Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Ήταν, μες στον κόσμο, κάτι παιδιά...



Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί
όλο δείλια κι όλο ανορεξιά·
τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή
αγαπούσε, και τη μοναξιά.

Αγαπούσε οι άλλοι ν' αγαπούν,
τα όργανα αγαπούσε, από μακριά,
και τα μάτια που θαμποκοπούν
μια κρυφή, βαθιά παρηγοριά.

Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ,
κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά
και μακριά, στο τζάμι, στην αχλύ,
χόρευαν, κομμένα τα μισά.

Μες στου κόμου την οχλαγωγή,
τι ν' απόγινε τ' ωχρό παιδί,
δίχως μοναξιά και συλλογή,
όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;



Είναι το ποίημα "Ήταν, μες στον κόσμο ..." του Τέλλου Άγρα. Όταν το διάβασα, είχα σημειώσει να το ανεβάσω στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη, του εικοσάχρονου νέου από το Ρέθυμνο που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, αλλά και που διασύρθηκε ακόμη και μετά το θάνατό του. Και το πιο τραγικό είναι ότι σε όλα αυτά πρωταγωνιστές είναι και νέοι σαν αυτόν.

Όπως έδειξαν οι έρευνες της Δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος, οι δύο από τους τρεις που είχαν ανεβάσει τις τελευταίες μέρες υβριστικές αναρτήσεις στα ιστολόγιά τους είναι 25 και 28 ετών! Δεν το χωράει ο νους μου!

Κι όπως είπαν συμμαθητές του από τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων όπου φοιτούσαν - γύρω στα 20 κι αυτοί,

"Δίναμε συχνά σφαλιάρες στο κοπέλι, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα για εμάς. Ετσι κάνουμε εμείς στον τόπο μας. Δίνουμε σφαλιάρες στο πρόσωπο για να γελάσουμε."

Ε, όχι παιδιά, δεν κάνουμε ετσιδά στον τόπο μας. Κι ετούτος ο τόπος είναι δικός σας και δικός μας. 

Μ' αναρωτιέμαι αλήθεια πόσο φταίτε εσείς οι ίδιοι και πόσο φταίμε εμείς οι μεγαλύτεροι. 

Κι αναρωτιέμαι αλήθεια πώς να ορίσω αυτό που έχω συνέχεια στο μυαλό μου, αυτό που λέμε "πολιτισμό της καθημερινότητας"!

Και τρομάζω σε μια τέτοια καθημερινότητα του πολιτισμού μας! 

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Με τη χαμηλή φωνή του Τέλλου Άγρα




Στην αλαφροϊσκιωτη γωνιά
που ήβρε στασίδι η Λήθη,
χάρισμα η λεύκα της αυλής
διηγιέται παραμύθι.

Κι απ’ το μαρτιάτικο νερό
κι από μια φούχτα χώμα
η μαργαρίτα πέταξε
στου πηγαδιού το στόμα.

Η απλή κι απαίνευτη ζωή,
στη μοίρα της δεμένη,
καλωσορίζει την καλή
με τ’ άσπρα της ντυμένη

και σύ, ψυχή μου, απάντησες
κι ευφραίνεσαι να πίνεις
το μύρο της καθημερνής
και της ταπεινοσύνης.


Το ποίημα "Μαργαρίτα" είναι από την πρόσφατη (2014) έκδοση των ποιημάτων του Τέλλου Άγρα (Τόμος Α) από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Σαν ένας «αργόσχολος» περιπατητής (flaneur) που τριγυρνά στα σοκάκια της πόλης και στη φύση, περιγράφει σχολαστικά ό,τι βλέπει ή αισθάνεται ο ποιητής, την ελιά, τα κούμαρα, τον αποσπερίτη, το φθινόπωρο και την άνοιξη, την αμυγδαλιά, τη λεϊμονιά, τα χελιδόνια, την αγάπη, τη νοσταλγία, τη μνήμη και τη λήθη, το χιονιά, την αθηναϊκή ρομβία, το ξανθό παιδί, τις φτωχογειτονιές, την ενορία… Χαμηλόφωνη ποίηση, με ομοιοκαταληξία πάντα στις συνήθως τετράστιχες στροφές των ποιημάτων.

Στο σημείωμα της επιμελήτριας Έλλης Φιλοκύπρου, διαβάζουμε για τη σχέση του ποιητή με την «ομάδα Καρυωτάκη» και με τους «ελάσσονες» (ή «μείζονες ελάσσονες») ποιητές του μεσοπολέμου παραθέτοντας και σχετική βιβλιογραφία, καθώς και την περιγραφή θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται στα ποιήματα του τόμου. Αν και εκτενές, θα έλεγα ότι λείπουν κάποια περισσότερα στοιχεία βιοεργογραφίας, ώστε οι αναγνώστες και μη ειδικοί (φιλόλογοι κτλ.) να μπορούμε καλύτερα να αντιληφθούμε και να ερμηνεύσουμε τη θέση του ποιητή στην εποχή του και στην τέχνη του (κατά το δυνατόν βέβαια). 



Πάντως, για μένα ήταν ένα όμορφο δώρο σήμερα από τη φίλη μου την Ελένη, όπως όμορφη έκπληξη ήταν και το μπουκέτο με τις κόκκινες τουλίπες με αποστολέα τον ... εγγονό μου (λέμε τώρα...). Και διαβάζω από το ποίημα "Κούμαρα":

Για κοίτα! Σα ν' αλλάξανε όλα!
Πες: "Και του χρόνου!". Αχ, τι μ' αυτό;
Ν' αναμετράς είν' αρκετό
πώς πήγαν τριάντα χρόνια κιόλα·

να νιώθεις που, όσο πάει, κι ακόμα
πιο ασήμαντο είναι το παρόν·
τις αναμνήσεις των καιρών
να νιώθεις κρύες και δίχως χρώμα...

Ν' αναμετράς πώς πήγαν τριάντα+τριάντα χρόνια κιόλα... Και καθόλου ασήμαντο βέβαια το παρόν, να εξηγούμαστε.
Και του χρόνου!

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Ο Soloup για το Αϊβαλί και τα εγγόνια της Λωζάνης



Ήταν μια απρόσμενη αναγνωστική απόλαυση το διάβασμα του εικονομυθιστορήματος  (graphic novel) «Αϊβαλί» του Soloup (κατά κόσμον, Αντώνη Νικολόπουλου).

