηθεί σε ποιο βιβλίο είχε διαβάσει κάτι, λόγω της εξαιρετικής του μνήμης. Τον ρώτησα πώς μπορούσε αρχικά να κρίνει ποια δεδομένα θα αποδεικνύονταν χρήσιμα, κι εκείνος απάντησε πως δεν ήξερε, αλλά τον καθοδηγούσε το ένστικτό του. Λόγω αυτής του της συνήθειας να φτιάχνει ευρετήρια, του δόθηκε η δυνατότητα να παραθέτει τον εντυπωσιακό εκείνο αριθμό αναφορών σε κάθε είδους θέματα που μπορεί να βρει κανείς στο έργο του History of Civilization..."

Ο γιος του στο κείμενο με τις αναμνήσεις από τον πατέρα του γράφει για τη χρήση που έκανε στα βιβλία ο Δαρβίνος. Τα αντιμετώπιζε, λέει, ως εργαλεία για τη δουλειά του, τα μεταχειριζόταν με σκληρότητα, η βιβλιοθήκη του δεν ήταν διακοσμητική, αλλά έδινε την εντύπωση μιας λειτουργικής συλλογής βιβλίων. Δεν δίσταζε να κόψει ένα βιβλίο στη μέση για να το κάνει πιο εύχρηστο, ενώ για εξοικονόμηση χώρου έκοβε από τα φυλλάδια τις σελίδες που δεν χρειαζόταν (θα μου επιτρέψεις θείε Δαρβίνε, όμως αυτά για κάποιους συνιστούν βία, ιεροσυλία!!!).

Και συνεχίζει ο υιός Darwin για τον τρόπο που διάβαζε ο πατέρας του με την καταπλητκική μεθοδικότητα που αξίζει να μνημονευτεί:

"Ήταν μεθοδικός στον τρόπο με τον οποίο διάβαζε τα βιβλία και τα φυλλάδια που είχαν σχέση με τη δουλειά του. Είχε ένα ράφι στο οποίο είχε στοιβάξει τα βιβλία που δεν είχε διαβάσει ακόμα, και ένα άλλο στο οποίο τα μετέφερε όταν πια τα είχε διαβάσει και προτού τα καταλογογραφήσει. Συχνά παραπονιόταν για τα βιβκλία που δεν είχε διαβάσει, επειδή πολλά από αυτά ήξερε πως δεν θα τα διάβαζε ποτέ. Πολλά βιβλία μεταφέρονταν αμέσως στην άλλη στοίβα, και σε κάποια από αυτά έγραφε έναν κωδικό στην τελευταία τους σελίδα για να δείξει πως δεν περιείχαν σημειωμένα αποσπάσματα, ενώ σε κάποια άλλα ε΄γραφε "δεν διαβάστηκε", ή "επί τροχάδην". Τα βιβλία συσσωρεύονταν στη στοίβα με τα "διαβασμένα" ώσπου ταωράφια ξεχείλιζαν, και τότε, με μεγάλη θλίψη, αφιέρωνε μια ημέρα στην καταλογογράφησή τους.  Τη δουλειά αυτή την απεχθανόταν και, καθώς η ανάγκη ενασχόλησης με αυτήν γινόταν επιτακτική, συνήθιζε να λέέι γεμάτος απόγνωση: "Πρέπει ν' ασχοληθώ σύντομα με αυτά τα βιβλία".

Σε κάθε βιβλίοα, διαβάζοντάς το, σημείωνε αποσπάσματα που σχετίζονταν με τη δουλειά του. Καθώς διάβαζε κάποιο βιβλίο, φυλλάδιο, κ.λπ., τραβούσε γραμμές με το μολύβι στο περιθώριο της σελίδας, προσθέτοντας πολλές φορές σύντομα σχόλια, και στο τέλος του βιβλίου έφτιαχνε μια λίστα με τις σελίδες που είχε σημειώσει. Όταν ερχόταν η ώρα να καταλογογραφήσει το βιβλίο και να το αποθηκεύσει, κοίταζε τις σημειωμένες σελίδες και έγραφε μια σύντομη περίληψη. Την πςερίληψη αυτή την οργάνωνε με βάση τρεις ή τέσσερις επικεφαλίδες σε διαφορετικά χαρτιά, στα οποία ταξινομούσε τα δεδομένα και τα πρόσθετε σε παλαιότερα δεδομένα που είχε συγκεντρώσει σχετικά με διάφορα θέματα...."

Παρακάτω, αναφέρεται στο σύστημα ταξινόμησης των δεδομένων που είχε επινοήσει, στην οργάνωση και ταξινόμηση των χειρογράφων του, στη διαδικασία συγγραφής των βιβλίων του και στην άποψη για τη σχέση που θέλει να έχει με τον αναγνώστη.

Πέθανε στις 19 Απριλίου 1882. Ο Κάρολος Δαρβίνος ήταν φυσιοδίφης, γεωλόγος, συλλέκτης και προ πάντων αυτός που διατύπωσε τη θεωρία της φυσικής επιλογής, τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, της θεωρίας που απέδειξε ότι και ο άνθρωπος είναι προϊόν βιολογικής εξέλιξης (βλέπε και το αφιέρωμα "Δαρβίνος και δαρβινισμός" του περιοδικού Ουτοπία για τα 200 χρόνια από τη γέννησή του (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2009, τεύχος 87).


Ήταν σπουδαίος. Η μεθοδικότητα και ο συστηματικός τρόπος καταγραφής των διαβασμάτων του είναι κι αυτά δείγματα της σημασίας που έδινε στη γνώση και στην πληροφόρηση, σίγουρα δείγματα της αξίας του.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Ο Πινόκιο στην Αθήνα

Ο ήρωας που ξεχωρίζω από τα παιδικά παραμύθια είναι ο Πινόκιο. Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί δεν αγαπώ τα ψέματα (μερικές φορές μπορεί και να υπερβάλλω, μπερδεύοντας σοβαρά κι αστεία, όμως δεν αντέχω και τα ψέματα που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να εξασφαλίσουν/να αρπάξουν/να διατηρήσουν μια οποιαδήποτε θέση...).

Έτσι, το παραμύθι του Χρήστου Μπουλώτη Ο Πινόκιο στην Αθήνα (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001) με την καταπληκτική εικονογράφηση από τον Βασίλη Παπατσαρούχα, είναι για μένα από τα πιο όμορφα παραμύθια. και δεν είναι μόνο γιατί έχει ήρωα τον Πινόκιο, μα και γιατί ο Πινόκιο έρχεται στην Αθήνα και δίνεται έτσι μια ωραία ευκαιρία στον παραμυθά να μιλήσει για όμορφα πράγματα, για τη φύση, να περιγράψει όμορφα την Αθήνα, μα και να σχολιάσει, χωρίς να ενοχλεί, την τσιμεντοποίηση της πόλης.

Πέφτει, λοιπόν, πάνω στην Ακρόπολη ο Πινόκιο...

