Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Λογοκλοπή και ιστολογείν


ll



Αυτές τις μέρες βρέθηκα σε μια παράξενη και δύσκολη θέση. Τυχαία, έπεσα στην ανάρτηση ενός ιστολογίου (το οποίο παρακολουθώ μέσω του Google+ γιατί βρίσκω συχνά ενδιαφέροντα θέματα, δεν βρήκα όμως εκεί την πληροφορία για τη συγκεκριμένη ανάρτηση γιατί δεν υπάρχει), η οποία είδα να έχει (περίπου) ίδιο τίτλο με μια πρόσφατη δική μου ανάρτηση. Η δική μου είχε τον τίτλο "Ο λιποτάκτης" και ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 2015 και η άλλη "Ο λιποτάκτης (Boris Vian)" και ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 2015. Και πάνω που σκέφτηκα τι σύμπτωση, βρήκα το πρώτο μέρος του κειμένου μου να έχει μεταφερθεί αυτούσιο και μάλιστα χωρίς καμία αναφορά για την προέλευση των πληροφοριών αυτών.

Φυσικά, δεν διεκδικώ πρωτοτυπία. Οι πληροφορίες για τον Γάλλο ποιητή, συγγραφέα κτλ, προέρχονται από τη γνώση που έχω έτσι κι αλλιώς (έχω αρκετά χρόνια στην πλάτη μου, ώστε να μπορώ να δικαιολογώ συσσώρευση γνώσης και πληροφορίας), αλλά και από διάφορες πηγές, όμως, οι ίδιες οι πληροφορίες αυτές δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους. Θα μπορούσα να εκτιμήσω, μάλιστα, ότι η ανάρτησή μου αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη πηγή κι έτσι χρησιμοποιήθηκε από κάτοχο άλλου ιστολογίου.  

Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα; Μα η ακριβής αντιγραφή των πρώτων παραγράφων, χωρίς καμιά αναφορά στην πηγή! Και όχι μόνο κατά λέξη αντιγραφή των λίγων βιογραφικών στοιχείων που είχα γράψει (με τον δικό μου τρόπο, όχι σπουδαίο, όμως καθένας έχει έναν προσωπικό τρόπο γραφής, έκφρασης, διατύπωσης, επικοινώνησης αυτού που θέλει), αλλά και κατά λέξη αντιγραφή της ελεύθερης περιγραφής που κάνω για το ποίημα-τραγούδι του Μπόρις Βιαν. Κι εδώ πια, είναι κλοπή. Δεν κάνω μετάφραση/απόδοση του ποιήματος στα ελληνικά, απλά μόνο μια ελεύθερη, προσωπική ανάγνωση στα λόγια του ποιητή. 

Δεν μπορεί να τα πάρει κανείς και να τα χρησιμοποιήσει σαν δικά του. Δεν μπορεί να παίρνει αυτούσια τα κείμενα του άλλου και να τα κολλάει στα δικά του, χωρίς καμιά αναφορά, χωρίς μνεία, χωρίς εισαγωγικά. Θα μου πείτε, σιγά την πρωτοτυπία, και θα συμφωνήσω. Θα μου πείτε, σιγά τον πολυέλαιο, και θα πω τι έγινε. Όμως, θα σας πω επίσης, ότι υπάρχει και η δεοντολογία, υπάρχει και ο σεβασμός στην (όποια) προσπάθεια του άλλου, υπάρχει και το θεμιτό έναντι του αθέμιτου, υπάρχουν και οι κανόνες στη δημόσια ζωή. 

Κι επειδή δεν θα ήθελα να αποδώσω αρνητικό χαρακτηρισμό, θα προτιμήσω να κάνω μια σύντομη αναφορά στο φαινόμενο της λογοκλοπής (plagiarism στα αγγλικά). Και ξεκινώντας από το γλωσσικό μέρος, θα παραθέσω τα σχετικά λήμματα που βρήκα σε γνωστά λεξικά.

Στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη, βρίσκω τον πιο αυστηρό ορισμό, αφού ορίζει τη λογοκλοπή ως την "ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας με ανήθικο, παράνομο τρόπο".

Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη, λογοκλοπία ή λογοκλοπή είναι "η ιδιοποίηση με αθέμιτο τρόπο ξένης
πνευματικής εργασίας".

Στο Λεξικό Δημητράκου, αναφέρεται ότι λογοκλοπία είναι "η ιδιοποίησις ξένων λόγων ή σκέψεων" (αποδιδόμενη στον Εμπεδοκλή), ενώ με νεώτερη σημασία είναι "η εν γνώσει ή δολίως γενομένη ιδιοποίησις ξένων λόγων ή διδασκαλίας άλλου". Και λογοκλόπος είναι "ο ιδιοποιούμενος, ο παρουσιάζων ως ιδικήν του ξένην συγγραφικήν εργασίαν".