Τι κάνει ο Soloup στο βιβλίο του; Μια απλή ιστορία σε σκίτσα. Ένας Έλληνας που παίρνει το πλοίο από τη Μυτιλήνη για απέναντι, το Αϊβαλί. Και γύρω γύρω άλλες μικρές ιστορίες για τα μεγάλα γεγονότα που άλλαξαν τη γεωγραφία των τόπων και τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων κι απ’ τις δυό μεριές του Αιγαίου. Συχνές οι αναφορές του - που δείχνουν και την άποψη, την πίκρα και τον πόνο θα έλεγα από εκείνο το σταθμό της Ιστορίας - στους ανταλλαγμένους. Είμαστε «τα εγγόνια τση Λωζάνης», λέει σε κάποιο σημείο...




Η πρωτοτυπία, πέρα από τα ίδια τα σκίτσα που «μιλάνε» μέσα στην απλότητα της μορφής και στην καθαρότητα της γραφής τους, βρίσκεται στην επίκληση και στο δέσιμο των δικών του ιστοριών με τις αφηγήσεις που κάνουν τέσσερις σπουδαίοι άνθρωποι για το ίδιο θέμα.

Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας έχοντας στο νου του τέσσερα βιβλία, εντάσσει ήρωες και κομμάτια των ιστοριών που αφηγούνται, στη δική του αφήγηση. Και το πολύ σημαντικό είναι ότι η δική του ιστορία τελικά, όπως προκύπτει, είναι ιστορία διωγμένων και ανταλλαγμένων ανθρώπων κι από τις δυό πλευρές.

Επικαλείται και χρησιμοποιεί τα παρακάτω βιβλία:




«Αϊβαλί η πατρίδα μου» του Φώτη Κόντογλου, γεννημένου στο Αϊβαλί (Αποστολλέλης το επώνυμο του πατέρα του, ο ίδιος έχει το επώνυμο της μητέρας του) που μετά τους διωγμούς του ’22 βρέθηκε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Σε όλο το βιβλίο χρησιμοποιείται μάλιστα το ύφος του Κόντογλου για την γραφή των τίτλων των κεφαλαίων, ενώ στο σχετικό κεφάλαιο «Πρελούδιο – Φώτης» πολλά σκίτσα και η προσωπογραφία του Κόντογλου βασίζονται σε σχέδια και πίνακες του ίδιου.









«Νούμερο31328» του Ηλία Βενέζη, όπου ο συγγραφέας της «Αιολικής Γής» (για μένα ένα έργο-ποίημα) αφηγείται τις προσωπικές του εμπειρίες όταν αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, οδηγήθηκε στα «Αμελέ Ταμπουρού» (Τάγματα εργασίας!) και ήταν ένας από τους μόνο 23 στους 3000  που επέζησαν και έφυγαν στην Ελλάδα.









 «Μικρασία, χαίρε» του Ηλία Βενέζη και ειδικότερα το κεφάλαιο στο οποίο περιγράφονται οι μέρες που έζησε η αδελφή του Αγάπη Μολυβιάτη-Βενέζη όταν ο αδελφός της ήταν φυλακισμένος στα τάγματα εργασίας. Το κεφάλαιο αυτό, ξαναδουλεμένο, έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο με τον τίτλο «Το χρονικό των δέκα ημερών».






 «Τα παιδιά του πολέμου» του Αχμέτ Γιορουλμάζ, βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας, δεύτερης γενιάς Τουρκοκρητικός, αφηγείται την ιστορία των προγόνων του που έζησαν στα Χανιά, σαν Κρητικοί ανάμεσα στους Κρητικούς και που μετά την ανταλλαγή βρέθηκαν στο Αϊβαλί, σχεδόν σαν ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Ήταν μια ωραία έκπληξη η χρησιμοποίηση και αυτού του βιβλίου (που επίσης έχω διαβάσει), γιατί παρουσιάζει και την άλλη πλευρά, αυτή των Τουρκοκρητικών και περιγράφει τη ζωή τους και τα μέρη που έζησαν, στην Κάνδανο, στην Κίσσαμο, στα Χανιά. Και είναι συγκινητική η περιγραφή που κάνει ο Soloup για την επικοινωνία με τον Τούρκο συγγραφέα και τη συνάντηση που ποτέ δεν έγινε.






Ο Τουρκοκρητικός ήρωας του Γιορουλμάζ ξεκίνησε από την Κάνδανο, κι έτσι βρίσκει ευκαιρία ο Soloup να μιλήσει για "τα τερτίπια της Ιστορίας και της μοίρας..." 

Γιατί έγραψε το βιβλίο ο Soloup και γιατί πήρε αυτές τις ιστορίες; Γράφει ο ίδιος:

«... Πρώτα απ’ όλα η ιδέα πως η συνύπαρξη των παραπάνω τραγικών μαρτυριών σε μια σύνθετη αφήγηση θα μπορούσε να μας δώσει μια διαφορετική προοπτική για τη νεότερη ιστορία μας. Μια ιστορία που δεν τη μάθαμε ποτέ ολόκληρη.
Ακόμα η σκέψη πως τα συγκεκριμένα αποσπάσματα θα μπορούσαν να διεγείρουν σε κάποιους την περιέργεια για τα πρωτότυπα κείμενα. Την επιθυμία να ανατρέξουν σε τούτα και σε άλλα βιβλία. Να πιάσουν το νήμα από την αρχή και να αναζητήσουν τα δικά τους χνάρια και τις δικές τους διαδρομές σε ετούτα τα ταραγμένα χρόνια.
Τελευταία πρόθεση του βιβλίου να τιμήσει τους συγγραφείς και τις οικογένειές τους που κουβαλούν μνήμες προσφύγων και «ανταλλαγμένων». Να αποδώσει σεβασμό σ’ εκείνους που, παρά τον πόνο, σήκωσαν αυτές τις βαριές πένες για να σκαλίσουν τις πληγές τους και να γράψουν»

Όμως, δεν είναι μόνο η ίδια η ιστορία που αφηγείται ο Soloup, είναι και ένας πλούτος πληροφοριών που δίνει στο τέλος. (Επειδή μέσα στο βιβλίο, τόσο στην ίδια την ιστορία, όσο και στο υπόλοιπο, υπάρχουν πολλά διαφορετικά και αξιοπρόσεκτα μέρη για να αναζητηθούν και το καθένα χωριστά, θα ήταν χρήσιμος και ένας πίνακας περιεχομένων).