Ένα φλούπ, ένα ξερό κλακ κι ύστερα ένα "Οχ, τα πλευρά μου! Οχ!... Το κεφαλάκι μου, οχ!"
Μέσα στη φεγγαρόλουστη νύχτα, στα μάρμαρα της Ακρόπολης, κάτι, κάποιος έπεσε φαρδύς πλατύς από ψηλά. Απ' τη ράχη ενός χελιδονόψαρου έπεσε που, χτυπώντας δυνατά τα τεράστια πτερύγιά του, χάθηκε στη στιγμή πέρα, κατά τη θάλασσα μεριά.
Μα, ποιος, ποιος να 'ναι; Ποιος; Κι από πού ήρθε νυχτιάτικα; Και τούτη η μακριά, σουβλερή μύτη...
"Ο Πινόκιο! Δεν πιστεύω στα μάτια μου, ο Πινόκιο!" ...

Το εξώφυλλο από την "πραγματική" ιστορία του Πινόκιο, όπως την έγραψε ο Κάρλο Κολόντι και την μετέφρασε ο Σωτήρης Κακίσης (Νεφέλη 1994)






















































































































Έφτασε λοιπόν στην Αθήνα το ξύλινο αγόρι και είχε τρεις μέρες στη διάθεσή του να βρει εκείνο το παράξενο κυκλάμινο "που ούτε στη γη φυτρώνει ούτε στον ουρανό αλλά ανάμεσα σε γη και ουρανό". Και ποιους δε συνάντησε στο διάβα του. Πήγε στον Εθνικό Κήπο και μίλησε με το σαλίγκαρο που του παραπονέθηκε πως η γενιά του αργοσβήνει, γιατί "πνίγηκε βλέπεις η χώρα μου στο τσιμέντο, στ' αυτοκίνητα, στις πολυκατοικίες...

Και μίλησε με τους αδελφούς Σαλήγκαρους, το Σαλή και τον Γκάρη, είδε το τυρί που τρέχει, τη χαρτοσακούλα που περπατάει. Πήγε στο Κολωνάκι και πήρε το τελευταίο σουσαμοκούλουρο που όμως το χάρισε στην περιστέρα να το δώσει στα παιδιά της. Στην πλατεία Δεξαμενής είδε το άγαλμα του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, πέρασε από το Προεδρικό Μέγαρο, είδε τους Ευζώνους, επισκέφθηκε το Μουσείο Μπενάκη, συνάντησε τη Φιλαρμονική του Δήμου, κατέφτασε να τον γνωρίσει και η διάσημη Αθηναία αρκουδίτσα Κατερίνα-Κατίνα. Έγινε φίλος μ' ένα πεφταστέρι, το Μήτσο το αστεράκι. Πάνω στην κόκκινη μπάλα, πέταξε στους στύλους του Ολυμπίου Διός και στην πύλη του Αδριανού παρέα με τον κουρδιστό ποντικούλη.

Και η περιστέρα τον οδήγησε στην Αρχαία Αγορά να του δείξει το κυκλάμινο που γύρευε. Ήταν σ' ενα παλιό δίπατο σπίτι και είχε φυτρώσει "σ' ένα μισογκρεμισμένο περβάζι, βρήκε τυχαία λίγο χώμα, κυριολεκτικά ανάμεασ σε γη και ουρανό, φύτρωσε από μόνο του κι ανθίζει σκαλωμένο ψηλά στον τοίχο..."

Κι όταν ήρθε το χελιδονόψαρο να τον πάρει πίσω, του τραγουδούσαν:
 
Η αλήθεια φανερώνεται
μόνο με παραμύθια

2 Απριλίου σήμερα, η μέρα του παιδικού βιβλίου και χθες, 1 Απριλίου ήταν η μέρα με τα ψέματα! Σαν να ταίριαξε το τραγουδάκι που είπαν στον Πινόκιο...

Ο Πινόκιο με τον Τζεπέτο, από ιταλικό ημερολόγιο του 1997

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

"Σαν να διάβασα ένα βιβλίο", ήταν πολλά τα βιβλία από το βιβλιοπωλείο της Εστίας


Πλατεία Κλαυθμώνος 1925. Νίκος Σταυρακάκης (αριστερά) και Νίκος Παντελάκης (δεξιά). "Εκεί τυπώνανε τα τυπογραφικά φύλλα, και πηγαίναμε εμείς με το καροτσάκι, ένας μπρος ένας πίσω, σπρώχναμε, τα φέρναμε εδώ στο βιβλιοπωλείο..."


Κεραυνός εν αιθρία, έκπληξη, σοκ, στεναχώρια, θλίψη, σκεπτικισμός, όλα μαζί μας έρχονται μετά την είδηση για το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας. Τι να πω εγώ; Κρίμα; Δε φτάνει. Ήταν σταθμός; Δεν αρκεί. Ήταν στέκι, τόπος συνάντησης; Ούτε κι αυτό αρκεί. Ήταν τόπος ευχάριστης περιήγησης στο χάρτινο πλούτο της γνώσης; Ήταν κι αυτό. 

Κι αμέσως μετά την είδηση, σκέφτηκα το Νίκο Παντελάκη, την εμβληματική φιγούρα του βιβλιοπωλείου που μας γνώρισε, μέσα από την αφήγηση της δικής του ζωής, τη ζωή και τους ανθρώπους της Εστίας στον αιώνα που πέρασε.

Στο βιβλίο του Σαν να διάβασα ένα βιβλίο: Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003), ο Παντελάκης διηγείται πώς, όταν ήταν δέκα χρονών το 1923, ορφανός από πατέρα, πήγε να δουλέψει στο βιβλιοπωλείο της Εστίας. Διηγείται τη ζωή του στο βιβλιοπωλείο, τις γνωριμίες του με επώνυμους θαμώνες και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, τις περιπέτειές του στο Αλβανικό μέτωπο, την κατοχή στην Αθήνα και τον εμφύλιο (ό ίδιος ήταν στο ΕΑΜ, χωρίς παραπέρα ένταξη στην Αριστερά, όπως ο αδελφός του που όπως λέει τον είχαν στείλει στα σύρματα). Δίνει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τον τρόπο που εκδίδονταν τα βιβλία και γενικά για τον κόσμο του βιβλίου. Είναι μια γλαφυρή λαϊκή αφήγηση, με πολλά ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία. Έμεινε στο βιβλιοπωλείο μέχρι το Γενάρη του 2001. Πέθανε το 2008.