Στο Liddell-Scott (πρωτοεκδόθηκε το 1843) διαβάζουμε: λογοκλοπία, "a stealing of another's words or thoughts, plagiarism, attributed to Empedocles by Timae", ενώ στον ιστότοπο του τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου μπορεί κανείς να το βρει με ελληνική απόδοση των ορισμών (όπως τους επιμελήθηκε ο Κωνσταντινίδης γύρω στα 1900) ως Λεξικό Liddell-Scott Κωνσταντινίδου, όπου η λογοκλοπία ορίζεται ως "το κλέπτειν  τους λόγους ή τας σκέψεις άλλου, αποδιδόμενον των Εμπεδοκλεί υπό του Τιμαίου".


Ο Στέφανος Κουμανούδης, στο εμβληματικό έργο του "Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων" στο οποίο καταγράφει νέες λέξεις που εμφανίστηκαν από την Άλωση (εκδόθηκε στα 1900, ένα χρόνο μετά το θάνατό του / μπορεί κανείς να το κατεβάσει ελεύθερα από την ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης - με την ευκαιρία, ένας θησαυρός η Βιβλιοθήκη αυτή), περιέχει το λήμμα λογοκλέπτης προερχόμενο από το λατινικό plagiarius και παραπέμπει στο λογοκλόπος, ο λογοκλόπος εμφανίζεται σε κείμενα του 1871, 1879, 1896, τα λογοκλοπήματα αναφέρονται από τον Δημήτριο Βερναρδάκη το 1866, το επίθετο λογοκλοπικός (στην τέχνη κτλ.) βρίσκεται σε κείμενα του 1868 και του 1895, το επίρρημα λογοκλοπικώς αναφέρεται σε κείμενο του 1893. Εξάλλου, για τη λογοκλοπή, αναφέρει ότι στην αρχαία ελληνική υπήρχε η λογοκλοπεία, "ήτις όμως γραπτέα λογοκλοπία", και παραπέμπει γι' αυτό σε κείμενο του Ζηκίδου του 1891, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι το λήμμα αυτό υπήρχε ήδη στο λεξικό του Άγγελου Βλάχου έκδοσης 1871.


Πάντως, ψάχνοντας στην Ανέμη, βρήκα εργασίες για τη λογοκλοπή που δείχνουν ότι και η λέξη χρησιμοποιούνταν από πιο παλιά (ο Κουμανούδης ασφαλώς δεν εγνώριζε όλες τις πηγές τότε), αλλά και η ίδια η έννοια είχε μάλλον ευρεία εφαρμογή στην πράξη από παλιά). 

Αντιγράφω τους τίτλους:





















Η λογοκλοπή είναι ένα γνωστό και πολύ σοβαρό πρόβλημα στο χώρο της εκπαίδευσης και της έρευνας. Έχουν γίνει πολλές φορές καταγγελίες (όχι μόνο στην Ελλάδα, θυμόμαστε τη Γερμανίδα Υπουργό που παραιτήθηκε ύστερα από καταγγελίες ότι το διδακτορικό της ήταν αποτέλεσμα λογοκλοπής) κι έχουν αναπτυχθεί κατάλληλα εργαλεία ελέγχου και εντοπισμού. Το κείμενο του Ι. Νικολάου, αναπλ. καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αν και απευθύνεται σε φοιτητές, μπορεί να δώσει στα ελληνικά μερικές βασικές πληροφορίες ως εισαγωγή στο πρόβλημα της λογοκλοπής.

Πέραν του ακαδημαϊκού χώρου, η λογοκλοπή εμφανίζεται ως πρόβλημα και στο διαδίκτυο, όταν μάλιστα έχει αυξηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτή η ανάγκη των ανθρώπων, όλων εμάς δηλαδή, όχι μόνο να επικοινωνήσουμε με λίγα σκόρπια λόγια, αλλά και να καταγράψουμε σκέψεις, ιδέες, γνώσεις, να συγγράψουμε δηλαδή κατά μία έννοια. Αυτό είναι ένα άλλο, μεγάλο θέμα, γιατί εκτιθέμεθα, γιατί γράφουμε, αν συγγράφουμε, και βέβαια ποια η σημασία και η ποιότητα αυτών που γράφουμε, μήπως φλυαρούμε κτλ. κτλ.