Ξεκινά με το κεφάλαιο «Αντί βιβλιογραφίας», όπου παραθέτει πλήθος από ονόματα συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα και τίτλους βιβλίων που συμβουλεύτηκε. Σαν καλός ερευνητής, έψαξε σε βιβλιοθήκες και ιδρύματα,  είδε ταινίες και ντοκυμαντέρ, περιδιάβηκε στο Διαδίκτυο, είδε κάρτες, φωτογραφίες, γκραβούρες εποχής, γνώρισε ανθρώπους, ταξίδεψε στο Αϊβαλί.

Στο κεφάλαιο Φώτης – Ηλίας – Αγάπη – Χασάν δίνει πολύ κατατοπιστικές πληροφορίες για τους τέσσερις συγγραφείς που έδωσαν, μέσα από τα έργα τους , το υλικό και δάνεισαν τους ήρωές τους για τις τέσσερις ενδιάμεσες ιστορίες του βιβλίου (Κόντογλου, Βενέζης, Μολυβιάτη-Βενέζη, Γιορουλμάζ).


Η φιγούρα του Κόντογλου στα σκίτσα του Soloup

Ακολουθεί ένα κεφάλαιο για τη Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923 (σε αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών του 1920) και περιλαμβάνει τη Συνθήκη ειρήνης, τη Σύμβαση για το καθεστώς των Στενών, τη Σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών, τη Σύμβαση για τα σύνορα της Θράκης και το Σύμφωνο για την ανταλαλγή αιχμαλώτων. Εδώ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον «πολιτικό ρεαλισμό» που αγνόησε τον ανθρώπινο παράγοντα, δημιούργησε σφαίρες επιρροής και χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο για μετέπειτα αντίστοιχες καταστάσεις και που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Επικαλείται μάλιστα την παρομοίωση του Σμυρνιού νομικού και διπλωμάτη Στυλιανού Σεφεριάδη (πατέρα του Γιώργου Σεφέρη) ότι η Συνθήκη της Λοζάνης οδηγεί στη διπλωματική παραδοχή πως

«οι άνθρωποι μπορούν να αγοράζονται σαν βόδια, να σκορπίζονται δεξιά κι αριστερά, να θυσιάζονται και να ανταλλάσσονται»!!!

Το κεφάλαιο «Γλωσσάρι-Σημειώσεις» δεν αποτελεί ένα απλό γλωσσάρι ερμηνείας λέξεων που χρησιμοποιούνται στο κείμενο (πολλές τούρκικες), αλλά δίνει και πολύ χρήσιμες ιστορικές και άλλες πληροφορίες που συνδέονται με αυτές.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου έχει τίτλο «Είν’ η εικών ομοία μου...», στίχος από ποίημα του Αλέξανδρου Ραγκαβή γραμμένο πίσω από μια φωτογραφία που είχε στείλει η γιαγιά του συγγραφέα Μαρία στον αγαπημένο της. Εδώ, έχει φωτογραφίες από τους παπούδες του που ήταν πρόσφυγες, αλλά και άλλες που βρήκε στο Αρχείο ΕΛΙΑ και στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας.

Να αναφέρω επίσης ότι την εισαγωγή στο βιβλίο έχει κάνει ο Bruce Clark, συγγραφέας του βιβλίου «Δυό φορές ξένος» (Twice a stranger), στο οποίο και ο ίδιος ασχολείται με τον ξεριζωμό του ’22.





Το βιβλίο μου θύμισε και το δικό μου μοναδικό ταξίδι στην Τουρκία. Ίδιες εικόνες της μετάβασης, ίδιες και στο Αϊβαλί, ίδιες οι εμπειρίες από τη συνάντηση ντόπιων που ήταν απόγονοι Τουρκοκρητικών. 



Ήταν το 1998, όταν ταξιδέψαμε, όπως ο συγγραφέας-ήρωας του βιβλίου, από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί, για μια μονοήμερη εκδρομή, μαζί με το φίλο μου το Λεωνίδα. Όταν φτάσαμε στην άλλη άκρη, περπατώντας στους δρόμους της μικρής πόλης, μια γνώριμη μουσική (ήταν του Μπρέγκοβιτς) και μια όμορφη δυνατή φωνή μας οδήγησε σε ένα δισκοπωλείο. Ζητήσαμε από το νέο άντρα που ήταν στο κατάστημα να μας πει ποια ήταν η φωνή και ποιος ο δίσκος. Ήταν η Σεζέν Αξού (Sezen Aksu) και ήταν ο δίσκος Düğün ve Cenaze που φυσικά και αγοράσαμε εις διπλούν. Κατάλαβε πως είμαστε Έλληνες, μίλησε κάποια λίγα ελληνικά, αλλά όταν άκουσε πως εγώ είμαι από την Κρήτη, ενθουσιάστηκε, συγκινήθηκε και είπε πως και η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη, από το Ρέθυμνο. Τα ίδια και με τον ταξιτζή που μας πήγε στην Πέργαμο. Από την Κρήτη κι αυτουνού η καταγωγή, από το Ρέθυμνο επίσης, ήξερε περισσότερα ελληνικά, αν θυμάμαι καλά ήταν ο πατέρας του Κρητικός. 



[Εμάς τους Κρητικούς μας κεντρίζει ίσως περισσότερο το θέμα των Τουρκοκρητικών και γενικότερα το θέμα της συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Κρήτη. Γράφονται πολλά τα τελευταία χρόνια. Νομίζω το βιβλίο της Μάρως Δούκα «Αθώοι και φταίχτες» έδωσε μια νέα διάσταση στην αναζήτηση και στον τρόπο που και οι ερευνητές αλλά και εμείς οι απλοί πολίτες και οι αναγνώστες προσεγγίζουμε το θέμα. Ένα άλλο βιβλίο από την πλευρά της «Ανατολίας» είναι το μυθιστόρημα «Κρήτη μου» της Σαμπά Αλτίνσαϊ, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται με τα ζητήματα των σχέσεων Χριστιανών και Μουσουλμάνων της Κρήτης (στην περιοχή Χανίων) κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1898 και της εγκατάστασης του Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή Κρήτης.]

Το βιβλίο του Soloup για το Αϊβαλί ασχολείται με τους διωγμένους και τους ανταλλαγμένους του 1922. Να όμως που, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση το ίδιο, γεννά και την επιθυμία να ανατρέξουμε σε τούτα και σε άλλα βιβλία, να πιάσουμε  το νήμα από την αρχή και να αναζητήσουμε τα δικά μας χνάρια και τις δικές μας διαδρομές σε ετούτα τα ταραγμένα χρόνια...