Και γράφει για τον Βενέζη, το Μυριβήλη, τον Άλκη Θρύλο, τον Κατσίμπαλη, τον Πέτρο Χάρη, την Ελένη Ουράνη, τον Ι.Μ Παναγιωτόπουλο, τον Καραντώνη, τον Κατσίμπαλη. Και με αφορμή τον τελευταίο, μου θυμίζει τις αντίστοιχες περιγραφές και διηγήσεις του Έντμουντ Κίλι (Αναπλάθοντας τον παράδεισο: Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947), αλλά κι ένα άλλο ιστορικό στέκι που δυστυχώς κι αυτό έκλεισε εδώ και χρόνια (στου Απότσου, για να μου θυμίζει τη φίλη μου τη Μαίρη Π. που γευόμαστε τα περίφημα κεφτεδάκια του, έφυγε κι αυτή). Και για τον "μπαρμπα-Γιάννη" Κακριδή (τον ηρωικό φιλόλογο που μέσα στην Κατοχή διώχτηκε με την περίφημη δίκη της περισπωμένης). Γράφει ο Παντελάκης:

"... Όλοι οι διανοούμενοι, ασχέτως κατηγορίας, θα περνούσανε οπωσδήποτε απ' την Εστία. Δηλαδή, εκτός απ' τους καθηγητές της φιλολογίας, τον Κακριδή ας πούμε, τον μπαρμπα-Γιάννη τον Κακριδή, όλοι περνούσανε από το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Συκουτρής, φερ' ειπείν. Είχανε επαφή, δεσμό, πώς να το πω τώρα. Γιατί ήτανε πάντα ενημερωμένο...

...  Τα μεσημέρια πάντοτε ξεκινούσανε λοιπόν όλοι αυτοί, από τα γραφεία τους, ή και από του Απότσου ο Καραντώνης, ας πούμε, με τον Κατσίμπαλη. Ερχόντουσαν με τα κέφια τους τότε, φτιαγμένοι. Εκείνος ο Κατσίμπαλης ήτανε περιβόλι μεγάλο, με τη μαγκούρα, και μόνο άμα γελούσε ήτανε απόλαυση, ένα γέλιο, πω πω πω πω, κι όλο γελούσε, όλο γελούσε..."

Συγκινητική η αναφορά του στον "ντροπαλό", όπως τον χαρακτηρίζει, νεαρό Αντώνη Σαμαράκη:

"... Θυμάμαι και τον Σαμαράκη τώρα. Τότε ο Σαμαράκης, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, νεαρός, έβγαζε το Σήμα κινδύνου. Το είχε βγάλει σε μικρό βιβλιαράκι, πήγαινε στα βιβλιοπωλεία και το μοίραζε μόνος του. Κι αυτός νεαρός ήτανε και τον είχαμε πελάτη... Γνωριζόμασταν από παιδιά, ήτανε κλητήρας στο Υπουργείο Εργασίας, παιδάκι, και πήγαινε στο νυχτερινό γυμνάσιο, κι έπειτα τέλειωσε το γυμνάσιο και πήγε πανεπιστήμιο μετά..."


Από συνάντηση με γνωστό συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, Σεπτέμβρης 2012
Και πολλές οι ιστορίες του από την Κατοχή, για την πείνα που η μάνα του έβραζε λαχανίδες να φάνε και κόβανε το λεμόνι στα τέσσερα και "μετά τρώγαμε τη λεμονόκοπυπα για να μην πρηστούμε" και για τη "μικρή", όπως τη χαρακτηρίζει, αντίσταση που έκανε με τ' άλλα "βιβλιοπωλάκια". Και για το γάμο του και την οικογένεια που έφτιαξε και τη ζωή μετά τον πόλεμο και τη συνέχεια μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

"Τώρα αλλάξανε τα πράγματα. Βέβαια τώρα έχει αλλάξει και η νοοτροπία του πελάτη. Η Εύα, και καλά κάνει η κοπέλα, διατηρεί την παράδοση. Γιατί έχει παράδοση. Διατηρεί την παράδοση και καλά κάνει. Βέβαια πρέπει να παρακολουθείς και τους άλλους. Δεν μπορείς να ξεφύγεις...

 Και πού να ζούσες τώρα μπαρμπα Νίκο Παντελάκη...

Χάσαμε άλλη μια σταθερά λοιπόν. Σκέφτομαι την πρωτοβουλία που είχαμε κάποια ιστολόγια σχετικά με την τιμή των βιβλίων. Από τότε ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά, για το σωστό ή όχι του ζητήματος που προκαλέσαμε, για το ποιος έχει δίκιο, για το ποιος κερδίζει περισσότερα, για τα βιβλιοπωλεία, για τους εκδότες κτλ κτλ. Στην τελευταία ανάρτηση για το ίδιο θέμα, είχα βάλει φωτογραφία από συζήτηση στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, που ήταν κατάμεστο. Σημειολογία καμία; Ίσως.

Ναι υπάρχουν πολλά προβλήματα, όμως δεν μας πέρασε από το μυαλό (τουλάχιστον από το δικό μου, που δεν ήξερα βέβαια τα προβλήματα του βιβλιοπωλείου) ότι η Εστία θα έκλεινε. Κι έκλεισε τις ίδιες μέρες που στο Τριανόν συζητούσαν για το βιβλίο... 

Τι να πω λοιπόν; 
Κρίμα;
Νιώθω πως δε φτάνει!

Να τελειώσω με μια κουβέντα πάλι του Νίκου Παντελάκη:

"Αν πάω τώρα στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, θα σου πω πού είναι το κάθε βιβλίο, ποιο ράφι είναι εκείνο, πού είναι πράγματα που τα έχω βάλει κι εγώ ακόμα εκεί πέρα που είναι. Το μυαλό μου ακόμα γυρίζει στο βιβλιοπωλείο... το περιβάλλον του βιβλίου δε μου 'χει φύγει ακόμα."

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Χειμώνας στον πολιτισμό, του Jean Clair: μια τολμηρή τοποθέτηση για τα μουσεία, τη σύγχρονη τέχνη και τον πολιτισμό



Είμαι σχεδόν φανατική επισκέπτρια των μουσείων.  Όταν πηγαίνω (μάλλον ... πήγαινα) στο εξωτερικό, τα μουσεία έχουν προτεραιότητα. Έχω επισκεφθεί όλα (στην κυριολεξία, και τα πιο απόμακρα) τα μουσεία του Λονδίνου, μουσεία σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Όσλο, Μπέργκεν, Λισσαβώνα, Πεκίνο, Βερολίνο, Κοπεγχάγη, Μόσχα, Λένινγκραντ, Γρανάδα, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία,  Πέργαμο, Βουδαπέστη, Κρακοβία, Βαρσοβία, στις ελληνικές πόλεις που έχω επισκεφθεί, κτλ. κτλ. Κι έχω νιώσει πολλή ευχαρίστηση και ακόμη θυμάμαι κάποιες εξαιρετικές στιγμές. 