Πέρα απ΄ αυτό όμως, εφόσον γράφουμε, είναι θεμιτό να εφαρμόζουμε το ελάχιστο, την αναφορά στην πηγή. Υπάρχουν ειδικά πρότυπα για τη χρήση των πηγών ως αναφορές και ως παραπομπές μέσα στο κείμενο, στα οποία πλέον προβλέπονται και οι αναφορές / παραπομπές σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης κάθε τύπου (ιστολόγια, Facebook, Twitter, Flickr κτλ.). Υπάρχουν επίσης κανόνες και οδηγίες καλών πρακτικών, υπάρχει και το αυτονόητο, ότι δεν μπορώ, δεν είναι σωστό να παρουσιάζω κάτι σαν δικό μου που το έχω αντιγράψει.

Έχουν γραφτεί πολλά, θα παραπέμψω σε κάποιες αναρτήσεις από ξένα ιστολόγια, όπως τα παρακάτω:

σημειώνοντας επιπλέον ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών συνδέεται και με ζητήματα όπως η βελτιστοποίηση της δυνατότητας αναζήτησης και εντοπισμού των αναρτήσεων του ιστολογίου (Search Engine Optimization  - SEO). Εξάλλου, κυκλοφορούν και προγράμματα, τα οποία περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστα εντοπίζουν φαινόμενα λογοκλοπής σε ιστολόγια (εγώ εφάρμοσα ένα τέτοιο πρόγραμμα και είχε αποτέλεσμα πάντως).

Τελικά, αυτό για το οποίο λυπάμαι περισσότερο είναι πως για την ανάρτηση αυτή στάθηκε αφορμή ο θάνατος ενός πολύ ευαίσθητου ανθρώπου και που αντί ν' ασχοληθούμε με την έννοια λιποτάκτης, μιλήσαμε για τη λογοκλοπή. Λίγες θέσεις παρακάτω στο ίδιο γράμμα ενός λεξικού, στο λάμδα όλα, τι περίεργο...

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

"Κι εγώ σκεφτόμουν το λόφο και τα πρόβατα"



... Η Φατμά κι εγώ σκαρφαλώσαμε με προσοχή στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην ταράτσα. Πάνω στην ταράτσα είδαμε έναν Ισραηλινό στρατιώτη φοβισμένο. Ήταν νέος, γύρω στα δώδεκα. Προσπάθησε να κρυφτεί πίσω απ' τα σκοινιά της μπουγάδας...
"Δεν έκανα τίποτα, εγώ αγαπώ τους Άραβες, ορκίζομαι στο θεό της Τορά, ζήτω ο Γιασέρ Αραφάτ, κατάρα στους σιωνιστές", φώναξε ο φοβισμένος στρατιώτης.
Η Φατμά άρχισε να τον κλωτσά άγρια.
"Πριν από λίγο μας πέταξες μια πέτρα, μου άνοιξες σχεδόν το κεφάλι, και τώρα ξαφνικά αγαπάς τους Άραβες, ε; Σκατό!"
"Παράτα τον, παιδί είναι", είπα.
...
"Δεν θέλω να είμαι εδώ πέρα", ψιθύρισε [η Φατμά], "βαρέθηκα όλες αυτές τις βρισιές και τις πέτρες, το ξύλο όλη την ώρα. Πίστεψέ με, θα έπρεπε να αφήσουμε σ' αυτούς τις πανάθλιες πόλεις τους. Ας συνεχίσουν να πίνουν μπύρα στις απαίσιες παμπ τους και να κάνουν μικρούς Ισραηλινούς στρατιώτες. Τι τα θέλουμε εμείς όλα αυτά;"
Όλοι μας μισούν εδώ, από το νήπιο στρατιώτη του ενός έτους, μέχρι την πιο γερασμένη ισραηλινή στρατιωτίνα. Κι αυτό που πονάει περισσότερο είναι πως το μίσος τους είναι δίκαιο.
"Γυρίστε στα χωριά σας, Άραβες, μανιακοί", ακούστηκε μια κραυγή από ένα παράθυρο.
Πόσο θα ήθελα να γυρίσω στο χωριό μου, στους λόφους τους στολισμένους με τα αγριολούλουδα, στα κοπάδια των ζώων που βρίσκονται στο φαράγγι, στα μέρη των τσακαλιών!
... [βρισιά] ακούστηκε η γνωστή φωνή στα αραβικά από κάποια στέγη, κι εγώ σκεφτόμουν το λόφο και τα πρόβατα, τα μικρά σπίτια από άργιλο, το κάλεσμα του μουεζίνη στην πρωινή προσευχή...