Και το πετυχαίνει. Καλά μας αναγνωστικά και γνωστικά ταξίδια λοιπόν...

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Γυναίκες που γίναν ένα με τη γη





Μια και είναι μέρα των γυναικών σήμερα, θ' αναφερθώ σε μια εξαιρετική παράσταση που είχα δει στα Χανιά πριν από μήνες και που - ευτυχώς - παίζεται ακόμη σε διάφορα μέρη, κυρίως στην Κρήτη. Την είχα δει στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων στις 31 Μαϊου 2014.

Πρόκειται την παράσταση "Οι γυναίκες που γιναν ένα με τη γη", με ερμηνεία από τη Μαρινέλλα Βλαχάκη (έναν εξαιρετικό άνθρωπο των τεχνών και των γραμμάτων για την πόλη των Χανίων και όχι μόνο), σκηνοθεσία από τους Θοδωρή Παπαδουλάκη και Γιάννη Κρητικό και μουσική επιμέλεια του Λεωνίδα Μαριδάκη.



Το θεατρικό έργο βασίζεται στο βιβλίο  "Αυτές που γίναν ένα με τη γη", γραμμένο από τη Γεωργία Σκοπούλη. 68 ιστορίες έχει η συγγραφέας στο βιβλίο της, 68 μαρτυρίες γυναικών της Ηπείρου, για ένα διάστημα μισού αιώνα περίπου, όπου αφηγούνται στη συγγραφέα τη ζωή τους, τα βάσανά τους, τις δύσκολες μέρες που έζησαν στον πόλεμο και στην ειρήνη. Εγώ σου τα είπα, εσύ φτιάξ' τα όπως νομίζεις, φαίνεται να της είπαν οι γυναίκες, κι έτσι έκανε.


Η Μαρινέλλα Βλαχάκη με μικρά παιδιά στη σκηνή και φόντο τις φωτογραφίες των Κώστα Μπαλάφα και Βούλας Παπαϊωάννου (φωτογραφία που τράβηξα στην παράσταση της 31ης/5/2014)

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη επέλεξε 7 ιστορίες από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η ευρηματική σκηνοθεσία (συνδυασμός θεατρικής και κινηματογραφημένης δράσης, καθώς και τοποθέτηση μεγάλων φωτογραφιών ως φόντο στη σκηνή των εμβληματικών φωτογράφων της εποχής Βούλας Παπαϊωάννου και Κώστα Μπαλάφα από τα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη) μαζί με την καταπληκτική ερμηνεία της Μ. Βλαχάκη που απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο την κάθε γυναίκα με τη δική της ξεχωριστή ιστορία δίνουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Φέρνουν το θεατή πολύ κοντά στη μοίρα των γυναικών, όχι μόνο της Ηπείρου, αλλά και όχι μόνο των γυναικών, φέρνουν πιο κοντά στη μοίρα του λαού μας που έζησε πόλεμο, φτώχεια, ξενιτιά, μιζέρια, καταπίεση. Εικόνες λες αρχαίας τραγωδίας μερικές φορές οι εικόνες της παράστασης.


Σε δύο ιστορίες της παράστασης, οι σκηνοθέτες ενσωμάτωσαν κινηματογραφική εικόνα στη θεατρική δράση με θαυμάσιο αποτέλεσμα (Πηγή φωτογραφίας: Χανιώτικα Νέα)

Βέβαια το βιβλίο περιγράφει τα βάσανα των γυναικών. Έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης  παρουσιάζοντας το βιβλίο:

"... Και τι βάσανα! Το πρώτο και κύριο για κάθε γυναίκα –εύπορη, αλλά κυρίως άπορη– ήταν βέβαια ο γάμος, το συνοικέσιο, η προίκα και τα παιδιά. Γυναίκα ανύπαντρη δεν συναντήσαμε στις αφηγήσεις του τόμου, αντίθετα όλες –καλώς ή κακώς– πέρασαν το στεφάνι, γέννησαν παιδιά και βίωσαν τα βάσανα. Η πρόταση γάμου γινόταν πάντα από τον άνδρα, έδιναν λόγο και ίσαμε την ώρα του γάμου κατά κανόνα κρατούσαν την παραδοσιακή απόσταση μεταξύ τους. Μάλιστα, παρότι ήταν λογοδοσμένες, όταν συναντιόντουσαν στο χωριό ή στα χωράφια η υποψήφια νύφη άλλαζε δρόμο αλαφιασμένη και με κατεβασμένα μάτια..."

Η Γ. Σκοπούλη αναφέρει στη δική της σελίδα μερικές κουβέντες των γυναικών, που δίνουν και εικόνα της κατάστασης:

  • Τρεις νύχτες του Δεκεμβρίου να κάτσουμε εδώ δεν τελειώνουν αυτά...
    Και με πάντρεψαν. Ούτε στήθος, ούτε τα ρούχα μου είχα ακόμη!
  • Μόλις τελείωσα το Δημοτικό, άρχισα και το όργωμα. Μου άρεσε. Αν μ' έβλεπες να κάνω χωράφι! Πέταγα.
  • Με τα πόδια και ξυπόλυτες. Τα παπούτσια στο χέρι για να μην χαλάσουν.
  • Και αρχίσαμε με την σειρά από σπίτι σε σπίτι να θάβουμε τους νεκρούς.
  • Το δρεπάνι για το θέρο τόχα πάντα δεμένο στη μέση μου για να μην το χάνω.
  • Α, παλιόγρια! μου λεν. Έρχονται μπάμ-μπούμ, έχετε λίρες, έχετε λίρες... Καταστραφήκαμαν.
  • Με την πεθερά μου ήμασταν φίλες, σαν μάνα με κόρη.
  • Είχε την οχιά στη γλώσσα μέχρι να πεθάνει.
  • Το πιο ωραίο ήταν ο ξέφλος. Φαγητά, τραγούδια, χοροί. Αξέχαστες βραδιές!
  • Τώρα οι νέοι δε χορεύουν, δεν τραγουδάνε με το στόμα. Άλλοι λεν τραγούδια γι' αυτούς...
  • Έβαλε τα χέρια μέσα η μαμή κι ανακάτευε.
  • Η μάνα φοβόταν μήπως μείνω έγκυος και μας ζητήσουν προίκα παραπάνω!
  • Κάθε χρόνο που ερχόταν έπιανε και από ένα παιδί.
  • Πέθανε κι η γιαγιά. Ένα χρόνο τώρα είμ' ελεύθερη.
  • Γιαγιά, φέρε ένα μαξιλάρι να βάλω στο κεφάλι του μπαμπά γιατί πέθανε.
  • Για την αγρότισσα, που απ' αυτήν τρώνε ψωμί, κανένας δεν ασχολείται.