Και τώρα, έρχεται ένας κατεξοχήν άνθρωπος των μουσείων, ο Jean Clair, να γκρεμίσει το είδωλο, να αποδομήσει ό,τι μέχρι τώρα είχα συλλέξει ως ομορφιά και ως ικανοποίηση να επισκέπτομαι ένα μουσείο! Στο πρόσφατο βιβλίο του, Χειμώνας στον πολιτισμό  (εκδ.  Μικρή Άρκτος 2012 σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια), ο Γάλλος ακαδημαϊκός, με τρόπο εκρηκτικό και τολμηρό, μιλάει για τα μουσεία όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι, για τους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, για το ρόλο της εμπορευματοποίησης στην τέχνη, αλλά και για τους ανθρώπους που πάνε στα μουσεία. 

Για τους τελευταίους μάλιστα λέει πως ...  πάνε όσο περισσότερο μόνοι είναι και πάνε όπως οι ηλικιωμένοι στις εκκλησίες! (σελ. 56) Εγώ θα συμπληρώσω, βέβαια, ότι πάνε και από μόδα ή και από υποχρέωση, έχοντας πρόσφατη την εικόνα των μαθητών ενός γυμνασίου ή λυκείου που τα έφεραν στην έκθεση "Πριγκίπισσες" του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και απλά τα άφησαν εκεί και αυτά περιφέρονταν πάνω κάτω στο χώρο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον και καμιά περιέργεια! Έφταιγαν; Δεν νομίζω, όχι ακόμα τουλάχιστον, αφού δεν είδα καμιά προσπάθεια ούτε των συνοδών καθηγητών ούτε άλλων αρμοδίων να ασχοληθούν με τα παιδιά αυτά. Ο ίδιος εξάλλου παραθέτει ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ανρί Ριβιέρ, όπου γράφει:

"Η επιτυχία ενός μουσείου δεν μετριέται με βάση τον αριθμό των επισκεπτών του, αλλά με βάση τον αριθμό των επισκεπτών στους οποίους έμαθε κάτι .... Διαφορετικά είναι κάτι σαν πολιτιστικό σφαγείο" (σελ. 62).

"Στέκω αμήχανος μπροστά στα αρίφνητα πλήθη στις εισόδους των μουσείων, που περιμένουν επί ώρες το αβέβαιο προνόμιο να διαβούν το κατώφλι σ' αυτές τις πολύτιμες επιπλαποθήκες", γράφει ο Clair. Εδώ, ουρά για είσοδο στο Λούβρο, το 2010.
Ονομάζει τα μουσεία "πολύτιμες επιπλαποθήκες" που προκαλούν "ατελείωτη μανία" (σελ. 54), επίσης "αποθήκες νεκρών πολιτισμών" (σελ. 54) αλλά και "οίκους ανοχής" (σελ. 60).

Κάνει αναφορές στην ιδέα των οικομουσείων που απέτυχαν όμως να δημιουργήσουν "έναν διάλογο πολιτισμών" όπως ήθελαν, έννοια που είναι, όπως λέει,  "καρπός μιας ανομολόγητης αδυναμίας και ομολογία μιας οκνηρίας" (σελ. 44). Και αναφέρεται στο Φανταστικό μουσείο του Αντρέ Μαλρώ, ο οποίος επινόησε αυτό τον διάλογο, τον "διάλογο των κωφών", όπως τον ονομάζει, όπου συνδιαλέγονται διάφορες ("αμφιλεγόμενες όσο και εντυπωσιακές") γενεαλογίες "σε μια έκσταση που καταλήγει αισθητική επιφάνεια".

Εκφράζεται αυστηρά για το θεσμό του Υπουργείου Πολιτισμού, που είναι γαλλικό εφεύρημα του 1959 και που από θεσμός εξύμνησης υψηλότερων μορφών του πνεύματος, αλλάζει προσανατολισμό στρεφόμενο σε εμπορευματικές μορφές, γίνεται θεσμός με τον οποίο "θα ασχολούνται πλέον οι διευθυντές ανάπτυξης και επικοινωνίας".

Γράφει επίσης:

"Υπάρχει κάτι το απρεπές και μια αποικιοκρατική αντίληψη εξαιρετικά ισχυρή, επειδή ακριβώς είναι υπόρρητη στο να τοποθετεί κανείς ένα αντικείμενο προερχόμενο από έναν ξένο πολιτισμό σε ένα μουσείο, να το επεξηγεί, να το φωτίζει, να το διατηρεί σαν να είναι κολεόπτερο. Στην πραγματικότητα, το εξωτικό αντικείμενο, απογυμνωμένο από τις λειτουργίες του, κοινότοπο πλέον, αποστειρωμένο, αντικείμενο μελέτης ή κερδοσκοπίας, δεν είναι παρά ένα παράδειγμα των "αξιοπερίεργων αντικειμένων" που προκύπτουν από διανοητικά εγχειρήματα που ουδεμία σχέση έχουν με τις συνθήκες γέννησης των αντικειμένων αυτών" (σελ. 47).

Αντίστοιχα μιλάει για τα γλυπτά που αποσπώνται από τους αρχικούς τους χώρους για να γίνουν "σκηνικό για μαθητευόμενους φωτογράφους", όπου "ο πλακατζής επισκέπτης θα αγκαλιάσει την Αφροδίτη... θα γαργαλίσει τη μύτη των ηρώων ... θα κάνει κερατάκια στους Αιγύπτιους θεούς..."


Η πυραμίδα του Λούβρου, κατασκευασμένη από τον κινεζικής καταγωγής Αμερικανό αρχιτέκτονα Ιέο Μινγκ Πέι

Για την πυραμίδα στην είσοδο του Μουσείου του Λούβρου λέει ότι "δεν είναι παρά ένας έξυπνος μηχανισμός που αποστολή του είναι να διανέμει τα διαρκώς αυξανόμενα πλήθη των φιλοπερίεργων, όπως στο Λούξορ γυρίζει το μαγκανοπήγαδο των λεωφορείων" (σελ. 61).

Αναφέρεται εκτενώς στους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα που χρησιμοποίησαν το σώμα και τις λειτουργίες του για να εκφραστούν και να δημιουργήσουν έργα τέχνης, όπως αυτοί τα θεωρούν,  στεκόμενος όχι μόνο αυστηρά, αλλά και επικριτικά, δίνοντας σε αρκετές περιπτώσεις αναλογίες ή και απευθείας συσχετίσεις με το φασισμό και το ναζισμό. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι Αξιονιστές, ρεύμα που δημιουργήθηκε το 1963 στη Βιέννη, παραπέμπει όμως στη λέξη Aktion που χρησιμοποιούσαν οι ναζί τη δεακετία του '30 για να δηλώνουν τις δράσεις τους, λέξη "που είχαν δοξάσει τα Τάγματα Εφόδου" (σελ. 87). 