Ο αφηγητής και η Φατμά είναι Παλαιστίνιοι. Πιάνουν ένα δωδεκάχρονο Ισραηλινό στρατιώτη και τον χτυπούν άγρια, το ίδιο είχε κάνει κι αυτός σε άλλους Παλαιστίνιους πριν από λίγο. Και το γαϊτανάκι του μίσους και της αλληλοεξόντωσης δεν έχει τελειωμό! Κι ας ονειρεύεται η Φατμά το χωριό της με τους στολισμένους αγριολούλουδα λόφους, με τα φαράγγια και τα μέρη των τσακαλιών...

Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το διήγημα του Ισραηλινού συγγραφέα Έτγκαρ Κέρετ "Εβραϊκή ιστορία" από τη συλλογή "Το κορίτσι στο ψυγείο" (Καστανιώτης, 2012). Έχει ονομαστεί  νέος Άμος Οζ, έχει βραβευτεί, είναι χαρισματικός. Τα διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή είναι ευχάριστα, γραμμένα με ιδιαίτερο τρόπο, με ιστορίες από την καθημερινότητα των Ισραηλινών αλλά και των Παλαιστινίων. Ανάμεσά τους, να ξεχωρίσω κάποια: "Μπούμερανγκ", "Η ζήλια των συγγραφέων", "Αλίσα", "Το ζήτημα της ύβρεως", "Η πλάκα", "Τέρας στο τάβλι" και βέβαια τις δύο εβραϊκές ιστορίες του. Σαφείς και συχνές οι αναφορές του για το Παλαιστινιακό, σατιρίζει ή και στηλιτεύει τη στάση των Ισραηλινών και ιδιαίτερα την παρουσία στρατιωτών παντού και όλων των ηλικιών.

Η έκδοση της παραπάνω συλλογής κυκλοφόρησε στο Ισραήλ το 1992, δηλαδή γράφτηκε εκείνη την περίοδο που οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς ήταν (πάλι) σε μεγάλη ένταση.

Αυτές τις μέρες διαδραματίζονται πάλι σκηνές μίσους και αλληλοεξόντωσης ανάμεσά τους. Και πάλι βγάζουν μαχαίρια. Και πάλι νεαρά παιδιά σέρνουν το γαϊτανάκι του μίσους και αλληλοσκοτώνονται. Τρεις Ισραηλινοί από τη μια, δυό Παλαιστίνιοι από την άλλη, ο ένας δεκατριάχρονος λένε, αυτός είναι ο σημερινός απολογισμός! 

Με την ευκαιρία, διάβασα ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο ένθετο της Monde Diplomatique στην Αυγή της περασμένης Κυριακής, 11 Οκτωβρίου. Είναι του Laurent Bonelli σε επιμέλεια του Β. Παπακριβόπουλου, έχει τίτλο "Επάγγελμα: μαχητής" και αναλύει αν και ποια κοινά σημεία μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα σε έναν αριστερό που πήγε στην Ισπανία το 1936 για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και σε ένα άτομο που εγκαταλείπει τη χώρα του για να πολεμήσει στο πλευρό της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους. Πολύ ενδιαφέρον θέμα. Κάνοντας μάλιστα σύγκριση με τους ντόπιους μαχητές, γράφει:

"Οι ντόπιοι μάχονται περισσότερο για να υπερασπιστούν την οικογένειά τους και το χωριό τους και λιγότερο για ένα γενικότερο πρόγραμμα."

Άραγε το παιδί αυτό, ο 13χρονος σημερινός νεκρός Παλαιστίνιος, σκεφτόταν το λόφο και τα πρόβατα στο χωριό του; Ποιος να ξέρει...

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ο λιποτάκτης



 
Κύριε Πρόεδρε, δεν θέλω να πάω στον πόλεμο, να σκοτώσω αθώους ανθρώπους, δεν θέλω να σ' ενοχλήσω, όμως πήρα την απόφασή μου, θα λιποτακτήσω... 
Από τότε που γεννήθηκα, είδα τον πατέρα μου να πεθαίνει, είδα τ' αδέρφια μου να φεύγουν, είδα τα παιδιά μου να κλαίνε, είδα τη μάνα μου στον τάφο να περιγελά τις βόμβες και τα σκουλήκια, κι όταν ήμουνα στη φυλακή μου πήραν τη γυναίκα, μου πήραν την ψυχή...
Θα γυρίζω στους δρόμους της Γαλλίας, από τη Βρετάνη μέχρι την Προβηγκία, και θα λέω στους ανθρώπους να μην υπακούσουν, να μην πάνε στον πόλεμο, να μη φύγουν, κι αν με κυνηγήσετε, πείτε στους άντρες σας πως δεν κρατώ όπλο...