Νομίζω ταιριάζουν στη μέρα τα δυο ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη για τον αιώνιο διάλογο!

Και ν' αφιερώσω πάλι φέτος στην αδελφή μου το σχετικό ποίημα της Βισουάβα Σιμπόρσκα.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

"Κλεμμένη εφηβεία" του Στανισλάς Τόμκιεβιτς: Μια σιωπή 50 χρόνων ύστερα από το απόλυτο κακό στο σύγχρονο πολιτισμό μας

"Η κλεμμένη εφηβεία", University Studio Press, 2012
 (μετάφραση από τον Γρηγόρη Αμπατζόγλου και επιμέλεια από τον ίδιο και τον Δημήτρη Πλουμπίδη)

Ήταν συγκλονιστική η ανάγνωση του βιβλίου του Πολωνοεβραίου ψυχίατρου Stanislas Tomkiewicz, που στα εφηβικά του χρόνια έζησε στο γκέτο της Βαρσοβίας, δραπέτευσε από το τρένο που τους πήγαινε στην εξόντωση, κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen-Belsen και, τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, φυματικός,  βρέθηκε το 1945 στη Γαλλία, όπου σπούδασε κι έζησε μέχρι το θάνατό του το 2003. 

Για πενήντα χρόνια σιώπησε, έγινε ένας διεθνώς αναγνωρισμένος ψυχίατρος, ενσωματώθηκε στη γαλλική κοινωνία, έγινε ακτιβιστής (μέλος του ΚΚΓ στην αρχή), χωρίς να έχει πει κουβέντα για τα χρόνια που έζησε στην Πολωνία μέχρι το 1945. Το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση, μια εξομολόγηση, ένα βιβλίο για τη μνήμη και την απώθηση.

Γιατί σιωπούσε όμως τόσα χρόνια;

Ένιωθα, γράφει, ντροπή που δεν υπέφερα αρκετά, ζύγιζα 39 κιλά, ενώ ο άλλος (ο καλός του φίλος Mathias) ζύγιζε μόνο 26! Σιώπησε, λέει, όχι τόσο για τα φριχτά πράγματα που έζησε στα στρατόπεδα, αλλά «κυρίως λόγω του μαζικού χαρακτήρα που είναι κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, των δολοφονιών που πραγματοποιήθηκαν στην Πολωνία, 90% του εβραϊκού πληθυσμού (3 εκ. άνθρωποι, χωρίς να μετράμε τα 2 εκ. των Πολωνών που δεν ήταν Εβραίοι)».

Άλλοι τα 'χαν πει ήδη και καλύτερα, λέει ο Τόμκιεβιτς, ο Πρίμο Λέβι, ο Χόρχε Σεμπρούν και τόσοι άλλοι, αλλά και η αδερφή του η ίδια. Στο δίλημμα του Σεμπρούν «Η τροφή ή η ζωή», προτίμησε το δεύτερο, επέλεξε να σιωπήσει, να στραφεί στο μέλλον, να θεραπευτεί για να θεραπεύσει. Η σιωπή αγκάλιασε και όλη την παιδική του ηλικία.

«Άγγιζε ακόμα και το ταγκό το οποίο λάτρευα όταν ήμουν παιδί και το οποίο θεωρούσα ότι πέθανε με τον πόλεμο

Ένιωθε σαν να είχε λησμονήσει ακόμη και τον Janusz Korczak, τον σπουδαίο παιδαγωγό και γιατρό (που ήθελε να του μοιάσει μάλιστα) και που τον είχε συνδέσει με τα αγαπημένα του παιδικά βιβλία Roi Mathias 1er  και Le petite Revue (ήταν περιοδικό από παιδιά για παιδιά που εκδιδόταν στην Πολωνία μέχρι το 1939 που οι Ναζί το σταμάτησαν). Ο Γιάνους Κόρτσακ διηύθυνε ένα ορφανοτροφείο φτωχών παιδιών στη Βαρσοβία και στο γκέτο στη συνέχεια και ο Τόμκιεβιτς θυμάται που οι πλούσιοι Εβραίοι του γκέτο συγκέντρωναν βοήθεια για το ίδρυμα. Οδηγήθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα μαζί με τα 200 παιδιά του ορφανοτροφείου και πέθανε τον Αύγουστο του 1942. Γράφει γι' αυτόν σε πολλά σημεία της εξομολόγησής του, άλλωστε για πολλά χρόνια ήταν Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Korczak. Ο Κόρτσακ ήταν ο πρόδρομος του κινήματος για τα δικαιώματα του παιδιού, ήταν αυτός που από τις αρχές του αιώνα είχε μιλήσει για το σεβασμό στο παιδί. Μιλώντας για τον Κόρτσακ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη βία των παιδιών των προαστίων, η οποία "δεν οφείλεται σε χαλαρότητα των γονιών, αλλά στην καταστροφή της οικογένειας και των κοινωνικών δεσμών από μια κοινωνία όπου το κέρδος είναι σήμερα η μόνη της αξία". 

Γράφει για την πλατεία μετεπιβίβασης, τον προθάλαμο του θανάτου, την Umschlangplatz. Τελευταία φορά βρέθηκε εκεί στις 2 Μαϊου 1943, μαζί με τους γονείς του, το γαμπρό του, τον αδελφό του και τη νύφη του. Εκείνος πήδηξε από το τρένο, οι γονείς του θανατώθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, "γαζώθηκαν μ' ένα μυδράλιο". 

Χρειάστηκαν 30 χρόνια για να μιλήσει ο Τόμκιεβιτς πρώτη φορά σ’ ένα μαγνητόφωνο γι' αυτό που τον βασάνιζε πάντα, που ήταν ο πιο μεγάλος τραυματισμός του, για την εγκατάλειψη των γονιών του μέσα στο τρένο, τότε που αποφάσισε να πηδήξει και να γλυτώσει από τη βέβαιη εξόντωση. Και πέρασαν ακόμη 18 για να ξαναμιλήσει. Κι από τότε δεν σταμάτησε να μιλά. Έκανε και βίντεο, όπως με τον Σπήλμπεργκ και με την Ανέτ Βιβιόρκα στο Yale (στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος με τον τίτλο Fortunoff Video Archive for Holocaust Testimonies).