Αναφέρεται επίσης στον 'Οττο Μυλ, στον Γιόζεφ Μπόυς, στην "ελευθερία" που δήθεν εξέφραζαν οι σουρρεαλιστές (και στο "Μανιφέστο του υπερρεαλισμού" του Αντρέ Μπρετόν"), στο "Αμόκ" του Στέφαν Τσβάιχ (λέξη μαλαισιανής προέλευσης που σημαίνει αιφνίδιο ξέσπασμα φονικής μανίας και που το συσχετίζει με το μπερσερκ των σκανδιναβικών παραδόσεων αλλά και με χαρακτηριστικά του βορειοαμερικάνικου πολιτισμού). Και λέει: 

"... Οχι το αντικείμενο λοιπόν πια, με τη μορφή και τη δύναμή του, αλλά το χυδαίο, το άμορφο και το άψυχο.... Ο ζωγράφος και ο ποιητής δεν είναι πλέον αυτουργοί μιας έλλογης δημιουργίας, αλλά έρμαια μιας αλόγιστης και κτηνώδους ορμής..."

Το ίδιο μιλάει παρακάτω για "φανταχτερούς εκθεσιακούς χώρους" και για "χυδαίους πλειστηριασμούς  που κλείνουν τον κύκλο..." (σελ. 100). Κι επίσης:

"Από τη λατρεία στην κουλτούρα, από την κουλτούρα στα πολιτιστικά, από τα πολιτιστικά στη λατρεία του χρήματος, καταλήξαμε, με απόλυτη φυσιολογικότητα, στο επίπεδο του αποχωρητηρίου...". Η κρίση, λέει, που την χαρακτηρίζουμε οικονομική, στην πραγματικότητα είναι ηθική και πνευματική. "Η τέχνη δεν παράγει ούτε ιδέες ούτε ηλεκτρονικές συναλλαγές και εικονικές αξίες, αλλά υλικά αντικείμενα, ενσώματα, ενπόστατα. Και τα αντικείμενα αυτά δεν έχουν να κάνουν με το διανοητικό ή το γνωστικό κεφάλαιο, αλλά με ένα πνευματικό κεφάλαιο, όρος παρωχημένος που δεν απαντά πια στο λεξιλόγιο της οικονομίας του άυλου" (σελ. 104).

Ο Γάμος εν Κανά του Βερονέζε, ως αντίγραφο που εκτίθεται στο Λούβρο (πηγή: http://www.factum-arte.com/eng/conservacion/cana/default.asp). Για τον Jean Clair, το αντίγραφο αυτό αποτελεί καλό παράδειγμα αναπαραγωγής με τη χρήση της τεχνολογίας

Στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης των έργων τέχνης, η "αξία" λέει ο Κλέρ δεν είναι "αισθητική αξία", αλλά "αξία του προϊόντος σε επίπεδο οικονομικής απόδοσης", που "επ' ουδενί δεν πρόκειται για την αξία του έργου, είναι απλώς η τιμή του έργου που λαμβάνεται υπόψη καθώς ανεβαίνει στους πλειστηριασμούς"  Πολύ ενδιαφέρουσα εδώ και η σημείωση της μεταφράστριας που συσχετίζει την άποψη του συγγραφέα με την αρχή της αξιοπρέπειας, όπως την έχει διατυπώσει το 1785 ο Ιμμάνουελ Καντ στα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών (εκδ. Δωδώνη, 1984, μτφρ. Γ. Τζαβάρα). Γράφει ο Κάντ:

"... Κάθε τι μέσα σ’αυτό το κράτος σκοπών έχει μια τιμή και μια αξιοπρέπεια. Ό τι έχει μια τιμή, μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο ισότιμό του. Ό τι είναι υπεράνω κάθε τιμής και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια..." (σελ. 100)

Να συμπληρώσω εδώ ότι η Τιτίκα Δημητρούλια έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, όχι μόνο στη μετάφραση, αλλά και στην παράθεση συμπληρωματικών, ιδιαίτερα κατατοπιστικών σημειώσεων. Για παράδειγμα, πέραν της προηγούμενης αναφοράς στον Καντ, κάνει αναφορά στα ληρολογήματα του Σεφέρη, αποδίδοντας και συσχετίζοντας με τον γαλλικό όρο fatrasie που χρησιμοποιεί ο Κλερ.

Ο Jean Clair αναφέρει το Μουσείο της Ακρόπολης ως το αρνητικό παράδειγμα αναπαραγωγής:"ένα τερατώδες τσιμεντένιο μουσείο, από το οποίο ο φιλότεχνος φεύγει τρέχοντας, τρομαγμένος από την τόση ασχήμια, τον τόσο γιγαντισμό και την τόση επιτήδευση
Ιδιαίτερα  αυστηρός έως αρνητικός με το Μουσείο της Ακρόπολης γράφει:

"... Ο τρίτος και τελευταίος όροφος παρουσιάζει αποκλειστικά τις μετόπες του Παρθενώνα. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι στην παρουσίαση υπήρχαν μαζί εκμαγεία και πρωτότυπα in situ, που τα είχαν αποσπάσει από τον ναό για να τα παρουσιάουν στο νέο μουσείο. Έφταιγε η παρουσίαση, ο φωτισμός, η κατάσταση των γλυπτών που εκτίθεντο και εμφανίζονταν ξαφνικά μπροστά σου, η αίθουσα που είναι μικρή, η μιζέρια του στοιχειωδώς ανακατασκευασμένου επιστυλίου; Όλο το σύνολο πάντως έδειχνε ψεύτικο, τόσο τα πρωτότυπα όσο και τα αντίγραφα". (σελ. 110)

Συνολικά, το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, διαβάζοντας το όχι ως ειδική, αλλά μόνο και απλά ως "φιλότεχνη" (ας πούμε...). Συμφωνώ σε αρκετά σημεία του, αν και θεωρώ ότι ο λόγος του κάποιες φορές έχει μια υπερβολή που δεν μπορώ να ερμηνεύσω (γιατί δεν γνωρίζω και το έργο του φυσικά) από την δική του δραστηριότητα (διευθυντής μουσείων, επιμελητής εκθέσεων κτλ.). Νιώθω να γίνεται πολύ αυστηρός όταν λέει ότι "τα μουσεία λειτουργούν ως μηχανές μετατροπής των αληθινών έργων που δέχονται σε πλαστά ... χωρίς άλλη σκοπιμότητα πέρα από συγκεχυμένη αισθητική ικανοποίηση ... τα οποία στο παρελθόν μπορούσαν και σήμαιναν κάτι ... και μας πρόσφεραν την ευτυχία της προσκύνησης..." (σελ. 117) Για πολλά ζητήματα πάντως (όπως για καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το "αποχωρητήριο" ως έμπνευση, για τις έννοιες πολιτισμός/πολιτιστικά, για την εμπορευματοποίηση, αλλά και για το μουσείο της Ακρόπολης κ.ά.), όχι απλά συμφωνώ, αλλά νιώθω και μια ικανοποίηση  που τολμά να τα ξεσκεπάζει και να τα απομυθοποιεί.