Περίπου αυτά λέει στο εμβληματικό, βαθειά αντιπολεμικό τραγούδι του ο Μπόρις Βιάν, ο Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, μουσικός και πολλά άλλα (και μηχανικός στο επάγγελμα), που έζησε για 39 μόλις χρόνια, 1920-1959. Είναι το τραγούδι με τίτλο "Le déserteur", ο λιποτάκτης.

Ο Μπόρις Βιάν δεν είναι ο συγγραφέας που μπορεί να συνιστούσα. Δεν μου άρεσε η υπερβολή στο λόγο του, ο μηδενισμός που εξέπεμπε (ή που νόμιζα ότι εξέπεμπε). Δεν μου άρεσε ο τίτλος του πολύ γνωστού βιβλίου του "Θα φτύσω στους τάφους σας". Έπαιζε θαρρείς με τις λέξεις, σα να τις πασπάλιζε με βία και με μίσος κι έφτανε στα άκρα του λόγου και της σκέψης. Έτσι τον έχω περιγράψει μέσα μου. 

Γνώρισα και ξεφύλλισα βιβλία του πριν από δυόμισι δεκαετίες και κάτι παραπάνω. Τα έβρισκα πάνω στο γραφείο του Γιώργου, του νεαρού τότε βιβλιοθηκονόμου που δούλεψε για λίγα χρόνια κοντά μας, στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ. Θυμάμαι πως του άρεσε ο Βιαν, του άρεσε ο αντιπολεμικός, ο αντιρατσιστικός, ο αντισυμβατικός λόγος του.

Στη Βιβλιοθήκη ΤΕΕ, από δεξιά: Γιώργος Αθανασιάδης, Μαρία Αραπάκη, Μαρία Καρανικόλα, Μαρία Γατσούλη, Ντίνα Θαλασσινού, Βούλα Γεροστάθη

Λιποτάκτης είναι αυτός που εγκαταλείπει τους συναγωνιστές, την κοινή προσπάθεια, τους κοινούς αγώνες, είναι κι αυτός που εγκαταλείπει χωρίς άδεια, έτσι διαβάζω στα λεξικά. Αυτό έκανε ο Γιώργος Αθανασιάδης τούτες τις μέρες. Λιποτάκτησε. Έφυγε αθόρυβα και απρόσμενα, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς άδεια. Πολύ νωρίς, κρίμα. Ίσα ίσα που πρόλαβε να χαρεί την επιστροφή στη δουλειά. Ήταν από τους διαθέσιμους του Πανεπιστημίου. Να χαρεί; Δεν ξέρω αν χαιρόταν, με τι χαιρόταν. Είχα να τον δω κάτι χρόνια. Κρατώ το νεανικό, καλοσυνάτο του χαμόγελο. Και τον ευγνωμονώ, κι ας μην τ' ακούει πια, για τα παιχνίδια που έπαιξε με τα παιδιά μου κάποιες δύσκολες μέρες.



Σήμερα τον αποχαιρετήσαμε. Και νάναι αλήθεια τυχαίο που μια φίλη του είπε λόγια λες από τους Λιποτάκτες του Θεοδωράκη, ίδια με το τραγούδι "Χάθηκα"; Ήταν πάντα μόνος είπε ...

Χάθηκα, 
Μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια

Χάθηκα, 
Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ
Γιατ’ είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι, 
και το λιμάνι είναι μικρό
Γιατ’ ήμουν πάντα μόνος
Και θα `μαι πάντα μόνος.


Καλό σου ταξίδι Γιώργο!

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Ο "πιτόρε" Δημήτρης Κοκότσης στα χανιώτικα νεανικά περιοδικά τη δεκαετία του 1920


Το χανιώτικο περιοδικό "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" είχε διαχειριστή το νεαρό Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο)


Στην προηγούμενη ανάρτηση, στο στιγμιότυπο που καταγράφει ο Μανόλης Κριαράς από την παραμονή του Γιάννη Ψυχάρη στα Χανιά, γίνεται αναφορά σε κάποιον "αρκετά γνωστό" Χανιώτη ζωγράφο. Ο φίλος Γιώργος Πιτσιτάκης μου έστειλε σε μήνυμα ότι "ο ζωγράφος (πιτόρε) που καταχέριασε ο Ψυχάρης ήταν ο σπουδαίος Δημήτρης Κοκότσης (έχει αγιογραφήσει τμήμα της Τριμάρτυρης)". Και μου έστειλε άρθρο του που είχε δημοσιεύσει στο 4ο τεύχος του χανιώτικου ηλεκτρονικού περιοδικού Κεδρισός πριν από ένα χρόνο. Το άρθρο είχε τίτλο "Ο Κ. Π. Καβάφης και ο Χανιώτης ζωγράφος Δημήτρης Κοκότσης στα χανιώτικα νεανικά περιοδικά την δεκαετία του 1920" και αναφέρεται στα περιοδικά "Αυγερινός" και "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" και τα αφιερώματα που είχαν στον Κωνσταντίνο Καβάφη και στον Δημήτρη Κοκότση αντίστοιχα. Αντιγράφω εδώ απόσπασμα του άρθρου που αναφέρεται στον "πιτόρε" Κοκότση:


Ο Δημήτρης Κοκότσης στο ατελιέ του

Ο Δημήτριος Κοκότσης και ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος»

Ο Δημήτρης Κοκότσης (1894-1961) υπήρξε ένας σπουδαίος χανιώτης ζωγράφος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα (5). Γεννημένος στον Άγ. Γεώργιο Κισάμου, έδειξε το ταλέντο του από μικρός και πρώτος του δάσκαλος στη ζωγραφική ήταν ο Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Σταυράκης. Το 1912, δεκαοχτάχρονος, κατατάχθηκε στον φοιτητικό λόχο Χανίων και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος, στη μάχη του Μπιζανίου. Μετά τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, επιστρέφει στα Χανιά μετά το 1922 και συμμετέχει ενεργά στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Με περαιτέρω πνευματικό εφόδιο τη φοίτησή του στη φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών κάνει παρέα με τους νέους του Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου, τους πνευματικούς ανθρώπους και τους καλλιτέχνες της πόλης συμμετέχοντας στις συζητήσεις για τα φλέγοντα θέματα της εποχής όπως ο δημοτικισμός κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που διηγείται ο Μανώλης Κριαράς στην αυτοβιογραφία του (6) όταν ο Ψυχάρης το 1925 επισκέφθηκε τα Χανιά:

«[…] Το βαπόρι που έφερε τον Ψυχάρη στα Χανιά είχε αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι, όπως γινόταν τότε και με βάρκα τον παραλάβαμε από το βαπόρι. […] Του κρατούσαμε συντροφιά στο ξενοδοχείο όπου τον εγκαταστήσαμε, φροντίσαμε για την ευχάριστη διαμονή του, συζητήσαμε πολλές φορές μαζί του για λογοτεχνικά πρόσωπα και πράγματα του τόπου μας, που τα αντιμετώπιζε με το δικό του πάθος και τη δική του αδιαλλαξία. […] Ποιοι ήμασταν εμείς που με συγκίνηση υποδεχτήκαμε τότε τον Ψυχάρη; Μερικοί φιλολογούντες νέοι των Χανίων: ο μουσικός Μανώλης Σκουλούδης, μεγαλύτερος μας, ο Γιώργος Σπυριδάκης, ο Πολυδεύκης Καλδής, ο Στέλιος Καψωμένος, αυτός που γράφει τις γραμμές τούτες και μερικοί άλλοι. Θυμούμαι και μια σκηνή από δείπνο που εμείς οι νέοι παραθέσαμε τότε σε παραλιακό κέντρο των Χανίων στον Ψυχάρη. Ένας από τους συνδαιτημόνες, ο χανιώτης ζωγράφος Δημήτρης Κοκοτσάκης, του είχε διατυπώσει κάποια ερώτηση που θύμωσε τον Ψυχάρη. Ο Δάσκαλος του απάντησε κοφτά και αποστομωτικά: “Τα πινέλα σου πιτόρε (ζωγράφε)!” Δεν ανεχόταν αντιρρήσεις ο Ψυχάρης […]».

Τον Δεκέμβρη του 1927, στο δεύτερο τεύχος του, το χανιώτικο νεανικό περιοδικό «Δομένικος Θεοτοκόπουλος» με διευθυντή τον ποιητή Σπύρο Παπαδαντώνη και διαχειριστή τον 16χρονο Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), εκτιμώντας το μέχρι τότε έργο του ταλαντούχου ζωγράφου, του έκανε ένα αφιέρωμα δημοσιεύοντας οκτώ πίνακές του, που τους συνόδευσε με ένα κείμενο που περιείχε βιογραφικά στοιχεία με άγνωστες λεπτομέρειες και εύστοχες επισημάνσεις, κρίσεις και σχόλια για τον ζωγράφο, τα έργα και την τέχνη του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο το ανασύρουμε από την αφάνεια.