Γράφει για τις επιστημονικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις μέχρι που επέλεξε την ψυχοθεραπεία, "τη σχέση και τον αγώνα για την ευζωία των ατόμων που είναι επίκαιρα και παρόντα". Κρατώ κάποια σημεία από τις θέσεις που διατυπώνει, αλλά και από το συνοδευτικό κείμενο των επιμελητών, και χωρίς να είμαι ειδική ώστε να μπορώ να αξιολογήσω σε βάθος, κρίνω όμως πως σίγουρα οι αναζητήσεις και οι επιλογές του είχαν επηρεαστεί από την εμπειρία των νεανικών του χρόνων, από την εφηβεία που του είχε κλέψει η ναζιστική θηριωδία. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα παιδιά και τους νέους κι ένιωθε ένα αίσθημα ευτυχίας όταν έβλεπε ν' ανθίζουν στη θέση του νέοι που η ζωή τούς είχε κλέψει την παιδική ηλικία. Ασχολήθηκε με τον εξανθρωπισμό της ψυχιατρικής νόσου, ενώ το 1968 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχιμης ψυχιατρικής.

Αναφέρεται στην έννοια της ανθεκτικότητας (resilience - προσαρμοστικότητα;), την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να αντιστέκεται στα γυρίσματα της ζωής, ακόμη και στα πιο βαριά. Και αναφέρεται επίσης στην ενοχή, και στο μίσος, στη μάχη ενάντια στο μίσος. Και για τα παιδιά των επιζώντων, τι μπορεί να γίνει; Να μαθαίνουν ή να σιωπούν; Να σιωπούν για να προστατεύονται; Με μια "αληθινή δολοφονία της μνήμης;" Και η δική του σιωπή τι ήταν; Μήπως μπόρεσε "να συμφιλιώσει μνήμη και προστασία;"

Ερωτήματα που σίγουρα υπάρχουν. Και που μ' αυτά ασχολούνται οι ... πιο ειδικοί.






"...η ίδια η μεταπολεμική πορεία των επιζώντων αποτελεί μια διαρκή αναμέτρηση ζωής και θανάτου, απώλειας και ανάκτησης, παρελθόντων (νοσταλγικών, ηρωικών, τραυματικών) και μέλλοντος..."

Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο Γιώργος Αντωνίου, παρουσιάζοντας το βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε "Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940" (Πόλις, 2014) στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββάτου.


Και βέβαια, το βιβλίο πρέπει να έχει πολύ ενδιαφέρον. Να σημειώσω μάλιστα ότι ο Τόμκιεβιτς αναφέρεται στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που γνώρισε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν (σε αυτό αναφέρεται και η Μπενβενίστε) κι ανάμεσά τους τη Nora Saporta, με την οποία κράτησε φιλία για όλη τη ζωή. (Πρόκειται για τη Νόρα Νεχαμά, σύζυγο του σημαντικού αρχιτέκτονα Ισαάκ Σαπόρτα. Βλέπε ενδεικτικές αναφορές στα άρθρα του Ριζοσπάστη και της Καθημερινής, καθώς και στην ιδιαίτερης αξίας εργασία του καθηγητή Γ. Σαρηγιάννη για την Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα, από το 1960 ως το 1990.)
  
Έγραψα παραπάνω για τα ερωτήματα. Υπάρχουν ερωτήματα όπως φαίνεται, κάποιοι μιλούν ακόμη για άρνηση του Ολοκαυτώματος, εξάλλου και ο ορισμός της 27ης Ιανουαρίου ως ημέρας μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος ήρθε πολύ αργά, 60 χρόνια από το 1945! Και είναι η 27η Ιανουαρίου η μέρα απελευθέρωσης του Άουσβιτς, του Άουσβιτς που "είναι μια μετωνυμία για όλα", όπως είπε σε συνέντευξή της η Ανέτ Βιβιορκά και δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής, 1 Φεβρουαρίου 2015. Το Άουσβιτς είναι το σύμβολο του Απόλυτου Κακού, είπε. (Μικρή προσωπική καταγραφή είχα κάνει εδώ)

Η Βιβιόρκα είναι στορικός και ομότιμη διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας. Ίσως την ξέρουμε ακόμη περισσότερο από το βιβλίο της "Το Άουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου" (Πόλις, 2013). 






Απόψε όμως ήταν στην Αθήνα και πήρε μέρος σε μια συζήτηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος, Η συζήτηση είχε τον τίτλο «Ολοκαύτωμα και μνήμη» και συμμετείχαν επίσης ο Μαρκ Βάιτσμαν, διευθυντής Εταιρικής Επικοινωνίας του Κέντρο Simon Wiesenthal Center και πρόεδρος της Επιτροπής για την Άρνηση του Ολοκαυτώματος και τον Αντισημιτισμό της Διεθνούς Συμμαχίας για την Ανάμνηση του Ολοκαυτώματος και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ιστορικός, καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ συντόνιζε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Eφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. (παρακολούθησα ζωντανή αναμετάδοση της συζήτησης, κρίμα όμως που δεν υπάρχει δυνατότητα ετεροχρονισμένης παρακολούθησης για όσους δεν μπόρεσαν). Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, φάνηκε κάποια στιγμή πως υπάρχουν και κάποια ζητήματα/ερωτήματα, ίσως άλυτα ακόμη ή διαφορετικών κατευθύνσεων, όμως θα κρατήσω την τελευταία φράση του Στ. Ζουμπουλάκη, ο οποίος, δεινός πολέμιος του φασισμού και του αντισημιτισμού, είπε για κλείσιμο της συζήτησης:

"Να μην αφήσουμε τους αντισημίτες σε χλωρό κλαρί".

Προφανώς και είχε πολλούς αποδέκτες η φράση του. Και έχει πολλαπλή σημασία η αναφορά του, τόσο για μέσα, τα δικά μας, όσο και για έξω, για τον κόσμο που σπαράσσεται και χάνεται από φανατισμούς, μισαλλοδοξίες, παραλογισμούς, ανοησίες. 

Όχι άλλες κλεμμένες εφηβείες. Όχι άλλα κλεμμένα νιάτα!