Ο Ζαν Κλέρ είχε δώσει συνέντευξη στην Καθημερινή το 2009, όταν είχε έλθει στην Ελλάδα με αφορμή την επιμέλεια της Έκθεσης «Ο Πολ Ντελβό και ο Αρχαίος Κόσμος» για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο. Είπε τότε:

«Τα μουσεία είναι ένα εφεύρημα του 19ου αιώνα. Ηταν εργαλείο εκπαίδευσης αλλά και αναψυχής. Οταν βλέπουμε σήμερα εννέα εκατομμύρια επισκέπτες στο Λούβρο –λυπάμαι που το ομολογώ– αλλά ο εκπαιδευτικός ρόλος έχει χαθεί ... Το μόνο που υπάρχει πια είναι το πολιτιστικό μάνατζμεντ. Δείτε λ.χ. πώς η γαλλική κυβέρνηση δεν είχε δισταγμούς να δώσει εκθέματα του γνωστότερού μας μουσείου στο Αμπού Ντάμπι, λες και το Λούβρο είναι εμπορική φίρμα, Μπούλγκαρι ή Πράντα. Το ίδιο αισθάνθηκα όταν είδα ότι η Σιτροέν βάφτισε ένα μοντέλο της Πικάσο. Τα εκθέματα δεν είναι προϊόντα αλλά ανθρώπινα δημιουργήματα με ιστορική αξία».

Πάντως, αν και όποτε ξαναπάω στο Παρίσι, θα αναζητήσω και πάλι την ομορφιά και την ευτυχία της προσκύνησης στα έργα αυτά, εκεί νομίζω και ο Κλερ βλέπει την αισθητική απόλαυση

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

25 Μαρτίου 2010: Τρία χρόνια πριν

Τα "Αγιομαθίτικα" είναι ζωντανή εφημερίδα που εκδίδεται σταθερά εδώ και 25 χρόνια

Με αφορμή τη σημερινή μέρα και τις πολύ δύσκολες μέρες που περνά και η Ελλάδα και η Κύπρος, αναδημοσιεύω ένα πολύ ζωντανό και πολύ πολύ επίκαιρο άρθρο του 2010 από την Κερκυραϊκή τοπική εφημερίδα "Αγιομαθίτικα" που εκδίδει η Ένωση Αγιομαθιτών Αθήνας (ο Άγιος Ματθαίος είναι κεφαλοχώρι της Νότιας Κέρκυρας). Το άρθρο υπογράφεται από τον Χαράλαμπο Κουρή.


25η Μαρτίου 2010…

Η 25η Μαρτίου 2010 καταγράφτηκε στη συλλογική μνήμη πέρα από το καθιερωμένο ιστορικό και θρησκευτικό της περιεχόμενο και για έναν ακόμη εξαιρετικά σοβαρό λόγο. Γιατί εκτός από επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν μια μέρα που οι Έλληνες και οι Ελληνίδες περίμεναν εναγωνίως το αποτέλεσμα της συνεδρίασης του πολιτικού και οικονομικού διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά για το οικονομικό αδιέξοδο της Ελλάδας, την επαπειλούμενη ελληνική χρεωκοπία και, κυρίως, το τι προτίθεται η Ε.Ε. να πράξει σχετικά με αυτή την εφιαλτική πιθανότητα.

Σαν συνέπεια της βαθειάς κρίσης της ελληνικής οικονομίας και του πελώριου εξωτερικού χρέους, ήταν η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας μας, που στην επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, ή, αν θέλετε, της Ελληνικής Ημέρας της Ανεξαρτησίας, έπεφτε βαριά η σκιά της παραδοχής της απώλειας μέρους, τουλάχιστον, αυτής της ανεξαρτησίας, βεβαιωμένη λίγες μέρες νωρίτερα, με τον πιο επίσημο τρόπο, από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της χώρας.
Ώστε λοιπόν, εδώ βρισκόμαστε! Κάνοντας, λόγω της κορυφαίας επετείου, έναν ιστορικό παραλληλισμό, με αναδρομή στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, η θέση της χώρας σήμερα παραπέμπει, τηρουμένων των αναλογιών, στις μέρες της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου.

Θυμίζω, σε συντομία, ότι το 1827 με την επιδρομή των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, η Ελληνική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Ο Ιμπραήμ, με τη σφαγή, τη φωτιά και τη λεηλασία, ισοπέδωνε τα πάντα, η φλόγα της Επανάστασης άρχισε να τρεμοσβήνει και οι επαναστατημένοι ραγιάδες έσπευδαν να προσκυνήσουν και να λάβουν… συγχωροχάρτι. Έμεινε στην ιστορία σαν σύμβολο προδοσίας ο περίφημος Νενέκος, πρώην οπλαρχηγός της Επανάστασης, που αφού προσκύνησε, ο Ιμπραήμ τον έκανε ... μπέη. Η υπεροπλία του στρατού του Ιμπραήμ ήταν τέτοια, που ούτε το αντάρτικο των λιγοστών δυνάμεων του Κολοκοτρώνη, ούτε η θυσία το Παπαφλέσσα στο Μανιάκι μπορούσε να την αντιμετωπίσει. 

Τότε αποφάσισαν να επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις, όμως, και να με συμπαθάτε, όχι από κανένα φιλελληνισμό (αυτός αφορούσε τους ηρωικούς Ευρωπαίους ιδεολόγους προσωπικά), αλλά επειδή στην γεωπολιτική τους στρατηγική για την Ευρώπη, σημαντικό μέρος του σχεδιασμού ήταν η συρρίκνωση της επίφοβης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δημιουργία νέων κρατών «του χεριού τους». Έτσι, ο ενωμένος στόλος Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων καταναυμαχεί και καταστρέφει τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο, αποτρέποντας την κατάπνιξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο σφραγίστηκε η κακοδαιμονία του νεώτερου ελληνικού κράτους, ενός κράτους τυπικά ανεξάρτητου και ουσιαστικά εξαρτημένου από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όσον αφορά όχι μόνο την πορεία και την πολιτική του, αλλά και την ίδια την ύπαρξή του. 