Ο Κοκότσης υπήρξε μαέστρος στις προσωπογραφίες, γι αυτό ήταν και ο μόνος ζωγράφος που ο Ελευθ. Βενιζέλος δέχτηκε να του ποζάρει για να φτιάξει το πορτραίτο του. Τα έργα του βέβαια τα πουλούσε για βιοπορισμό. Ένα απ’ αυτά, που φιλοτεχνήθηκε το 1923 και τυχαίνει να είναι μεταξύ των οκτώ που παρουσίασε ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος», το αγόρασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην απαντητική – ευχαριστήρια επιστολή του, της οποίας η αρχή και το τέλος παρατίθεται ως εικόνα, ο Δημ. Κοκότσης γράφει: 

«Εν Χανίοις τη 22α Απριλίου Νοεμβρίου 1924. Προς Την Α. Εξοχότητα τον κ. Ελευθέριον Κ. Βενιζέλον. Κύριε Πρόεδρε, Σας υπερευχαριστώ δια την τιμήν και την υποστήριξιν, την οποίαν μου παρέχετε δια της αγοράς του υπό τον τίτλον «Les derniers jours des deux héros» (Οι τελευταίες μέρες δυο ηρώων) πίνακος, όπως μου γνωστοποιείτε δια της από 11 λήγοντος μηνός επιστολής του ιδιαιτέρου γραμματέως της Υ. Εξοχότητος. Μόλις έλαβα την επιστολήν ταύτην έγραψα εις την Πράγαν να αποσταλεί το ζητηθέν έργον προς Υμάς και ελπίζω εντός ολίγου, να έχετε τούτο, ώτε κ. Πρόεδρε, κανονίζετε, όπως σας είναι ευκολώτερον, την αποστολήν της τιμής του δια της Εθνικής ή της Τραπέζης Αθηνών. Το έργον δε αυτό είναι από τα πλέον αγαπημένα μου, διότι οι δύο Μάντακες οι οποίοι επόζαραν, με είχαν βαθύτατα συγκινήσει, περισσότερον δε ο Κοκόλης ο οποίος προ μηνών και απέθανε. Αισθάνομαι, κ. Πρόεδρε μεγάλην χαράν, που γίνεσθε Σεις κάτοχος τούτου, επειδή εις το δικό Σας σπίτι ταιριάζει να βρίσκονται, περισσότερο από κάθε άλλο, πίνακες με τέτοιες παραστάσεις. Πάντοτε δικός Σας Δ. Κοκότσης». 

Αφίσα με το Βενιζέλο, έργο Δ. Κοκότση (Πηγή: ΕΛΙΑ από Europeana)

Παρακάτω, ο Πιτσιτάκης παραθέτει το κείμενο του περιοδικού "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" για τον Κοκότση:

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΤΣΗΣ

Δεν κρίνουμε άσκοπο να δώσουμε μαζί με τα έργα που δημοσιεύουμε στο παράρτημα του φυλλαδίου μας αυτό του Δημήτρη Κοκότση και μερικές σημειώσεις της ζωής και της δράσης του. Ο Κοκότσης γεννήθηκε στα Χανιά. Άρχισε να ιχνογραφεί αυτοδίδαχτος από παιδί έντεκα χρόνων ώσπου στα 1916 μπήκε στο Πολυτεχνείο στη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας παίρνοντας την υποτροφία Σταθάτου. Απ’ εκεί βγήκε με δίπλωμα το 1923, αφού πήρε το Χρυσοβέργειο μετάλλιο και 4 φορές τ’ Αβερώφειο. 

Απ’ τα 1923 ως τα 1926 έμεινε καθηγητής των τεχνικών μαθημάτων σε Γυμνάσιο στα Χανιά. Το 1924 έστειλε το σχεδιαγράφημα «Εργάτης δημιουργός» για την διεθνή πανήγυρη της Πράγας, η οποία δέχτηκε και 25 πίνακές του απ’ τη ζωή του τόπου του («οι τελευταίες μέρες δύο ηρώων»). Τα 1925 έλαβε μέρος με επιτυχία στην Πανελλήνια έκθεση των Αθηνών. Αργότερα συμμετείχε στην διεθνή έκθεση της Βενετίας με το έργο του «Το λιοτριβειό». Το έργο αυτό ήταν το μόνο π’ αντιπροσώπευσε την Ελλάδα, από πολλά που εστάλθηκαν χωρίς να γίνουν δεκτά. Τον ίδιο χρόνο άνοιξε στην Αθήνα δική του έκθεση («Αυράρης», «Γυροκόμος»). 