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Τόση χαρά δεν την μπορούν τα μάτια ... Καλώς ήρθες Άνοιξη!



Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.

Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ' οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.



Καλή Άνοιξη! Σήμερα αντιγράφω την ιδέα και το υλικό όλο από την Βιβή Γ. και την γεμάτη ομορφιά ανάρτησή της στη Λέσχη ανάγνωσης Degas με τις αμυγδαλιές και από την Rosa Mund  που έστειλε το βίντεο με το ποίημα του Νικηφόρου Βρετάκου μελοποιημένο από την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου. Το παραπάνω είναι από τη συλλογή "Το Ποτάμι και ο Χρόνος". Γράφει σ' ένα άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής:

Υπάρχουν σπίτια στον κόσμο 
Που δεν έχουν κανένα παράθυρο. 
Ούτε καν για ένα άστρο, 
Ούτε για ένα κλωνάρι μυγδαλιάς, για ένα στάχυ 
Ή για μιαν ηλιαχτίδα διπλωμένη στα τέσσερα, 
Σαν ένα γράμμα που το στέλνει ο Θεός. 
(Τέτοιο γράμμα δεν έλαβες). 

Αμυγδαλιά του Βαν Γκογκ, αντιγραφή από τη Λέσχη ανάγνωσης Degas
Ας μείνουμε στην ομορφιά της αμυγδαλιάς, στην ομορφιά της Άνοιξης. Χαρισμένη η ανάρτηση στη φίλη μου τη Ν. που σήμερα έχει γενέθλια!

Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν τὰ μάτια μου ...

----------
Σημ. Το ποίημα "Μια μυγδαλιά και δίπλα της" είναι αντιγραφή από το Σταμνί της ποίησης 

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Είναι που ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι... Εις μνήμην Γιώργη Μανουσάκη!




Παλιό σπίτι

                          του Γιώργη Μανουσάκη (1933-2008)

Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα
στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ’΄αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ’΄το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.
Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα
σα να ’χουν μαλακώσει απ’΄τη βροχή.

Χτες είδα μια στιγμή
στης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν
στο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.

Ίσως και να ’ναι ο τελευταίος χειμώνας
που στέκουντ’ όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.

Μα εκεί που πονεμένος αναστεκόμουν
νά'σου κι ανακορμίζεται η Κόρη!
Κι ευτύς το σπίτι στεριώνει
οι ρωγμές σάν να κλείνουνε πάλι
(μα και τα βρύα, άνθη πώς γίνηκαν?)

Είναι που ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι
(πως το νικήσαν το Κακό ακούστηκε)
και με τα χέρια πιασμένοι ολόγυρα,
το περιδένουν το χάσμα και το σώζουν

 την Κόρην γηθοσύνης ρυόμενοι,
Εστιάς γάρ ην πολυσέβαστος!


Σαν σήμερα πριν από 7 χρόνια έφυγε ο Χανιώτης ποιητής Γιώργης Μανουσάκης, ένας σπουδαίος άνθρωπος των Γραμμάτων, που ξεπερνούσε τα όρια της πόλης και του νησιού και που ίσως δεν προλάβαμε να εκτιμήσουμε όσο έπρεπε το μέγεθος και την αξία της Παιδείας και του Πολιτισμού που εξέπεμπε.

Για το παραπάνω ποίημα, θα ήθελα να διηγηθώ και μια ιστορία. Στον ένα χρόνο από το θάνατο του Γιώργη Μανουσάκη έστειλα, όπως το συνηθίζω, σε φίλους και συναδέλφους ένα απόσπασμα από το παραπάνω ποίημα, και συγκεκριμένα τις τρεις πρώτες στροφές, γιατί αυτές ξεχώρισα, ίσως γιατί μου θύμιζαν το σπίτι στο χωριό πριν κάποια χρόνια, ίσως και λόγω ιδιοσυγκρασίας. Ένας από τους αποδέκτες ήταν ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος. Με έκπληξη πήρα ως απάντηση τη συνέχεια του ποιήματος, με το σχόλιο μάλιστα ότι ο ποιητής είχε δώσει την αισιόδοξη λύση. Σαν να μου 'λεγε δηλαδή, εγώ γιατί την αγνοούσα;

ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι
πως το νικήσαν το κακό ακούστηκε...

(Πληροφορίες επίσης εδώ: http://giorgismanousakis.blogspot.gr/)

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Ποια σχέση μπορεί να έχει η Μάρτα Σεμπεστιέν με τα Ηπειρώτικα γεφύρια;


Το γεφύρι της Πλάκας στα Τζουμέρκα που έπεσε σήμερα 1 Φεβρουαρίου 2015!
(Πηγή φωτογραφίας:http://www.petrinagefiria.uoi.gr/gefiri.php?id=143)


Η Μάρτα Σεμπεστιέν είναι μια σπουδαία τραγουδίστρια παραδοσιακής μουσικής από την Ουγγαρία, με ιδιαίτερη φωνή που δίνει μια ξεχωριστή χροιά στις ερμηνείες της. (Γνωστή και από την ερμηνεία της στην ταινία "Άγγλος ασθενής"). Έχω δίσκο της, την ακούω, δεν γνώριζα όμως τη σχέση της με τα γεφύρια της Ηπείρου!

Και χρειάστηκε η άγρια νεροποντή των ημερών αυτών και η καταστροφή του γεφυριού της Πλάκας στα Τζουμέρκα, που κάποτε - μέχρι δηλαδή το 1913 - ήταν το σύνορο της Ελλάδας με την Τουρκία για την περιοχή της Ηπείρου, για να έρθει στο μυαλό μας ότι στον τόπο μας υπάρχουν χιλιάδες γεφύρια, για να συγκινηθούμε, για να ενδιαφερθούμε, για να ακούσουμε το παράπονο του δημοσιογράφου της ΕΡΤ από τα Ιωάννινα ότι τα γεφύρια είναι ξεχασμένα από την πολιτεία, ότι τα θυμούνται και τα καμαρώνουν από τα γραφεία τους οι λογής θαυμαστές τους κτλ κτλ.