Σήμερα δυστυχώς, τηρουμένων των αναλογιών χρόνου και συνθηκών, τα ίδια προβλήματα παραμένουν δραματικά επίκαιρα.  Διότι, και σήμερα, όπως και τότε, την ξένη βοήθεια ικετεύουμε, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος, με τη διεθνή οικονομική κρίση να γίνεται η αφορμή ανάδειξης της αξιοθρήνητης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Μιας κατάστασης που αποδεικνύεται βασική αιτία, αλλά και αυτοεκπληρούμενη προφητεία μιας ζοφερής προοπτικής της χώρας για απροσδιόριστο βάθος χρόνου…

Και το ερώτημα που πλανάται στο μυαλό των ελλήνων πολιτών είναι: Ποιοί ευθύνονται γι’ αυτή την επώδυνη πραγματικότητα;  

Διότι αν διακυβεύεται η ανεξαρτησία της χώρας, ποιοί, επιτέλους, είναι αυτοί οι σύγχρονοι Νενέκοι που ευθύνονται για την παράδοση της ελληνικής οικονομίας και της χώρας ως βοράς στις ορέξεις των περιβόητων «κερδοσκόπων», δηλαδή για να μη μασάμε τα λόγια μας, της άλλης όψης των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων, που τις ίδιες ακριβώς ικετεύουμε να μας «σώσουν»;

Τι απέγινε με τα σκάνδαλα εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων, που ταλανίζουν εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία την ελληνική κοινωνία, διαμορφώνοντας καθοριστικά την εικόνα αναξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό; Με τις Κυβερνήσεις να εναλλάσσονται υπό το βάρος ηχηρών οικονομικών σκανδάλων, χωρίς ποτέ να λογοδοτούν ουσιαστικά και κυρίως χωρίς να αποκαθιστούν την οικονομική ζημία. Και κάθε φορά, με αποκορύφωμα την παρούσα συγκυρία, να καλείται ο απλός έλληνας εργαζόμενος σαν πειθήνιο υποζύγιο να… πληρώσει το μάρμαρο.

Για να χρησιμοποιήσω κάποια λόγια που πήρε το αυτί μου πρόσφατα στο χωριό, από πολύπειρο Αγιομαθίτη, με μακρόχρονη συμμετοχή στα κοινά: «Ποιός φταίει που είμαστε σ’ αυτά τα χάλια; Είδατε να μπει στη φυλακή κανένας από αυτούς που αρπάξανε, που κλέψανε; Γιατί καλούν τον κόσμο να πληρώσει; Μήπως έγινε πόλεμος; έγινε σεισμός, ήρθε θεομηνία; Γιατί τότε, εγώ πρώτος, να έδινα και το  παντελόνι μου! Αλλά έτσι, γιατί;» Αυτά τα βαριά λόγια απηχούν το πραγματικό αίσθημα της κοινής γνώμης, όπως το εισπράττουμε καθημερινά γύρω μας και όχι όπως παρουσιάζεται σε δημοσκοπήσεις με προσχεδιασμένο αποτέλεσμα, οι οποίες εντάσσονται σε μια γενικότερη τηλεοπτική εκστρατεία, που έχει αναλάβει εργολαβικά την προσπάθεια της κοινωνικής διάχυσης της ευθύνης  για την εσωτερική κρίση.

Υπάρχει όμως – παρακαλώ πολύ – και αντίλογος:

- «Εμείς», λέει κάποιος, «κάνουμε την αυτοκάθαρσή μας!»

- «Εγώ», έχει πει κάποιος άλλος, «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη!»

-«Εγώ», λένε άλλοι, καθένας για λογαριασμό του, «δεν χρωστάω σε κανέναν!»

                Ποιά είναι όμως η αξία, αλλά και η απήχηση που έχουν στους πολίτες τέτοιες ... βαρύγδουπες δηλώσεις; 

                Κατ'αρχήν, ο ελληνικός λαός ελάχιστα συγκινείται από την περιβόητη αυτοκάθαρση, γιατί καμιά ουσιαστική αλλαγή των πραγμάτων δεν περιμένει από αυτήν. Γνωρίζει από την πείρα του ότι η απομάκρυνση από τα κομματικά οφφίκια αυτών που είναι ύποπτοι σκανδάλων και διασπάθισης δημοσίου χρήματος, υπαγορεύεται από λόγους σκοπιμότητας. Στοχεύει να απορροφήσει τους κραδασμούς από την κοινωνική κατακραυγή, να απαλλάξει τους κομματικούς μηχανισμούς από τις ευθύνες της υπόθαλψης τέτοιων φαινομένων, που τείνουν να γίνουν κανόνας και αποτελεί τον προάγγελο της ουσιαστικής ατιμωρησίας και της παραπομπής του θέματος στις καλένδες…

Παρομοίως, η ανάληψη – άκουσον, άκουσον! – της πολιτικής ευθύνης αφήνει τον ελληνικό λαό παγερά αδιάφορο. Οι απλοί έλληνες πολίτες ενδιαφέρονται πρωταρχικά για την οικονομική ευθύνη, μια και η πολιτική ευθύνη έχει καταντήσει φτηνό συγχωροχάρτι. Ενδιαφέρονται να αποκαλυφθούν οι ένοχοι ή σωστότερα οι σύγχρονοι Νενέκοι, ως υπαίτιοι της διακύβευσης της ανεξαρτησίας της χώρας και να επιστραφούν τα διαρπαγέντα από τη λαφυραγώγηση του δημοσίου χρήματος. Αυτά που προορίζονταν για την Υγεία, την Παιδεία, την υγιή Ανάπτυξη του τόπου. Αυτά είναι και οι πρώτες εισροές που θα έπρεπε να φροντίσει κατά προτεραιότητα ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας, για να παραδειγματίσει, να ικανοποιήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα και, ακόμη, να περιορίσει σημαντικά τις δανειακές ανάγκες της χώρας, για τις οποίες επιβάλλονται στον ελληνικό λαό ληστρικά επιτόκια, που θα εξανεμίσουν το αποτέλεσμα των θυσιών που του επιβάλλει το περίφημο πρόγραμμα σταθερότητας. Και σ’ αυτή τη βάση, να συμφωνήσουμε όλοι με τις προεκλογικές εξαγγελίες ότι ναι, «υπάρχουν λεφτά»! Διαφορετικά, οι καθ'ύλην αρμόδιοι οφείλουν να μας εξηγήσουν, αυτή η πρωτοφανής ατιμωρησία και ασυλία τόσο ψηλά ισταμένων προσώπων, ποιο σκοπό εξυπηρετεί; Γιατί δεν θεσμοθετείται χωρίς «παραθυράκια» διαφυγής, η προσωπική εγγύηση χρηστής οικονομικής διαχείρισης, με άμεση εφαρμογή του «πόθεν έσχες» για δημόσια πρόσωπα, στο χώρο ευθύνης των οποίων ξεσπούν τέτοια εκκωφαντικά «κανόνια»; Για να αποδειχτεί τότε, πόσο απλό είναι να δημιουργηθούν εν ριπή οφθαλμού αποτελεσματικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί. Και μεταξύ αυτών που φιλοδοξούν να υπηρετήσουν από δημόσιες θέσεις τον τόπο, να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι…

Τέλος, όσον αφορά το αν χρωστάει και σε ποιόν, όποιος ηγείται εν δυνάμει κυβερνητικών κομματικών μηχανισμών ή κυβερνητικών σχημάτων με τέτοια «πεπραγμένα», γνωρίζει ο ίδιος καλύτερα απ’ όλους ότι οι λεονταρισμοί προορίζονται αυστηρά για εσωτερική κατανάλωση. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο χρωστάει, αλλά είναι καταχρεωμένος εξ υπαρχής, τόσο λόγω του ίδιου του θεσμικού του ρόλου, όσο και κυρίως λόγω του σκανδαλοκεντρικού ιστορικού, που οδήγησε τη χώρα εκεί που βρίσκεται σήμερα. Και συγκεκριμένα, είναι χρεωμένος απέναντι στον Έλληνα Πολίτη, στον οποίο χρωστάει όχι μόνο καθαρές απαντήσεις, αλλά πρώτα απ’ όλα χειροπιαστό αποτέλεσμα κάθαρσης, που είναι το μόνο που μπορεί να τον διαφοροποιήσει από τους προκατόχους του.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και ελπίζοντας να μην τρίζουν τα κόκκαλα του Κολοκοτρώνη με τα διαδραματιζόμενα στη χώρα μας, ανήμερα της επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, να ευχηθώ να μην ξαναζήσουμε τέτοια 25η Μαρτίου!  
  