Έπειτα απ’ αυτή ξαναπήρε την υποτροφία Σταθάτου για την Ευρώπη κι έφυγε για το Παρίσι. Στο Παρίσι βραβεύτηκε απ’ την ακαδημία Jullian μέσα σε πολλούς εκθέτες. Τον περασμένο Μάρτη παρουσίασε νέα έκθεσή του στη Γκαλερί Lorencou («Καπνιστής ναργιλέ», «Ονειροπόλημα», «Κόρη στη βρύση», «Γέρος»). Κατόπι το Salon de la Nationale δέχτηκε 2 πίνακ;eς του και στην έκθεση της Ντωβίλ τον περασμένο Αύγουστο του ζητήθηκαν 2 έργα του. Τέλος και στο Salon des Hellenesαντιπροσώπεψε την τέχνη του με πίνακές του. Τώρα ετοιμάζεται να περιοδέψει στην Ισπανία. Αυτή είναι ως τώρα η δράση του ζωγράφου μας. Από επιτυχία σ’ επιτυχία. 

Ο Κοκότσης αντίς ν’ ακολουθήσει τις παρακινδυνευμένες μοντέρνες τεχνοτροπίες της ζωγραφικής προτίμησε κλασικός ν’ αφήσει την ψυχή του να διερευνήσει μέσα στον τόσο καλλιτεχνικό, το πλούσιο υλικό της Κρητικής ζωής, π’ ακόμα στις ρίζες ψηλά μένει αγνή κι ανέπαφη απ’ τη σύγκαιρη πρόοδο διατηρώντας το δικό της χαρακτήρα και της Όμορφης φύσης του νησιού μας. 

Προικισμένος με μια οξεία παρατηρητικότητα κι ένα σπάνιο συναίστημα της πλαστικότητας και του φωτός κατορθώνει κάθε τι που του κινά την εντύπωση και το ζωγραφίζει, να το περιβάλλει μέσ’ σε μια ατμόσφαιρα τέλεια αισθητική. Εδώ θα δείτε μια σκηνή απ’ τη χωριάτικη δουλειά: Πώς αλέθουν τις ελιές π.χ. στο Λιοτριβειό, έπειτα πως φτιάνουν το τυρί στη Μαδάρα. Εκεί ένα τύπο αντιπροσωπευτικό, του γέρου που καπνίζει μ’ όλη την ανατολίτικη νωχέλεια το ναργιλέ του ή το λυράρη που με το δοξάρι του μεθάει την ψυχή των πανηγυριωτών. Αλλού μια χωριατοπούλα να πηγαίνει μ’ όλη τη σεμνότη στη βρύση με τη λαγήνα στον ώμο, κι αλλού την αρραβωνιαστικιά σκυμμένη πάνω στη προίκα της, στον αργαλειό να ονειροπολεί. 

Ο Κοκότσης είναι ο εξαιρετικά κι ιδιαίτερα Κρητικός ζωγράφος. Η αποκάλυψη του ταλέντου αυτού στο Παρίσι στις εκθέσεις του που μετέφερε όλες τις ομορφιές και τις ιδιοτυπίες της Κρητικής ζωής χαιρετίστηκε απ’ τα πιο διαλεχτά Γαλλικά περιοδικά και διακριμένους κριτικούς και καθηγητές, ως ο διευθυντής της Ακαδημίας Zullian

Ακόμα ο Κοκότσης κρίνεται κι ως ένας δυνατός και μετρημένος πορτρετίστας. Ιδίως κάποια έργα του σαν το «Ονειροπόλημα» και ο «Καπνιστής Ναργιλέ» θεωρούνται ως αληθινά έργα μαιτρ. Μπορούμε να προσθέσουμε πως τα νέα του έργα τον καιρό αυτό, που κατέβηκε απ’ την Ευρώπη κι ύστερα από περιοδεία του σ’ όλη την Αγροτική Κρήτη, λογαριάζονται πολύ ανώτερα απ’ τα παλιά. Τα περισσότερα είναι πορτραίτα. 

Ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος» λογιάζεται ευτυχισμένος που δίνει σήμερα μέσα στις άλλες και την συνεργασία του Κοκότση. Η Κρήτη και με χώριο καμάρι βλέπουμε και η δυτική, δείχνει, πως δε θα μείνει χωρίς συνεχιστές το έργο κάποιων άλλων τέκνων της.

Η μητέρα του Κοκότση (Πηγή: Κίσσαμος-Κίσαμος)
Η Ζωζώ Σαπουντζάκη όπως την είδε ο Κοκότσης το 1958 (Πηγή: Περιοδικό "Οδός Θ'", τεύχος 1, 2001)
Ο Ελευέριος Βενιζέλος από τον Κοκότση (Πηγή: Πανδέκτης ΕΚΤ μέσω Europeana)
Δυο Κρητικοί γέροντες, οι Λακκιώτες Μάρκος και Κοκκόλης Μάντακες,  έργο Δ.Κοκότση (Πηγή: Αρχείο Ιδρ. Βενιζέλου)
Άλλο ένα ντόμινο λοιπόν κι ευχαριστώ γι' αυτό το φίλο Γιώργο Πιτσιτάκη.