Σ' αυτούς κι εγώ, τ' ομολογώ, θυμήθηκα το βιβλίο για τα Λίθινα γεφύρια του Ρεθύμνου που έχει εκδόσει το ΤΕΕ Δυτ. Κρήτης και το έχω στη βιβλιοθήκη μου, ήρθε στο νου μου η εικόνα του γεφυριού της Άρτας που συναντούμε κάθε φορά στο ταξίδι για την Κέρκυρα, θυμήθηκα το εξαιρετικό "Γεφύρι του Δρίνου" του Ίβο Άντριτς (το έχω σε πολύ παλιά έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Δαρεμά σε μετάφραση Κ. Μεραναίου), όμως είναι βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και θυμήθηκα το βιβλίο του Σπύρου Μαντά για τα Ηπειρώτικα γεφύρια που είχα ξεφυλλίσει στη βιβλιοθήκη του ΤΕΕ.

Ο Σπύρος Μαντάς έχει αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση, καταγραφή και ανάδειξη των πέτρινων γεφυριών και ειδικότερα της Ηπείρου. Έχει δημιουργήσει το Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων με πολλές σημαντικές πληροφορίες για τα γεφύρια της Ηπείρου και με πλούσια βιβλιογραφία, καθώς και το Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών με ανάλογο βέβαια ενδιαφέρον.

Ψάχνοντας, λοιπόν, απόψε για τα γεφύρια της Ηπείρου, έπεσα σε μια συνάντηση της Μάρτα Σεμπεστιέν με τον Σπύρο Μαντά και σ' ένα τραγούδι για το Μαστρο-Κέλεμεν που χρειάστηκε να χτίσει τη γυναίκα του προκειμένου να σταθεί το κάστρο, όπως έγινε δηλαδή με το γεφύρι της Άρτας. Και το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής ήταν η δημιουργία ενός βίντεο, όπου η Σεμπεστιέν τραγουδά το Μάστρο-Κέλεμεν. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δουλειά, υπάρχει δε και μετάφραση των στίχων του τραγουδιού. 




(Αξίζει ν' ανατρέξει κανείς σε όλη τη συλλογή του ερευνητή στο Youtube από εδώ)

(Διαβάζω στις πληροφορίες για το παραπάνω βίντεο ότι η παραλλαγή του τραγουδιού αυτού τραγουδιέται σε μια περιοχή της Τρανσυλβανίας που βρίσκεται στη Ρουμανία και παλιότερα ανήκε στη μεγάλη Αυστρο-Ουγγαρία και θυμάμαι ότι ο Κλαούντιο Μάγκρις είχε κάνει λόγο για ρουμανο-γερμανο-μαγιάρικο μωσαϊκό στην αναζήτηση των ευρωπαϊκών ταυτοτήτων στο εκπληκτικό βιβλίο του "Δούναβης".)


Και λέει το παραμύθι:

"Μια φορά κι έναν καιρό, θέλοντας κάποιος Δεσπότης να εξετάσει τις θεολογικές γνώσεις υποψήφιου παπά τον ρώτησε:
- Ποιος έκτισε τον κόσμο τέκνον μου;
- Οι Πυρσογιαννίτες Δέσποτά μου, απάντησε εκείνος χωρίς δισταγμό, μα ... κουβάλησαν λάσπη και οι Βουρμπιανίτες.
Πυρσόγιαννη και Βούρμπιανη λοιπόν. Δυο μικρά, φτωχά χωριά, όπως όλα άλλωστε στην Ήπειρο, φτιάχνουν, ή τέλος πάντων βοηθούν να φτιαχτεί ο κόσμος..."

Με το παραμύθι ξεκινά το άρθρο του με τίτλο "Οι κουδαραίοι κιοπρουλήδεςο Σπύρος Μαντάς στο εξαιρετικό αφιέρωμα της Κυριακάτικης Καθημερινής με το περιοδικό 7Ημέρες για τα πέτρινα γεφύρια, 13 Φεβρουαρίου 2000. Και δίνει ωραίες πληροφορίες και μαρτυρίες για τους μαστόρους των γεφυριών, τους "κουδαραίους", τους μαστόρους δηλαδή της πέτρας, τους πετράδες, αφού κούδα είναι η πέτρα. Τους λέει και κιοπρουλήδες, γεφυράδες δηλαδή, από την τούρκικη λέξη κιοπρού που θα πει γέφυρα.

Συνεχίζοντας τις πληροφορίες, να συμπληρώσω ότι για τα Ηπειρώτικα γεφύρια υπάρχει επίσης μια βάση δεδομένων, Τα Πέτρινα Γεφύρια της Ηπείρου, που δημιουργήθηκε το 2006 από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (που δυστυχώς, φαίνεται να έχει την τύχη τόσων και τόσων έργων χρηματοδοτούμενων από ευρωπαϊκά προγράμματα, την τύχη δηλαδή της ασυνέχειας και ασυνέπειας - αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα, ας μην το συνεχίσω εδώ) Είναι εκπληκτικός ο αριθμός των γεφυριών που έχουν καταγραφεί στην Ήπειρο. Διαβάζω για το γεφύρι της Πλάκας: είναι μονότοξο, έχει μέγεθος μήκος 40 μ., ύψος 19 μ. και πλάτος καταστρώματος 3,20μ., χτίστηκε το 1866 από τον Κώστα Μπέκα με χορηγούς  τις Κοινότητες Μελισσουργών, Πραμάντων και Αγνάντων, τους Γ. Λούλη, Αν. Λύτρα και κατοίκους γύρω χωριών και κόστισε 187.000 γρόσια. Διαβάζω επίσης:

... Για το χτίσιμο του γεφυριού υπάρχει η παράδοση ότι στέριωσαν άνθρωπο στα θεμέλιά του. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι έβαλαν έναν Τούρκο κι άλλοι μια επιληπτική κοπέλα από το χωριό Μονολίθι. Το 1881 ο Άραχθος έγινε το σύνορο Ελλάδας – Τουρκίας και δίπλα από το γεφύρι της Πλάκας, από τη νότια πλευρά, κατασκευάστηκε υποτελωνείο, ενώ και οι Τούρκοι κατασκεύασαν φυλάκιο κοντά στο γεφύρι. Στο χάνι που βρίσκεται κοντά στο γεφύρι το Φεβρουάριο του 1942 ήρθαν σε συνεννόηση οι αντάρτικες οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ και υπέγραψαν συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών.


"το γεφύρι ήταν εκεί πάντα, ήταν ένα αιωνόβιο ποίημα..."(Πηγή: ΤοΠεριοδικό)
Υστερόγραφο στον Κώστα Μπέκα ονομάζει ένα βίντεο ο Σπύρος Μαντάς. Ποιος να περίμενε πως θα ήταν υστερόγραφο στο ίδιο το γεφύρι...