Σαν να μην πέρασε μια μέρα!

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Η λειτουργία του αναγνώστη και η δύναμη της ποίησης


Πηγή: http://www.astrolavos.gr/astrolavos_greek/htmlpages/artists/2008/10/kmst.htm


"Η λειτουργία του αναγνώστη / 2
Συμπληρωνόταν μισός αιώνας από το θάνατο του Σέσαρ Βαγιέχο και προγραμματίστηκαν εορτασμοί. Ο Χούλιο Βέλεθ διοργάνωσε στην ισπανία συνέδρια, σεμινάρια, εκδόσεις και μιαν έκθεση η οποία παρουσίαζε εικόνες του ποιητή, της χώρας του, της εποχής και των ανθρώπων του.

Όμως, εκείνες τις ημέρες, ο Χούλιο Βέλεθ γνώρισε τον Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν. Και τότε, κάθε φόρος τιμής του φάνηκε μηδαμινός.

Ο  Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν ήταν λοχαγός στον ισπανικό εμφύλιο. Μαχόμενος υπέρ του Φράνκο, είχε χάσει ένα χέρι και κερδίσει μερικά μετάλλια.

Μια νύχτα, λίγο μετά τη λήξη του πολέμου, ο λοχαγός ανακάλυψε κατά τύχη ένα απαγορευμένο βιβλίο. Έσκυψε, διάβασε έναν στίχο, διάβασε δυο στίχους, και πια δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει. Ο λοχαγός Καστανιόν, ήρωας του νικηφόρου στρατού, πέρασε όλη τη νυχτα ξάγρυπνος, αιχμαλωτισμένος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τον Σέσαρ Βαγιέχο, ποιητή των ηττημένων. Και ξημερώνοντας εκείνη η νύχτα, αποκήρυξε το στρατό κι αρνήθηκε να ξαναεισπράξει έστω και μία πεσέτα από την κυβέρνηση του Φράνκο.

Κατόπιν, τον φυλάκισαν και πήρε το δρόμο της εξορίας."
 
Έτσι λοιπόν, η ποίηση του περουβιανού ποιητή Σέσαρ Βαγιέχο βρήκε τον ισπανό συγγραφέα Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν. Και μεις βρήκαμε την όμορφη ιστορία τους, που είναι αληθινή, γραμμένη από τον ουρουγουανό συγγραφέα Εδουάρδο Γκαλεάνο στο "βιβλίο των εναγκαλισμών" (εκδ. Κέδρος 2001, μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου)

Ο Σέσαρ Βαγιέχο (1892-1938) ήταν περουβιανός ποιητής, πρωτοπόρος στο κίνημα του σουρεαλισμού. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα "Ποιητικά Άπαντα" του ποιητή σε μετάφραση από τον Ρήγα Καππάτο (εκδ. Gutenberg, 2010).

Ο Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος πολέμησε αρχικά στο πλευρό του Φράνκο, κατάφερε όμως να ξεφύγει και ...  φυσικά να υποστεί τις συνέπειες του φασιστικού καθεστώτος. Για την αγάπη του στον περουβιανό ποιητή είχε τιμηθεί στο γενέθλιο τόπο του Βαγιέχο, το χωριό Σαντιάγο ντε Τσιούκο στις περουβιανές Άνδεις. 



Η ποίηση του Βαγιέχο βρήκε τον Καστανιόν, η ποίηση του Βαγιέχο βρήκε όμως και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου κι έγραψε το τραγούδι ""Διάφανος". Το εμπνεύστηκε από το ποίημα του Βαγιέχο "Ποίημα για να διαβαστεί & να τραγουδηθεί". Ωραία ιδέα!

Έχει λοιπόν τη δύναμή της η ποίηση και σε βρίσκει. Όπως λέει ο Τίτος Πατρίκιος στην τελευταία του συλλογή:

...
Ἐκεῖ ποὺ ξανασκέφτεσαι ἂν γίνεται οἱ ἄνθρωποι
νὰ σμίξουν

ὄχι μόνο τὴν ὥρα μιᾶς ἐπικείμενης καταστροφῆς

ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ βολὴ τῶν ἥσυχων ἡμερῶν τους

ἂν γίνεται νὰ συναντηθοῦν οἱ φίλοι ποὺ ἔχουνε ξεκόψει

ὄχι μόνο στὴν ἔξαρση τῶν λυτρωτικῶν τους ὁραμάτων

ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν τριβὴ ἀτομικῶν ἐπιδιώξεων

ἂν γίνεται οἱ ἄλλοι νὰ χωρέσουν στὸν προσωπικό σου

χρόνο

μαζί τους νὰ μονοιάσεις μὲς στὸν ἀπόρρητό σου χῶρο
...
ἐκεῖ ποὺ ἀναλογίζεσαι ἂν μπορεῖς ἀκόμα ν’ ἀπευθύνεσαι

σὲ ὅσους ἀπορρίπτουν πρὶν κὰν ἀκούσουνε τὰ λόγια σου

νὰ μὴν σιωπᾶς μπροστὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλουνε νὰ ξέρουν

πὼς ὅλοι μαζὶ βαδίζουμε πρὸς τὸν θάνατο

ἐκεῖ ποὺ προσπαθεῖς νὰ μεταπείσεις ὅσους ἀρνιοῦνται

πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα...

Ἐκεῖ ἀπάνω σὲ βρίσκει ἡ ποίηση
...

Την χρειαζόμαστε την ποίηση, γι' αυτό  "από δω και πέρα", για να μας βρίσκει, δεν πρέπει "ν' αφαιρέσουμε... απ' τον ποιητή τα οράματά του..." όπως τραγούδησε στην ιδιαίτερη ποιητική του γλώσσα ο Νάνος Βαλαωρίτης.

Και βέβαια, τελειώνοντας, δεν μπορώ να μην κάνω αναφορά στο Μίκη Θεοδωράκη και στο Μάνο Χατζηδάκι. Τους βρήκε η ποίηση ή βρήκαν την ποίηση και μας τη γνώρισαν. Άξιοι!